• Άρθρο 7 Η σχετική διάταξη του σχεδίου νόμου ως προς την κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία παραπέμπει στο άρθρο 46 ν. 4375/2016. Ωστόσο, το άρθρο 46 ν. 4375/2016, δεν ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο το σύνολο των σχετικών διατάξεων της Αναθεωρημένης Οδηγίας περί Υποδοχής (άρθρα 8 έως 11). Συνεπώς σημαντικές εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στην Οδηγία περί Υποδοχής, δεν ενσωματώνονται στο ελληνικό δίκαιο και άρα θα πρέπει να ενσωματωθούν τα άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας. Στο κείμενο της Οδηγίας, η θέση αιτούντα σε κράτηση είναι δυνητική και μάλιστα εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα. Αντίθετα στο κείμενο του Σχεδίου Νόμου, ο αιτών παραμένει υπό κράτηση και άρα η κράτηση καθίσταται ο κανόνας. Επίσης οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση ο αιτών, στο κείμενο της Οδηγίας απαριθμούνται αποκλειστικά (με τη λέξη «μόνο») και όχι διαζευκτικά (με «ή» ανάμεσα στους λόγους). Έτσι πρέπει να ενσωματωθεί το κείμενο της Οδηγίας και στο Νόμο, καθότι η διατύπωση με τα διαζευκτικά «ή» στο Σχέδιο Νόμου, διευρύνει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του κινδύνου διαφυγής. Έτσι η περίπτωση α. που απαριθμεί η Οδηγία είναι η εξής και πρέπει να συμπεριληφθεί στο Νόμο της ενσωμάτωσης ως ακολούθως: α. για τη διαπίστωση ή επαλήθευση η ταυτότητα ή η υπηκοότητά του Ως προς την περίπτωση β., το άρθρο 46 παρ. 2β 4375/2016 παραπέμπει στο άρθρο 18ζ του ν 3907/2011 ως παραπομπή σε εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν αντιστοιχεί σε εθνικό δίκαιο αλλά ενσωματώνει το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115. Σημειώνεται ότι (η οδηγία δεν είναι πλέον σε ισχύ) ο τρόπος με τον οποίο ο εθνικός νομοθέτης ενσωμάτωσε τότε την οδηγία δεν συνάδει ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα της τότε εν ισχύ οδηγίας. Συγκεκριμένα, ενώ το προς ενσωμάτωση κείμενο της οδηγίας ανέφερε ως κίνδυνο διαφυγής επί λέξει «κίνδυνος διαφυγής» : η ύπαρξη λόγων, σε ατομική περίπτωση, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στην εικασία αντικειμενικών κριτηρίων οριζομένων από το δίκαιο, οι οποίοι οδηγούν στη εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει το άρθρο 18ζ ν 3907/2011 το ορίζει ως ζ. «κίνδυνος διαφυγής»: η βάσιμη εικασία, στηριζόμενη σε συρροή αντικειμενικών κριτηρίων, ότι σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος υπόκειται σε διαδικασία επιστροφής, μπορεί να διαφύγει. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν ενδεικτικά: ζα) η μη συμμόρφωση με την υποχρέωση οικειοθελούς αναχώρησης, ζβ) η ρητή εκδήλωση της πρόθεσης για μη συμμόρφωση με την απόφαση επιστροφής, ζγ) η κατοχή πλαστών εγγράφων, ζδ) η παροχή ψευδών πληροφοριών στις αρχές, ζε) η ύπαρξη καταδικαστικών ενδείξεων ότι έχει διαπραχθεί ή επίκειται η διάπραξη ποινικού αδικήματος από το συγκεκριμένο άτομο, ζστ) η έλλειψη ταξιδιωτικών εγγράφων, ζη) η προηγούμενη διαφυγή και ζθ) η μη συμμόρφωση με υφιστάμενη απαγόρευση εισόδου Αυτή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση απόκλισης της εθνικής από την ευρωπαϊκή νομοθεσία η οποία συστηματικά λειτουργεί περισταλτικά σε βάρος των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου. Στην παράγραφο γ θα πρέπει να αφαιρεθεί η λέξη «υποβάλλει» αίτηση ασύλου και να αντικατασταθεί με το ορθό κατά την Οδηγία «ασκεί» αίτηση ασύλου. Η παράγραφος δ. με την έκφραση «εφόσον συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, δημιουργεί την πεποίθηση-εικόνα ότι ο αιτών είναι εκ των προτέρων ύποπτος, μιλώντας μάλιστα με βάση την κρίση της εθνικής αρχής και όχι τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Στην παράγραφο ε, της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, ο κίνδυνος διαφυγής ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 ιδ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, αντιθέτως με την Οδηγία, όπου το κείμενο αναφέρεται στο άρθρο 28 του ίδιου Κανονισμού. Το περιεχόμενο του άρθρου 28 διευρύνει τα δικαιώματα των προσώπων και δεν έχει καμία σχέση με το άρθρο 2 του Κανονισμού. Στην παρ.3. του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, προβλέπεται ότι η απόφαση κράτησης λαμβάνεται από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και, προκειμένου περί των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, τον αρμόδιο για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικό Διευθυντή, και περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και ε΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση κράτησης λαμβάνεται κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής. Ωστόσο τέτοια πρόβλεψη δεν υπάρχει πουθενά στην Οδηγία. Παράλληλα δε γίνεται καμία πρόβλεψη-αναφορά εναλλακτικών της κράτησης λύσεων, όπως στο άρ. 8 παρ. 4 της υπό ενσωμάτωση Οδηγίας, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσυμφωρήσουν τα αστυνομικά τμήματα-κέντρα κράτησης και να περιφρουρήσει τα δικαιώματα των αιτούντων. Στην παρ. 4. α. του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, προβλέπεται ότι «Η κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία επιβάλλεται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα» ενώ στο άρθρο 9 της Οδηγίας προβλέπεται ότι η κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια. Η ποσοτική αυτή διάσταση της διατύπωσης (μικρότερη δυνατή διάρκεια) δίνει μια έμφαση που πρέπει να διατηρηθεί στο κείμενο του Νόμου καθώς εκτός των άλλων, δίνει τη δυνατότητα να νομολογηθεί και να προσδιοριστεί, χωρίς να θεωρεί αναγκαία έστω και για ένα διάστημα την κράτηση. Επίσης το κείμενο του Σχεδίου Νόμου, παραλείπει το εδάφιο α της Οδηγίας για έλλειψη περιττών καθυστερήσεων, γεγονός που συνδέεται με την ανωτέρω επιλογή διατύπωσης σε σχέση με τον απολύτως αναγκαίο χρόνο κράτησης, επιδεικνύοντας την έλλειψη σεβασμού στους αιτούντες και τη δυσκαμψία του συστήματος. Τα στοιχεία 4 β, γ, δ θα πρέπει να αφαιρεθούν καθότι δεν αντιστοιχούν σε άρθρα της Οδηγίας, ούτε προβλέπονται σε αυτήν. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι προκαλεί αρνητική έκπληξη το γεγονός ότι με το άρθρο 4 δ του Σχεδίου Νόμου, επιδιώκεται η παράνομη επαναφορά των 6 συν 12 μηνών κράτησης, διάταξη που τόσο έντονα επικρίθηκε στο παρελθόν και για την οποία έχει εκδοθεί πλήθος αντίθετων δικαστικών αποφάσεων. Η εν λόγω διάταξη πέραν του ότι καμία σχέση δεν έχει με το κείμενο της Οδηγίας, άρα δεν αποτελεί ενσωμάτωση αυτής και όλως καταχρηστικά επιχειρείται η καθιέρωσή της μέσω του Σχεδίου Νόμου, δημιουργεί μια κατάσταση ποινικοποίησης του αιτούντα άσυλο και της διαδικασίας ασύλου. Αντιστρόφως, το Σχέδιο Νόμου, δεν περιλαμβάνει διάταξη που να αποδίδει αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ.2 της Οδηγίας και άρα πρέπει να προστεθεί άρθρο που να προβλέπει ότι «Η κράτηση αιτούντος διατάσσεται εγγράφως από τις δικαστικές ή διοικητικές αρχές. Στη διαταγή κράτησης αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι στους οποίους αυτή βασίζεται.» 5. H αρχική απόφαση κράτησης και η απόφαση παράτασης της κράτησης διαβιβάζεται στον πρόεδρο ή τον υπ’ αυτού οριζόμενο πρωτοδίκη του διοικητικού πρωτοδικείου στην Περιφέρεια του οποίου κρατείται ο αιτών, ο οποίος κρίνει για τη νομιμότητα της επιβολής του μέτρου της κράτησης και εκδίδει παραχρήμα την απόφαση του, την οποία διατυπώνει συνοπτικά σε τηρούμενο πρακτικό, αντίγραφο του οποίου διαβιβάζει αμέσως στην αρμόδια αστυνομική αρχή. Εφόσον ζητηθεί, ο αιτών διεθνή προστασία ή ο δικαστικός του πληρεξούσιος ακούγεται υποχρεωτικά από τον δικαστή, τούτο δε μπορεί να διατάξει σε κάθε περίπτωση και ο δικαστής. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3 και επόμενες του άρθρου 76 του ν. 3386/2005. Η ανωτέρω διαδικασία δεν περιορίζει τη δυνατότητα του αιτούντος να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης κράτησης ή παράτασης της κράτησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο. Η παράγραφος 5 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, και κατά κάποιο τρόπο ενσωματώνει το άρθρο 9 παρ. 3 της Οδηγίας. Ωστόσο στην περίπτωση της δικαστικής επανεξέτασης της νομικότητας της κράτησης αυτεπαγγέλτως και/ή κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, στο Σχέδιο Νόμου παραλείπεται η φράση «το συντομότερο δυνατό» της Οδηγίας η οποία θα πρέπει να προστεθεί. Επίσης θα πρέπει να προστεθεί η δυνατότητα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κρατουμένου σε κάθε περίπτωση. Σύμφωνα με το άρθρο 243 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας με τίτλο «Αντιρήσεις κατά τη σύλληψη» όπως αυτός ίσχυε μέχρι το 2010, προέβλεπε ότι: 1. Ο συλλαμβανόμενος σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 237, μπορεί, πριν να εγκλειστεί στη φυλακή, να προβάλει αντιρρήσεις ως προς τη νομιμότητα της σύλληψής του. Με τις αντιρρήσεις μπορεί, επίσης, να προβάλει την , μετά τη συζήτηση της αίτησης για την προσωπική κράτησή του, επέλευση των, κατά την πρώτη περίοδο της παρ. 1 του άρθρου 238, αποσβεστικών γεγονότων του συνολικού χρέους του. Οι αντιρρήσεις πρέπει να διαλαμβάνουν συγκεκριμένους λόγους, μπορούν δε να προβληθούν και προφορικώς, οπότε συντάσσεται συναφώς , από το γραμματέα, σχετική έκθεση. 2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, το πρόσωπο που έχει συλληφθεί οδηγείται αμέσως, από το αστυνομικό όργανο, στον πρόεδρο πρωτοδικών, ή στον από αυτόν οριζόμενο πρωτοδίκη, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η σύλληψη. Δηλαδή το άρθρο 243 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. προέβλεπε ότι σε περίπτωση που συλληφθεί κάποιος προσάγεται άμεσα στον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Οικείου Διοικητικού Πρωτοδικείου και εξετάζεται. Για να ενσωματωθεί η Οδηγία με σεβασμό στο Σύντγμα, όπου στο άρθρο 6 προβλέπει ότι «Κανείς δεν κρατείται για περισσότερες από 5 μέρες χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα», προτείνεται η επαναφορά της ανωτέρω διάταξης. Επίσης θα πρέπει να τηρείται η αρχή της δημοσιότητας σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 και συνεπώς η διδικασία θα πρέπει να διεξάγεται δημόσισα, σε αίθουσα δικαστηρίου και όχι να λαμβάνονται ιδιωτικώς με βάση μόνο έγγραφα σε κελειστά γραφεία, όπου κανείς δεν έχει καν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τα όσα διαλαμβάνονται. Η διάταξη όπως αυτή προβλέπεται στο Σχέδιο Νόμου, παραβιάζει εκτός του Συντάγματος και το αρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Για αυτόν που αντιδρά για την κράτησή του με αίτηση (αντιρρήσεις), θα πρέπει η απόφαση να εκδίδεται σε χρονικό διάστημα το οποίο έχει οριστεί. Όπως έχει σμιλευθεί νομολογιακά από το ΕΔΔΑ, η διάρκεια αυτή, δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τις 7 μέρες (Saadi v UK). «Από τη νομολογία τη σχετική με το άρθρο 5 § 1 στ) προκύπτει ότι προκειμένου να μην χαρακτηριστεί αυθαίρετη, η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου κράτησης πρέπει να γίνεται καλή τη πίστη. Πρέπει επίσης να συνδέεται στενά με τον σκοπό που αφορά την παρεμπόδιση ενός ατόμου να εισέλθει παράνομα στη χώρα. Επιπλέον, ο τόπος και οι συνθήκες κράτησης πρέπει να είναι κατάλληλα. Τέλος, η διάρκεια της κράτησης δεν πρέπει να υπερβαίνει την εύλογη προθεσμία που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του διωκόμενου σκοπού (πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Saadi κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], § 74). Συνεπώς τονίζεται η ανάγκη εναρμόνισης της διοικητικής πρακτικής με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθώς και με τα στοιχεία 5 και 6 του άρθρου 9 της Οδηγίας. 6. Οι αιτούντες που κρατούνται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και επόμενες του άρθρου 76 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει. 7. Οι κρατούμενοι αιτούντες διεθνή προστασία, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης κράτησης, δικαιούνται δωρεάν νομική συνδρομή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Σχετικά με τις παρ. 6, 7, του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, απουσιάζει η ενημέρωση του κρατουμένου σε γλώσσα που κατανοεί σχετικά με τα δικαιώματά του προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων καθώς και του δικαιώματός του για παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής. Σχετικά με το δικαίωμα σε δωρεάν νομική συνδρομή, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΑΚ, ο αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά δικαιώματα του ημεδαπού και όχι του νόμιμου αλλοδαπου ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής τους – νομιμότητας ή μη-. 8. Η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία συνιστά λόγο επιτάχυνσης της διαδικασίας ασύλου, λαμβανομένης υπόψη της, τυχόν, έλλειψης κατάλληλων χώρων και των δυσχερειών εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης των τελούντων σε κράτηση. Οι δυσχέρειες αυτές καθώς και η ευαλωτότητα των αιτούντων κατά το άρθρο 14 παράγραφος 8 του παρόντος συνεκτιμώνται για την επιβολή ή την παράταση της κράτησης. Σε περίπτωση κράτησης αλλοδαπού ή ανιθαγενή ο οποίος υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας υπό κράτηση, ενημερώνεται αμέσως ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Αρχής Παραλαβής ή/και ο Διοικητικός Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών, ο οποίος μεριμνά για την κατά προτεραιότητα εξέταση της αίτησης ή της προσφυγής. Σχετικά με την παρ. 8 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, επισημαίνεται αρχικά ότι δεν αντιστοιχεί σε κάποιο άρθρο της Οδηγίας – Πως θα μπορούσε άλλωστε; - και άρα δεν πρόκειται για ενσωμάτωση. Είναι εντυπωσιακό, ότι στη παρούσα παράγραφο, το Σχέδιο Νόμου επιχειρεί να ληθφεί η έλλειψη κατάλληλων χώρων και οι δυσχέρειες εξασφάλισης αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης ως μια κανονικότητα, η οποία θα προβλέπεται και από το Νόμο. Κάτι τέτοιο εκτός από μη ανεκτό σε ένα Κράτος-Μέλος της Ε.Ε., είναι και κραυγαλέο, όταν μάλιστα η Ελλάδα έχει κατακριθεί διεθνώς σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής, διαβίωσης και κράτησης προσφύγων. Σχετικά με την παρ. 9 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, επισημαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνεται αναφορά στο εθνικό δίκαιο αλλά στο άρθρο 16 της Οδηγίας καθότι πέραν των όσων έχουν προαναφερθεί, ο εθνικός νόμος μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Σχετικά με το άρθρο 10 του άρθρου 46 του Ν. 4375/2016, που επαναλαμβάνεται στο παρόν Σχέδιο Νόμου, η παράγραφος β αυτού θα πρέπει να διαγραφεί και στη θέση τη να μπει αυτούσια η παρ. 3 του άρθρου 11 της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της διάταξης όπως αυτή προβλέπεται στο Σχέδιο Νόμου δεν έχει καμία σχέση με την Οδηγία που ενσωματώνεται. Επίσης θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο κείμενο της Ενσωμάτωσης οι παράγραφοι 3, 7, 8, και 9 του άρθρου 9 της Οδηγίας καθώς επίσης να συμπεριληφθούν αυτούσια στο κείμενο του Νόμου τα άρθρα 10 και 11 της υπό ενσωμάτωσης Οδηγίας.