• Σχόλιο του χρήστη 'Παναγιώτης Μπλάνος' | 11 Ιανουαρίου 2020, 20:40

    1. Η πρώτη εντύπωση, που δίνει αυτός ο νόμος είναι ότι είναι αισθητά αναλογικότερος από το νόμο «Παυλόπουλου» (το ν.3636/08, με τον οποίο, για τελευταία φορά, έγιναν οι προηγούμενες εκλογές), επειδή το μπόνους γίνεται κλιμακωτό (από 20 έως 50 έδρες, ανάλογα με το πόσο το ποσοστό τού 1ου κόμματος υπερβαίνει το 25%). 2. Από την πρακτική του εφαρμογή, όμως, προκύπτει ότι ο νόμος ελάχιστα «ανεβάζει» τον πήχυ τής αυτοδυναμίας, σε σχέση με το νόμο Παυλόπουλου: μεσοσταθμικά περί το 1% και το πολύ έως 2%, ανάλογα με το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων. 3. Αν είχε εφαρμοστεί στις προηγούμενες εκλογές, η κατανομή εδρών θα ήταν ακριβώς ίδια. Αν είχε εφαρμοστεί στις εκλογές τού Σεπτεμβρίου 2015, το 1ο κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) θα έπαιρνε 6 έδρες λιγότερες (139 αντί 145 που πήρε), προς όφελος ΝΔ (+3), Χρυσής Αυγής (+2) και ΠαΣοΚ (+1). 4. Άρα στην ουσία έχουμε μια εν πολλοίς επαναφορά τού νόμου Παυλόπουλου. 5. Αυτό που έχει επιμελώς αποκρυβεί από τη δημόσια συζήτηση γύρω από το εκλογικό σύστημα είναι η επίμονη διατήρηση τού πλαφόν τού 3% (από το 1990!). Ο παράγοντας αυτός παραμένει μια ουσιώδης στρέβλωση όχι τόσο της αναλογικότητας, αλλά κυρίως της αρχής τής ισότητας τής ψήφου. Είναι κυρίως για αυτόν το λόγο που ο νέος νόμος δεν απέχει πολύ από το νόμο Παυλόπουλου. Γιατί με τη διατήρηση αυτού του πλαφόν όλα τα εντός Βουλής κόμματα (και όχι μόνο το 1ο) ωφελούνται από τον εξοβελισμό των κάτω του 3% εκτός Βουλής. Προς επίρρωση αυτού, ας ληφθεί υπόψη η τρέχουσα κατανομή εδρών στα λεγόμενα μικρά κόμματα: το ΚινΑλ με ποσοστό 8,1% υπό συνθήκες απλής και άδολης αναλογικής θα έπρεπε να έχει λάβει 24 έδρες, ενώ τώρα έχει 22 (-2). Το ΚΚΕ με 5,3% έπρεπε να έχει 16 και έχει 15 (-1). Η Ελλ. Λύση με 3,7% έπρεπε να έχει 11 και έχει 10 (-1). Το Μέρα25 ομοίως. Όλο αυτό συμβαίνει γιατί ένα 8,1% των ψηφισάντων, που επέλεξε κόμματα που δεν ξεπέρασαν το καθένα το 3%, έμεινε εκτός Βουλής. Οι 24 έδρες, που θα έπρεπε να έχουν πάρει αυτά τα κόμματα, κατανεμήθηκαν σε όλα τα εντός Βουλής κόμματα (και όχι μόνο στο 1ο), αναλογικά με τη δύναμη τού καθενός. 6. Επειδή ο βασικός λόγος διατήρησης τού πλαφόν τού 3% είναι γνωστός, προτείνεται η κατάργησή του, με παράλληλο αποκλεισμό, όμως, από την κατανομή εδρών κάθε κόμματος, το οποίο δεν λαμβάνει σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες τουλάχιστον 1%. Έτσι, η αρμονική κατανομή τής δύναμης ενός κόμματος στην επικράτεια θα αποτελεί προϋπόθεση εισόδου του στη Βουλή, δοθέντος, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι βουλευτές εκπροσωπούν το Έθνος (άρθρο 51 παράγρ.2). 7. Η κατάργηση τού μπόνους, με την ανωτέρω όμως ρήτρα, θα αύξανε την πολυφωνία στη Βουλή. Ειδικά στις τελευταίες εκλογές, βέβαια, θα διατηρούσε τη Χρυσή Αυγή. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, που θα διατηρούσε σε προηγούμενες εκλογές μια μεγάλη σειρά από κόμματα, τα οποία κινήθηκαν μεταξύ 2% και 3% (που σχεδόν πάντα υπάρχουν και εκπροσωπούν περίπου 150.000 συμπολίτες το καθένα, οι οποίοι μένουν δυσανάλογα ανεκπροσώπητοι). Ο προτεινόμενος κανόνας τού «1% σε κάθε περιφέρεια» αποτελεί πλαφόν εν τοις πράγμασι και, βάσει τής ιστορικής εμπειρίας, θέτει επί της ουσίας ένα πλαφόν στο 2-2,5%, για κόμματα με αρμονική απήχηση στην Επικράτεια. Ενδεχομένως, θα μπορούσε αυτή η αρμονία να εξυπηρετηθεί και από μια υποχρέωση υπέρβασης τού 1% όχι σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες, αλλά σε μεγάλο ποσοστό αυτών (π.χ. στα 4/5). 8. Η ανάγκη για κυβερνησιμότητα παρίσταται προσχηματική, όταν τα περισσότερα κόμματα συμφωνούν σε βασικά σημεία επί της ουσίας. Άρα το μπόνους αποτελεί απλώς ένα πρόσχημα για μονοκομματικές κυβερνήσεις, που θα έχουν «λυμένα χέρια» να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. Ωστόσο, η μεταπολιτευτική πρακτική έχει δείξει ότι η διαφθορά υπήρξε απότοκο κατ’ εξοχήν μονοκομματικών κυβερνήσεων. 9. Τέλος, υπενθυμίζεται η Απόφαση 12/2005 τού Εκλογοδικείου, σύμφωνα με την οποία η λευκή ψήφος διακρίνεται από την άκυρη, καθώς αποτελεί θετική ενάσκηση τού εκλογικού δικαιώματος. Εκτιμάται ότι η λευκή ψήφος και η αποχή θα έπρεπε να αποτυπώνονται στον κοινοβουλευτικό συσχετισμό, με μείωση από τους 300 αριθμού βουλευτών ίσου με το ποσοστό τής αποχής ή/και των λευκών ψηφοδελτίων.