• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΕΙΡΑΙΑ (ΚΟ.Δ.Ε.Π.)' | 7 Δεκεμβρίου 2020, 13:58

    Ι. Το υπό διαβούλευση σχέδιο Νόμου, είναι ένα ογκώδες νομοθέτημα, αποτελούμενο από πληθώρα διατάξεων, οι οποίες επιφέρουν δραστικές και εκτενέστατες τροποποιήσεις του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, μεταβάλλοντας αυτό ουσιωδώς. Συνεπώς, φαντάζει επιτακτική η ανάγκη παράτασης του χρονικού διαστήματος υποβολής προτάσεων στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης. ΙΙ. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο Ν.4412/2016 από την ψήφισή του έως και σήμερα, έχει υποστεί σωρεία τροποποιήσεων, γεγονός που τον κατέστησε δυσλειτουργικό. Με το υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου, συντελείται μεν μια εκτενής τροποποίηση πληθώρας διατάξεων του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, αποσπασματική δε, γεγονός που ενδεχομένως να τον καταστήσει έτι περισσότερο δυσλειτουργικό. Γι’ αυτόν τον λόγο ενδεχομένως να ήταν ιδανικότερο η εξ αρχής κατάστρωση του Νόμου που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις. Άλλωστε, το εύρος των τροποποιήσεων, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ενσωμάτωση αυτών σε ένα νέο, ενιαίο, ορθά δομημένο νομοθετικό κείμενο. ΙΙΙ. Περαιτέρω, όπως συνέβη και με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, αρκετά ζητήματα που αφορούν στην εκτέλεσή του, εναπόκεινται στην έκδοση περαιτέρω κανονιστικών πράξεων (όπως παραδείγματος χάριν το Μη.Πι.Υ.Δη.Συ. των άρθρων 344 & 221). Όπως αποδείχθηκε όμως, παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει πλέον των 4 ετών από την ψήφιση του Ν.4412/2016, σωρεία επιμέρους εκτελεστικών, του Νόμου, πράξεων, δεν έχει ακόμη εκδοθεί, με αποτέλεσμα πλείστες διατάξεις να μένουν ανεφάρμοστες. Το ίδιο «ατόπημα» εμφανίζεται και σε πολλές διατάξεις του Σχεδίου Νόμου. Συνεπώς, ενδεχομένως να ήταν ορθότερο, ταυτόχρονα με την ψήφιση του Νομοσχεδίου ή σε κάθε περίπτωση εντός σαφώς ορισμένης σύντομης προθεσμίας, να εκδοθούν όλες οι απαραίτητες για την εκτέλεση του Νόμου, πράξεις (π.δ., ΚΥΑ, ΥΑ κλπ). ΙV. Το γεγονός ότι οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων ήσσονος αξίας, ήτοι με εκτιμώμενη αξίας ίση ή μικρότερη των 2.500 ευρώ, θα διενεργούνται χωρίς διαδικασία επιλογής αναδόχου (αρχή της οικονομίας) ή υπό την τήρηση αρχών όπως η αρχής της δημοσιότητας, της διαφάνειας κλπ, μπορεί να οδηγήσει σε κάμψη ή ακόμη και σε καταστρατήγηση μέσω της καταχρηστικής προσφυγής στην εν λόγω διαδικασία. V. Δυνάμει των άρθρων 49 και 127 του Σχεδίου Νόμου, καταργούνται τα άρθρα 117 (Βιβλίο Ι) και 327 (Βιβλίο ΙΙ) του ισχύοντος Ν.4412/2016, περί Συνοπτικών Διαγωνισμών. Παρά τα εν γένει ζητήματα που ανέκυπταν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.4412/2016, είναι ευρέα η παραδοχή ότι η διαδικασία του Συνοπτικού Διαγωνισμού, συνετέλεσε καθοριστικά στην ευελιξία και την ταχύτητα διενέργειας δημοσίων συμβάσεων προς αντιμετώπιση επειγουσών και έκτακτων αναγκών των Αναθετουσών Αρχών. Συνεπώς, κρίνεται εσφαλμένη η κατάργηση μιας διαδικασίας που συντελεί καθοριστικά στην εύρυθμη λειτουργεία των Αναθετουσών Αρχών. Με την κατάργηση του Συνοπτικού Διαγωνισμού, είναι πολύ πιθανόν να ανακύψει δυσκολία στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, οι οποίες χρήζουν άμεσης παρέμβασης από τις Αναθέτουσες Αρχές. Γι΄ αυτό τον λόγο, ίσως θα ήτο ιδανικότερο αντί της κατάργησης να προκριθεί μια «μέση λύση», ήτοι ο ορισμός ενός συγκεκριμένου ποσοστού του ετήσιου προϋπολογισμού εκάστης Αναθέτουσας Αρχής, το οποίο η Αρχή να δύναται να διαθέσει μέσω της διαδικασίας του Συνοπτικού Διαγωνισμού. VI. Περαιτέρω, με το άρθρο 50 του Σχεδίου Νόμου, συντελείται ένας άνισος διαχωρισμός (του υφιστάμενου πεδίο εφαρμογής των επιμέρους διαγωνιστικών διαδικασιών), με την υπαγωγή των συμβάσεων με εκτιμώμενη αξία ίση ή ανώτερη των 30.000,00€ έως 60.000,00€ στις διατάξεις της ανοικτής διαδικασίας και της υποχρεωτικής διενέργειας αυτών ηλεκτρονικά μέσω του ΕΣΗΔΗΣ. Το γεγονός αυτό, ήτοι της διενέργειας όλων των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, εκτιμώμενης αξίας ίσης ή ανώτερης των 30.000 ευρώ, ηλεκτρονικά, καθιστά αποτρεπτική τη συμμετοχή μικρών και μεσαίων οικονομικών φορέων. Είναι σύνηθες, οι μικρομεσαίοι οικονομικοί φορείς, να υστερούν σε εμπειρία και εξοικείωση ως προς τις ηλεκτρονικές διαδικασίες και συνεπώς, η ιδέα της εμπλοκής σε πολύπλοκες ηλεκτρονικές διαδικασίες, όπως είναι το ΕΣΗΔΗΣ, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Παρά τα ανωτέρω αναφερόμενα, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η προώθηση της χρήσης πληροφοριακών συστημάτων, του εκσυγχρονισμού και της ψηφιοποίησης των διαδικασιών διενέργειας δημοσίων συμβάσεων, συμβάλει στην διασφάλιση τήρησης θεμελιωδών αρχών του τομέα των δημοσίων συμβάσεων (όπως η αρχή της δημοσιότητας και της διαφάνειας), ενώ συμβάλει και στην ταχύτερη διεκπεραίωση των επιμέρους σταδίων της διαδικασίας. VIΙ. Σχετικά με το άρθρο 42 του Σχεδίου Νόμου, δέον όπως διευκρινιστεί το διαδικαστικό ζήτημα εφαρμογής της δυνατότητας αντιστροφής των σταδίων αξιολόγησης στην ανοικτή διαδικασία. VΙIΙ. To άρθρο που αφορά στην τροποποίηση του υφιστάμενου άρθρου 100 «Αποσφράγιση και αξιολόγηση προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και παροχής γενικών υπηρεσιών», δεν αποσαφηνίζει ποιοι οικονομικοί φορείς-προσφέροντες έχουν δικαίωμα πρόσβασης και σε ποια έγγραφα. Ειδικότερα, στο εδάφιο 1β) του υπό διαβούλευση άρθρου, ορίζεται ότι η επιτροπή δεν θα αποσφραγίσει τις οικονομικές προσφορές των οικονομικών φορέων που αποκλείστηκαν, ενώ στο τέλος του εδάφιου 1γ) αναφέρεται ότι «Μετά από την έκδοση και κοινοποίηση της απόφασης κατακύρωσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 105, οι προσφέροντες λαμβάνουν γνώση των λοιπών συμμετεχόντων στη διαδικασία και των στοιχείων που υποβλήθηκαν από αυτούς». Δεν είναι λοιπόν αντιληπτό, εάν μεταξύ των προσφερόντων που λαμβάνουν γνώση, είναι και οι οικονομικοί φορείς των οποίων οι οικονομικές προσφορές αποκλείστηκαν. ΙX. Σχετικά με το υπό διαβούλευση άρθρο που αφορά σε ισότιμες και ισοδύναμες προσφορές, εάν κριτήριο ανάθεσης είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μόνο βάσει τιμής, ισότιμες θεωρούνται οι προσφορές με την ίδια ακριβώς τιμή. Στην περίπτωση αυτή η αναθέτουσα αρχή επιλέγει τον ανάδοχο με κλήρωση μεταξύ των οικονομικών φορέων που υπέβαλαν ισότιμες προσφορές. Ωστόσο, η διαδικασία της κλήρωσης δεν αποβαίνει υπέρ της Αναθέτουσας Αρχής, καθόσον η τιμή παραμένει η ίδια, προ και μετά της κλήρωσης. Αντιθέτως, θα επέφερε θετικό αποτέλεσμα για την Αναθέτουσα Αρχή, εάν σε αυτές τις περιπτώσεις, ακολουθούσε ένα δεύτερο στάδιο υποβολής νέων οικονομικών προσφορών, οι οποίες θα ήταν μειωμένες (αρχή της οικονομίας). Χ. Ως προς την τροποποίηση του άρθρου 73 του Ν. 4412/2016, που αφορά στους λόγους αποκλεισμού, δυνάμει του Σχεδίου Νόμου, προβλέπεται ότι η διακήρυξη μπορεί να προβλέπει ότι ο αποκλεισμός είναι δυσανάλογος για μικρά ποσά φόρων ή ασφαλιστικών εισφορών. Πρόκειται για ένα εδάφιο που υπάρχει και επί του παρόντος. Ωστόσο, καθώς είναι διατυπωμένο με τρόπο αόριστο, δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφού οι Αναθέτουσες Αρχές, δεν διαθέτουν κάποιο κριτήριο, προκειμένου να καταλήξουν ότι η ασφαλιστική ή φορολογική οφειλή είναι «ήσσονος σημασίας». Γι’ αυτό τον λόγο, ίσως θα ήταν ορθότερο να εισαχθεί κάποιο κριτήριο/μετρήσιμο μέγεθος (όπως παραδείγματος χάριν, η οφειλή να μην ξεπερνά το 0,1% της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης). XI. Δυνάμει του άρθρου 55 του Σχεδίου Νόμου, ορίζεται ότι για δημόσιες συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία κατώτερη ή ίση των ορίων του άρθρου 118, όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση πράξης ή παράλειψης της αναθέτουσας αρχής και την αναστολή εκτέλεσης , ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της έδρας της αναθέτουσας αρχής, κατά τα 104 οριζόμενα στο π.δ. 18/1989 (Α’ 8), το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως χωρίς να επιτρέπεται η προηγούμενη άσκηση άλλης ειδικής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής, ενώ το παράβολο για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και της αίτησης αναστολής ορίζεται ίσο με το 5% επί της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης της. Εν προκειμένω όμως ανακύπτουν ζητήματα σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση αιτήσεως αναστολής και της αιτήσεως ακύρωσης, αφού για την άσκηση των ανωτέρω ενδίκων μέσων, απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικάζων Δικαστήριο. Η δυσχέρεια στην απόδειξη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος και συνακόλουθα στη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος, θα καταστήσει την διάταξη ανεφάρμοστη και συνεπώς, θα εκλείπει οποιαδήποτε μορφής προστασίας στην συγκεκριμένη περίπτωση.