• Σχόλιο του χρήστη 'Χ.B.' | 31 Αυγούστου 2020, 13:56

    H δημιουργία ενός "ενιαίου φορέα άσκησης οικονομικής και εμπορικής διπλωματίας για την εξωστρέφεια αποτέλεσε κυβερνητική εξαγγελία. Ο φορέας αυτός προκύπτει από την ενοποίηση των επιμέρους δημοσίων δομών, έχει διοικητική αυτονομία και συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα για την προώθηση της εξωστρέφειας της Ελληνικής Οικονομίας". Αυτό θεωρήθηκε η αρχή της δημιουργίας συνθηκών για την εφαρμογή άριστων Ευρωπαϊκών πρακτικών με σαφή κατεύθυνση προς τη συγκρότηση μιας ενιαίας διοικητικής μονάδας χάραξης και συντονισμού της περιβόητης πολιτικής εξωστρέφειας. Άλλωστε ήδη από το 2012, η πανάκριβη και εγχωρίως αιτηθείσα τεχνική βοήθεια που παρέχεται στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία, σε αυτή την επιλογή καθοδηγούσε τις ελληνικές κυβερνήσεις, χωρίς όμως κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Στο σχετικό πόρισμα Ολλανδών Εμπειρογνωμόνων και λοιπών παρόχων τεχνικής βοήθειας, αναδεικνυόταν ξεκάθαρα η διαχρονική αδυναμία του ελληνικού κράτους να εκπονήσει μια συνεκτική και συνεπή στρατηγική εξωστρέφειας. Η αδυναμία αυτή σε μεγάλο βαθμό αποδιδόταν σε οργανωτικές δυσλειτουργίες και κατακερματισμό της δημόσιας διοίκησης και ειδικότερα στην απουσία αποτελεσματικού συντονισμού των φορέων και υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Εξωστρέφειας με αποτέλεσμα τις αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων και τη σπατάλη πόρων, καθώς και στην έλλειψη επαρκούς γνώσης για τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση των εκάστοτε εξαγωγικών ευκαιριών. Ειδικότερα, εντός του εν λόγω πορίσματος, προτεινόταν η συγκρότηση ενός ενοποιημένου σχήματος για την εξωστρέφεια με συγχώνευση των συναρμόδιων φορέων και ως εκ τούτου την επίτευξη της βέλτιστης απόδοσης και αποτελεσμάτων ως προς την εξωτερική δράση της χώρας, με στόχο πέραν της διασφάλισης της μείωσης του κόστους και των συνεργειών, τη συνολική αναβάθμιση των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας στο εξωτερικό. Μάλιστα οι Ολλανδοί Εμπειρογνώμονες πρότειναν τότε να τεθεί η διοικητική εποπτεία του νέου φορέα υπό τον Πρωθυπουργό, το Υπουργείο Εξωτερικών ή το Υπουργείο Ανάπτυξης. Ωστόσο, αν και η συγχώνευση του ΟΠΕ και InG προχώρησε ομαλώς, η υπόλοιπη μεταρρύθμιση πάγωσε λόγω αντιδράσεων σχετικά με την επιλογή του αρμόδιου Υπουργείου, καθώς και έντονων συνδικαλιστικών πιέσεων, κυρίως γιατί η λύση που προκρινόταν ήταν η μεταφορά της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Βάσει των προαναφερθέντων κατευθυντήριων γραμμών και ταυτοχρόνως με την ανακοίνωση της σύνθεσης της νέας Κυβέρνησης δια του Π.Δ 81/2019 μεταφέρθηκε, τον Ιούλιο του 2019, ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων και προσωπικού η Γενική Διεύθυνση Διεθνούς Εμπορικής και Οικονομικής Πολιτικής του πρώην Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης στο ΥΠΕΞ.Εντούτοις και παρά τις όποιες μετεκλογικές δεσμεύσεις της πολιτικής ιεραρχίας για ομαλή μετάβαση και ένταξη του ανθρώπινου εξειδικευμένου και ως επί το πλείστον υψηλά καταρτισμένου και έμπειρου ανθρώπινου δυναμικού στην ήδη υφιστάμενη δομή του ΥΠΕΞ, η εν λόγω Γενική Διεύθυνση εξακολουθεί 13 μήνες μετά να βρίσκεται αποκομμένη διοικητικά και οργανικά από την κεντρική διοίκηση του Υπουργείου. Το Μάρτιο 2020, διανεμήθηκε στους συλλόγους του Υπουργείου Εξωτερικών και στη ΓΔΔΟΕΠ προσχέδιο Νόμου το οποίο προέβλεπε την οργανική συγχώνευση της ΓΔΔΟΕΠ με τη Β Γενική Διεύθυνση ΥΠΕΞ. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονταν και η ένταξη του προσωπικού σε υφιστάμενους Κλάδους του ΥΠΕΞ. Ως προς την ένταξη των υπαλλήλων, η πρόταση ήταν να ακολουθηθεί η πεπατημένη της προηγούμενης ανάλογης μεταρρύθμισης του 2003 (Ν 3196/2003, Άρθρο 27), δια του οποίου αρμοδιότητες και προσωπικό του τότε Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών είχε μεταφερθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών, με ένταξη στους κλάδους ΥΠΕΞ βάσει κριτηρίων. Αντίθετα όμως με τις όποιες προσδοκίες και κατόπιν της παρέλευσης της παρατεταμένης και αναγκαστικής υπολειτουργίας του Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα λόγω της επιβολής των κυβερνητικών μέτρων κατά της πανδημίας COVID-19, προέκυψε τελικώς το παρόν Προσχέδιο Οργανισμού, το οποίο περιλαμβάνει εξαιρετικά δυσμενείς προβλέψεις, όσον αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση του μεταφερόμενου προσωπικού, μακράν των αρχικών σχεδίων τα οποία είχαν συζητηθεί και σαφώς έτι μακρύτερα της λογικής και διοικητικής συνέπειας του με συστάσεις της τεχνικής βοήθειας.Εν συντομία, το Προσχέδιο Νόμου επί της ουσίας συνεπάγεται την ηθική αποδυνάμωση και κυριολεκτικώς επαγγελματική εξόντωσή των μεταφερόμενων υπαλλήλων, προσβάλλοντας την αξιοπρέπεια τους και απαξιώνοντας τα τυπικά προσόντα και την πολύχρονη εμπειρία τους, μέσω μίας αφενός ασαφούς ή μάλλον ανύπαρκτης περιγραφής της φύσης εργασίας και των καθηκόντων τους και αφετέρου μας σκοπίμως ανύπαρκτης προοπτικής της όποιας υπηρεσιακής τους εξέλιξης. Τα κύρια ανακύπτοντα προβλήματα συνίστανται συνοπτικά ως εξής: ▪ Προκύπτει ζήτημα Αντισυνταγματικότητας, λόγω μη τήρησης της Αρχής της Ίσης Αμοιβής για παροχή εργασίας Ίσης Αξίας(άρθρο 22§1 εδ. β΄ του. Συντάγματος) ▪ Προωθείται η δημιουργία πολλών και διαφορετικών κλάδων, αναπαράγοντας και θεμελιώνοντας περαιτέρω τη συντεχνιακή νοοτροπία.Η σχετική εξέλιξη δε, αντιβαίνει το πνεύμα και τη λογική των συστάσεων τεχνικής βοήθειας για τον εξορθολογισμό λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, θυμίζοντας τις εποχές προ μνημονίου ή προθαλάμου μνημονίου πιο δόκιμα ▪ Η σύσταση ενός νέου κλάδου (που αφορά το προσωπικό της ΓΔΔΟΕΠ), χωρίς επαρκή αιτιολόγηση της ανάγκης και μάλιστα αντίθετα με τις συστάσεις της γαλλικής τεχνικής βοήθειας στην Ελλάδα περί εφαρμογής περιορισμένου κλαδολογίου στην ελληνική δημόσια διοίκηση, αποτελεί καταφανές παράδειγμα περιπτωσιολογικής νομοθέτησης. Το ΠΔ 81/2019 γράφηκε βιαστικά, χωρίς να γίνουν αντιληπτά τα νομικά κενά, τα οποία καλύπτονται με μία πρόχειρη, φαινομενικά δίκαιη λύση, η οποία όμως αφήνει ασάφειες και μεταθέτει την επίλυση του προβλήματος επ’αόριστον. ▪ Δεν πραγματοποιεί τομές, ούτε εισάγει καινοτόμα στοιχεία. Η αμφιλεγόμενη συγχώνευση των Διευθύνσεων με γεωγραφικό κριτήριο δεν αποτελεί καινοτομία. Η δε προσπάθεια συγκέντρωσης σε μία μονάδα όλων των συναφών με τη χάραξη και συντονισμό πολιτικής εξωστρέφειας αρμοδιοτήτων, ακυρώνεται στην πράξη, αφού το προσωπικό που φέρει την τεχνογνωσία αντιμετωπίζεται δυσμενώς (ενδεικτικά,αυξάνονται κατά 2 τα έτη που επιβάλλονται κατ’ ανώτατο όριο σε κάθε μετακίνηση από την Εξωτερική στην Κεντρική Υπηρεσία) ▪ Η γενική αντιμετώπιση απέναντι στους μεταφερόμενους από ένα παραγωγικό υπουργείο υπαλλήλους δεν δείχνει έμπρακτα την εμπιστοσύνη στις δεξιότητες και ικανότητες του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, ενώ αντιμετωπίζει αυτούς ως αναλώσιμους. Δεδομένων των συνθηκών, οι εν λόγω υπάλληλοι παρότι φέροντες πολυετή εμπειρία σε πεδία υψηλής τεχνογνωσίας, αυτή της εξωτερικής εμπορικής πολιτικής της χώρας, (διαπραγμάτευση και εφαρμογή εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών ΕΕ με τρίτες χώρες, θέματα ΠΟΕ κ.λπ.), οδηγούνται αναγκαστικά και δια της βίας στην επιλογή της μη παραμονής τους στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, η αποτυχία αυτή στη μη μεταφορά της απαιτούμενης τεχνογνωσίας θα δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε μία κρίσιμη για το διεθνές εμπόριο περίοδο.