• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης' | 31 Αυγούστου 2020, 01:31

    Θα επιθυμούσα να θίξω το ζήτημα της πρόβλεψης του "Άρθρου 230 1β" ότι επιλέξιμος για τη θέση του Β’ Γενικού Διευθυντή, "με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών" μπορεί να είναι μόνο διπλωματικός υπάλληλος Πρεσβευτικού βαθμού με βαθμό Πρέσβυ ή Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄. Ο “αποκλεισμός” των υπαλλήλων ΟΕΥ των ανωτάτων βαθμών (δηλαδή Γενικού Συμβούλου ΟΕΥ Β’ και Α’ τάξης) από το να είναι έστω επιλέξιμοι (eligible) για τη θέση του Β’ Γενικού Διευθυντή, άνευ αιτιολόγησης εδραζόμενης σε συγκεκριμένους λόγους που ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου συμφέροντος, δύναται να ελεγχθεί νομικά στο μέλλον. Πολλώ δε μάλλον, όταν ο "αποκλεισμός" αυτός αφορά σε Γενική Διεύθυνση με αποκλειστικό αντικείμενο τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της χώρας μας (κύριο αντικείμενο ενασχόλησης των υπαλλήλων ΟΕΥ στο Υπουργείο Εξωτερικών), στην οποίαν οι υπάλληλοι ΟΕΥ αποτελούν την πλειοψηφία των υπηρετούντων υπαλλήλων, εξασφαλίζουν την καθημερινή λειτουργία όλων των υπηρεσιών της και αναλαμβάνουν ήδη καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσεων υπαγόμενων σε αυτήν (δηλαδή καθήκοντα διπλωματικού κλάδου). Η επιλογή προσώπων για την κατάληψη θέσεων ευθύνης, όπως είναι αυτές των προϊσταμένων οργανικών μονάδων στη Δημόσια Διοίκηση, με αποκλειστικό γνώμονα τις ικανότητες και τα προσόντα τους αποτελεί διοικητική πρακτική η οποία εδράζεται στις αρχές της ισότητας (Άρθρο 4{1}) και της αξιοκρατίας (Άρθρο 5{1}) του Ελληνικού Συντάγματος. Αναφορικά με την αρχή της ισότητας, έχει κριθεί ότι αποτελεί, βάσει νομολογίας, νομικό κανόνα ο οποίος “επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει, ταυτόχρονα, την "έκδηλη" και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες” (με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια) ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στο κοινωνικό κράτος και συνιστούν οριακές εξαιρέσεις, οι οποίες υπόκεινται σε αυστηρό δικαστικό έλεγχο με βάση ιδίως την αρχή της αναλογικότητας (δηλαδή οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι προς αυτόν). Επιπλέον, ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ' εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη της υφιστάμενες, οικονομικές επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ. 1252, 1253/2003). Αντίστοιχα, η αρχή της αξιοκρατίας “υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους”. Η αρχή αυτή καταλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία πρόσβασης σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα αλλά και, περαιτέρω, τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης (προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων) των δημόσιων υπαλλήλων (σύμφωνα με νομολογία του ΣτΕ). Αποκλίσεις από την αρχή της αξιοκρατίας είναι συνταγματικά θεμιτές μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και δικαιολογούνται αποκλειστικά για λόγους που ανάγονται στην αρχή του κοινωνικού κράτους, όπως είναι για παράδειγμα η προστασία συγκεκριμένων κοινωνικά ευπαθών ομάδων (άρθρο 21 Συντ.) ή η θετική δράση για την ισότητα των δύο φύλων (άρθρο 116 παρ. 2 Συντ.). Η επιλογή των προϊσταμένων οργανικών μονάδων του Δημοσίου (Γενικοί Διευθυντές) αποτελεί την κατεξοχήν διαδικασία στην οποία επιβάλλεται η εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας, με την επιλογή των ικανότερων υπαλλήλων σε αυτές να είναι καθοριστική για την επάρκεια του διοικητικού συστήματος. Η θέση του Γενικού Δ/ντή, η οποία αποτελεί την κορυφή στην ιεραρχική πυραμίδα των υπηρεσιακών παραγόντων, είναι κομβικής σημασίας για το σύστημα άσκησης δημόσιας πολιτικής από τη Διοίκηση. Σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας, ο νομοθέτης θα πρέπει να προσδιορίζει κάθε φορά τις διαδικασίες και τα (αντικειμενικά) κριτήρια επιλογής για την κάλυψη της θέσης του Γενικού Διευθυντή, με παρεκκλίσεις να δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στο κοινωνικό κράτος και συνιστούν οριακές εξαιρέσεις, οι οποίες υπόκεινται σε αυστηρό δικαστικό έλεγχο με βάση ιδίως την αρχή της αναλογικότητας (βλέπε και παραπάνω). Ειδικά για την περίπτωση της επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, όπως οι Γενικοί Διευθυντές, πολύ δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από την αρχή της αξιοκρατίας, αφού κανείς λόγος δημοσίου συμφέροντος μπορεί, ενόψει της φύσεως και των σκοπών που επιτελεί η σχετική διαδικασία, να τη δικαιολογήσει. Σε όλο το υπόλοιπο ελληνικό δημόσιο, ως προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης δύνανται να επιλεγούν υπάλληλοι, οι οποίοι μεταξύ άλλων έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι Διεύθυνσης. Από τη στιγμή λοιπόν που προβλέπεται από τον ίδιο Οργανισμό η δυνατότητα στις Διευθύνσεις της Β΄ Γενικής Διεύθυνσης να προΐστανται υπάλληλοι του Κλάδου Ο.Ε.Υ. με βαθμό τουλάχιστον Συμβούλου ΟΕΥ Α΄ (Άρθρο 230 1ζ), πώς αιτιολογείται οι ίδιοι να "εξαιρούνται" από τη δυνατότητα να είναι επιλέξιμοι για τοποθέτηση στη θέση του Β΄ Γενικού Διευθυντή (Άρθρο 230 1β); Η πρακτική στο ΥΠΕΞ ανάθεσης καθηκόντων προϊσταμένου των Υπηρεσιών της Κεντρικής Υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης καθηκόντων προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης) με μόνη «απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών», χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία προκήρυξης, αξιολόγησης και επιλογής και με μόνη προϋπόθεση τον βαθμό και κλάδο των επιλεγέντων, έρχεται σε αντίθεση με τις πλέον στοιχειώδεις πρόνοιες αξιοκρατικής και αποτελεσματικής διοίκησης. Έρχεται, επίσης, σε αντίθεση με το πνεύμα και γράμμα του πρόσφατου Νόμου 4622/2019 για το επιτελικό κράτος, ο οποίος θεσπίζει συγκεκριμένους όρους και προϋποθεσεις για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων του δημοσίου εδραζόμενους σε ένα συνδυασμό εργασιακής εμπειρίας και μοριοδότησης προσόντων (υπενθυμίζεται ότι οι υπάλληλοι ΟΕΥ όπως και οι Υπάλληλοι Επικοινωνίας είναι απόφοιτοι της ΕΣΔΑΑ, η οποία συνεπάγεται υψηλή μοριοδότηση). Τέλος, η διαιώνιση του αναξιοκρατικού αυτού συστήματος ακυρώνει – εκ των πραγμάτων – και την όποια πρακτική χρησιμότητα του συστήματος αξιολόγησης που προτείνεται σε άλλες διατάξεις του παρόντος σχεδίου Οργανισμού. Εν κατακλείδι, άνευ ύπαρξης συγκεκριμένων λόγων δημοσίου συμφέροντος βάσει των οποίων να δικαιολογείται η κάλυψη της θέσης του Β’ Γενικού Διευθυντή στο ΥΠΕΞ αποκλειστικά και μόνον από υπάλληλο του διπλωματικού κλάδου, την ίδια στιγμή που το ΥΠΕΞ διαθέτει εξειδικευμένο κλάδο για το αντικείμενο της Β’ Γενικής Διεύθυνσης, με υψηλά προσόντα και μοριοδότηση, με αντίστοιχη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη με τους διπλωματικούς υπαλλήλους, με δυνατότητα άσκηση καθηκόντων διπλωματικού κλάδου και ήδη θεμελιωμένο διευθυντικό δικαίωμα στις Β’ Διευθύνσεις (δηλαδή που τελεί υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με βάση την αρχή της ισότητας), η προβλεπόμενη διάταξη του "Άρθρου 230 1β" δύναται να ελεγχθεί νομικά.