• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Γρύλλος' | 31 Ιανουαρίου 2019, 10:08

    Φαίνεται ότι διαμορφώνεται ένα consensus περί του ότι το προγενέστερο καθεστώς που επιβίωσε μέχρι και τον ν. 4072/12, συνιστάμενο σε αδυναμία ελέγχου του κύρους καταχωρημένου σήματος στα πλαίσια της πολιτικής δίκης περί προσβολής των εξ αυτού δικαιωμάτων, είναι προβληματικό. Η εγκυρότητα καταχώρησης σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια της ίδιας δίκης, όπως ακριβώς προβλέπουν τα άρθρα 124 υπό δ) και 128 του Κανονισμού 2017/1001. Για κάποιον που είναι πεπεισμένος σχετικά με την ανάγκη εναρμόνισης του status εθνικών και ευρωπαϊκών σημάτων ως προς τον έλεγχο αυτόν, η ερμηνεία του νέο άρθρου 47§2 ίσως να μην εγείρει ιδιαίτερα ζητήματα. Η ανατιθέμενη στα πολιτικά δικαστήρια δικαιοδοσία είναι πλήρης υπό την έννοια ότι αφορά κάθε ζήτημα, κύριο ή παρεμπίπτον, από το οποίο πρέπει να διέλθει ο συλλογισμός ώστε να αχθεί το δικαστήριο σε τελική κρίση περί την προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Η δε εγκυρότητα του τελευταίου αποτελεί ένα τέτοιο ζήτημα, εφόσον προβάλλεται σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου. Πλην όμως, η διάταξη ως έχει παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα: α) Η έννοια της "προσβολής σήματος" είναι εξαιρετικά ευρεία. Ορθότερο θα ήταν να γίνει αναφορά σε "προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα". β) Κατά το άρθρο 94§3 του Συντάγματος "Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια." Ένα προκαταρκτικό ζήτημα που αξίζει να τεθεί είναι κατά πόσον πρέπει να επιτρέπεται η προβολή ισχυρισμού ακυρότητας του σήματος όχι μόνο με ανταγωγή αλλά και κατ' ένσταση. Η επ' αυτού επιλογή είναι σκόπιμο να αποτυπωθεί ρητά, τόσο για λόγους στοιχειώδους σαφήνειας περί την εφαρμογή του νόμου όσο και επειδή οι διαφορές στον τύπο και τις συνέπειες μεταξύ ένστασης και ανταγωγής είναι σημαντικές. Ο Κανονισμός 2017/1001 φαίνεται να αναγνωρίζει μόνο την ανταγωγή ως μέσο άμυνας σε αγωγή βάσει ευρωπαϊκού σήματος (άρθρο 127§1). Αν προβλεφθεί μόνο η κατ' απλή ένσταση προβολή του ισχυρισμού περί ακυρότητας -ή θεωρηθεί ότι το άρθρο 47§2 την επιτρέπει ήδη- τότε δεν τίθεται ζήτημα σχετικό με το άρθρο 94§3 του Συντάγματος. Η εξέταση μιας τέτοιας ένστασης δεν αποτελεί παρά ειδική έκφανση του άρθρου 2 ΚΠολΔ, το οποίο επιτρέπει την παρεμπίπτουσα εξέταση ζητήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (εδώ το άρθρο 47§2 βοηθάει υπό την έννοια ότι πρέπει να ερμηνευθεί ως επιτρέπον την παρεμπίπτουσα εξέταση της εσωτερικής νομιμότητας πράξης καταχώρησης του σήματος). Τους λόγους ασφάλειας δικαίου, που ορθώς προβάλλονται υπέρ της αναγνώρισης μόνο της ανταγωγής ως μέσου άμυνας - αντεπίθεσης, δεν φαίνεται να τους συμμερίζεται ο νομοθέτης της Ένωσης. Επ' αυτού, το άρθρο 18 της οδηγίας 2015/2436 στην πραγματικότητα περιγράφει ένσταση ακυρότητας του σήματος που αποτελεί βάση της αγωγής. Υπάρχει λόγος διαφοροποίησης των συμπερασμάτων υπό το φως της ασφάλειας δικαίου ως προς το κύρος του καταχωρημένου σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής ανάλογα με το αν ζητείται η απαγόρευση χρήσης σήματος καταχωρημένου (μεταγενεστέρως) ή μη καταχωρημένου; Εν πάση περιπτώσει, αυτό αποτελεί ζήτημα πολιτικής επιλογής με τα υπέρ και τα κατά της. Αντιθέτως, ζήτημα σχετικό με το άρθρο 94§3 του Συντάγματος τίθεται εφόσον επιτραπεί η ανταγωγή με αίτημα την ακύρωση του σήματος που αποτελεί βάση της αγωγής. Πληροί το άρθρο 47§2 τις προϋποθέσεις του άρθρου 94§3 του Συντάγματος, ώστε να θεωρηθεί ότι απονέμει στα πολιτικά δικαστήρια δικαιοδοσία να ακυρώνουν καταχωρημένο σήμα κατόπιν ανταγωγής; Με τη σημερινή του διατύπωση, το άρθρο 47§2 δεν φαίνεται να κάνει οποιαδήποτε σαφή αναφορά σε "κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας" που αναθέτει στα πολιτικά δικαστήρια. Αντίθετα, οι μοναδικές διαφορές στις οποίες αναφέρεται είναι διαφορές "σχετικές με την προσβολή σήματος" δηλαδή διαφορές προεχόντως αστικές στην φύση τους. Επ’ αυτού, διατυπώνεται η επιπλέον αντίρρηση εκ της διατύπωσης του άρθρου 94§3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η ανάθεση δικαιοδοσίας πρέπει να γίνεται «προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας». Από την διατύπωση αυτή συνάγουν ορισμένοι ερμηνευτές ότι η ανάθεση δικαιοδοσίας πρέπει να οδηγεί σε αποκλειστική και όχι σε συντρέχουσα δικαιοδοσία πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων. Στο επιχείρημα αυτό μπορεί, και μάλλον πρέπει, να αντιταχθεί η ιδιαίτερη φύση των διαφορών εκ προσβολής δικαιωμάτων που απορρέουν από το σήμα. Οι διαφορές αυτές είναι αστικές στη ουσία τους. Η παρεμβολή της διοίκησης είναι αναγκαία προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο σύστημα καταχώρησης δικαιωμάτων αρνητικών στη φύση τους, υπό την έννοια ότι συνίστανται αποκλειστικά και μόνο στον περιορισμό των επιλογών που θα είχαν οι τρίτοι ως προς το εύρος των σημείων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για σκοπό εμπορικό. Συνεπώς, η «ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας» μπορεί και πρέπει να ερμηνευθεί υπό αυτό το ειδικό πρίσμα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η νομοθεσία περί σημάτων πρέπει να εφαρμοστεί με τρόπο ενιαίο και ολοκληρωμένο σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία τίθενται ζητήματα που συνδέονται με δεσμούς άμεσης νομικής αλληλουχίας, όπως είναι το κύρος σήματος επί τη βάσει του οποίου ο ενάγων επιδιώκει να απαγορεύσει σε τρίτον τη χρήση σημείου λόγω κινδύνου σύγχυσης. Δεν σημαίνει ότι πρέπει το σύνολο της σχετικής δικαιοδοσίας να απονεμηθεί στα πολιτικά δικαστήρια. Είναι λοιπόν απολύτως αναγκαίο να προσδιοριστεί ρητώς ότι τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία εξέτασης του κύρους του σήματος που αποτελεί τη βάση της αγωγής στα πλαίσια ανταγωγής (ή και ένστασης). Εφόσον προβλεφθεί ρητώς η δυνατότητα ανταγωγής, θα ήταν στη συνέχεια εξίσου αναγκαίο να εισαχθεί διάταξη αντίστοιχη του άρθρου 128 του Κανονισμού 2017/1001.