• Παρατηρήσεις επί του άρθρου 66, Σώμα Πιστοποιημένων Μεταφραστών Δηλώνοντας ως στόχο την απλούστευση των διαδικασιών, το ΥΠΕΞ προβαίνει στη φαινομενική κατάργηση της Μεταφραστικής Υπηρεσίας και στη δημιουργία ενός «Σώματος Πιστοποιημένων Μεταφραστών» το οποίο, για ακόμα μία φορά, με τον επιχειρούμενο συμψηφισμό καταφέρνει να ισοπεδώσει το μεταφραστικό επάγγελμα, τις μεταφραστικές σπουδές και τη μεταφραστική επιστήμη γενικότερα, θεωρώντας ότι ο κάθε «γλωσσομαθής» είναι και μεταφραστής. Πριν από την παράθεση των σχολίων μας, όπως αναφέρθηκε και σε σχετική επιστολή που απευθύναμε στο Υπουργείο σας, πρέπει να τονιστεί ότι ουδέποτε υπήρξε διαβούλευση με τον κλάδο μας πέραν των υφιστάμενων μεταφραστών της Μεταφραστικής Υπηρεσίας που αντιπροσωπεύουν (και καλά κάνουν) μια κλειστή ομάδα ειδικών επαγγελματικών συμφερόντων, και ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη τα υπομνήματα που υποβάλαμε μαζί με άλλους φορείς κατόπιν πρόσκλησης του ΥΠΕΞ για την αναδιαμόρφωση της υπηρεσίας το 2016, στα πρότυπα επιτυχημένων ευρωπαϊκών μεταφραστικών υπηρεσιών, όπου είχαμε αναφέρει συγκεκριμένα ότι η Υπηρεσία θα έπρεπε να είναι αφιερωμένη στη μετάφραση κρατικών εγγράφων (πόσο μάλλον των διαβαθμισμένων), καθώς οι ανάγκες των πολιτών και των εταιρειών καλύπτονται επίσης από δύο άλλα υφιστάμενα συστήματα, δηλαδή τους δικηγόρους και τους πτυχιούχους μεταφραστές που υπερβαίνουν σε αριθμό τους 2.000 επαγγελματίες (βάσει του σχετικού ΦΕΚ επαγγελματικών δικαιωμάτων, ήτοι ΦΕΚ 156 Α’/2.7.2002, και απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήτοι ΣτΕ Α2799/2013). Το παρόν άρθρο 66 του νομοσχεδίου είναι αποκλειστικό εφεύρημα των εμπνευστών του, ακολουθώντας ίδια τακτική μη διαβούλευσης και απαξίωσης των μεταφραστικών σπουδών με τον νόμο 3712/2008 (ο οποίος επίσης ψηφίστηκε χωρίς διαβούλευση και ουδέποτε εφαρμόστηκε δεδομένου ότι πολλές από τις διατάξεις του αντίκεινται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία), και δεν συμβαδίζει με ανάλογα σώματα σε λοιπές ευρωπαϊκές χώρες, ούτε με την πρόσφατη σχετική νομοθεσία της Κύπρου (Ν. 45(I)/2019 περί Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή), ενώ η αιτιολογική έκθεση για την επιλογή αυτού του σχήματος είναι ανύπαρκτη. Από την εμπειρία μας κρίνουμε ότι το νέο σχήμα δεν πρόκειται να αποτελέσει λύση για «την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και την ταχύτητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες», ότι θα παρουσιάσει προβλήματα όσον αφορά τον έλεγχο και την ποιότητα όπως και το προηγούμενο σύστημα, και ενδεχομένως να δημιουργήσει ζητήματα τόσο για τους πολίτες όσο και τον ίδιο τον δημόσιο μηχανισμό, ακόμα και νομικής φύσης. Ειδικότερα: 1. Βάσει της διεθνούς ονοματολογίας, ο όρος «πιστοποιημένος» είναι παραπλανητικός, καθώς το ΥΠΕΞ δεν είναι αρμόδιος φορέας πιστοποίησης. Οι όροι που χρησιμοποιούνται στη διεθνή πρακτική είναι είτε ορκωτός (sworn) είτε εγκεκριμένος (accredited) μεταφραστής. Ο όρος «πιστοποιημένος» πρόκειται να προκαλέσει σύγχυση, ειδικά σε σχέση με τους αρμόδιους φορείς του Υπουργείου Παιδείας. Συνεπώς για λόγους τάξης ζητούμε τροποποίηση του τίτλου σε Σώμα Εγκεκριμένων Μεταφραστών. 2. Ως γενική παρατήρηση, η διαδικασία επιλογής είναι άκρως γενικόλογη (π.χ. δεν αναφέρεται σύστημα εξετάσεων, μοριοδότηση πτυχίου, εμπειρίας κ.λπ., αριθμός επιτυχόντων κ.λπ.) και σχεδόν ανέφικτη (δηλαδή θα υπάρχουν αξιολογητές για όλους τους γλωσσικούς συνδυασμούς για τα ελληνικά; Ευθεία και αντίστροφη; Με τι κριτήρια; Θα είναι και αυτοί «πιστοποιημένοι»; Ή θα κρατήσετε τον αριθμό των γλωσσών περιορισμένο; Και οι υπόλοιπες γλώσσες πώς θα εξυπηρετούνται;), ενώ αναλύονται σε δυσανάλογη έκταση οι κυρώσεις, σαν να μην υπάρχει άλλος σχεδιασμός. 3. Υπάρχει αδιανόητη μεροληπτική διάθεση στο νέο νομοσχέδιο υπέρ των υφιστάμενων συνεργαζόμενων μεταφραστών της ΜΥ, τόσο έναντι των ελεύθερων επαγγελματιών πτυχιούχων μεταφραστών, όσο και έναντι των πτυχιούχων μεταφραστών που απασχολούνται στα μεταφραστικά τμήματα διάφορων υπουργείων και υπηρεσιών του δημοσίου σε θέσεις ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων. Συγκεκριμένα: (α) Όσον αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες πτυχιούχους μεταφραστές, δεδομένου ότι στην Ελλάδα υφίσταται προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στη μετάφραση που προσφέρεται από ελληνικό ΑΕΙ, πρέπει να υπάρξει ειδική ρύθμιση για ένταξη αυτών αυτοδίκαια στο όποιο «Σώμα Πιστοποιημένων Μεταφραστών», καθώς η ύπαρξη πτυχίου πιστοποιεί ήδη την απαραίτητη γλωσσομάθεια και μεταφραστική επάρκεια και δεν χρειάζονται εξετάσεις «γλωσσομάθειας» (βλ. σχόλιο 4), η οποία είναι δεδομένη για ένα τέτοιο εξειδικευμένο τμήμα, ούτε μεταφραστικής ικανότητας, η οποία πιστοποιείται (δηλ. αναγνωρίζεται) με την απονομή του πτυχίου. (β) Όσον αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους σε θέσεις ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων, στην παράγραφο 3(α) αναφέρεται ότι «Το έργο του πιστοποιημένου μεταφραστή αρχίζει από την εγγραφή του στο «Μητρώο Πιστοποιημένων Μεταφραστών» του Υπουργείου Εξωτερικών και είναι ασυμβίβαστο με την υπηρεσία, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στα ΑΕΙ (Πανεπιστήμια και ΤΕΙ) και στους Ο.Τ.Α. όλων των βαθμών. Το ασυμβίβαστο δεν ισχύει για τους υπό της παρούσας παραγράφου περίπτ. γ΄ υποπερίπτ. αα. εντασσόμενους μεταφραστές.» Δηλαδή μεταφραστές σε θέσεις ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων δεν μπορούν να εκτελούν επίσημες μεταφράσεις για τις υπηρεσίες τους σε θέσεις στις οποίες έχουν διοριστεί μέσω ΑΣΕΠ ακριβώς για να μεταφράζουν κρατικά και υπηρεσιακά έγγραφα. Δεν νομίζετε ότι είναι παράδοξο το γεγονός να δίνεται δικαίωμα υπογραφής σε εξωτερικούς ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά όχι σε μεταφραστές που έχει προσλάβει το ελληνικό κράτος; Ζητούμε τροποποίηση της εν λόγω διάταξης και σαφή, δικαιωματική ένταξη των εν λόγω ΠΕ μεταφραστών στο σύστημα, με ειδική πρόβλεψη στο σχετικό άρθρο 66, άμεσα και χωρίς προϋποθέσεις. Το ασυμβίβαστο θα ισχύει για όλους ή για κανέναν. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω διάταξη καταπατά βάναυσα τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ΠΕ μεταφραστών και τα περικόπτει, θέτοντας αδικαιολόγητους περιορισμούς στην άσκηση του λειτουργήματός τους. 4. Όσον αφορά τις προβλέψεις της παραγράφου 2 υποπαραγράφου γ στοιχείου ββ προβλέπεται η προκήρυξη και διεξαγωγή εξετάσεων με σκοπό «τον έλεγχο της δηλούμενης, εκ μέρους του υποψηφίου, ξένης γλώσσας…». Αυτή και μόνο η φράση διαγράφει 60 χρόνια μεταφρασεολογικής επιστήμης. Όταν γίνονται εξετάσεις για μεταφραστές, δεν εξετάζεται η γλωσσική ικανότητα που θεωρείται δεδομένη, αλλά η μεταφραστική επάρκεια που θεωρείται ειδική δεξιότητα. Αυτό σημαίνει ότι η εξεταστική διαδικασία και οι αξιολογητές πρέπει να εφαρμόζουν αρχές της μεταφρασεολογίας. Η απλή γλωσσομάθεια δεν επαρκεί για να γίνει κάποιος μεταφραστής. Ομοίως ούτε για την αξιολόγηση των εξεταζομένων επαρκούν απλοί γλωσσομαθείς αξιολογητές χωρίς μεταφραστικές γνώσεις. Αυτή η παρωχημένη και αναχρονιστική αντίληψη του επαγγέλματός μας θα γυρίσει μπούμερανγκ. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στη διαφωτιστική εισήγηση της καθηγήτριας Φρειδερίκης Μπατσαλιά, Γλωσσομάθεια και μεταφραστικές δεξιότητες, Πρακτικά Ημερίδας «Οι μεταφραστικές Σπουδές σήμερα», Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση – Μεταφρασεολογία», Αθήνα, 24.11.2008, σελ. 60-76, όπου αναλύει γιατί ένας γλωσσομαθής δεν είναι μεταφραστής και πώς πρέπει να εκπαιδεύεται ένας γλωσσομαθής προκειμένου να γίνει μεταφραστής και να αναπτύξει δεξιότητες οι οποίες δεν κατακτώνται μέσω της έστω και τέλειας εκμάθησης μιας γλώσσας. Θα εμπιστευόσασταν κάποιον που δεν είναι χειρούργος να σας χειρουργήσει; Τότε γιατί θέλετε να εμπιστευτείτε διακρατικές συμφωνίες και νομικά έγγραφα σε κάποιον που απλώς ξέρει π.χ. αγγλικά; 5. Στην ίδια παράγραφο 2, υποπαράγραφο γ, στοιχείο ββ, αναφέρεται ότι «Ο υποψήφιος δύναται στην αίτηση συμμετοχής του να ζητήσει να διαγωνισθεί μέχρι σε δύο (2) γλώσσες». Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πτυχιούχοι του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου είναι κατ’ ελάχιστο τρίγλωσσοι (μητρική και 2 γλώσσες που χρησιμοποιούνται ως μέσο για τη διδακτική της μετάφρασης), αρκετοί έχουν δύο μητρικές γλώσσες (άρα είναι τετράγλωσσοι), και επίσης το τμήμα προβλέπει εκμάθηση νέων ξένων γλωσσών (οπότε 5 γλώσσες και άνω). Συνεπώς δεν κατανοούμε τον περιορισμό αυτό, καθώς εμμέσως εξαναγκάζετε σε επιλογή γλωσσικών συνδυασμών με μεγαλύτερο όγκο εργασίας, αφήνοντας ακάλυπτες τις γλώσσες μικρότερης διάδοσης, για τις οποίες ως γνωστό υπάρχει έλλειψη. Συνεπώς ζητούμε άρση αυτού του περιορισμού, ώστε να είναι δυνατή η παροχή υπηρεσιών για γλώσσες μεγαλύτερης διάδοσης που θα έχουν περισσότερο όγκο δουλειάς, αλλά και για μικρότερες, που δεν έχουν όγκο δουλειάς και δεν θα συνέφερε επαγγελματικά κάποιον να τις επιλέξει για ένταξη στο Μητρώο. 6. Στην παράγραφο 3 αναφέρεται συγκεκριμένα η εξής πρόταση: «Οι πιστοποιημένοι μεταφραστές διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ελευθέρων επαγγελματιών». Με ποια λογική και στη βάση ποιων κανόνων το ΥΠΕΞ θα προβεί στην έκδοση ΚΥΑ που να ρυθμίζει την «ελάχιστη νόμιμη αμοιβή» των μεταφραστών που έχουν ενταχθεί στο Μητρώο Πιστοποιημένων Μεταφραστών, δεδομένου ότι οι μεταφραστές αυτοί θα δραστηριοποιούνται εντός μιας ελεύθερης αγοράς, οπότε θα είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι για τον καθορισμό των αμοιβών για υπηρεσίες που θα προσφέρουν, ξανά, ως ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ; Αυτή δεν είναι μία από τις αρχές του ελευθέριου επαγγέλματος; Θα υπάρχει περιορισμός στον δυνητικό αριθμό των μεταφραστών; Τι θα συμβεί αν π.χ. στο μητρώο ενταχθούν 2000 συμβεβλημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες οι οποίοι λειτουργούν υπό καθεστώς κρατικά ελεγχόμενης τιμής; Ποιος νομίζετε ότι θα είναι ο αντίκτυπος όταν υποτιμάται μαζικά μια παρεχόμενη υπηρεσία, καθώς ως γνωστό οι τιμές του ΥΠΕΞ είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της αγοράς; Η «ελάχιστη νόμιμη αμοιβή» αποτελεί ρύθμιση-καταπέλτη για όσους ήδη διενεργούν νομίμως επίσημες μεταφράσεις στην ελεύθερη αγορά και, εκ των πραγμάτων, κρίνουμε ότι αποτελεί θέμα που θα μπορούσε να επιληφθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς μπορεί να συμπαρασύρει όλο τον κλάδο σε οικονομικά βάραθρα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για μια υπηρεσία ευτελούς αξίας, κάτι που είναι ψευδές και ανεπίτρεπτο. Παραμένοντας στο θέμα του αθέμιτου ανταγωνισμού, το εν λόγω άρθρο δεν ρυθμίζει μόνο τις σχέσεις ΥΠΕΞ-Σώματος στο εσωτερικό της χώρας, αλλά θέτει τους ενταγμένους μεταφραστές σε προνομιακή θέση και στην αγορά του εξωτερικού, καθώς δυνητικά πελάτες αυτών των «πιστοποιημένων» μεταφραστών μπορεί να είναι κάθε πολίτης και εταιρεία του εξωτερικού που χρειάζεται μεταφράσεις προς και από τα ελληνικά, χωρίς καν να υπάρχει απαίτηση και υποχρέωση για κάτι τέτοιο. 7. Στο άρθρο 3 παράγραφος γ αναφέρεται το εξής: «ε. Για τη διαμόρφωση της σελίδας χρησιμοποιείται γραμματοσειρά 12, Times New Roman, διάκενο μιάμισης γραμμής και περιθώρια σελίδας τριών (3) εκατοστών (αριστερά – δεξιά)». Αυτή η αυστηρή ρύθμιση της μορφής είναι αναχρονιστική στη σύγχρονη εποχή των υπολογιστών και της ψηφιοποίησης, δεν χειριζόμαστε πλέον γραφομηχανές. Απαίτηση είναι το κείμενο να τηρεί τη μορφή του πρωτοτύπου στο μέγιστο βαθμό, και σε αυτό βοηθούν διάφορες τεχνολογίες, π.χ. OCR και προγράμματα επεξεργασίας κειμένου. Μεταφράσεις για τις οποίες δεν υπάρχει σαφής αντιστοίχιση μορφής και περιεχομένου δεν γίνονται καν δεκτές στο εξωτερικό, καθώς είναι αδύνατο να ελεγχθούν. 8. Επίσης, δεν συμφωνούμε η ένταξη στο μητρώο να έχει ημερομηνία λήξης (10 έτη), δεδομένου του ότι ένας μεταφραστής με τα χρόνια αποκτά μεγαλύτερη πείρα και γίνεται καλύτερος οπότε δεν υπάρχει λογική στο να ξαναδώσει εξετάσεις πιστοποίησης της επάρκειας της ξένης γλώσσας (που όπως αναφέρθηκε πρέπει να είναι εξέταση μεταφραστικής επάρκειας) μετά την πάροδο δεκαετίας. Άλλωστε, σε κανένα επάγγελμα δεν προβλέπεται η επαναξιολόγηση για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή ένταξης σε φορείς μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, ούτε βεβαίως η πιστοποίηση της επάρκειας της ξένης γλώσσας μέσω απόκτησης τίτλων πιστοποίησης αυτής, π.χ. Proficiency. έχει ημερομηνία λήξης. 9. Τέλος, σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται το καθεστώς της επίσημης/αναγνωρισμένης μετάφρασης από δικηγόρους και από πτυχιούχους μεταφραστές. Εμείς δεν κρίνουμε αν θα έπρεπε οι δικηγόροι να μεταφράζουν επί παντός επιστητού. Αυτή είναι η νομοθεσία, ο καθένας αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι το Νομικό Συμβούλιου του Κράτους γνωμοδότησε το 2014 ως προς την ύπαρξη κλειστού επαγγέλματος για τους συμβεβλημένους μεταφραστές του ΥΠΕΞ ακριβώς βάσει της δραστηριότητας αυτών των δύο κατηγοριών (333/2014). Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι και κατά το παρελθόν το Υπουργείο Εξωτερικών υποδείκνυε ποιες μεταφράσεις γίνονται αποδεκτές, όπως ενδεικτικά με την υπ’ αριθμ. 2/2-4-2014 εγκύκλιό του, συμπεριλαμβάνοντας τους πτυχιούχους μεταφραστές του Ιονίου Πανεπιστημίου ή πανεπιστημίου της αλλοδαπής με αναγνώριση και ισοτιμία στους αποδεκτούς φορείς, ωστόσο έχει δηλώσει αναρμόδιο για τη συνολική εφαρμοστική ρύθμιση των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων. Συνεπώς επιθυμούμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στις προβλέψεις του σχετικού ΦΕΚ επαγγελματικών δικαιωμάτων που θέτει το πλαίσιο της επαγγελματικής μας δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας μεταφράσεων που γίνονται αποδεκτές από το ελληνικό δημόσιο, τις δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ) και τις σχετικές εγκυκλίους λοιπών Υπουργείων (ΥΠΕΣ, Παιδείας, Οικονομικών, Αμύνης, κ.λπ.) που εφαρμόζουν το εν λόγω πλαίσιο (όπως άλλωστε και το ΥΠΕΞ) ελλείψει ρητής νομοθετικής προβλέψεως, και να σας ζητήσουμε να μην θέσετε άμεσα ή έμμεσα προσκόμματα στην άσκηση του επαγγέλματός μας που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις μεταφράσεις που διενεργούμε για ιδιώτες και εταιρείες προς υποβολή σε υπηρεσίες του δημοσίου, καθώς και προς δικαστικές αρχές, που είναι ο κλάδος των επίσημων/αποδεκτών από το δημόσιο μεταφράσεων στον οποίο δραστηριοποιούμαστε.