• Σχόλιο του χρήστη 'Ευάγγελος Λιάρας' | 12 Ιανουαρίου 2020, 22:26

    Είμαστε τρεις πολιτικοί επιστήμονες και θα θέλαμε κι εμείς να καταθέσουμε μια άποψη, κριτική ως επί το πλείστον προς το προτεινόμενο νομοθέτημα. Συμφωνούμε σε μεγάλο βαθμό με πολλά σχόλια άλλων πολιτών που έχουν αναρτηθεί και θέλουμε να εξηγήσουμε γιατί το μπόνους εδρών θα πρέπει να θεωρηθεί προβληματικό ακόμη και μέσα από την οπτική γωνία του κυβερνώντος κόμματος και των ψηφοφόρων του. Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα προς δημόσια διαβούλευση συνοδεύεται από μια αιτιολογική έκθεση που απηχεί προ κρίσεως μύθους: μια παράδοση που θέλει τη δεξιά να προτιμά το πλειοψηφικό ή τη λεγόμενη «ενισχυμένη αναλογική» χάριν ευκυβερνησίας και την αριστερά να προτιμά το αναλογικό χάριν αντιπροσωπευτικότητας. Όμως οι εποχές έχουν αλλάξει, ενώ η έρευνα στην πολιτική επιστήμη έχει καταλήξει σε συμπεράσματα όχι τόσο κολακευτικά για τα πλειοψηφικά συστήματα. Για να προχωρήσουμε σαν κοινωνία, ανάμεσα σε άλλα, καλό θα ήταν να απελευθερωθούμε και από τις παραδοσιακές ιδεολογικές μας αγκυλώσεις για το εκλογικό σύστημα. Πρώτος Μύθος: Σταθερότητα ή ακυβερνησία; Ο δημόσιος διάλογος περί εκλογικών συστημάτων, όπως φαίνεται και από το κείμενο προς διαβούλευση, παρουσιάζει μια απλουστευτική εικόνα των δυο επιλογών ως ένα δίλημμα μεταξύ σταθερότητας και ακυβερνησίας. Η προκατάληψη για ακυβερνησία λόγω αναλογικής προέρχεται από τις ιστορικές εμπειρίες των εκλογών του 1936 και της διετίας 1989-1991. Ωστόσο, παρά τις εκατέρωθεν επικρίσεις, οι πιο πρόσφατες εμπειρίες κυβερνήσεων συνεργασίας (2012-2015 και 2015-2019) ήταν μακροβιότερες, εξαντλώντας σχεδόν την τετραετία . Όπως παρατήρησαν πολιτικοί αναλυτές (The Greek Debt Crisis and Southern Europe: Majoritarian Pitfalls? Comparative Politics, 2014), το μόνο που πέτυχε το ημι-αναλογικό σύστημα με το μπόνους 40 ή 50 εδρών ήταν να οδηγήσει σε αλλεπάλληλες εκλογικές διαμάχες και να πολώσει τον πολιτικό λόγο σε μια περίοδο που η χώρα είχε επιτακτική ανάγκη συναίνεσης για την έξοδο από την κρίση. Αυτό που ήταν προφανές σε κάθε νηφάλιο εξωτερικό παρατηρητή αδυνατούσε να γίνει κοινός τόπος στην εγχώρια πολιτική συζήτηση με ένα εκλογικό σύστημα που επιδοτούσε τη μια ή την άλλη ακραία κορώνα με 50 έδρες. Δεύτερος Μύθος: Ισχυρές κυβερνήσεις είναι η λύση Άλλος δημοφιλής μύθος είναι ότι η χώρα χρειάζεται ισχυρές κυβερνήσεις. Προτείνεται ότι όσο δυναμώνει το χέρι της κυβέρνησης τόσο πιθανότερο είναι να εφαρμοστούν τολμηρά προγράμματα μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος. Εντούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα είχε πολλές ισχυρές κυβερνήσεις αλλά τα αποτελέσματα σε επίπεδο δημοσιών πολιτικών υπήρξαν πενιχρά, αν όχι καταστροφικά. Την καλύτερη απόδειξη για τους κινδύνους του πλειοψηφικού αποτελεί η περίοδος 2015-2019. Όσοι προκρίνουν τη σταθερότητα ως σημαντική προτεραιότητα, σίγουρα θα πρέπει να αναλογιστούν ότι πολλοί ψηφοφόροι, ιδίως της ΝΔ, είχαν λογικές ενστάσεις με την πιθανότητα εξόδου από το ευρώ και την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν εξέφραζε την κοινωνική πλειοψηφία. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και το Brexit στην Μεγάλη Βρετανία όπου το εκλογικό σύστημα οδηγεί τη χώρα στην έξοδο από την Ε.Ε. σε αντίθεση με την λαϊκή βούληση στις τελευταίες εκλογές. Θέλουμε στο μέλλον κόμματα που χαίρουν μόνο σχετικής εκλογικής πλειοψηφίας να δεσμεύουν τη χώρα εσαεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και μεγάλου μέρους της κοινωνίας; Η πρόσφατη εμπειρία μας δείχνει ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι η έλλειψη ισχυρών κυβερνήσεων, αλλά η απουσία συνέχειας στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, κάτι το οποίο απαιτεί ευρύτερη συναίνεση. Τρίτος Μύθος: Πάγια απουσία κουλτούρας συναίνεσης Δεκαετίες έρευνας στις πολιτικές επιστήμες έχουν καταδείξει ότι τα αναλογικά εκλογικά συστήματα όπως της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών, των Σκανδιναβικών, αλλά και κάποιων μεσογειακών (Κύπρος, Ισραήλ, Ισπανία, Πορτογαλία) συχνά συμβαδίζουν με οικονομική ανάπτυξη και υψηλότερη ικανοποίηση των πολιτών με τη δημοκρατία, χωρίς υποχρωτικά να οδηγούν σε κυβερνητική αστάθεια. Ένας ακόμη μύθος που διακινείται στο δημόσιο διάλογο είναι ότι «εδώ δεν υπάρχει κουλτούρα συναίνεσης». Αλλά, όπως δείχνει και η σχετική βιβλιογραφία είναι το εκλογικό/θεσμικό σύστημα το οποίο δημιουργεί μακροπρόθεσμα την κουλτούρα συναίνεσης, και όχι το αντίστροφο. Αντί λοιπόν να επιμένουμε ότι η κουλτούρα μας είναι διαφορετική από των άλλων και δεν αλλάζει, ίσως είναι ώρα να πιστέψουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε. Υπάρχουν πολύ ελπιδοφόρα παραδείγματα ότι η κουλτούρα μπορεί να αλλάξει σταδιακά μέσω κανόνων, όπως αποδεικνύει περίτρανα η εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Με τον ίδιο τρόπο αν διατηρήσουμε ένα αναλογικό σύστημα που θα ευνοεί τη συναίνεση και ενίοτε τις κυβερνήσεις συνεργασίας, ίσως σταδικά καλλιεργηθεί και η σχετική κουλτούρα. Αλλά για να πετύχουμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει επίσης να πιστέψουμε στην αξία του δημοσίου διαλόγου, κι όχι να καταθέτουμε σχέδια νόμου προς δημόσια διαβούλευση Παρασκευή βράδυ κλείνοντας τη συζήτηση όπως-όπως τη Δευτέρα το πρωί (με τον «αέρα» που μας δίνει η απόλυτη πλειοψηφία ενός μπόνους εδρών). Ευάγγελος Λιάρας, ΙΕ https://www.ie.edu/school-global-public-affairs/faculty-and-research/faculty/evan-liaras/ Ιωσήφ Κόβρας, City University of London/Πανεπιστήμιο Κύπρου https://www.city.ac.uk/people/academics/iosif-kovras Νεόφυτος Λοϊζίδης, Πανεπιστήμιο Κεντ https://www.kent.ac.uk/politics-international-relations/people/522/www.kent.ac.uk/politics-international-relations/people/522/loizides-neophytos