• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΕΔΥ)' | 30 Αυγούστου 2020, 21:11

    Παρατηρήσεις της ΕΔΥ κατ' άρθρο στο Μέρος Α': α) Άρθρο 19 - ίδρυση Δ/νσης Στρατηγικού και Επιχειρησιακού Σχεδιασμού με αρμοδιότητες που εν μέρει αλληλοκαλύπτονται στην πράξη με αυτές της νεοπάγους Υπηρεσίας Συντονισμού του Γενικού Γραμματέα, ιδιαιτέρως ως προς το αντικείμενο του Τμήματος ΙΙ της Δ/νσης (Παρακολούθηση και Αξιολόγηση). β) Άρθρο 27 - ιδρύεται Γραφείο Αμυντικής Διπλωματίας, το οποίο ήδη ουσιαστικά λειτουργεί με αποσπασμένους Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι με την εξαιρετική κατάρτισή τους και αποτελεσματικότητα συνδράμουν καθοριστικά στον καθημερινό χειρισμό ζητημάτων στρατιωτικής υφής από τους διπλωματικούς υπαλλήλους του ΥΠΕΞ. Στο άρθρο ωστόσο προβλέπεται η απόσπαση έως δύο Διπλωματικών στο εν λόγω Γραφείο, με αποτέλεσμα να κρίνονται συνάδελφοι του ΥΠΕΞ από υπαλλήλους άλλων υπουργείων (δεδομένου ότι επικεφαλής ορίζεται αξιωματικός από το Υπουργείο Άμυνας). γ) Άρθρο 33 - Η υπαγωγή της καθ' ύλην Δ/νσης (νέα Α10) για θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της ΕΕ στο σύστημα των Α' Διευθύνσεων στερείται αιτιολόγησης, δεδομένου ότι ως πολιτική ΕΕ θα έπρεπε να υπάγεται στο Γ' Σύστημα. δ) Άρθρο 105 - Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο: (α) Συγκρότηση: Το ΔΠΥΣ προβλέπεται 7 μελές. 4 από τα μέλη του προβλέπεται ότι είναι δικαστικοί. Το γεγονός αυτό μετατρέπει το ΔΠΥΣ από διοικητικό όργανο σε δικαστήριο. Η συγκρότηση αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος (αρχή διάκρισης λειτουργιών του Κράτους): Το Δ.Π.Υ.Σ., που ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, δεν επιτρέπεται να συγκροτείται κατά κύριο λόγο από δικαστές και τούτο παρά την εξαίρεση του άρθρου 89 παρ. 2 Σ που επιτρέπει την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε πειθαρχικά συμβούλια, διότι η προβλεπόμενη εξαίρεση δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του να χορηγείται, δια νόμου, στους δικαστικούς λειτουργούς αποφασιστική πλειοψηφία στα συμβούλια αυτά. Επιπλέον, με δεδομένο α) ότι το Δ.Π.Υ.Σ. έχει, κατά την ως άνω διάταξη ευρύτατες αρμοδιότητες, β) ότι οι δικαστικοί που μετέχουν αυτού ορίζονται και δεν κληρώνονται και γ) ότι οι δικαστές που μετέχουν αυτού είναι ανώτατοι, η συγκρότηση αυτή προσκρούει και στο άρθρο 8 του Συντάγματος, αφού καθίσταται δύσκολο να διανοηθεί κανείς πώς θα ανατραπεί, εν συνεχεία στο (μόνο αρμόδιο) Συμβούλιο Επικρατείας απόφαση που θα έχει ληφθεί από ομοιοβάθμους ή /και ανωτέρους των μετεχόντων του αρμοδίου Τμήματος του ΣτΕ Δικαστικούς Λειτουργούς. Προβληματική είναι η προβλεπόμενη συμμετοχή, με δικαίωμα ψήφου στο Δ.Π.Υ.Σ., του ΣΤ-Α’ Γενικού Διευθυντή του Υπ. Εξωτερικών ο οποίος αφενός μεν έχει ευρύτατες αρμοδιότητες και καθήκοντα κατά την διάρκεια της προδικασίας, αφετέρου δε ως εκ της θέσεώς του εκπροσωπεί ex officio την διώκουσα Αρχή, με συνέπεια να στερείται, επίσης ex officio, του τεκμηρίου της αμεροληψίας. (γ) Εξαιρετικά προβληματική, επίσης, είναι και η διάταξη την παρ. 6.β. του ως άνω άρθρου, σύμφωνα με την οποία το ΔΠΥΣ «αποφασίζει για τις ενστάσεις που ασκεί κατά των αποφάσεων του Π.Υ.Σ. και του Α.Π.Υ.Σ. υπέρ της Διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, ο Υπουργός και κάθε πειθαρχικός προϊστάμενος. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε από το ΠΥΣ ή το ΑΠΥΣ». Δεδομένου ότι κατά την παρ. 6.α του ίδιου άρθρου ο υπάλληλος δύναται να ασκήσει προσφυγή μόνον κατ’ αποφάσεων του ΠΥΣ που επιβάλλει ποινή προστίμου στέρησης αποδοχών άνω των 4 μηνών και ανωτέρων, η διάταξη του άρθρου 6.β αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθ’ ο μέτρο επιτρέπει να ασκηθεί ένσταση από τον Υπουργό και «κάθε πειθαρχικό προϊστάμενο», όχι όμως και στον τιμωρηθέντα υπάλληλο, κατά ποινής ακόμη και κατώτερης του προστίμου στέρησης αποδοχών 4 μηνών. (δ) Η ίδια διάταξη, καθίσταται προβληματική από την ίδια άποψη, αφ’ ης στιγμής δεν τίθενται προϋποθέσεις για την άσκηση της «υπέρ της Διοίκησης» ενστάσεως, ούτε εξ απόψεως δυνάμενου να την ασκήσει οργάνου, ούτε εξ απόψεως του είδους της απόφασης (ομόφωνης ή κατά πλειοψηφία) που εκδόθηκε από το ΠΥΣ. Η γενική διατύπωση ότι την ένσταση αυτή μπορεί να ασκήσει «ο Υπουργός και κάθε πειθαρχικός προϊστάμενος», καθώς και ότι η ένσταση αυτή μπορεί να ασκηθεί πάντοτε, ακόμη δηλαδή και σε περίπτωση ομόφωνης απόφασης του Π.Υ.Σ. και ακόμη και αν αυτή έχει ληφθεί με σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, είναι προβληματικές και αντιβαίνουν στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την πρώτη διάταξη παρέχεται δικαίωμα ένστασης σε πρόσωπα που δεν μετέχουν της πειθαρχικής διαδικασίας, ενώ με την δεύτερη αχρηστεύεται, την ουσία, το ΠΥΣ, αφού κάθε απόφαση αυτού (ακόμη και αν είναι ομόφωνα απαλλακτική), δύναται να προσβληθεί με ένσταση. Πέραν, δε, της αντίφασής της προς την παραπάνω διάταξη της ΕΣΔΑ, η διάραξη της παρ. 6.β. του άρθρου 40 δεν εξυπηρετεί την ταχεία επίλυση των πειθαρχικών υποθέσεων και διαιωνίζει την ταλαιπωρία των πειθαρχικώς διωκωμένων σε βαθμό ανεπίτρεπτο. Το ελάχιστο ορθό θα ήταν να παρέχεται δικαίωμα ένστασης μόνον στον Εισηγητή του Π.Υ.Σ. και μόνον κατά μη ομοφώνων αποφάσεων του Π.Υ.Σ. (δ) Επιπλέον, κατά την παρ. 9 του ίδιου άρθρου, ή ένσταση ενώπιον του Δ.Π.Υ.Σ. επιτρέπεται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση «ή την πλήρη γνώση της» από τον υπάλληλο ή «από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση». Και η διάταξη αυτή αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού αφενός μεν εν προκειμένω πρόκειται για πειθαρχική ποινή με σοβαρές υπηρεσιακές συνέπειες και επιβάλλεται, για τον υπάλληλο, η κίνηση της προθεσμίας ένστασης μόνον από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν, και όχι από το αμφίβολο, σε κάθε περίπτωση, γεγονός της «πλήρους γνώσεως» αυτού, αφετέρου δε για την Υπηρεσία, η προθεσμία αυτή θα πρέπει να αρχίζει από την δημοσίευση της αποφάσεως του ΠΥΣ, δεδομένου ότι από τότε τεκμαίρεται ότι λαμβάνει γνώση αυτής το Υπ. Εξωτερικών – συνεπώς δε και κάθε όργανο δυνάμενο να ασκήσει ένσταση κατ’ αυτής. (ε) Γενικώς, και ιδίως εν όψει της δυσχέρειας συγκρότησης του εν λόγω συμβουλίου, καθώς και της επιμήκυνσης των πειθαρχικών διαδικασιών που αυτό θα προκαλέσει, η λειτουργία του Συμβουλίου αυτού εν γένει καθίσταται προβληματική και η μόνη λειτουργία του θα είναι να διαιωνίζει τις πειθαρχικές υποθέσεις, αντίθετα προς το συμφέρον τόσο των Υπαλλήλων, όσο και προς το Δημόσιο Συμφέρον.