• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ' | 7 Δεκεμβρίου 2020, 13:41

    ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ – ΜΕΛΕΤΩΝ (τροποποίηση του Ν. 4412/2016) 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι διαδικασίες για τη σύνταξη μελετών και την κατασκευή δημόσιων έργων οφείλουν να διέπονται από δυο βασικές αρχές: την ταχύτητα υλοποίησης και την ποιότητα, όπου στην τελευταία υπεισέρχονται και οι παράγοντες της οικονομίας καθώς επίσης της μέριμνας για την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα και επειδή ακριβώς πρόκειται για τη διαχείριση δημόσιων πόρων θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και ο παράγοντας της διαφάνειας. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω καλούμαστε να εντοπίσουμε σημεία της υπάρχουσας νομοθεσίας, τα οποία προκαλούν προβλήματα καθώς επίσης να διατυπώσουμε απόψεις για την καλύτερη αντιμετώπισή τους. Είναι προφανές ότι η εκπλήρωση των δύο βασικών αρχών αποτελεί μια ανταγωνιστική διεργασία, δεδομένου ότι ο στόχος σύντομης διάρκειας υλοποίησης (ταχύτητα) με βεβαιότητα δημιουργεί προβλήματα στην ποιότητα και το αντίστροφο. Ο νομοθέτης καλείται λοιπόν να ισορροπήσει το «σύστημα ταχύτητα-ποιότητα», ώστε σε κάθε περίπτωση να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα, χωρίς, όπως αναφέραμε, να λησμονείται ο παράγοντας της διαφάνειας. 2. ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ Η υπάρχουσα νομοθεσία (Ν. 4412/2016, όπως αυτή συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα) προσπάθησε να ενοποιήσει τα αντικείμενα των δημόσιων έργων, μελετών, παροχής υπηρεσιών και προμήθεια υλικών, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, αφού όχι μόνο δεν κατόρθωσε να βελτιώσει το παλαιότερο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά στο όνομα της διαφάνειας προσέθεσε πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες με αποτέλεσμα η ανάθεση και η υλοποίηση των μελετών και των έργων να καταστούν χρονοβόρες, χωρίς να βελτιωθεί η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Ένα βασικό μειονέκτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο νομοθέτης αρνείται να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των μελετών ή των έργων, που αποσκοπούν στην κατασκευή νέων δομών και εκείνων που αποσκοπούν στη συντήρηση υφιστάμενων υποδομών. Οπωσδήποτε τα τελευταία (μελέτες ή έργα συντήρησης υποδομών) απαιτούν πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα υλοποίησης, δεομένου ότι η σημασία του συγκεκριμένου παράγοντα είναι εξαιρετικά υψηλή για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας. Ας μην απορούμε λοιπόν για τον υψηλό δείκτη τροχαίων ατυχημάτων, όταν η συντήρηση των οδών καθυστερεί (πέρα από την περιορισμένη χρηματοδότηση). Ας μην απορούμε επίσης για τις δυσβάστακτες συνέπειες των φυσικών καταστροφών, όταν καθυστερεί η συντήρηση των υδραυλικών – λιμενικών έργων λόγω και της πρόσθετης ανάγκης τήρησης ειδικών περιβαλλοντικών όρων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι μετά τις φυσικές καταστροφές (λόγω μη επαρκούς και έγκαιρης συντήρησης των υποδομών) επεμβαίνουν οι υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας για την αποκατάσταση των ζημιών με συνοπτικές διαδικασίες ανάθεσης, υψηλό κόστος αποκατάστασης και αμφίβολη ποιότητα, αφού οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται χωρίς καμιά μελέτη και κάτω από αφόρητη πίεση χρόνου. Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχει μια ειδική πρόβλεψη για τις μελέτες και τα έργα συντήρησης των υποδομών. Είναι γεγονός επίσης ότι μια σειρά έργων συντήρησης απαιτεί την ύπαρξη αντίστοιχης μελέτης, για παράδειγμα αναφέρουμε τις γέφυρες. Οι διαδικασίες ανάθεσης και εκπόνησης μελέτης και στη συνέχεια ανάθεσης και κατασκευής του έργου συντήρησης σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία διαρκούν ορισμένα έτη με αποτέλεσμα στο διάστημα αυτό οι βλάβες και οι κίνδυνοι να επιτείνονται. Σε τέτοιες περιπτώσεις το σύστημα μελέτης – κατασκευής μπορεί να δώσει την απάντηση. Στο παρελθόν το σύστημα αυτό δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, για την αντιμετώπιση τεχνικά δύσκολων καταστάσεων στο συντομότερο δυνατόν χρονικό διάστημα. Δυστυχώς όμως καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων δεν οφείλονται αποκλειστικά στο νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στα δημόσια έργα, αλλά και σε άλλες υποχρεωτικές και εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες που αφορούν στις απαλλοτριώσεις και στην έγκριση των περιβαλλοντικών όρων. Οι καθυστερήσεις αυτές προκαλούν σειρά προβλημάτων. Για παράδειγμα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο στο διάστημα που διαρκούν οι πρόσθετες αυτές διαδικασίες να αλλάζουν οι τοπικές συνθήκες, όπως η ανέγερση κτισμάτων στη ζώνη των έργων με αποτέλεσμα να απαιτείται αναμόρφωση της μελέτης ή πρόσθετες διαδικασίες απαλλοτρίωσης. Έχει αποδειχθεί ότι στο θέμα της ποιότητας βασικός παράγοντας είναι το ύψος των εκπτώσεων. Υπερβολικές εκπτώσεις, έχουν σοβαρό αντίκτυπο ιδιαίτερα στην ποιότητα κατασκευής των δημόσιων έργων. Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το ότι η απαράβατη τήρηση της σύμβασης εκ μέρους του αναδόχου δεν συνδέεται με την έκπτωση της προσφοράς. Όλοι οι τεχνικοί των διευθυνουσών υπηρεσιών γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο ανάδοχος είναι σε θέση τυπικά να τηρεί τους όρους της σύμβασης, αλλά να βρίσκεται αντικειμενικά σε αδυναμία να ανταποκριθεί σε υψηλές απαιτήσεις ποιότητας. Παλαιότερα είχε γίνει προσπάθεια να τεθεί φραγμός στις υπερβολικά υψηλές εκπτώσεις με τη θέσπιση υψηλών πρόσθετων εγγυητικών επιστολών, αυτό όμως αποσύρθηκε. Παράλληλα ποτέ δεν εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 88, παρ. 6 του Ν. 4412/2016, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του αρμόδιου Υπουργού να θέτει όρια για τον χαρακτηρισμό μιας οικονομικής προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής. Αντίθετα, με το άρθρο 72, παρ. 2 του Ν. 4412 /2016 μειώθηκε το ποσόν της απαιτούμενης εγγύησης για την καλή εκτέλεση, αφού αυτό καθορίζεται με βάση το ύψος της σύμβασης κι όχι όπως παλαιότερα με το ύψος του προϋπολογισμού, το οποίο ήταν και ορθότερο. Η κεντρική εξουσία οφείλει να καταλήξει στο βασικό μοντέλο της διαχείρισης των μελετών και των έργων. Πρέπει να αποφασιστεί αν θα διατηρηθούν οι υπάρχουσες τεχνικές υπηρεσίες με τη δομή που έχουν ή αν θα οδηγηθούμε στην ανάθεση της διαχείρισης σε ιδιωτικούς φορείς ή τέλος αν θα εφαρμοστεί ένα μικτό σύστημα. Όλα τα μοντέλα χαρακτηρίζονται από πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα, τα οποία ανάλογα με τη θέση του καθενός υποβαθμίζονται ή υπερτονίζονται. Η παρούσα υγειονομική κρίση κατέδειξε ότι η εξάλειψη του δημόσιου χαρακτήρα σε βασικούς τομείς οδηγεί με βεβαιότητα σε τραγικές καταστάσεις. Η χρησιμότητα και η άμεση επέμβαση των τεχνικών του Δημόσιου Τομέα έχει αποδειχθεί ανεκτίμητη σε περιπτώσεις σεισμών και λοιπών θεομηνιών, που δυστυχώς είναι συχνά φαινόμενα στη χώρα μας. Οι τροποποιήσεις που επέρχονται στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο παρά τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό τους, πραγματεύονται θέματα που δεν άπτονται των βασικών προβλημάτων, δηλαδή την συντόμευση του απαιτούμενου χρόνου των διαδικασιών και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οι μεγάλες ανατροπές που επιφέρει η τροποποίηση του Ν. 4412/2016 στα δημόσια έργα εστιάζονται κυρίως σε δύο άρθρα, στο άρθρο 151 και στο άρθρο 159. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην επιτάχυνση των εργασιών. Με την απουσία ελέγχων στις ποσότητες των εργασιών και στην ποιότητα των υλικών που εισάγουν όχι μόνο δεν θα επιτύχουν τον επιδιωκόμενο στόχο, αλλά είναι προφανές θα οδηγήσουν σε αύξηση του πραγματικού κόστους των έργων και την κακή ποιότητα αυτών. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι οι τροποποιήσεις – συμπληρώσεις του Ν. 4412/2016 που προβλέπονται αλλά και αυτές που έχουν ήδη γίνει είναι εξαιρετικά πολλές. Συνεπώς βασικοί λόγοι εφαρμογής επιβάλλουν όχι την τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, αλλά την πλήρη αντικατάστασή της με έναν νέο Νόμο. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό στους συντάκτες του κειμένου ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία δεν απευθύνεται σε Νομικούς, αλλά σε επιστήμονες άλλων κλάδων, που έχουν ανάγκη από ένα σαφές και περιεκτικό κείμενο. 3. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ 3.1 Άρθρο 2 Στο άρθρο 2 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 7 δίνεται ο ορισμός του "έργου", ενώ στην παράγραφο 9 δίνεται ο ορισμός των «συμβάσεων υπηρεσιών». Κατ’ αρχήν δεν γίνεται κατανοητός ο λόγος σύνδεσης της έννοιας «έργο» αποκλειστικά με το αντικείμενο των οικοδομικών εργασιών ή των εργασιών Πολιτικού Μηχανικού. Επίσης η έννοια «συμβάσεις υπηρεσιών» ορίζεται σαν παροχή υπηρεσιών, δηλαδή ορίζεται δια του ορισμού. Επειδή συχνά στο παρελθόν υπήρχε πρόβλημα, ιδιαίτερα κατά τον προσυμβατικό έλεγχο συμβάσεων, λόγω της ασάφειας μεταξύ «έργου» και «παροχής υπηρεσιών» είναι χρήσιμο με τους ορισμούς να γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των δύο εννοιών. Προς τον σκοπό αυτόν η διάκριση αυτών θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του κωδικού CPV. Χρήσιμο θα ήταν επίσης να γίνει ξεχωριστή αναφορά στις συμβάσεις συντήρησης υποδομών, οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται έργα, επειδή οι υποδομές εντάσσονται σαφώς στα έργα. 3.2 Άρθρο 32 Το άρθρο 32 περιγράφει τις περιπτώσεις, στις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να προσδιοριστεί αυστηρά με Π.Δ. ή εγκύκλιο σε ποιες περιπτώσεις αφορά και να καταγραφούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει πληρούνται σε κάθε περίπτωση Η παράγραφος 2γ περιλαμβάνει και την περίπτωση έργων λόγω κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτα γεγονότα και με τη βασική προϋπόθεση ότι οι κατεπείγουσες ανάγκες δεν απορρέουν από ευθύνη των αρμόδιων υπηρεσιών. Η παραπάνω διατύπωση δεν είναι σαφής, επειδή η προϋπόθεση που τίθεται επιδέχεται τελείως υποκειμενική ερμηνεία. Δεδομένου ότι με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου εντάσσονται με σαφήνεια περιπτώσεις έργων, τα οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη επείγουσας σημασίας (αφού αφορούν σε νέα έργα) είναι σκόπιμο κατά μείζονα λόγο να συμπεριληφθούν συγκεκριμένα και όχι ασαφώς οι περιπτώσεις έργων στοιχειώδους συντήρησης των υποδομών (οδοί, αναχώματα υδατορεμάτων κλπ.). Μια ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή τυχόν καταχρήσεων στην εφαρμογή του μέτρου θα αποτελούσε η προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης του Τεχνικού Συμβουλίου, στο οποίο εκτάκτως θα συμμετέχει και ο Προϊστάμενος Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφέρειας. Είναι χρήσιμο να υπάρχει πρόβλεψη σύνδεσης της περίπτωσης αυτής με το άρθρο 50 , εφόσον οι άμεσες επεμβάσεις απαιτούν και τη σύνταξη μελέτης. Επισημαίνεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο χρόνος επέμβασης για την άρση του επικείμενου κινδύνου αποτελεί το κυρίαρχο κριτήριο και προέχει έναντι της οικονομικής προσφοράς, συνεπώς θα πρέπει να συνεκτιμάται και η χρονική προσφορά με την οικονομική. Εξάλλου το κόστος των ενδεχόμενων συνεπειών είναι υψηλότερο από τη δαπάνη των εργασιών. Τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι επεμβάσεις της Πολιτικής Προστασίας και να εξαιρούνται από τον προσυμβατικό έλεγχο και την περιβαλλοντική αδειοδότηση. 3.3 Άρθρο 44 Το άρθρο 44 καθορίζει τους τρόπους αντιμετώπισης έργων ή μελετών, όταν οι αναθέτουσες αρχές στερούνται τεχνικής επάρκειας. Στο άρθρο έχουμε τις εξής παρατηρήσεις: • Το νέο άρθρο διέπεται από τελείως διαφορετική «φιλοσοφία» από το υπάρχον. Συγκεκριμένα το ισχύον άρθρο θέτει κατ’ αρχήν σαν προϋπόθεση ότι η αναθέτουσα αρχή διαθέτει τεχνική υπηρεσία με συγκεκριμένη στελέχωση. Στη συνέχεια το ισχύον άρθρο καθορίζει τους τρόπους λειτουργίας σε περιπτώσεις μη επαρκούς στελέχωσης ή τεχνικής αδυναμίας. Αντίθετα, το προτεινόμενο άρθρο αγνοεί την ύπαρξη τεχνικής υπηρεσίας στην αναθέτουσα αρχή και προχωρά στους τρόπους σύναψης, εποπτείας και επίβλεψης έργου ή μελέτης. Ενδεχόμενα θα ήταν χρήσιμο να καθοριστούν με Π.Δ. οι ελάχιστες απαιτήσεις για την οργάνωση και τη στελέχωση των αναθετουσών αρχών, προκειμένου να είναι σε θέση να υλοποιούν δημόσιες συμβάσεις έργων και μελετών. • Σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση ο τίτλος του άρθρου, όπως αυτό διαμορφώνεται, είναι ασύμβατο με το περιεχόμενο, επειδή ακριβώς δεν αναφέρεται στην τεχνική επάρκεια των αναθετουσών αρχών, αλλά στην «τεχνική ανεπάρκεια» αυτών. • Σε περίπτωση εκχώρησης της σύναψης και της επίβλεψης έργου ή μελέτης, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η αναθέτουσα αρχή να μη διατηρεί όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να εποπτεύει το έργο ή τη μελέτη. Κάτι τέτοιο θα της στερούσε ακόμα και τη δυνατότητα γνώσης στην εξέλιξη και οποιασδήποτε παρέμβασης. Αποτελεί δηλαδή στην ουσία μια «εν λευκώ» εκχώρηση αρμοδιοτήτων. • Η οργάνωση και στελέχωση της αναθέτουσας αρχής σε τεχνικό δυναμικό είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, έστω και σε υποτυπώδη μορφή. Διαφορετικά έχει πλήρη αδυναμία ακόμα και για τη διαπίστωση των αναγκών εκπόνησης μελετών και κατασκευής έργων. Συνεπώς με δεδομένη την ανάγκη ύπαρξης τεχνικής υπηρεσίας ο καθορισμός ελάχιστα απαιτούμενου προσωπικού για τη λειτουργία της είναι απαραίτητος. • Δημιουργείται η εύλογη απορία, πώς σε περίπτωση πλήρους εκχώρησης όλων των αρμοδιοτήτων σε άλλους φορείς η αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 εξακολουθεί να είναι υπεύθυνη για την καλή εκτέλεση των καθηκόντων της. • Ενώ οι περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1 είναι σαφείς, η περίπτωση (γ) δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιον σκοπό με τη διατύπωση «επικουρικών δραστηριοτήτων των αγορών». 3.4 Άρθρο 49 Με το άρθρο 49 ορίζονται οι προϋποθέσεις ωριμότητας μιας σύμβασης. Στο άρθρο έχουμε τις εξής παρατηρήσεις: • Στην παράγραφο περιγράφονται τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν την ωριμότητα μιας σύμβασης. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η συντέλεση των απαλλοτριώσεων. Στην παράγραφο 2β καθορίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις ωρίμανσης των έργων και μελετών πέραν των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο. Σε αντίθεση λοιπόν προς την παράγραφο 1 ορίζεται ότι προϋπόθεση για την ανάθεση σύμβασης δεν αποτελεί η συντέλεση της απαλλοτρίωσης, αλλά απλά να έχει συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η αίτηση προσωρινού ή οριστικού καθορισμού αποζημίωσης. Ειδικά για έργα που έχουν υπαχθεί στο άρθρο 7Α του Ν. 2882/2001 αρκεί απλά η κήρυξη απαλλοτρίωσης καθώς επίσης η ύπαρξη έκθεσης εκτίμησης της επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ίδιου Νόμου. Συνεπώς, για τα έργα δεν ισχύει η δέσμευση που ορίζεται στην παράγραφο 1 περί συντέλεσης απαλλοτρίωσης και η διατύπωση «… πέραν των άλλων…» στην αρχή της παραγράφου 2 δεν είναι ορθή. • Ειδικότερα για το θέμα των απαλλοτριώσεων σε έργα που έχουν υπαχθεί στο άρθρο 7Α του Ν.2882/2001 πρέπει να επισημανθεί ότι η κήρυξη των απαιτούμενων απαλλοτριώσεων και η ύπαρξη έκθεσης εκτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου νόμου δεν συνεπάγονται και την παρακατάθεση της αποζημίωσης υπέρ των ιδιοκτητών των απαλλοτριούμενων τμημάτων γης και συναπαλλοτριούμενων επικειμένων επί αυτών των τμημάτων. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7Α του κώδικα των απαλλοτριώσεων η αποζημίωση, ως «εύλογο τίμημα», παρακατατίθεται μετά τον καθορισμό της με δικαστική απόφαση. Δεδομένου ότι από άποψη προδιαδικασίας η διαδικασία με το άρθρο 7Α δεν παρουσιάζει διαφορές με τη διαδικασία του προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, δεν θα έπρεπε οι προϋποθέσεις για την εκκίνηση της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης έργου να διαφοροποιούνται ανάλογα με την υπαγωγή του έργου στο άρθρο 7Α ή όχι. Πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη μας τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 «... Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση....». • Στην παράγραφο 3, η οποία αναφέρεται σε εκπόνηση μελετών ή δημόσιων έργων από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ορίζεται ότι η επίβλεψη, η έγκριση και η παραλαβή θα διενεργηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Θεωρούμε ότι περισσότερο ορθό, ειδικά για τα έργα, θα ήταν να οριζόταν η υποχρέωση υπογραφής σύμβασης μεταξύ της υπηρεσίας και του φυσικού ή νομικού προσώπου που θα συνοδεύεται από κατάθεση εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 72 και δηλώσεις ανάθεσης – επίβλεψης σε Μηχανικό με τα κατάλληλα τυπικά προσόντα. Η υπηρεσία οφείλει να ασκεί εποπτεία σε όλη τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών και να προβεί σε παραλαβή αυτών μετά την αποπεράτωση. • Ο τίτλος του άρθρου αναφέρεται σε επάρκεια προϋπολογισμού, όμως στο συγκεκριμένο άρθρο δεν γίνεται καμιά αναφορά στον προϋπολογισμό της σύμβασης. Τέλος θεωρούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να συμπεριληφθεί σαν στοιχείο ωριμότητας ενός έργου και ο καθορισμός του φορέα συντήρησης αυτού καθώς επίσης οι απαιτήσεις συντήρησης με κύριους άξονες τον χρόνο εκτέλεσης των σχετικών εργασιών, το ύψος της δαπάνης αναγόμενο σε ετήσια βάση και τις διαδικασίες εξασφάλισης της αναγκαίας πίστωσης. 3.5 Άρθρο 50 Στο άρθρο 50 περιγράφονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εφαρμογή του συστήματος μελέτης – κατασκευής ενός έργου. Πρόκειται για ένα σύστημα, το οποίο στο παρελθόν δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή προκάλεσε προβλήματα. Το άρθρο αυτό αναμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό, προκειμένου να περιοριστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο περιορισμός αυτός γίνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε δικαιολογημένα θα δημιουργηθούν αντιδράσεις κατά την εφαρμογή του συγκεκριμένου συστήματος. Για παράδειγμα αφαιρούνται βασικά στοιχεία από τον υποφάκελο Α, όπως είναι η προεκτίμηση αμοιβής της σύμβασης (Α.4), η εξασφάλιση χρηματοδότησης (Α.5), την τεκμηρίωση της επιλογής της διαδικασίας ανάθεσης (Α.6), τη δημοσιοποίηση του διαγωνισμού (Α.11), τα οποία αποτελούν βασικά στοιχεία διαφάνειας. Μια πραγματικά χρήσιμη εφαρμογή του συστήματος μελέτης – κατασκευής εξακολουθεί να αγνοείται, αφού δεν γίνεται ρητή αναφορά σε επείγοντα και σύνθετα έργα συντήρησης των υποδομών, όπως για παράδειγμα επεμβάσεις οδικής ασφάλειας, αποκατάσταση γεφυρών ή αντιστηρίξεις πρανών. Η προϋπόθεση ύπαρξης περιβαλλοντικών όρων αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο. 3.6 Άρθρο 53 Ο προϋφιστάμενος Ν. 3669/2008 στο άρθρο 17, παρ. 8 προέβλεπε για έργα που η προμέτρηση των εργασιών είναι δύσκολη ή αδύνατη, όπως για παράδειγμα τα έργα συντήρησης, είναι δυνατόν ο προϋπολογισμός των συμβατικών τευχών να μην περιλαμβάνει ποσότητες των επιμέρους εργασιών, αλλά μόνο την κατ’ εκτίμηση δαπάνη του συνόλου κάθε ομάδας εργασιών και το γενικό σύνολο. Η διατύπωση αυτή είχε αποδειχθεί πολύ χρήσιμη για την ομαλή εξέλιξη των έργων στοιχειώδους συντήρησης των εθνικών και επαρχιακών οδών, ιδιαίτερα αφότου τα έργα αυτά εκτελούνται με εργολαβίες. Προκειμένου να γίνουμε κατανοητοί υπενθυμίζουμε ότι στη στοιχειώδη συντήρηση των οδών εντάσσονται εργασίες, με τις οποίες αντιμετωπίζονται ως επί το πλείστον απρόβλεπτες και έκτακτες καταστάσεις (π.χ. επουλώσεις λάκκων, τοπικές αποκαταστάσεις οδοστρώματος, αντικατάσταση κατεστραμμένων πινακίδων σήμανσης, αντικατάσταση κατεστραμμένων στηθαίων ασφάλειας ύστερα από πρόσκρουση οχήματος, άρση καταπτώσεων, αντικατάσταση εσχαρών φρεατίων λόγω κλοπής, αντλήσεις νερών, απομάκρυνση εμποδίων από το οδόστρωμα κλπ.). Κατά τη φάση σύνταξης των συμβατικών τευχών οι τεχνικές υπηρεσίες δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουν ή έστω να εκτιμήσουν κατά προσέγγιση τις ποσότητες. Στο άρθρο 53, παρ. 7, περίπτωση (ι) του Ν. 4412/2016, η οποία διατηρείται στην παρούσα τροποποίηση, υπάρχει παρόμοια πρόβλεψη, όμως θέτει ανώτατο όριο προϋπολογισμού τις 60.000€, ποσό που θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό για συμβάσεις έργων στοιχειώδους συντήρησης, οι οποίες μάλιστα είναι σκόπιμο να έχουν διάρκεια τριών ή τεσσάρων ετών. Θεωρούμε χρήσιμο να μην υπάρχει περιορισμός στο ύψος του προϋπολογισμού, αλλά για την αποφυγή κατάχρησης να γίνει λεπτομερής αναφορά των περιπτώσεων εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης. 3.7 Άρθρο 72 Το άρθρο 72 ορίζει τις εγγυήσεις, τις οποίες οφείλουν να παράσχουν οι συμμετέχοντες στους διαγωνισμούς ανάθεσης καθώς επίσης ο ανάδοχος σε όλες τις φάσεις υλοποίησης μιας δημόσιας σύμβασης. Ειδικά για τα έργα έχουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις: • Η εγγύηση καλής εκτέλεσης των εργασιών αποτελεί το πλέον βασικό, αλλά και στοιχειώδες μέσο, με το οποίο διασφαλίζεται η τήρηση των όρων της σύμβασης εκ μέρους του αναδόχου. Παράλληλα, η ποιότητα των εργασιών είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της έκπτωσης προσφοράς του αναδόχου. • Ο προϋφιστάμενος Ν. 3669/2008 στο άρθρο 35, παρ. 1 όριζε ότι το ύψος της εγγύησης για την καλή εκτέλεση ανέρχεται σε ποσοστό 5% επί του ποσού του προϋπολογισμού μη συμπεριλαμβανόμενων της αναθεώρησης και του Φ.Π.Α. Μάλιστα, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέπονταν η υποχρέωση κατάθεσης πρόσθετης εγγύησης σε περίπτωση υπερβολικά υψηλής έκπτωσης. • Με το άρθρο 72, παράγραφος 1, περίπτωση (β) το ύψος της εγγύησης για τη καλή εκτέλεση διατηρείται μεν σε ποσοστό 5%, αλλά επί του ποσού της σύμβασης εκτός Φ.Π.Α. Ταυτόχρονα αποσύρθηκε η διάταξη για πρόσθετη εγγύηση σε περίπτωση υπερβολικά υψηλών εκπτώσεων. Με τον τρόπο αυτόν το ποσό της εγγύησης μειώνεται σημαντικά και μάλιστα όσο υψηλότερη είναι η έκπτωση, τόσο χαμηλότερο είναι το ύψος της εγγύησης. Δηλαδή ενώ με την υψηλότερη έκπτωση αυξάνει ο κίνδυνος μη καλής εκτέλεσης των εργασιών, παραδόξως μειώνονται οι εξασφαλίσεις για την έντεχνη υλοποίηση του έργου. Δυστυχώς, η διάταξη αυτή διατηρείται στην προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου. Είναι απολύτως αναγκαίο να επιβάλλονται πρόσθετες εγγυήσεις σε περίπτωση έκπτωσης πάνω από συγκεκριμένο ποσοστό, καθώς επίσης και η εγγύηση να είναι ποσοστό επί του προϋπολογισμού μελέτης. • Ο συγκεκριμένος τρόπος καθορισμού του ύψους της εγγύησης για την καλή εκτέλεση δεν έχει λογική για τον εξής λόγο: Ο προϋπολογισμός, που συντάσσουν οι υπηρεσίες της αναθέτουσας αρχής αποτυπώνει την «πραγματική αξία» του έργου για την κοινωνία, την οποία καλείται να διασφαλίσει η εγγύηση καλής εκτέλεσης. 3.8 Άρθρο 73 Με το άρθρο 73, παράγραφος 7 ορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες οικονομικός φορέας μπορεί να αποδείξει την αξιοπιστία, όταν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού. Στην παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου αναφέρεται η διαδικασία, που οφείλει να ακολουθήσει η αναθέτουσα αρχή, η οποία πρέπει να εκδώσει σχετική απόφαση μετά παρέλευση 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής στην αρμόδια γνωμοδοτική επιτροπή. Στο θέμα αυτό παρατηρούμε τα εξής: • Παρά το γεγονός ότι η έκδοση απόφασης συναρτάται από την γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής, δεν τίθεται καμιά χρονική προθεσμία στην επιτροπή για τη διατύπωση και διαβίβαση του πορίσματος της. • Στην προτεινόμενη τροπολογία έχει αποσυρθεί η διάταξη, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση άκαρπης παρέλευσης της προθεσμίας έκδοσης της σχετικής απόφασης από την αναθέτουσα αρχή. 3.9 Άρθρο 88 Το άρθρο 88 αναφέρεται σε προσφορές, που κρίνονται ασυνήθιστα χαμηλές. Όμως δεν αναφέρεται ποσοτικό κριτήριο, με βάση το οποίο μια προσφορά κρίνεται ασυνήθιστα χαμηλή. Βέβαια, στην παράγραφο 6 τίθεται για έργα και μελέτες ως μέγιστο όριο απόκλισης το 10% από τον μέσο όρο του συνόλου των εκπτώσεων όλων των προσφορών. Στο θέμα αυτό έχουμε τις εξής παρατηρήσεις: • Η υπέρβαση του μέγιστου ορίου απόκλισης δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της προσφοράς, αλλά απλά παρέχει τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να καλέσει τον προσφέροντα να αιτιολογήσει την προσφορά του. • Το κριτήριο της μέγιστης απόκλισης 10% δεν είναι δεσμευτικό για την αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να ζητήσει αιτιολόγηση της προσφοράς, δεδομένου ότι αυτή μπορεί να απαιτήσει αιτιολόγηση και σε χαμηλότερο ποσοστό απόκλισης. • Ειδικά στα έργα το όριο του 10% κρίνεται υπερβολικά υψηλό. Για παράδειγμα για εκπτώσεις κυμαινόμενες από 50% έως 70%, ο μέσος όρος αναμένεται να βρίσκεται κοντά στο 60%. Συνεπώς έκπτωση της τάξης 70% κρίνεται κατ’ αρχήν αποδεκτή. Είναι γνωστό όμως ότι με τις υπάρχουσες τιμές των εγκεκριμένων Τιμολογίων ήδη ποσοστό έκπτωσης 50% είναι πολύ υψηλό. Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου δεν επιτυγχάνεται ουσιαστικά καμιά βελτίωση στο θέμα του περιορισμού των υπερβολικών εκπτώσεων, που παρατηρείται σωρηδόν κατά τα τελευταία έτη και έχει προφανείς συνέπειες στην ποιότητα των εργασιών. 3.10 Άρθρο 100 Στο άρθρο 100 περιγράφεται η διαδικασία αποσφράγισης και αξιολόγησης των αιτήσεων συμμετοχής και των προσφορών των διαγωνιζόμενων. Στην παράγραφο 4 του ισχύοντος άρθρου υπήρχε μια ασαφής διατύπωση, που αναφέρει ότι τα αποτελέσματα των διαφόρων σταδίων επικυρώνονται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου της αναθέτουσας αρχής, και η οποία επιτρέπει δύο ερμηνείες, δηλαδή είτε απόφαση να απαιτείται μετά από κάθε στάδιο της διαδικασίας (αποτέλεσμα), είτε ότι μετά την ολοκλήρωση όλων των σταδίων. Αντίθετα, με την προτεινόμενη τροποποίηση στην παράγραφο 2 αποσαφηνίζεται ότι η διαδικασία περιλαμβάνει ένα επιπλέον στάδιο, εκείνο της κατάθεσης εκ μέρους του μειοδότη και των δικαιολογητικών κατακύρωσης και τη σύνταξη σχετικού πρακτικού. Το αρμόδιο όργανο προβαίνει στην έκδοση απόφασης μετά την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας. Η διατύπωση αυτή κρίνεται θετική, επειδή σαφώς συντελεί στην επιτάχυνση των διαδικασιών ανάθεσης. 3.11 Άρθρο 105 Στο άρθρο 105 περιγράφεται η διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού στον προσωρινό μειοδότη. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 η απόφαση κατακύρωσης της αναθέτουσας αρχής κοινοποιείται σε όλους τους διαγωνιζόμενους εκτός από τον προσωρινό ανάδοχο. Αντίθετα, στην παράγραφο 2 της προτεινόμενης τροποποίησης η απόφαση αυτή κοινοποιείται σε όλους ανεξαιρέτως του συμμετέχοντες πλην των αποκλεισθέντων. Η συγκεκριμένη τροποποίηση απλουστεύει τη διαδικασία μη εξαιρώντας τον προσωρινό ανάδοχο από την κοινοποίηση της απόφασης. Παραμένει όμως το εύλογο ερώτημα, με ποιόν τρόπο θα ενημερωθούν οι αποκλεισθέντες για τον αποκλεισμό και τους λόγους αποκλεισμού, αν δεν τους κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση. Επίσης στην παράγραφο 3, περίπτωση (γ) δεν αποσαφηνίζεται ή έννοια του ελέγχου της υπεύθυνης δήλωσης που καταθέτει ο προσωρινός ανάδοχος, δηλαδή εάν το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο υποχρεούται να περιοριστεί σε έλεγχο της πληρότητας της δήλωσης ή έχει δικαίωμα/υποχρέωση να επεκταθεί σε πλήρη έλεγχο περί της αλήθειας των αναγραφόμενων στοιχείων. 3.12 Άρθρο 118 Στο άρθρο 118 καθορίζονται οι δυνατές περιπτώσεις απ’ ευθείας ανάθεσης. Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου αφορά σε: • Το ανώτατο όριο της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης ανέρχεται από 20.000€ σε 30.000€. • Καταργείται η διάταξη της παραγράφου 5 του ισχύοντος άρθρου, το οποίο προβλέπει τη σύνταξη καταλόγου ενδιαφερόμενων για την ανάληψη έργων ή μελετών με απ’ ευθείας ανάληψη και την ανάθεση της σύμβασης μέσω κλήρωσης. Επίσης καταργείται η υποχρέωση αναγγελίας του αποτελέσματος της κλήρωσης στο Τ.Ε.Ε. Αντίθετα, μοναδική προϋπόθεση για την επιλογή του αναδόχου αποτελεί η εκπλήρωση των απαιτούμενων κατά περίπτωση προσόντων. Αντί αυτών με την παράγραφο 4 της προτεινόμενης τροποποίησης προβλέπεται ότι ο συγκεκριμένος ανάδοχος δεν επιτρέπεται να συνάψει νέα σύμβαση με απ’ ευθείας ανάθεση εντός χρονικού διαστήματος 12 μηνών. • Επίσης καταργείται η διάταξη της παραγράφου 5 του ισχύοντος άρθρου για υποχρέωση αναγγελίας του αποτελέσματος της κλήρωσης στο Τ.Ε.Ε. Όμως στο άρθρο 120, παράγραφος 3, περίπτωση (γ) προβλέπεται υποχρέωση ανάρτησης της πρόσκλησης για υποβολή προσφοράς και στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Ε. • Καταργείται η παράγραφος 6 του ισχύοντος άρθρου, το οποίο προβλέπει κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα κληρώσεων. Ενδεχόμενη ενοποίηση των άρθρων 36, 117, 118 θα καθιστούσε πιο λειτουργικές τις διαδικασίες, εφόσον μάλιστα οριστούν τρεις βαθμίδες διαγωνισμών ως εξής: 1. Απευθείας ανάθεση σε συμβάσεις έως 30.000 € με αυστηρό προσδιορισμό των εργασιών που περιλαμβάνουν. 2. Μια ενδιάμεση κατηγορία με συντομότερες διαδικασίες έως το όριο του Ευρωπαϊκού διαγωνισμού. 3. Συμβάσεις άνω του ορίου της προηγούμενης παραγράφου. 3.13 Τίτλος 1: Δημόσιες συμβάσεις έργων Όλα σχεδόν τα άρθρα του Τίτλου 1 που αναφέρονται στις δημόσιες συμβάσεις έργων χαρακτηρίζονται από μια αντίφαση σε σχέση με το τροποποιημένο άρθρο 44. Συγκεκριμένα, όπως ήδη έχουμε αναφέρει (βλ. ενότητα 3.2), στην τροποποίηση του άρθρου 44 αγνοείται η ανάγκη στοιχειώδους έστω οργάνωσης και στελέχωσης για την τεχνική υπηρεσία της αναθέτουσας αρχής. Εντούτοις σχεδόν στο σύνολο των άρθρων του Τίτλου 1 γίνεται αναφορά σε διευθύνουσα ή επιβλέπουσα υπηρεσία καθώς επίσης σε προϊσταμένη αρχή. Προφανώς και είναι σκόπιμο σε περιπτώσεις υποστελέχωσης ή αδυναμίας των τεχνικών υπηρεσιών να αναθέτονται συγκεκριμένα καθήκοντα σε τρίτους, όπως προβλέπει το τροποποιημένο άρθρο 44, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπεται η ανάγκη ύπαρξης τεχνικής υπηρεσίας. Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αναμόρφωση και συμπλήρωση του άρθρου 44. Εξάλλου, όπου προβλέπεται ανάθεση καθηκόντων σε ιδιωτικούς φορείς η διευθύνουσα υπηρεσία εξακολουθεί να διατηρεί μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων της. 3.13 Άρθρο 136 Το άρθρο 136 καθορίζει τον τρόπο άσκησης της επίβλεψης από τη διευθύνουσα υπηρεσία. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στο τροποποιημένο άρθρο είναι οι εξής: • Καταργείται η διάταξη που αναφέρεται στη συγκρότηση επιτροπής αφανών εργασιών. Συνεπώς όλες οι εργασίες επιμετρώνται και παραλαμβάνονται κατ’ αρχήν από την ομάδα επίβλεψης. Η κατάργηση της συγκεκριμένης επιτροπής κρίνεται θετική, επειδή διευκολύνει τη διαδικασία ελέγχου των επιμετρήσεων, ενώ ταυτόχρονα εξαλείφει το πρόβλημα επικάλυψης των αρμοδιοτήτων. • Στο τέλος της παραγράφου 1 προστίθεται εδάφιο, που αναφέρει ρητά τον σκοπό της επίβλεψης, που ορίζεται σε «… πιστή εκπλήρωση από τον ανάδοχο των όρων της σύμβασης και την κατασκευή του έργου σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης…». Όμως η διάταξη αυτή καθώς επίσης το πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου έρχονται σε σαφή αντίθεση με τις τροποποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 151 και 159 • Με την παράγραφο 3 προβλέπεται η δυνατότητα επίβλεψης από πιστοποιημένο ιδιωτικό φορέα, ο οποίος έχει τα ίδια καθήκοντα, υποχρεώσεις και ευθύνες με εκείνες των δημόσιων υπαλλήλων. Η διάταξη αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική, αλλά περιέχει αρκετές ασάφειες, όπως: Πρέπει να αποσαφηνιστεί με ρητή αναφορά ότι ο ιδιωτικός φορέας περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην επίβλεψη, συνεπώς η διευθύνουσα υπηρεσία διατηρεί την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη διοίκηση του έργου. Αυτό μπορεί να γίνει με κατάλληλη προσθήκη στην παράγραφο 5, περίπτωση (α), ώστε η άσκηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων να μην υποβαθμίζεται με το απλό δικαίωμα «δυνατότητας». Δεν γίνεται κατανοητό, για ποιόν λόγο προβλέπεται υπογραφή σύμβασης μεταξύ αναδόχου και ιδιωτικού φορέα επίβλεψης, δεδομένου τόσο ο ανάδοχος όσο και ο φορέας επίβλεψης δεν πρέπει να έχουν μεταξύ τους συμβατική σχέση, αλλά μόνο με την αναθέτουσα αρχή. • Με τη διατύπωση της παραγράφου 4 αποκλείεται η ανάθεση επίβλεψης σε ιδιωτικό φορέα για μέρος του αντικειμένου της επίβλεψης. • Στην παράγραφο 9 αλλάζει η παράγραφος 7 και οι βασικοί μελετητές του έργου δεν μετέχουν υποχρεωτικά αλλά δυνητικά ως τεχνικοί σύμβουλοι – μελετητές. Όμως δεν γίνεται κατανοητό, για ποιόν λόγο αναφέρεται ρητά ότι συνεργάζονται μόνο με τον ιδιωτικό φορέα επίβλεψης και όχι με τη διευθύνουσα υπηρεσία. Η παράγραφος 1 που ορίζει τις αρμοδιότητες της διευθύνουσας υπηρεσίας και των επιβλεπόντων, οι οποίοι έχουν καθήκον την «… πιστή εκπλήρωση από τον ανάδοχο των όρων της σύμβασης και την κατασκευή του έργου σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης…» έρχεται σε αντίθεση με τις τροποποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 151 και 159. Δεν είναι δυνατόν η διευθύνουσα υπηρεσία και οι επιβλέποντες να εκπληρώσουν τα παραπάνω καθήκοντα, ενώ οι επιμετρήσεις και η ποιότητα των υλικών πιστοποιούνται με δήλωση του αναδόχου. Επιπρόσθετα, στο άρθρο 141 αναφέρεται ρητά ότι αποτελεί πειθαρχική παράβαση των επιβλεπόντων η κατασκευή ελαττωματικών εργασιών ή η ενσωμάτωση ελαττωματικών υλικών, ενώ με τα άρθρα 151 και 159 έχει περιοριστεί σημαντικά η δυνατότητα παρέμβασης στα συγκεκριμένα αντικείμενα. 3.15 Άρθρο 138 Στο άρθρο 138 καθορίζονται οι γενικές υποχρεώσεις του αναδόχου. Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις έχουμε τις εξής παρατηρήσεις: • Δεν γίνεται κατανοητή η υποχρέωση του αναδόχου να ελέγξει τη μελέτη και να ενημερώσει τη διευθύνουσα υπηρεσία. Υποτίθεται ότι ο ανάδοχος, όπως κάθε συμμετέχων στη διαδικασία ανάθεσης, έχει υποχρέωση να έχει ελέγξει τη μελέτη του έργου, προκειμένου να διαμορφώσει την οικονομική προσφορά του. Ασφαλώς και μετά την υπογραφή της σύμβασης έχει δικαίωμα (όχι όμως υποχρέωση) να ενημερώσει γραπτά τη διευθύνουσα υπηρεσία για τυχόν προβλήματα της μελέτης και γενικότερα του έργου. Η συγκεκριμένη διατύπωση παρέχει στον ανάδοχο δύο δικαιώματα: την επίκληση ότι δεν είχε γνώση της μελέτης (συνεπώς του έργου) κατά την προσφορά του τη μελέτη, την παροχή δυνατότητας καθυστέρησης της ανάπτυξης του εργοταξίου και την έναρξη των εργασιών. • Στις υποχρεώσεις του αναδόχου εμπεριέχεται υποχρέωση της διευθύνουσας υπηρεσίας. Κατ’ αρχήν θα ήταν ορθότερο να αποφευχθεί η ένταξη ενός καθήκοντος της διευθύνουσας υπηρεσίας στο άρθρο για τις υποχρεώσεις του αναδόχου . Επίσης δεν αποσαφηνίζεται, εάν η πράξη αυτή είναι υποχρεωτική ή διενεργείται μόνον, εφόσον ο ανάδοχος διατυπώσει παρατηρήσεις επί της μελέτης. Η όλη διαδικασία επιτείνει τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. • Η όλη διαδικασία της παραγράφου 2 δεν εντάσσεται στις γενικές υποχρεώσεις του αναδόχου, δεδομένου ότι καταλήγει στη δυνατότητα διάλυσης της σύμβασης. Η όλη διαμόρφωση της συγκεκριμένης παραγράφου είναι προβληματική και παρέχει τη δυνατότητα αποχώρησης των αναδόχων πριν από την έναρξη των εργασιών λαμβάνοντας μάλιστα αποζημίωση. • Σύμφωνα με την παράγραφο 5 σε περίπτωση επίβλεψης από ιδιωτικό φορέα, ο τελευταίος δεν έχει δικαίωμα να δώσει εντολή για την εκτέλεση επειγουσών εργασιών που αφορούν στην ασφάλεια του έργου, δεδομένου ότι αναφέρεται ρητά ότι αυτή δίδεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία κι όχι από τον επιβλέποντα, που υπογράφει στο ημερολόγιο του έργου. 3.16 Άρθρο 139 Το άρθρο 139, που αναφέρεται στη διεύθυνση του έργου από την πλευρά του αναδόχου διατηρείται ως έχει. Όμως, στην παράγραφο 1 περιέχεται μια σωστή διάταξη για την ελάχιστη τεχνική στελέχωση του εργοταξίου η οποία ωστόσο δεν διατυπώνεται ορθά. Συγκεκριμένα, ορίζει ότι αυτή πρέπει να καθορίζεται στη Διακήρυξη και προβλέπει σχετική απόφαση της αναθέτουσας αρχής, η οποία όμως είναι περιττή, αφού ότι ούτως ή άλλως η Διακήρυξη εγκρίνεται με απόφαση της αναθέτουσας αρχής. 3.17 Άρθρο 142 Το άρθρο 142 αναθεωρείται πλήρως και η συμβουλευτική επιτροπή παρακολούθησης έργου καταργείται. Δημιουργείται όμως ψηφιακό αρχείο βαθμολόγησης όλων των τεχνικών εταιρειών που ασχολούνται με την κατασκευή δημόσιων έργων. Διαπιστώνονται ορισμένες ασάφειες στην εφαρμογή του συγκεκριμένου συστήματος: • Δεν καθορίζεται η διαδικασία συλλογής των στοιχείων από την αρμόδια υπηρεσία. • Δεν προβλέπεται η δυνατότητα πρόσβασης άλλων υπηρεσιών στο ψηφιακό αρχείο βαθμολόγησης. • Ενώ στο άρθρο 1 ορίζεται ότι όλες οι τεχνικές εταιρείες εντάσσονται σε αυτό, στην παράγραφο 6 προβλέπεται ότι η εγγραφή στο αρχείο είναι υποχρεωτική για συμβάσεις βάσει τις βέλτιστης σχέσης ποιότητας – τιμής. • Δεν περιγράφονται οι συνέπειες καλής ή κακής βαθμολόγησης των τεχνικών εταιρειών. 3.18 Άρθρο 143 Με την τροποποίηση του άρθρου 143 περιορίζονται οι τρόποι επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών και του αναδόχου. Καταργείται η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω τηλεομοιοτυπίας (fax) ή μέσω οργάνου δημόσιας υπηρεσίας. Ιδιαίτερα η επικοινωνία μέσω δικαστικού επιμελητή είναι σχετικά πολύπλοκη και δαπανηρή. Δυσχεραίνει και επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις τεχνικές υπηρεσίες. Οι περιπτώσεις ειδικής πρόσκλησης του άρθρου 160 (έκπτωση αναδόχου) είναι σοβαρές και σχετικά σπάνιες, οπότε δικαιολογείται ίσως η επικοινωνία με δικαστικό επιμελητή. Αντίθετα, οι περιπτώσεις ειδικών διαταγών του άρθρου 159 (ακαταλληλότητα υλικών και κακοτεχνίες) είναι συχνές, απαιτούν άμεση ενέργεια και επομένως επιβάλλεται μια πιο απλή και οικονομική επικοινωνία. 3.19 Άρθρο 145 Το άρθρο 145 αφορά στο χρονοδιάγραμμα κατασκευής του έργου. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό για την ομαλή εξέλιξη του έργου, για τον λόγο αυτόν η παράβασή του προβλέπει ειδικές κυρώσεις. Όμως η εφαρμογή της παραγράφου 1 έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 138, παράγραφος 2. Δεν γίνεται κατανοητό με ποιόν τρόπο είναι δυνατόν ο ανάδοχος να συντάξει χρονοδιάγραμμα εντός 30 ημερών, εφόσον στο διάστημα αυτό έχει δικαίωμα να αμφισβητεί τη μελέτη και να μην γνωρίζει τη δυνατότητα εφαρμογής της. Αυτό οδηγεί σε μια σύνταξη και υποβολή χρονοδιαγράμματος σε εντελώς πρόχειρη μορφή, απλά και μόνο για τυπικούς λόγους και στη συνέχεια σε μια επίσης τυπική έγκριση αυτού. Επίσης η παράγραφος 2 ορίζει ότι η έναρξη των εργασιών δεν επιτρέπεται να καθυστερήσει πέραν των 30 ημερών από την υπογραφή της σύμβασης και αποτελεί λόγο έκπτωσης και πειθαρχικό παράπτωμα. Όμως στην παράγραφο 2 του άρθρου 138 ορίζεται ότι ο ανάδοχος πριν από την εγκατάστασή του στο εργοτάξιο οφείλει να καταθέσει παρατηρήσεις για τη μελέτη του έργου μέσα σε χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημερών. Πώς είναι δυνατόν οι εργασίες να αρχίσουν χωρίς την εγκατάσταση στο εργοτάξιο; 3.20 Άρθρο 146 Το άρθρο 146 αφορά στο ημερολόγιο του έργου, το οποίο παύει να είναι βιβλίο καταχώρησης, αλλά έχει ηλεκτρονική μορφή. Η χρήση ηλεκτρονικού ημερολογίου απλοποιεί τη διαδικασία σύνταξης, ενώ παράλληλα διευκολύνει την εποπτεία του έργου εκ μέρους του επιβλέποντα μηχανικού και της διευθύνουσας υπηρεσίας. Υπάρχουν όμως οι εξής παρατηρήσεις: • Δεν αναφέρεται στην παράγραφο 2 ο χρόνος αποστολής του ημερολογίου στον επιβλέποντα. • Αρκεί η αποστολή του ημερολογίου στον επιβλέποντα Η κοινοποίηση στον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας κρίνεται περιττή, ιδιαίτερα πριν γίνουν παρεμβάσεις από τον επιβλέποντα. Βέβαια ο προϊστάμενος διατηρεί το δικαίωμα ελέγχου του ηλεκτρονικού ημερολογίου, όποτε το θεωρήσει αναγκαίο. • Το ημερολόγιο δεν αποτελεί πράξη της διοίκησης, συνεπώς δεν χρειάζεται να εγκριθεί από τον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας. Η υπογραφή εκ μέρους του επιβλέποντα θεωρείται αποδοχή. • Η διατύπωση του όρου «μικρό έργο», στο οποίο είναι δυνατή η τήρηση συνοπτικού ημερολογίου (πάντα ηλεκτρονικό) ή και η εξαίρεση τήρησης είναι ασαφής. Είναι σκόπιμο η διαφοροποίηση εκτός από το οικονομικό αντικείμενο, το οποίο πρέπει να καθοριστεί, να λαμβάνει υπόψη και το αντικείμενο ή τη φύση του έργου, δηλαδή τα έργα συντήρησης που δεν έχουν σταθερό τόπο εργασιών. 3.21 Άρθρο 148 Το άρθρο 148 καθορίζει το ύψος των ποινικών ρητρών σε περίπτωση παραβίασης των προθεσμιών. Διατυπώνονται οι εξής παρατηρήσεις: • Στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι η κατάπτωση των ποινικών ρητρών για υπέρβαση της εγκεκριμένης συνολικής προθεσμίας και των αποκλειστικών τμηματικών προθεσμιών δεν ανακαλείται. Όμως με την τροποποίηση του προηγούμενου άρθρου έχει πάψει η διάκριση μεταξύ ενδεικτικών και αποκλειστικών τμηματικών προθεσμιών. Συνεπώς η διατύπωση του της παραγράφου 1 δεν συμβαδίζει με το άρθρο 147. Το ίδιο συμβαίνει και στην παράγραφο 2. • Εφόσον διατηρηθεί η διάκριση μεταξύ ενδεικτικών και αποκλειστικών τμηματικών προθεσμιών πρέπει στην παράγραφο 1 να υπάρχει αναφορά για την επιστροφή των ποινικών ρητρών που κατέπεσαν λόγω υπέρβασης των ενδεικτικών τμηματικών προθεσμιών. 3.22 Άρθρο 151 Το άρθρο 151, που καθορίζει τον τρόπο σύνταξης, υποβολής και ελέγχου των επιμετρήσεων, τροποποιείται ριζικά. Προφανής σκοπός της τροποποίησης είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας έγκρισης των λογαριασμών, ωστόσο με την προτεινόμενη διαδικασία δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι πάντα η νομοθεσία διέπεται από την αρχή της προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος. Διατυπώνονται οι εξής παρατηρήσεις: • Δεν αναφέρεται πουθενά η προφανής υποχρέωση της επίβλεψης για συνεχή παρακολούθηση των εργασιών. Η επισταμένη παρακολούθηση των εργασιών εκ μέρους της επίβλεψης καθιστά δυνατό τον έλεγχο των επιμετρήσεων μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα διασφαλίζει και την ποιότητα των εργασιών. • Η νομοθεσία, έτσι όπως τροποποιείται, παρέχει σε περίπτωση αδυναμίας τη δυνατότητα ανάθεσης της επίβλεψης σε ιδιωτικό φορέα, ακριβώς για να αντιμετωπιστούν μεταξύ των άλλων τυχόν καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών και την πληρωμή των λογαριασμών. Για ποιόν λόγο να προσληφθεί ιδιωτικός φορέας για την επίβλεψη, όταν δεν έχει υποχρέωση για ενδελεχή έλεγχο όλων των επιμετρήσεων; • Η επιμέτρηση συντάσσεται από τον ανάδοχο με δική του ευθύνη, που αποτυπώνεται με την κατάθεση υπεύθυνης δήλωσης περί της αλήθειας. Εξάλλου κατά πάγια τακτική η υπογραφή της επιμέτρησης, των φύλλων αναλυτικών υπολογισμών και των κατασκευαστικών σχεδίων υποδηλώνουν κατά πάγια τακτική την αλήθεια των περιεχομένων στοιχείων. • Η διάκριση μεταξύ εμφανών και αφανών εργασιών θεωρείται περιττή. Ο ανάδοχος υποχρεούται να ενημερώνει τον επιβλέποντα για τις εργασίες, που θα πραγματοποιηθούν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα (χρονικός ορίζοντας τουλάχιστον μιας εβδομάδας), ώστε η επίβλεψη να πραγματοποιήσει τους ελέγχους που κρίνει απαραίτητους. Έτσι ελέγχεται η ποσότητα και η ποιότητα των εργασιών, καθώς επίσης και η ποιότητα των υλικών. • Η διάταξη που εισάγεται στην παράγραφο 7, σύμφωνα με την οποία ο επιβλέπων μετά τον έλεγχο των αφανών εργασιών πρέπει να συντάξει έκθεση και να την υποβάλλει αμέσως ηλεκτρονικά στον προϊστάμενο της διευθύνουσας υπηρεσίας θα μπορουσε να παραληφθεί. Η αποδοχή της επιμέτρησης, των φύλλων αναλυτικών υπολογισμών και των κατασκευαστικών σχεδίων αποδεικνύεται με την υπογραφή του επιβλέποντα. Η ηλεκτρονική ενημέρωση του προϊστάμενου εκ μέρους του αναδόχου για την διενέργεια του ελέγχου δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό και ενέχει υποψίες έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ προϊσταμένου και επίβλεψης. • Η διάταξη που εισάγεται στην παράγραφο 3 για τη δυνατότητα του προϊσταμένου να διατάξει μερική ή ολική επαλήθευση επιμετρήσεων περιττεύει, δεδομένου ότι ο προϊστάμενος σαν κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την παρακολούθηση του έργου (βλ. άρθρο 136, παράγραφος 2), διατηρεί πάντα αυτό το δικαίωμα. Αφ’ ετέρου δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση ότι δεν αποτελεί καθήκον της επίβλεψης ο ενδελεχής έλεγχος όλων των επιμετρήσεων. Εξάλλου, εφόσον όλες οι επιμετρήσεις έχουν ελεγχθεί και δεν υπάρχει πρόβλημα στην εξέλιξη του έργου, ποιος λόγος καθιστά αναγκαίο τον επανέλεγχο ποσοστού από αυτές; • Με την ισχύουσα νομοθεσία η έγκριση των επιμετρήσεων προϋποθέτει όχι μόνο την ακρίβεια των ποσοτήτων, αλλά και την ποιότητα των εργασιών. Με την τροποποίηση του άρθρου παραβλέπεται η ποιότητα, αφού η δήλωση του αναδόχου αφορά μόνο στην ποσότητα των εργασιών. Συνεπώς στην επιμέτρηση μπορούν να συμπεριληφθούν ακόμα και εργασίες κακής ποιότητας, χωρίς να μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ανάδοχος ψεύδεται. • Δεν είναι κατανοητό, για ποιόν λόγο τα υπολογιστικά σφάλματα ή η ένταξη εργασιών σε λανθασμένο άρθρο δεν συμπεριλαμβάνονται στις εκ προθέσεως ανακριβείς επιμετρήσεις. • Από την όλη διαμόρφωση και διατύπωση του άρθρου διαφαίνεται δυνατότητα χαλάρωσης της επίβλεψης κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Η διατήρηση της ισχύουσας διατύπωσης με συντόμευση της προθεσμίας έγκρισης από 45 σε 30 ημέρες επιταχύνει τη διαδικασία έγκρισης λογαριασμών, χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση την ποιότητα των εργασιών. • Με την προτεινόμενη διαδικασία στον ανάδοχο επιστρέφονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο οι εγγυήσεις, για εργασίες που ο ίδιος δήλωσε ότι πραγματοποίησε. • Η κατάθεση δήλωσης ακριβείας κατά την υποβολή της τελικής επιμέτρησης είναι περιττή, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως αυτή αποτελεί απλή ανακεφαλαίωση όλων των επιμετρήσεων του έργου. Ο έλεγχος του επιβλέποντα περιορίζεται ουσιαστικά στον έλεγχο των αθροισμάτων για τις ποσότητες των εργασιών. Η σύνταξη σχετικής έκθεσης από τον επιβλέποντα είναι επίσης περιττή, αρκεί η υπογραφή αυτής εκ μέρους του. • Δεν τίθεται θέμα επιβολής κυρώσεων στον ανάδοχο λόγω υποβολής αναληθούς τελικής επιμέτρησης για τον λόγο που αναφέρθηκε παραπάνω. • Δεν αναφέρεται ρητά η υποχρέωση έκδοσης απόφασης έγκρισης της τελικής επιμέτρησης από τη διευθύνουσα υπηρεσία. • Καταργείται η επιτροπή παραλαβής φυσικού εδάφους, συνεπώς οι ποσότητες των χωματουργικών εργασιών δεν μπορούν να ελεγχθούν σε καμιά περίπτωση. Βέβαια, είναι προφανές ότι η επίβλεψη διατηρεί το δικαίωμα να πάρει στοιχεία φυσικού εδάφους, αλλά: ο ανάδοχος δεν υποχρεωμένος να παρίσταται και να συνδράμει στο έργο της, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να αμφισβητηθούν αργότερα κατά την υποβολή και έγκριση των επιμετρήσεων, δηλαδή όταν πλέον είναι πρακτικά αδύνατη η διαπίστωση της αλήθειας. • Διατηρείται όμως για άγνωστους λόγους η επιτροπή χαρακτηρισμού εδαφών. Η επιτροπή αυτή χαρακτηρίζει το είδος του εδάφους (γαιώδη – ημιβραχώδη ή βραχώδη) και το ποσοστό κάθε είδους, αλλά ο καθορισμός της ποσότητας αυτών επαφίεται στον ανάδοχο. Συμπερασματικά αναφέρουμε ότι το άρθρο αυτό περιορίζει σημαντικά τη διευθύνουσα υπηρεσία στη δυνατότητα ελέγχου τόσο των ποσοτήτων όσο και της ποιότητας των εργασιών. Τυχόν επιδιωκόμενη επίσπευση της διαδικασίας ελέγχου και έγκρισης των επιμετρήσεων κάλλιστα μπορεί να επιτευχθεί με άλλους τρόπους, που έχουν αναφερθεί παραπάνω. 3.23 Άρθρο 152 Το άρθρο 152 καθορίζει τη διαδικασία σύνταξης, κατάθεσης και έγκρισης των λογαριασμών. Επισημαίνονται τρία βασικά σημεία σε σχέση με την ισχύουσα νομοθεσία: • Για την έγκριση του λογαριασμού δεν απαιτείται η έγκριση των επιμετρήσεων, αλλά αρκεί η κατάθεσή τους εκ μέρους του αναδόχου. • Για την έγκριση του λογαριασμού δεν απαιτείται η προσκόμιση παραστατικών πληρωμής κρατήσεων εκ μέρους του αναδόχου. • Καταργείται η κράτηση σε ποσοστό 10% στην αξία των υλικών που περιλαμβάνονται στην πιστοποίηση, χωρίς να αποσαφηνίζεται αν το ποσοστό κράτησης 5% συμπεριλαμβάνει την αξία των υλικών ή η αξία των υλικών απαλλάσσεται των κρατήσεων. Ένας τρόπος επίσπευσης έγκρισης των λογαριασμών, χωρίς να καταργείται ο έλεγχος των επιμετρήσεων (ποσοτικά και ποιοτικά) είναι δυνατόν να επιτευχθεί εφόσον τα άρθρα 151 και 152 αναμορφωθούν κατάλληλα, ώστε για την έγκριση κάθε λογαριασμού απαιτείται η έγκριση όλων των επιμετρήσεων, που αφορούν σε όλους τους προηγούμενους λογαριασμούς και η υποβολή επιμετρήσεων για τις πρόσθετες εργασίες (προσωρινές επιμετρήσεις). 3.24 Άρθρο 153 Το άρθρο 153 καθορίζει τον τρόπο αναθεώρησης των εργασιών. Παρατηρούνται τα εξής: • Η παράγραφος 5 (η οποία δεν τροποποιείται) αναφέρεται στην κατ’ εξαίρεση σταθερότητα των τιμών για έργα εκτιμώμενου προϋπολογισμού ύψους 1.500.000€. Εννοεί μέχρι ή άνω του ποσού αυτού; • Στην παράγραφο 6 καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της αναθεώρησης (αύξησης ή μείωσης). Δεν αποσαφηνίζεται όμως ένα θέμα που πολλές φορές έχει αποτελέσει πεδίο δικαστικής διαμάχης μεταξύ αναδόχων και υπηρεσιών. Οι διάφορες δικαστικές διαμάχες κατέληξαν κατά καιρούς σε αντικρουόμενες αποφάσεις. Το πρόβλημα προκαλείται από το ερώτημα αν η αναθεώρηση είναι δικαίωμα ή υποχρέωση του αναδόχου. Εφόσον είναι δικαίωμα, τότε παρέχεται στον ανάδοχο η δυνατότητα να μην τη ζητήσει, όταν κρίνει ότι το συνολικό ύψος της αναθεώρησης είναι αρνητικό. 3.25 Άρθρο 156 Στο άρθρο 156 περιγράφονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την τροποποίηση της σύμβασης. Παρατηρούνται τα εξής: • Στην παράγραφο 1 έχει εισαχθεί περίπτωση (γ) μια τελείως ασαφής διάταξη που επιτρέπει την αλλαγή της σύμβασης και ως προς άλλους όρους πέραν της ανάθεσης συμπληρωματικών εργασιών, που προβλέπονται ήδη στην περίπτωση (β) της ίδιας παραγράφου. Δεδομένου ότι ένα άλλο βασικό σημείο της σύμβασης, που αφορά στην παράταση της προθεσμίας περαίωσης καθορίζεται σε ιδιαίτερο άρθρο, η εισαγωγή της συγκεκριμένης περίπτωσης με αυτήν την γενικόλογη διατύπωση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές «εκτροχιάσεις» της σύμβασης. • Στην ίδια παράγραφο στην περίπτωση (ε) εισάγεται διάταξη σύμφωνα με την οποία για την τροποποίηση της σύμβασης, δηλαδή για την έγκριση Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, απαιτείται προηγούμενη γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου. Με την ισχύουσα νομοθεσία τέτοια γνωμοδότηση απαιτείται μόνο για την υπογραφή συμπληρωματικής σύμβασης. • Θα ήταν σκόπιμο στην χρήση των επί έλασσον δαπανών να μην υπάρχουν τα όρια του 20% και 10%, εφόσον πρόκειται για έργα συντήρησης, για τα οποία λόγω της φύσης των έργων αυτών είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστούν εξ αρχής με ακρίβεια οι ποσότητες, ενώ πολύ συχνά μέχρι την ολοκλήρωση των έργων προκύπτει ανάγκη αντιμετώπισης απρόοπτων καταστάσεων. Η διάταξη αυτή μπορεί να διατηρηθεί, μόνον εφόσον στο άρθρο 53 περιληφθεί διάταξη για δυνατότητα σύνταξης προϋπολογισμού χωρίς ποσότητες των επιμέρους εργασιών ανεξάρτητα από το ύψος αυτού. 3.26 Άρθρο 159 Το άρθρο 159 καθορίζει τις διαδικασίες για τον έλεγχο της καταλληλότητας των υλικών. Με την τροποποίηση επέρχονται σημαντικές αλλαγές, με τις οποίες δεν εξασφαλίζεται η ποιότητα των υλικών και συνεπώς η ποιότητα των εργασιών. Συγκεκριμένα: • Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η ισχύουσα διάταξη και ο έλεγχος της ποιότητας των υλικών αναλαμβάνεται από το τεχνικό προσωπικό του αναδόχου. Συνεπώς τα υλικά επιλέγονται με αποκλειστική ευθύνη του αναδόχου. Ο τεχνικός του αναδόχου υποβάλλει δήλωση με την οποία βεβαιώνει την αλήθεια του περιεχομένου της. Είναι προφανής η ατυχής διατύπωση του άρθρου, που δεν καθορίζει το περιεχόμενο της δήλωσης, αλλά μόνο ότι η (άνευ περιεχομένου δήλωση) είναι αληθής. • Με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι ο επιβλέπων δικαιούται να ελέγχει την ποιότητα των υλικών κατά την εκτέλεση των εργασιών. Αυτό όμως σημαίνει ότι οποιαδήποτε ακαταλληλότητα στα υλικά διαπιστώνεται καθυστερημένα και εφόσον τα υλικά έχουν αρχίσει ήδη να ενσωματώνονται. • Εφόσον η επίβλεψη έχει ανατεθεί σε ιδιωτικό φορέα, δεν προβλέπεται δικαίωμα στη διευθύνουσα υπηρεσία να ελέγξει η ίδια την ποιότητα των υλικών. • Εξάλλου δεν προβλέπεται το προφανές δικαίωμα στη διευθύνουσα υπηρεσία να προχωρήσει σε έλεγχο της ποιότητας των υλικών, ούτε καν με βάση τις δηλώσεις του αναδόχου, εφόσον βέβαια αυτές έχουν πληρότητα περιεχομένου όσον αφορά στα χαρακτηριστικά των υλικών, και να εγκρίνει τη χρήση τους στο έργο. Μάλιστα όλα αυτά γίνονται σε μια εποχή, που στην Ευρωπαϊκή Ένωση τίθενται σειρά κανόνων για την εξασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων και του αποκλεισμού όσων δεν τηρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Το άρθρο αυτό στερεί από τη διευθύνουσα υπηρεσία κάθε δυνατότητα προληπτικού ελέγχου της ποιότητας των υλικών, που ενσωματώνονται στο έργο. Συνεπώς έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αρχή της προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος, ενώ ταυτόχρονα καταπατείται το προφανές δικαίωμα του «αγοραστή» να ελέγχει την ποιότητα του προϊόντος που αγοράζει . 3.27 Άρθρο 161 Το άρθρο 161 καθορίζει τις διαδικασίες για τη διακοπή των εργασιών και τη διάλυση της σύμβασης. Στην παράγραφο 1, περίπτωση (ε) δεν γίνεται κατανοητό γιατί ο ανάδοχος έχει δικαίωμα να ζητήσει διάλυση της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 2 που αναφέρεται στις υποχρεώσεις αυτού. Εξάλλου η αναφερόμενη στη συγκεκριμένη παράγραφο παραβίαση της υποχρέωσης της διευθύνουσας υπηρεσίας δεν βλάπτει τα συμφέροντα του αναδόχου σε βαθμό ανάλογο των συνεπειών. Το ίδιο ισχύει και για την επίκληση του άρθρου 148. 3.28 Άρθρο 168 Το άρθρο 168 καθορίζει τα καθήκοντα του επιβλέποντα και της διευθύνουσας υπηρεσίας κατά την περάτωση των εργασιών. Στις προτεινόμενες τροποποιήσεις παρατηρούμε τα εξής: • Αυξάνεται το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο η επίβλεψη υποχρεούται να επιθεωρήσει το έργο και να συντάξει την έκθεση από 10 σε 30 ημέρες. Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται έμμεσα δυνατότητα άτυπης παράτασης των εργασιών. • Η δυνατότητα επανελέγχου των επιμετρήσεων με καταμετρήσεις δεν έχει ουσιαστικά νόημα, αφού το έργο έχει ολοκληρωθεί, οι περισσότερες εργασίες έχουν πλέον καταστεί αφανείς και η δυνατότητα ελέγχου κατά το στάδιο εκτέλεσης των εργασιών έχει ουσιαστικά αφαιρεθεί με τις διατάξεις του άρθρου 151. 3.29 Άρθρο 170 Το ισχύον άρθρο 170 περιγράφει τη διαδικασία προσωρινής παραλαβής των έργων. Με την τροποποίηση της νομοθεσίας προβλέπεται κατάργηση της προσωρινής παραλαβής. Έτσι το άρθρο 170 της προτεινόμενης τροποποίησης εισάγει ένα τελείως διαφορετικό θέμα, τη σύσταση ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού – μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με τίτλο «Εταιρία προδιαγραφών και τιμολόγησης τεχνικών έργων και μελετών». Μέχρι σήμερα ο τεχνικός κόσμος της χώρας δεν είχε διαπιστώσει την ανάγκη ίδρυσης ενός τέτοιου φορέα. Ήδη στο παρελθόν την σύνταξη τεχνικών προδιαγραφών είχε το Υπουργείο, στη συνέχεια πέρασε στο Ινστιτούτο Οικονομίας των Κατασκευών, για να καταλήξει σήμερα στον ΕΛΟΤ, που το 2012 εξέδωσε 440 τεχνικές προδιαγραφές και το 2019 άλλες 70. Επίσης η τιμολόγηση των εργασιών και μελετών ανήκει στις υπηρεσίες του Υπουργείου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν παρατηρείται ανάγκη δημιουργίας ενός νέου φορέα. Προφανώς η ίδρυση του συγκεκριμένου φορέα με αυτά τα αντικείμενα σίγουρα δεν αποσκοπεί στη βελτίωση της κατάστασης στους τομείς αυτούς. 3.30 Άρθρο 171 Το άρθρο 171, όπως προτείνεται στην τροποποίηση, περιγράφει τη διαδικασία παραλαβής των έργων, στην οποία ενσωματώνονται τόσο η προσωρινή όσο και η οριστική παραλαβή της ισχύουσας νομοθεσίας. Με την προτεινόμενη διαδικασία εισάγονται πολλά νέα στοιχεία, τα οποία καθιστούν τις παραλαβές πολύπλοκες, χρονοβόρες και αντιοικονομικές. Συγκεκριμένα: • Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι η επιτροπή παραλαβής συγκροτείται εντός 3 μηνών από τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου. Επισημαίνεται ότι η παραλαβή θα ολοκληρωθεί 15 έως 18 μήνες από τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου. • Ανεξάρτητα από το οικονομικό αντικείμενο του έργου η επιτροπή είναι πενταμελής. Δύο μέλη προέρχονται ορίζονται από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ενώ ο Πρόεδρος προέρχεται από άλλη αναθέτουσα αρχή. Η σύνθεση της επιτροπής σίγουρα δυσχεραίνει τη λειτουργία της. • Δεν αναφέρεται ρητά, αλλά από το περιεχόμενο της παραγράφου 3 υπονοείται ότι η επιτροπή σε όλο το διάστημα από τη συγκρότηση μέχρι την σύνταξη του πρωτοκόλλου θα έχει καθήκον να προχωρήσει σε αλλεπάλληλους ελέγχους στο έργο κατά την κρίση της. Αυτό σίγουρα δεν είναι αρνητικό από θεωρητική άποψη. Αρνητικό όμως είναι το γεγονός ότι τόσο ο Πρόεδρος, όσο και τα μέλη που προέρχονται από το Τ.Ε.Ε. δικαιούνται ιδιαίτερης αμοιβής από τις πιστώσεις του έργου ανάλογα με τον αριθμό των συνεδριάσεων, που σίγουρα δεν μπορεί να ελεγχθεί, το οικονομικό αντικείμενο του έργου και τις τεχνικές δυσχέρειες αυτού. Η διαδικασία αυτή προκαλεί αδικαιολόγητη και ανεξέλεγκτη οικονομική επιβάρυνση στα έργα. • Ενώ στην ισχύουσα νομοθεσία ορίζεται με σαφήνεια ότι τα μέλη της επιτροπής (μη αμειβόμενα) ορίζονται υποχρεωτικά ύστερα από κλήρωση, στην προτεινόμενη τροποποίηση δεν υπάρχει καμία αναφορά για τον τρόπο ορισμού της επιτροπής. • Παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργίας της επιτροπής, το έργο της περιορίζεται σε κατά το δυνατόν ποσοτικό και ποιοτικό έλεγχο. Η διαδικασία παραλαβής αποτελεί μια εκ των υστέρων διαδικασία ελέγχου. Οι δυνατότητες ποσοτικών και ποιοτικών ελέγχων είναι πολύ περιορισμένες, αφού το έργο έχει ολοκληρωθεί και σχεδόν στο σύνολο τους οι εργασίες έχουν πλέον καταστεί αφανείς. Είναι λοιπόν άσκοπο να προτείνεται μια τόσο πολύπλοκη και δαπανηρή διαδικασία σε αυτό το στάδιο. 3.31 Άρθρο 221 Στο άρθρο 221 απαριθμώνται τα όργανα διενέργειας διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων, καθώς επίσης οι αρμοδιότητες, ο αριθμός των μελών και ο τρόπος συγκρότησής τους. Ειδικά για τις συμβάσεις έργων ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση (α) της παραγράφου 8. Με την προτεινόμενη τροποποίηση προβλέπεται ότι στην επιτροπή διαγωνισμού με κριτήριο ανάθεσης την πλέον συμφέρουσα τιμή τα μέλη ορίζονται μεν από το Μη.Μ.Ε.Δ., αλλά προέρχονται από υπηρεσίες της αναθέτουσας αρχής. Η τροποποίηση αυτή κρίνεται θετικά, επειδή συντελεί στην επιτάχυνση των διαδικασιών ανάθεσης. Στο παρελθόν είχαν παρατηρηθεί μεγάλες καθυστερήσεις στη διενέργεια των διαγωνισμών λόγω αντικειμενικών δυσκολιών μετακίνησης, αλλά και απροθυμίας μελών της επιτροπής να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς άλλων υπηρεσιών. Για τις συμβάσεις με κριτήριο ανάθεσης την πλέον συμφέρουσα προσφορά βάση της σχέσης τιμής – κόστους τα μέλη της επιτροπής ορίζονται από το Μη.Μ.Ε.Δ. και προέρχονται από τις υπηρεσίες της αναθέτουσας αρχής. Η επιτροπή συμπληρώνεται από μέλη που ορίζονται από συγκεκριμένους φορείς. Για τις δημόσιες συμβάσεις μελετών η μόνη τροποποίηση που επέρχεται αφορά στον ορισμό των μελών της επιτροπής από το Μη.Μ.Ε.Δ. αλλά από υπαλλήλους της αναθέτουσας αρχής. 3.32 Άρθρα 346-359, 363 Για την εξέταση διαφορών που προκύπτουν κατά τις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων έχει συσταθεί η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφορών. Οι αρμοδιότητες, οργάνωση και λειτουργία της συγκεκριμένης αρχής περιγράφονται στα άρθρα 346 έως 359. Όμως η λειτουργία της αρχής αντί να συμβάλλει στην απλοποίηση και την επιτάχυνση για την επίλυση των διαφορών, προκάλεσε δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα: • Η θέσπιση διοικητικής επίλυσης ενώπιον της ΑΕΠΠ προηγείται υποχρεωτικά της δικαστικής προστασίας. • Μετά την έκδοση απόφασης εκ μέρους της ΑΕΠΠ ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και αίτηση ακύρωσης αυτής. • Η διαδικασία άσκησης και εξέτασης προσφυγής ενώπιο της ΑΕΠΠ απαιτεί κατ’ ελάχιστον 3 – 4 μήνες. • Αν και στον Νόμο ορίζεται ότι η απόφαση της ΑΕΠΠ είναι δεσμευτική για την αναθέτουσα αρχή, στην πράξη είναι παντελώς άχρηστη, αφού σε περίπτωση κατάθεσης αιτήματος αναστολής κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του δικαστηρίου, υποχρεωτικά η αναθέτουσα αρχή αναμένει τον προσδιορισμό, την εκδίκαση και την έκδοση της σχετικής απόφασης, η οποία μπορεί να αναστείλει την απόφαση της ΑΕΠΠ. Η διαδικασία αυτή συνήθως υπερβαίνει τους 6 μήνες (πλέον των παραπάνω 3-4 της ΑΕΠΠ). Η κατάσταση περιπλέκεται, επειδή τα δικαστήρια οφείλουν να αποφανθούν όχι μόνο για την απόφαση της αναθέτουσας αρχής αλλά και γι’ αυτήν της ΑΕΠΠ. • Όμως ούτε η έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής από το δικαστήριο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να προχωρήσει, εφόσον ασκηθεί αίτηση ακύρωσης της απόφασης της ΑΕΠΠ. Η εκδίκαση και έκδοση μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ το ένα έτος (επί πλέον των χρόνων που προαναφέρθηκαν). • Τέλος η παραπάνω διαδικασία είναι και εξαιρετικά δαπανηρή αφού προβλέπεται παράβολο για την άσκηση της προσφυγής σε ποσοστό 0,50% του προϋπολογισμού της σύμβασης. Επισημαίνεται ότι η παραπάνω διαδικασία μπορεί να επαναλαμβάνεται σε πολλά στάδια ενός διαγωνισμού αλλά και να ασκείται από ποικίλους διαδίκους (υποψήφιους, αναθέτουσα Αρχή) με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατάργηση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφορών και η θέσπιση μιας δικαστικής διαδικασίας, σε ειδικό τμήμα δικαστηρίου, που σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των δύο μηνών θα αποφαινόταν οριστικά σε ένα μόνο στάδιο για την επίλυση της διαφοράς, αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη λύση για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την ασφάλεια δικαίου. Για τη Δ.Τ.Ε./Π.Κ.Μ. Η αν. Προϊσταμένη Δέσποινα Ανταβαλίδου Πολιτικός Μηχανικός με Α'β