• Σχόλιο του χρήστη 'Νικόλαος Ι. Μέρτζος' | 25 Ιανουαρίου 2010, 12:33

    «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ» ΚΑΙ ΑΘΗΝΑ: ΤΟ ΧΤΑΠΟΔΙ To πρόγραμμα «Καλλικράτης» στοχεύει μεταξύ άλλων στην ανάπτυξη της Περιφερειακής Ελλάδος με μια Νέα Αρχιτεκτονική στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και Διοίκηση της χώρας. Ερωτάται, ωστόσο, ο «Καλλικράτης»: 1. Θα εξαφανίσει όσες ορεινές Κοινότητες αποτελούν πανευρωπαϊκό υπόδειγμα αυτόνομης ανάπτυξης; 2. Μήπως, με τους Μείζονες Δήμους, δημιουργήσει Μικρές Αθήνες-Χταπόδια; 3. Η κατάσταση της Αθήνας, οι γιγαντιαίες ανάγκες της και τα κολοσσιαία συμφέροντα της αδίστακτης Ολιγαρχίας της επιτρέπουν εξ αντικειμένου ανάπτυξη της Περιφερειακής Ελλάδος; «Αι Αθήναι δεν είναι πόλις, είναι νόσος». Την αποστροφή αυτή, που απέδιδε στον Γεώργιο Α. Παπανδρέου, επανελάμβανε συχνά ο καθηγητής Αγαπητός Τσοπανάκης, Δωδεκανήσιος, ακόμη και όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πρωτεύουσα ως τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1981 ο Άγγλος Άρνολντ Τόϋνμπη, ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς του 20ού αιώνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα πλοκάμια των Αθηνών απειλούν να αδράξουν ολόκληρη την Ελλάδα σε έναν ασφυκτικό κλοιό». Πράγματι η υπερ-ανάπτυξη της Αθήνας, που την αυγή του 21ου αιώνα τείνει να καλύψει ολόκληρο το Λεκανοπέδιο Αττικής, αποτελεί ορατό υπαρξιακό πρόβλημα τόσο για την ίδια όσο και για ολόκληρη την Ελλάδα. Διότι όσο περισσότερους εθνικούς πόρους απομυζά η Αθήνα για να βελτιώσει στοιχειωδώς τις λειτουργίες της, τις απαραίτητες υποδομές της και την ολοένα δυσχερέστερη διαβίωση των κατοίκων της, τόσο περισσότερο εξαπλώνεται! Αλλά η διαρκής ασυγκράτητη εξάπλωσή της δημιουργεί μεγαλύτερες ολοένα ανάγκες υποδομών, οδηγεί σε σημείο οριακής αντοχής τα μόλις προ ολίγου βελτιωμένα δίκτυα λειτουργιών της, επιβαρύνει τη ζωή του πληθυσμού της μετά κάθε ανάσα και, γι’ αυτό, απορροφά ξανά μεγαλύτερο συνεχώς μερίδιο εθνικών πόρων. Ωστόσο, αποδεικνύεται στην πράξη ότι η κάθε «λύση», μετά την αντίστοιχη βαριά εθνική επιβάρυνση, δεν λύει το πρόβλημα της Αθήνας αλλά, αντίθετα, το ανατροφοδοτεί επειδή οδηγεί σε περαιτέρω εξάπλωση του πολεοδομικού συγκροτήματος και, άρα, σε νέες μεγαλύτερες ανάγκες και δαπάνες. Είναι φανερό πως, χάριν της Αθήνας ή εξ αιτίας της, η Ελλάδα αντλεί εις πίθον Δαναΐδων και, ακόμη χειρότερα, ανέτρεψε προ πολλού τη γεωπολιτική σταθερότητά της, ροκανίζει την παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας της, αποσταθεροποιεί επικίνδυνα την εθνική συνοχή της, αυτοδιαλύει την κοινωνία της και υπονομεύει μακροπρόθεσμα την κρατική της οντότητα. Οι πρώτες απειλητικές ρωγμές στα ύφαλα του σκάφους «Η Ωραία Ελλάς» είναι ήδη ορατές αλλά κάθε απόπειρα να τεθεί σε συζήτηση η σημαντικότερη αλλ’ όχι ασφαλώς μοναδική πηγή των αιτίων απορρίπτεται μετά βδελυγμίας με το απαξιωτικό κατηγορητήριο του «επαρχιωτικού αντι-αθηναϊσμού». Άλλωστε, στην Αθήνα ζουν όλοι όσοι διαμορφώνουν τις πολιτικές αποφάσεις και την κοινή γνώμη, βρίσκουν υπερσυγκεντρωμένη την πελατεία, διοικούν το Κράτος και συγκεντρώνουν τον πλούτο, αποτελούν την ποικιλώνυμη πνευματική, θρησκευτική και συνδικαλιστική ηγεσία της χώρας, εκφράζουν τη διανόηση και την καλλιτεχνική ζωή, ελέγχουν την Υγεία και τις εκδόσεις, κατανέμουν τις πιστώσεις και αναλαμβάνουν τις μεγάλες δουλειές κ.ο.κ. Όλοι αυτοί ταυτόχρονα εξαρτώνται πλήρως από αυτήν την τερατογενή Αθήνα και πολλοί κερδίζουν τα εκατομμύριά τους ή το απλό μεροκάματό τους από την περαιτέρω ανατροφοδουμένη τερατογονία της. Το αθηναιοκεντρικό πλέγμα ισχύος παραμένει αδιαπέραστο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι και χρήσιμο. Δεν έχει -ούτε καν σκέφτεται σοβαρά-λύσεις, διότι δεν θέλει να βλέπει το πρόβλημα ούτε επιθυμεί να συνειδητοποιήσει ότι όλο τούτο το Σύστημά του είναι χτισμένο πάνω στην άμμο. Μα, είναι δυνατόν; Η παγκόσμια οικονομική κρίση απέδειξε ότι είναι. Παγκόσμιοι κολοσσοί με ασύγκριτα επιτελεία μελετών και προβλέψεων κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι επειδή δεν επιθυμούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι η διαρκώς ανατροφοδοτουμένη επέκταση της επιχειρηματικής βάσης τους ήταν το πρόβλημα. «Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα;». Πέραν από την απερισκεψία και την εγγενή ανικανότητα της ποικιλώνυμης ηγεσίας σε όλα της τα επίπεδα σήμερα, το πρόβλημα της Αθήνας, που είναι πρόβλημα όλων των Ελλήνων, έγκειται και στο γεγονός ότι το νεοελληνικό Κράτος από την ίδρυσή του οργανώθηκε συγκεντρωτικό και, συνεπώς, η πρωτεύουσά του κατέστη –και ακόμη παραμένει– ο Ομφαλός της ελληνικής Γης. Απαξάπαντες οι «εκτός των τειχών» Έλληνες αναγκάζονται να καταφεύγουν την πρωτεύουσα για να προωθήσουν τις υποθέσεις τους τόσο πιο συχνά και για τόσο πιο πολλές υποθέσεις όσο πιο πολύ η δημόσια σφαίρα διεισδύει στην ιδιωτική ζωή –ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας της απόλυτης διαπλοκής. Ένας πολίτης, που αναγκάζεται έτσι να έλθει στην Αθήνα, αφήνει στην πόλη ένα εισόδημα που εισπράττουν τα πολύπλοκα δίκτυα: μεταφορές, ξενοδοχεία, εστίαση, διασκέδαση, αγορά κ.ά. Χώρια τα φακελάκια. Στους καιρούς μας αυτοί οι καταναγκαστικοί προσκυνητές της νεοελληνικής Μέκκας ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες κάθε μέρα και οι περισσότεροι υποχρεώνονται να διανυκτερεύουν περισσότερες από μία νύχτες. Επί παραδείγματι, τον Φεβρουάριο 2005 στην Αττική προσήλθαν από τη λοιπή Ελλάδα 5.941 άτομα που πλήρωσαν 20.900 διανυκτερεύσεις. Επί πλέον στην πρωτεύουσα συγκεντρώνονται τα περισσότερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα μεγαλύτερα και καλύτερα νοσοκομεία και ιδιωτικά κέντρα υγείας της χώρας στα οποία συρρέουν δεκάδες χιλιάδες σπουδαστές, ασθενείς και συγγενείς τους. Όλες αυτές οι στρατιές, που αναγκάζονται να έλθουν στην πρωτεύουσα, δημιουργούν, έτσι, μια τεράστια οικονομική βάση, μια στρούγκα για άρμεγμα, κι αυτή με τη σειρά της αναπτύσσει μια σειρά νέων παρασιτικών δικτύων, ευκαιριών, παραεπαγγελμάτων τα οποία προσελκύουν νέους μονίμους κατοίκους. Παράλληλα προς την οικονομική βάση οι προσφερόμενες μεγάλες ευκαιρίες και η συγκέντρωση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δημιουργούν μιαν συνεχώς διευρυνομένη βάση ποιότητος και ισχύος. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, που ανέλυσε επί δύο έτη τα ποιοτικά ευρήματα της γενικής απογραφής του 2001 για την Παιδεία ανεκοίνωσε ότι οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος αντιπροσώπευαν στο σύνολο της χώρας το 0,26% αλλά στην Αττική το 0,45%, οι κάτοχοι Μάστερ το 0,54% στο σύνολο της χώρας αλλά το 1,03% στην Αττική, οι απόφοιτοι Πανεπιστημίου το 8,20% στο σύνολο της χώρας αλλά στην Αττική το 11,25% και οι αναλφάβητοι το 3,61% στο σύνολο της χώρας αλλά στην Αττική το 2,77%. Από αυτήν την άμεσα διαθέσιμη δεξαμενή των «λευκών κολάρων» αντλούν υπαλλήλους και μελλοντικά στελέχη οι μεγάλες επιχειρήσεις που, όλες, εδρεύουν στην πρωτεύουσα, φυσικά. Τον Νοέμβριο 2005 οι είκοσι μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις της χώρας είχαν έδρα την Αθήνα. Μαρτυρία αθηναϊκής εφημερίδας ανέφερε τα εξής: Με ορίζοντα το 2007, οι εκτιμήσεις θέλουν τα συνολικά καθαρά κέρδη των 20 μεγαλύτερων εισηγμένων επιχειρήσεων να ξεπερνούν τα 7 δις ευρώ και τον τζίρο τους να προσεγγίζει τα 50 δις ευρώ. Το ποσό αυτό υπερβαίνει την κερδοφορία, που εμφάνισαν όλες μαζί οι περίπου 220 εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, και αντιστοιχεί στο ήμισυ της δαπάνης του φετινού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Άλλωστε, η πρωτεύουσα παίρνει τη μερίδα του λέοντος από όλες τις δημόσιες επενδύσεις, τις δημόσιες δαπάνες και τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνον η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (Υπερνομαρχία) Αθηνών-Πειραιώς είχε προϋπολογισμό 3.390.847,76 ευρώ το έτος 2005 και παρουσίασε έλλειμμα 1.147.370 ευρώ. Αυτό δεν εμπόδισε, όμως, το 2006 να διπλασιάσει τον προϋπολογισμό της στα 6.836.024,37 ευρώ και να αυξήσει το έλλειμμά της στα 1.761.480,30 ευρώ. Μεταξύ 2000-2003 η Περιφέρεια Αττικής απορρόφησε το 28,50% των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, και μεταξύ 2004-2005 το 57,30%. Σε σύγκριση με την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο την πρώτη περίοδο και κατά 16,30 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο τη δεύτερη. Σε σύγκριση με την Περιφέρεια Ηπείρου είναι τεσσεράμισι φορές μεγαλύτερο την πρώτη περίοδο και κατά 23 μονάδες υψηλότερο τη δεύτερη. Τον Μάρτιο 2005 ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Αττικής ανακοίνωσε ότι: Όσον αφορά στα κατασκευαστικά έργα, που εκτελούνται στην Περιφέρεια Αττικής και συνδέονται με την τουριστική της ανάπτυξη, πάνω από 550 έργα σε Δήμους της Αττικής έχουν ενταχθεί στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα και βρίσκονται σε εξέλιξη στο Λεκανοπέδιο με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2008. Λειτουργεί, έτσι, προς κάθε κατεύθυνση ο πολλαπλασιαστής που εξαπλώνει το πολεοδομικό συγκρότημα. Τα πράγματα δεν ήσαν έτσι εξ αρχής. Η Αθήνα χρειάσθηκε να λειτουργήσει ως πρωτεύουσα επί ογδόντα χρόνια για να συγκεντρώσει 250.000 κατοίκους το 1922 και ο Πειραιάς μόλις 50.000. Μεσολάβησε, όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή και μέσα στα δύο μόνον επόμενα χρόνια η εγκατάσταση των προσφύγων διπλασίασε τον πληθυσμό της Αθήνας σε 550.000 και τριπλασίασε του Πειραιά σε 150.000. Ωστόσο, το πληθυσμιακό άθροισμα των δύο πόλεων, που σύντομα επρόκειτο να ενωθούν αργότερα, αντιπροσώπευε μόνον το 10% περίπου του συνολικού ελληνικού πληθυσμού. Μετά τα επόμενα, όμως, 27 χρόνια ο πληθυσμός αυτός διπλασιάσθηκε και ανήλθε σε 1.378.586 άτομα το 1951. Είχε μεσολαβήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο τρομερός Εμφύλιος. Τότε έσβησαν απ’ τον χάρτη της Ελλάδος 1.700 χωριά, 300.000 Έλληνες πέθαναν από την πείνα, σκοτώθηκαν 258.000 και εκπατρίσθηκαν ηττημένοι ή αρπαγμένοι 78.000 τουλάχιστον ενήλικοι και παιδιά και κατεστράφη συθέμελα όλη η υποδομή και η παραγωγή της χώρας. Το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα έπεσε στο 41% του προπολεμικού, η παραγωγή του ελαιόλαδου στο 80%, του σίτου και της σταφίδας στο 33%, του βάμβακος και του καπνού στο 10%! Ξυπόλητες στρατιές ανεστίων ανέργων κατέφυγαν στην Αθήνα κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Επίσης δεκάδες χιλιάδες στη Θεσσαλονίκη όπως και σε άλλες πόλεις. Καμιά, ωστόσο, ελληνική πόλη δεν παρουσίασε την μετέπειτα δημογραφική έκρηξη που συνέχισε και εξακολουθεί να παρουσιάζει η πρωτεύουσα. Εκεί ο πολλαπλασιαστής επιταχύνθηκε για τους εγγενείς ειδικούς λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο Άρνολντ Τόυνμπη σημειώνει: Κατά την πενταετία 1956-1960, 250.000 άνθρωποι μετανάστευσαν από την ελληνική ύπαιθρο στις πόλεις και η Αθήνα ήταν το σημείο προορισμού του 80% απ’ αυτούς. Στη διάρκεια της δεκαετίας 1951-1961 η καθαρή αύξηση του πληθυσμού των Αθηνών έφθασε τις 360.861. Δηλαδή σε δέκα χρόνια προσετέθη στην πρωτεύουσα μια ολόκληρη Θεσσαλονίκη, μεγαλύτερη μάλιστα κατά 20%! Το 1951 η δεύτερη σε μέγεθος αυτή πόλη της Ελλάδος είχε 302.124 κατοίκους. Μέσα στον επόμενο μισόν αιώνα η Θεσσαλονίκη προσείλκυσε άλλους 500.000 νέους κατοίκους αλλά η Αθήνα τρία εκατομμύρια επί πλέον. Τώρα υπερβαίνουν τα 4 εκατομμύρια σε έναν συνολικό πληθυσμό της χώρας που μόλις ξεπερνά τα 11 εκατομμύρια –μαζί με το τουλάχιστον 1,3 εκατομμύριο ξένους οικονομικούς μετανάστες. Στην Ευρώπη, στη Βόρειο Αμερική και στην Αυστραλία υπάρχουν ασφαλώς πρωτεύουσες με πληθυσμό πολύ μεγαλύτερο της Αθήνας αλλά καμιά απολύτως πρωτεύουσα δυτικού κράτους δεν συγκεντρώνει τόσο θηριώδη αναλογία πληθυσμού σε σύγκριση με το σύνολο του Λαού όσο η πρωτεύουσα της Ελλάδος. Στη Δυτική Ευρώπη, επί παραδείγματι, οι σημαντικότερες πρωτεύουσες συγκεντρώνουν, σε σχέση με το σύνολο των κατοίκων της χώρας τους τα εξής ποσοστά: Βερολίνο 4%, Ρώμη 5%, Άμστερνταμ 6%, Μαδρίτη 7%, Βρυξέλλες 10%, Ελσίνκι 10%, Λονδίνο 12%, Παρίσι 15%, Στοκχόλμη 16%, Λισαβόνα 20%, Λουξεμβούργο 21%, Κοπεγχάγη 23%, Βιέννη 24% και Δουβλίνο 28%. Είναι αποκαλυπτικά ορισμένα ενδεικτικά μεγέθη σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001. Με εξαίρεση την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά οι πρωτεύουσες των 49 Νομών της χώρας παρουσίαζαν τον εξής πληθυσμό: *κάτω των 10.000 κατοίκων οι εννέα, *μεταξύ 10-15.000 κατοίκων οι δεκαπέντε, *μεταξύ 25-40.000 κατοίκων οι δέκα, *μεταξύ 40-50.000 κατοίκων οι επτά *μεταξύ 50-60.000 κατοίκων οι τέσσερις *μόνον μία (Βόλος) πλησίαζε τις 80.000 *δύο συγκέντρωναν ανά 115.000 κατοίκους (Ηράκλειο και Λάρισα) *μόνον μία (Πάτρα) πλησίαζε τους 160.000 κατοίκους. Αντίθετα, στην Αττική τρεις Δήμοι είχαν πληθυσμό άνω των 57.000 κατοίκων, τρεις άνω των 60.000, τέσσερις άνω των 70.000, ένας 80.000, ένας 114.233 και ένας 137.288 –πάντα με εξαίρεση τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς. Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, που συνορεύει με την Αλβανία και τα Σκόπια, συγκέντρωνε το 2001 λιγότερους από 350.000 κατοίκους και οι τρεις από τους 4 συνολικά Νομούς της είχαν –ο καθένας– λιγότερους από 55.000 κατοίκους. Η Θράκη, που συνορεύει με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, είχε 361.571 εκ των οποίων οι 156.869 ήσαν συγκεντρωμένοι στις πρωτεύουσες των τριών Νομών της Ξάνθη, Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη. Η Περιφέρεια Ηπείρου, που έχει εκτεταμένα σύνορα με την Αλβανία, 353.000 Οι Νομοί Λέσβου, Σάμου και Χίου στο Βόρειο Αιγαίο, που καθημερινά απειλεί η Τουρκία, 204.758 συνολικά. Μεταξύ 1991-2001 ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδος, χάρη στους ξένους μετανάστες αποκλειστικά, αυξήθηκε κατά 6,7%. Αυτό, όμως, το ποσοστό αυξήσεως μειώθηκε δραστικά στους ακριτικούς Νομούς Λέσβου 3,1%, Σάμου 3,8%, Χίου 0,4%, Έβρου 3,7%, Θεσπρωτίας 3,2%, Καστοριάς 0,72%, Φλωρίνης 3%, Πέλλας 4,1% και Σερρών 4,3% -παρά τη συρροή ξένων μεταναστών. Δραματική μείωση του πληθυσμού τους είχαν εμβληματικοί οικισμοί πάνω ακριβώς στην γραμμή των ελληνικών συνόρων ως εξής: Απέναντι στην Αλβανία: Πωγώνι -20,9%, Καλπάκι -19,2%, Δελβινάκι -10,5% και Κόνιτσα -5,4% στον Νομό Ιωαννίνων και Αρρένες Γράμμου -33,5%, Νεστόρι -8,32% και Κορέστεια -6,7% στον Νομό Καστοριάς. Απέναντι στα Σκόπια: Κάτω Κλεινές -9,9% και Μελίτη -0,4% στον Νομό Φλωρίνης. Απέναντι στη Βουλγαρία: Αχινός -15,2%, Πετρίτσι -10% και Προμαχώνας -6,7% στον Νομό Σερρών. Απέναντι στην Τουρκία: Τρίγωνο -23,6%, Βύσσα -9,1%, Σουφλί -7,9%, Τυχερό -4,3% και Διδυμότειχο -3,7% στον Νομό Έβρου. Αντίθετα, στους Νομούς Ανατολικής Αττικής και Δυτικής Αττικής σημειώθηκε πληθυσμιακή έκρηξη. Ο πληθυσμός αυξήθηκε αντίστοιχα κατά 37% και 20,7%. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και οι πρωτεύουσες των άλλων 49 Νομών της χώρας συνάθροιζαν 2.585.833 κατοίκους, κατά 1.270.774 λιγότερους από το πολεοδομικό συγκρότημα πρωτευούσης που συγκέντρωνε μόνο του 3.776.607! Με αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα το Λεκανοπέδιο Αττικής εκλέγει το 1/3 της Βουλής των Ελλήνων και περίπου το 75% των πιο σημαντικών υπουργών σε κάθε κυβέρνηση. Με ποσοστά συντριπτικής υπεροχής, επίσης, καταλαμβάνει σταθερά όλες σχεδόν τις θέσεις-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, των τραπεζών, των πολυεθνικών, των τριτοβαθμίων συνδικάτων κ.λπ. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του πλέγματος εξουσίας και του «αθηναϊκού» Λαού είναι ακατάλυτη και διαρκής ερήμην της λοιπής Ελλάδος. Συντριπτικά επίσης είναι τα συγκριτικά ποιοτικά μεγέθη ανάμεσα στο Λεκανοπέδιο και στην λοιπή Ελλάδα. Η κατά κεφαλήν αναλογία του Λεκανοπεδίου απέχει παρασάγγας από την αντίστοιχη της λοιπής Ελλάδος σε όλα τα ζωτικά πεδία όπως : • η αγορά και η αξία αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής και ειδών πολυτελείας, • η ανέγερση -και ανοχή- αυθαιρέτων κτισμάτων έως και επαύλεων, • τα μέσα μαζικής μεταφοράς μετρό, τραμ, λεωφορεία, πλοία και ταχύπλοα, • οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, οι κόμβοι και οι πεζόδρομοι, • τα νοσοκομεία και τα ιδιωτικά κέντρα υγείας, • το εισόδημα και η καταναλωτική δαπάνη • η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, τροφίμων, καυσίμων, θεαμάτων και δημοσίων επενδύσεων κ.α. Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να συντηρήσει ούτε να θρέψει την πρωτεύουσά της. Ορισμένα συγκριτικά μεγέθη είναι αποκαλυπτικά: 1. Οι ελληνικές εισαγωγές κρέατος και γάλακτος ξεπερνούν τη δαπάνη που πληρώνει η Ελλάδα σε εισαγωγές πετρελαίου και ηλεκτρικής ενεργείας. Η ελληνική παραγωγή σε βόειο κρέας καλύπτει μόνον το 25% των αναγκών και μόλις το 50% των αναγκών για την κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος και γαλακτομικών. 2. Το 2005 το ΥΠΕΧΩΔΕ χρωστούσε στη ΔΕΗ 16 εκατομμύρια ευρώ για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος με το οποίο λειτουργούσαν οι φωτεινοί σηματοδότες και ο άπλετος ηλεκτροφωτισμός στις οδικές αρτηρίες της Αττικής. Γίνεται προφανές ότι έχει ανατραπεί η γεωπολιτική ισορροπία της χώρας σε όλους τους επί μέρους τομείς -κοινωνία, οικονομία, χωροταξία, διοίκηση, πολιτική εκπροσώπηση κ.α. Εξίσου προφανές είναι ότι ο πληθυσμός της Ελλάδος μεταξύ 1991-2001 αυξήθηκε κυριώτατα από την εισροή ξένων μεταναστών. Δίχως την εγκατάσταση 1,3 τουλάχιστον ξένων η εικόνα θα ήταν πολύ δυσμενέστερη και στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων-συντάξεων δραματικότερη. Στην πραγματικότητα ο αυτόχθων ελληνικός Λαός γηράσκει και φθίνει – εκτός του ότι επί πλέον οδηγείται από την ηγετική πυραμίδα σε εξευτελιστική παρακμή. Από το 1993 ήδη η αρμοδία διακομματική επιτροπή της Βουλής για το δημογραφικό πρόβλημα είχε προβεί σε δραματικές διαπιστώσεις, που, φυσικά, έπεσαν στο κενό. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν την πορεία ανά εξαετία. Το 1974-1979 οι γεννήσεις ήσαν περισσότερες από τους θανάτους κατά 385.299 Ελληνάκια και ανάλογα είχε αυξηθεί ο πληθυσμός της χώρας. Δώδεκα μόλις χρόνια αργότερα το 1986-1991 γεννήθηκαν 70.997 μόλις περισσότεροι Έλληνες από όσους πέθαναν. Και στα επόμενα δώδεκα χρόνια το 1998-2003 γεννήθηκαν 9.864 λιγότεροι από όσους πέθαναν. Ο Χάρος είχε πάρει το πάνω χέρι! Και, επειδή η Φύση απεχθάνεται το κενό, έσπευσαν, και το ανεπλήρωσαν –απογραφόμενοι μόνον εν μέρει το 2001– οι ανέστιοι πένητες ξένοι οικονομικοί πρόσφυγες κατά κανόνα τότε λαθραίοι, καταζητούμενοι και προπηλακιζόμενοι! Όταν, λοιπόν, η τελευταία γενική απογραφή του 2001, μετά την εισροή των ξένων, διαπιστώνει αύξηση του πληθυσμού κατά 6,7% δεν σημαίνει ότι αυξήθηκαν αναλόγως οι Έλληνες, αλλά πιστοποιεί ότι απλώς αυξήθηκαν οι κάτοικοι της χώρας, αυτόχθονες και ξένοι. Παρήλθε ήδη μια ολόκληρη γενεά, δηλαδή μια 30ετία, από την τελευταία φορά που στην εξαετία 1974-1979 οι γηγενείς Έλληνες αυξήθηκαν κατά 6,9 ανά χιλίους. Μετά, ο δείκτης ακολούθησε φθίνουσα πορεία ανά εξαετία με τους εξής δημογραφικούς δείκτες διαδοχικά: 4,6, 1,2, 0,3 και αρνητικό το 1998-2003 -0,1. Η υπογεννητικότητα, όμως, δεν εμπόδισε την Αθήνα να αυξάνει συνεχώς τον πληθυσμό της. Είναι φυσικό και πρέπον να υπερέχει μια πρωτεύουσα. Εδώ, όμως, διαφορά είναι σαρωτική και είναι εξίσου φυσικό, αλλά ανισόρροπο, να προσελκύει νέους κατοίκους. Ωστόσο οι νέοι κάτοικοι και ο αυξανόμενος πλούτος των παλαιοτέρων προκαλούν δυσλειτουργία έως και ασφυξία στο πολεοδομικό συγκρότημα, που στην συνέχεια χρειάζεται -και παίρνει αμέσως- όσες δημόσιες επενδύσεις απαιτεί η αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών. Και, μόλις αυτές αντιμετωπισθούν, χιμούν καινούργιοι κάτοικοι αλλά χιμούν και οι παλαιότεροι για να εκχρηματίσουν αμέσως την καινούργια ευκαιρία. Η γάτα κυνηγάει αενάως την ουρά της. Και οι ποντικοί χορεύουν! Εν προκειμένω κάθε σοβαρή πολιτική ηγεσία, αν υπήρχε, θα είχε παραγγείλει και θα είχε αποκτήσει μιαν ενδελεχή επιστημονική μελέτη ώστε, με αδιάσειστα τεκμήρια, να γνωρίζει τουλάχιστον τι ακριβώς συμβαίνει στο Λεκανοπέδιο, ποιες προοπτικές διανοίγονται, τι αντοχές διαθέτει η Ελλάδα, ποια περιθώρια έχει το δημόσιο ταμείο και η εξέλιξη του δημοσίου χρέους, τι αντισταθμιστικά οφέλη ή αντιστρόφως ανεπανόρθωτες βλάβες προβλέπονται βάσιμα, ποια σχέση ανάμεσα σε κατανάλωση (και εθνικών πόρων) και σε παραγωγή διαμορφώνει κάθε απόφαση «σωτηρίας» της Αθήνας κ.ά. Ο μόνος που έκανε στο παρελθόν μια τέτοια μελέτη ήταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Δοξιάδης –και την έθαψαν, φυσικά. Στοιχεία του ζητήματος υπάρχουν άφθονα, διάσπαρτα, σήμερα και είναι ανατριχιαστικά. Ωστόσο τις γραμμές αυτές σύρει ένας απλός δημοσιογράφος, που δεν διεκδικεί επιστημονικές δάφνες ούτε και τις σχετικές σκοτούρες. Απλώς επισημαίνει το μέγεθος του προβλήματος και την κακοήθη εξαλλαγή του σε επικίνδυνο καρκίνωμα το οποίο ενισχύουν, αντί να εξουδετερώσουν ή τουλάχιστον να απομονώσουν, οι εφαρμοζόμενες περιοδικά πολυδάπανες «θεραπείες». Και, επειδή ο δημοσιογράφος αυτός είναι Μακεδών, θα χρησιμοποιήσει ενδεικτικά ορισμένες μαρτυρίες περιεχόμενες αποκλειστικά σε δημοσιεύματα αθηναϊκών εφημερίδων που μάλλον δεν μπορεί να κατηγορηθούν για «επαρχιωτικό αντι-αθηναϊσμό» και άλλα τέτοια αμυντικά φληναφήματα δραστών και επικαρπωτών. Στο γύρισμα του αιώνα η κατάσταση στην Αθήνα, λόγω της επεκτάσεώς της, ήταν πράγματι δραματική και το Σύστημα εφεύρε τον φερετζέ των Ολυμπιακών Αγώνων προκειμένου να δαπανήσει, ακόμη και να σπαταλήσει, κολοσσιαίους εθνικούς πόρους «για να δοξασθεί η Ελλάδα»! Γι’ αυτόν τον σκοπό δαπανήθηκε, αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, το αστρονομικό ποσό των δέκα δισεκατομμυρίων ευρώ! Για να υπάρχει ένα μέτρο συγκρίσεως θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σ’ ολόκληρη την εικοσαετία 1985-2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδότησε την Ελλάδα συνολικά με 46,5 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να συνυπολογισθούν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στην ελληνική γεωργία. Αυτό το ποσό αφαιρέθηκε από την υπόλοιπη Ελλάδα κατά το ποσοστό που της αναλογούσε κατά κεφαλήν κατοίκων και πολλαπλασίως κατά μέγεθος αναγκών και εθνικής αυτοσυντηρήσεως. Εν πάση περιπτώσει η Αθήνα ευπρεπίσθηκε πολύ σημαντικά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες απεδείχθησαν το 2004 υποδειγματικοί και οι Έλληνες, αεί παίδες, ενθουσιάσθηκαν που έχασαν το τρένο! Βέβαια, αυτός δεν ήταν ο πραγματικός σκοπός. Ποια, όμως, είναι τα αποτελέσματα μετά τέσσερα μόλις χρόνια; Μερικά δεν χρειάζονται μαρτυρίες γιατί τα βλέπει ο κόσμος όλος μέρα-νύχτα. Επί παραδείγματι: • το υποδειγματικό σύστημα ασφαλείας, χρυσοπληρωμένο και πανάκριβο, κατέρρευσε πλήρως μαζί με την Αστυνομία, • φαραωνικά ολυμπιακά ακίνητα μένουν ακόμη στα αζήτητα και ένα δόθηκε στον Βατοπαιδινό Εφραίμ, • το κωπηλατοδρόμιο του Σχοινιά στον Μαραθώνα, αφού μετάλλαξε τον ιερό χώρο, κατέληξε σκουπιδότοπος, • το τραμ προκαλεί κυκλοφοριακά εμφράγματα και, ελλείψει επιβατών, οικονομικά ελλείμματα αλλ’ ωστόσο επεκτείνεται, • η κυκλοφοριακή συμφόρηση επανήλθε εφιαλτικότερη στην λεωφόρο Κηφισού κι αλλού παρά την υποδειγματική λειτουργία και τη συνεχή επέκταση του εξαιρετικού μετρό, • οι πανάκριβες -και όμορφες- πεζοδρομήσεις κι αναπλάσεις στο κέντρο της Αθήνας ξαναγίνονται Βαβέλ. Ιδού κατά λέξη ορισμένες μαρτυρίες δημοσιευμένες στην «Καθημερινή»: Η Αθήνα είναι μια από τις πιο πυκνοδομημένες πόλεις στην Ευρώπη, ενώ ορισμένες συνοικίες της συναγωνίζονται τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Πλανήτη. Μπορεί η επιχείρηση τιθάσευσης του εμπορικού τριγώνου να βάλτωσε, του Ψυρρή να έγινε παρδαλή κουρελαρία, η Ομόνοια και τα γύρω της να εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και ολόκληρο το κέντρο να τινάζεται στον ύπνο του με εφιάλτες εξέγερσης -αλλά η Αθηνάς θα πεζοδρομηθεί. Ποιος μας πιάνει! Ως κάτοικος της περιοχής Μακρυγιάννη θα ήθελα να σας πληροφορήσω για την παράδοση στην κυκλοφορία του τέως πεζοδρόμου Διονυσίου Αρεοπαγίτου/Αποστόλου Παύλου. Αυτοκίνητα, φορτηγάκια και μηχανάκια μπορούν να κυκλοφορούν πλέον άνετα και ανεμπόδιστα στον περιφερειακό αυτόν της Ακρόπολης. Σύμφωνα με τα αρχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας, μόνον στην Αθήνα 4.348 γιατροί δηλώνουν ότι δεν έχουν δουλειά. Άλλοι εργάζονται όπου βρουν, ακόμη και σε φαστ φουντ, και άλλοι εφημερεύουν σε ιδιωτικές κλινικές για 40 ευρώ. Περίπου 1,25 εκατομμύριο μετανάστες διαβιούν στη χώρα μας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, αν και στην Αθήνα ζει το 42,76% και το 50% προέρχονται από την Αλβανία, άδειες παραμονής εν ισχύ έχει μόνον το 37,36%. Επτά ανεκτίμητα κομμάτια του πολιτισμού μας ρημάζουν περιμένοντας χορηγούς. Στην Αθήνα ο Ναός της Απτέρου Νίκης, το Δημόσιο Σήμα, το Λύκειο του Αριστοτέλους και το Τατόι, στη Σαλαμίνα η Μυκηναϊκή Ακρόπολη και το ησυχαστήριο του Ευριπίδη. Σε τερατώδη πόλη-γίγαντα μεταβάλλεται όλη η Αττική με απρόβλεπτες κοινωνικές, πολιτικές και εθνικές συνέπειες. Σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, τις μεγαλύτερες πιέσεις πρόκειται να δεχθούν μέσα στην επόμενη δεκαετία οι Δήμοι της βόρειας Αττικής. (…) Όπως σημειώνουν οι καθηγητές του ΕΜΠ η επέκταση των ελληνικών πόλεων γίνεται άναρχα. (…) Η Αττική επεκτείνεται με φρενήρεις ρυθμούς. Τα Μεσόγεια γεμίζουν πολυκατοικίες προτού καν αποκτήσουν δίκτυο αποχέτευσης. Στο Θριάσιο οι ελαιώνες και οι γεωργικές εκτάσεις αποψιλώνονται συστηματικά. (…..) Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι φρενήρεις ρυθμοί επέκτασης της πόλης πρέπει να ανασχεθούν με τη διατήρηση της γεωργικής γης και των εναπομεινάντων χώρων πρασίνου σε πρώτη προτεραιότητα. Ένα χωριό κάθε χρόνο στα Μεσόγεια. Μόνο πέρυσι εκδόθηκαν 4.000 οικοδομικές άδειες σε μια περιοχή χωρίς δρόμους, στοιχειώδεις υποδομές και στρατηγικό σχεδιασμό. Στα Μεσόγεια το τσιμέντο δεν έχει τέλος. Ο κάμπος της Αττικής έχει δώσει τη θέση του σε πολυκατοικίες και μεζονέτες, τεράστια πολυκαταστήματα, κτίρια γραφείων και βιοτεχνίες (…) Η προσπάθεια, που έγινε προ ετών από το Κράτος για την προστασία του αγροτικού χαρακτήρα των Μεσογείων, έχει εκ των πραγμάτων απαξιωθεί (…) Η πληθυσμιακή πίεση συνεχίζεται ακάθεκτη. Την τελευταία δεκαετία ο Γέρακας αύξησε τον πληθυσμό του από 8.500 κατοίκους σε 13.900, το Κορωπί από 16.800 σε 25.300, το Μαρκόπουλο από 10.500 σε 15.600. Εκεί που παραθέριζαν επιλέγουν να μείνουν μόνιμα. Σύμφωνα με την αρχιτέκτονα πολεοδόμο Φραίη Καμούτση, επτά από τους 28 παραλιακούς Δήμους αρχίζουν σταδιακά να μετατρέπονται από παραθεριστικοί οικισμοί σε περιοχές πρώτης κατοικίας. Ανάμεσά τους η Σαλαμίνα, τα Καλύβια, το Κορωπί, η Λούτσα, η Ραφήνα και ο Ωρωπός (…) Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης εξακολουθούν να απορροφούν τα Μεσόγεια. Σύμφωνα με μελέτη, που αφορά το προφίλ της αγοράς κατοικίας στην Αττική, στη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας 14 νέες περιοχές έκαναν δυναμικά την είσοδό τους στην αγορά. Πρόκειται για τις περιοχές στα Μεσόγεια (…) όπου την περίοδο 2001-2008 το απόθεμα κατοικίας αυξήθηκε από 25 έως 50%. Στην ίδια μελέτη υποστηρίζεται ότι στις περιοχές αυτές εγκαταστάθηκαν τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι. Με την εφαρμογή του προγράμματος, δήλωσε ο Νομάρχης, αναμένεται να αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της αυθαίρετης δόμησης. Τα μέχρι σήμερα καταγεγραμμένα αυθαίρετα κτίσματα σε 24 Δήμους και Κοινότητες της Ανατολικής Αττικής ανέρχονται σε 19.000 (…) Ο Πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γιάννης Αλαβάνος κατέστησε σαφές ότι δεν πρέπει να ανεχθούμε τη δημιουργία μιας νέας γενεάς αυθαιρέτων. Στο σχέδιο πόλης 200.000 στρέμματα. Αλλάζουν τα δεδομένα στην Ανατολική Αττική. Νομιμοποιούνται 50.000 αυθαίρετα. (…) Σύμφωνα με τον Νομάρχη κ. Λ. Κουρή, με την προώθηση και την ολοκλήρωση των εντάξεων, θα αποδοθεί στους πολίτες γη για νόμιμη δόμηση κι αυτό θα αποτελέσει ισχυρό κίνητρο και θα συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης (…) Θα νομιμοποιηθούν και τα περισσότερα αυθαίρετα που έχουν ανεγερθεί. Σε νέο πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων αναμένεται να εξελιχθούν τα Μεσόγεια έως το 2010 καθώς πληθαίνουν οι δρομολογούμενες επενδύσεις για την ανάπτυξη εμπορικών κέντρων συνολικής αξίας άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ (…) Τα νέα εμπορικά κέντρα στην Ανατολική Αττική εκτιμάται ότι θα απευθύνονται σε πληθυσμό της τάξεως του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων. Άλλες αθηναϊκές εφημερίδες προσθέτουν τις δικές τους μαρτυρίες: Ένα χρόνο μετά, αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είναι το μετρό και οι βελτιώσεις των συγκοινωνιών (…) όμως τους Έλληνες βαραίνει πλέον το κόστος των Αγώνων που συνεχώς ανεβαίνει. Τώρα, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει το θέμα του ελλείμματος και τα ολυμπιακά ακίνητα μένουν αναξιοποίητα, νομίζω ότι η πλειονότητα των Ελλήνων διερωτάται αν πραγματικά άξιζε η διοργάνωση το οικονομικό βάρος που αντιμετωπίζουν η χώρα και οι πολίτες της. Περισσότερα από 3.000 στρέμματα ελευθέρων ή ανοικτών χώρων έγιναν τσιμέντο τα δύο τελευταία χρόνια στο Λεκανοπέδιο. Ολόκληρες γειτονιές αλλάζουν χαρακτήρα, χάνουν τα παραδοσιακά τους στοιχεία, τη φυσιογνωμία τους, την ταυτότητά τους. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού, οι Ολυμπιακοί Αγώνες επιβάρυναν το έλλειμμα του 2004 κατ’ 1,37% του ΑΕΠ. Μ’ άλλα λόγια το 20% του ελλείμματος του 2004 οφείλεται στο κόστος των Αγώνων (…) Πέντε χρόνια αθηνοκεντρικής ανάπτυξης αύξησαν τον πλούτο των κατοίκων της Αττικής εις βάρος φυσικά των κατοίκων της υπόλοιπης Ελλάδας. Ένα χρόνο μετά, τα διαμάντια χάνουν τη λάμψη τους (..) Τα έργα, που θαύμασε ο κόσμος όλος στους Ολυμπιακούς, απαξιώνονται και μετατρέπονται σε σωρούς σκουπιδιών. Περισσότερα από εννέα δισεκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν για τη διοργάνωση θεάματος τριάντα ημερών για να ακολουθήσει η αποκάλυψη του χάους. Σήμερα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να διαχειρισθεί μια ετήσια δαπάνη 85 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση των ολυμπιακών αθλητικών εγκαταστάσεων (…) Το θέαμα τελείωσε αλλά οι συνέπειες της αφροσύνης θα βαρύνουν για πολλές δεκαετίες τον Έλληνα πολίτη. Είναι γεγονός ότι η διοργάνωση των Αγώνων ήταν υπερβολικά δαπανηρή, η οικονομία επιβαρύνθηκε δραματικά εξ αιτίας τεράστιων αθλητικών εγκαταστάσεων (…) Η προσδοκία ήταν ότι με τη λήξη των Αγώνων θα αναζωογονηθεί ο τόπος ώστε να υπερκαλύψει τις δαπάνες αυτές (…) Βλέπουμε, όμως ότι ούτε διεθνείς αγώνες έγιναν ούτε επενδύσεις ήλθαν ούτε αυξήθηκε δραστικά ο τουρισμός. Στις 7 Μαρτίου 2005 η Ένωση Ξενοδόχων Αττικής ανακοίνωσε ότι τον Ιανουάριο 2005 το Λεκανοπέδιο παρουσίασε την χειρότερη ευρωπαϊκή μέση πληρότητα, μειωμένη κατά 8,8% σε σχέση με την αντίστοιχη του Ιανουαρίου 2004 και κατά 20% χαμηλότερη των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Το πραγματικά ζητούμενο, όμως, δεν ήταν αυτό ούτε η προβολή της Ελλάδος και της αποτελεσματικότητάς της. Το ζητούμενο ήταν η «αρπαχτή», η διόγκωση της καταναλωτικής και πολιτικής πελατείας και η υπεραξία της γης. Από τον Ιανουάριο 2005 μέχρι τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οι τιμές των νεοδμήτων κατοικιών αυξήθηκαν κατά 30,80% στο Κερατσίνι, στο Πέραμα και στη Δραπετσώνα, κατά 25% στον Κολωνό και κατά 17,20% στη Νίκαια, δηλαδή στις παραδοσιακές λαϊκές γειτονιές των εργατών, τεχνιτών και μικροαστών! Γιγαντιαία συμφέροντα της Ολιγαρχίας και μικρότερα αλλά πολύ σημαντικά συμφέροντα μυριάδων ανθρώπων σε πλήρη αλληλεξάρτηση και αμοιβαία εξυπηρέτηση, πολιτικοί εξαρτώμενοι απόλυτα από την ψήφο -και όχι μόνον- όλων αυτών, διαμορφωτές κοινής γνώμης υποταγμένοι άνευ όρων σ’ αυτήν την πελατεία των εκατομμυρίων καταναλωτών και ένας κρατικός μηχανισμός διασωληνωμένος ζωτικά με όλο αυτό το μίγμα συνθέτουν ένα σύμπλεγμα ισχύος ακαταμάχητο, ακόμη και από τη λογική. Το φαινόμενο παρουσιάσθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, παγιώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση, μόλυνε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό την τελευταία 20ετία του 20ού αιώνα και τώρα πια κατέστη ασυγκράτητο. Επίσης ασυγκράτητη, από το 1974, η Αθήνα χυμάει προς κάθε κατεύθυνση καταβροχθίζοντας αχόρταγα και θάβοντας στο τσιμέντο ολόκληρο τον περιβάλλοντα ζωτικό της χώρο -βουνά, αμπέλια, ελαιώνες, ακρογιαλιές, κήπους, ακόμη και πρασιές. Η Αττική και μέχρι το 1951 η πόλη –τότε- της Αθήνας ήταν ένα παγκόσμιο μνημείο ασυγκρίτου φυσικού κάλλους, ιστορικής μνήμης και πολιτιστικού αποθέματος. Τώρα είναι τριτοκοσμική. Όσο και να βελτιώνονται κατά στάδια οι βασικές της λειτουργίες, όπως π.χ. οι συγκοινωνίες, δεν την εξυπηρετούν αλλά αντίθετα τροφοδοτούν την υπερ-επέκτασή της, άρα και την δημιουργία νέων πιο μεγάλων αδιεξόδων της. Το αυτοκαταστροφικό φαινόμενο ήταν ήδη ορατό μια γενεά ενωρίτερα από τον 21ο αιώνα. Αρκεί ο παρατηρητής να ήταν οξυδερκής, ανιδιοτελής, ανεξάρτητος και πνευματικά εξοπλισμένος. Τέτοιος ήταν ο μέγας ιστορικός Άρνολντ Τόϋνμπη ο οποίος εξέδωσε το 1981, από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις της Οξφόρδης, το μνημειώδες έργο του Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους. Και εκεί, πριν μιαν ολόκληρη γενεά από σήμερα, προειδοποιούσε με ανησυχία: Η Αθήνα βρίσκεται σε ένα φυσικό θέατρο, που από τη μια έχει τα όριά του στη θάλασσα, ενώ από την άλλη είναι περικυκλωμένη από βουνά: τον Υμηττό, την Πεντέλη, την Πάρνηθα και το Αιγάλεω (…) Το 1974 η Αθήνα είχε καταβροχθίσει τον Πειραιά προς τα ΝΔ και το Μαρούσι και την Κηφισιά προς τα ΒΑ. Όλο το μέτωπο προς τη θάλασσα στα νότια άκρα του Υμηττού και του Αιγάλεω είχε οικοδομηθεί και το ανερχόμενο ρεύμα οδών και σπιτιών δεν είχε απλώς φθάσει στους πρόποδες των βουνών: είχε καταλάβει τις πλαγιές τους και είχε βρει διέξοδο μέσα από τις χαράδρες που τα χωρίζουν. Το Λιόπεσι στα ανατολικά του Υμηττού και η Ελευσίνα στα δυτικά του Αιγάλεω έχουν τώρα παγιδευθεί στην οικοδομική περιοχή των Αθηνών. Όσα, όμως, έβλεπε από την Οξφόρδη ένας Άγγλος, δεν έβλεπαν ή δεν ήθελαν να δουν όσοι ζούσαν στην Αθήνα και απεφάσιζαν. Αυτοί, είκοσι χρόνια μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις του Τόϋνμπη, όταν πια η κατάσταση είχε επιδεινωθεί πολύ περισσότερο, απεφάσισαν, με φερετζέ τους Ολυμπιακούς, και σύντομα κατεσκεύασαν μεταξύ άλλων την Περιφερειακή του Υμηττού και την Αττική Οδό, δηλαδή τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας που θα επιτάχυναν με γεωμετρική ταχύτητα την επέλαση των οικοδομών, άνευ υποδομών εννοείται, προς τα Μεσόγεια, τις ανατολικές ακτές της Αττικής, την Ελευσίνα και το Θριάσιο Πεδίο. Εντωμεταξύ, για να μη αφήσουν καμιάν αμφιβολία για τις πραγματικές προθέσεις τους ή την αμβλύνοιά τους, είχαν τοποθετήσει το νέο διεθνές αεροδρόμιο στην καρδιά των Μεσογείων και των αμπελώνων τους, πίσω από τον Υμηττό! Φυσικά, οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να τα πληρώσουν όλα αυτά, συν το διαβόητο «σπατόσημο» για το νέο αεροδρόμιο. Το αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων περιγράφουν παραπάνω Αθηναίοι ειδικοί στις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες. Τα σχέδια και οι συναφείς συμβάσεις προέβλεπαν ότι η Αττική Οδός, ένα πραγματικά εξαιρετικό έργο, θα έφθανε στα όρια κορεσμού του 2015. Όπως ήταν φυσικό, κορέσθηκε το 2008. Έτσι ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων ανεκοίνωσε τον Φεβρουάριο 2009 την απόφαση να επεκταθεί η Αττική Οδός με ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων μήκους 62 χιλιομέτρων που θα καλύψει όλη την Ανατολική Αττική μέχρι τις ακτές. Εξήγησε ότι: Η επέκταση της δυτική περιφερειακής του Υμηττού διοχετεύει την κυκλοφορία εκτός του οικιστικού ιστού της πόλης με αποτέλεσμα την ανακούφιση τόσο των νότιων όσο και των κεντρικών περιοχών της Αθήνας (…) Οι νέοι αυτοκινητόδρομοι θα οργανώσουν τη ανάπτυξη της Ανατολικής και Νότιας Αττικής (…) εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για τον εξορθολογισμό του τρόπου λειτουργίας και ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας, την βελτίωση της ποιότητας ζωής των 4.000.000 κατοίκων της. Ίδιες ακριβώς προσδοκίες είχαν διατυμπανισθεί, πριν ελάχιστα χρόνια, όταν άρχισαν να κατασκευάζονται η Περιφερειακή του Υμηττού, η Αττική Οδός, το μετρό, ο προαστιακός σιδηρόδρομος, δεκάδες άλλοι οδικοί κόμβοι και δρόμοι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο και περιγράφεται στις παραπάνω μαρτυρίες Αθηναίων. Σ’ αυτές προστίθενται τώρα νέες μαρτυρίες για τα νέα έργα: Γιάννης Πολύζος, καθηγητής πολεοδομίας, αντιπρύτανης του ΕΜΠ: Επεκτάσεις οδικών αξόνων, χωρίς προηγούμενο πολεοδομικό σχεδιασμό, είναι το άκρον άωτον της αντι-επιστημονικής προσέγγισης. Απόδειξη είναι το πώς η Αττική Οδός άλλαξε εντελώς άναρχα την πολεοδομική οργάνωση της Αθήνας. Το βασικό μας ερώτημα θα πρέπει να είναι: θέλουμε την διάχυση της Αθήνας; Σ’ όλη την Ευρώπη βλέπουμε μια στροφή προς το εσωτερικό των πόλεων με την βελτίωση υποβαθμισμένων περιοχών. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως οι επεκτάσεις της πόλης στοιχίζουν σε κοινωνικές υποδομές: απαιτούν δρόμους, σχολεία, νοσοκομεία, πάρκα, υπηρεσίες. Οι επεκτάσεις της Αττικής Οδού αναμφισβήτητα θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της δόμησης τόσο στα Μεσόγεια όσο και στα νότια προάστια. Οι τιμές κατά μήκος των οδικών αξόνων θα απογειωθούν. Το τι έχει να κτιστεί ακόμη περί το αεροδρόμιο δεν λέγεται! Σπύρος Χανδάνος, Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων: Οι νέοι αυτοκινητόδρομοι δεν έχουν ως βασικό στόχο να λύσουν το κυκλοφοριακό αλλά να εξυπηρετήσου μια πόλη που επεκτείνεται σε όλο το Λεκανοπέδιο. Μπορεί να αποτρέπουν την κυκλοφορία από το κέντρο αλλά θα δημιουργήσουν νέα κυκλοφοριακά προβλήματα στην περιφέρεια: Ραφήνα, λεωφόρος Μαραθώνος, Καισαριανή, παραλιακή λεωφόρος. Επί πλέον θα επιβαρύνουν περισσότερο την ήδη κορεσμένη Αττική Οδό. Πάνος Παπαδάκος, συγκοινωνιολόγος: Οι νέες υποδομές από μόνες τους δεν βοηθούν την επίλυση του κυκλοφοριακού. Βοηθούν προσωρινά και τοπικά, αλλά δεν βελτιώνουν τις συνθήκες μετακίνησης. Σε ευρεία σφυγμομέτρηση που διενεργήθηκε για τα μεγαλύτερα προβλήματα στις δυο περιφέρειες του Νομού Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε δύο μόλις ημέρες μετά τις παραπάνω μαρτυρίες για την επέκταση των οδικών δικτύων της Αθήνας, οι ερωτηθέντες ιεράρχησαν ως πρώτο αίτιο των προβλημάτων, με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο, την Παραγκώνιση από την Αθήνα: 32% Α΄ Θεσσαλονίκης, 39% Β΄ Θεσσαλονίκης. Βέβαια, η εξήγηση της Αθήνας είναι ακλόνητη: «επαρχιωτικός αντι-αθηναϊσμός». Ωστόσο, αυτό το αίσθημα είναι διάχυτο σε όλη την Περιφερειακή Ελλάδα, η οποία μπορεί να είναι ή όχι «επαρχία» αλλά σίγουρα δεν επιθυμεί