• Σχόλιο του χρήστη 'Γεώργιος Λασπονίκος' | 7 Δεκεμβρίου 2020, 15:21

    ΑΡΘΡΟ 66 του Σχεδίου Νόμου (αντικαθίσταται το άρθρο 147 του ν.4412) Με την νέα διατύπωση του άρθρου αυτού «ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ», αφαιρείται η δυνατότητα των δύο συμβαλλομένων μερών (αναθέτουσας αρχής / αναθέτοντος φορέως και αναδόχου) να παραταθεί η συνολική προθεσμία της συμβάσεως, με αίτηση του αναδόχου και απόφαση του αρμοδίου φορέως (ήτοι με κοινή βούληση), πέραν της οριζομένης αρχικής προθεσμίας. Ενώ προβλέπεται η παράταση των τμηματικών προθεσμιών, ύστερα από αίτηση του αναδόχου (ή και χωρίς αυτήν), και μάλιστα μετά την λήξη της συνολικής συμβατικής προθεσμίας και εφόσον δεν έχει λήξει η οριακή προθεσμία, δεν προβλέπεται τέτοια δυνατότητα παράτασης για την συνολική προθεσμία (αποκλειστικώς ύστερα από αίτηση του αναδόχου, η οποία να έχει υποβληθεί και εξετασθεί προ της λήξεως της συνολικής προθεσμίας). Η ως άνω προβλεπόμενη μέχρι τώρα δυνατότητα καταργείται, με άμεσο κίνδυνο την διάλυση πολύ μεγάλου αριθμού σημαντικών συμβάσεων έργων, των οποίων το φυσικό αντικείμενο υπολείπεται μικρού ποσοστού εργασιών, το οποίο όμως είναι καίριο για την ολοκλήρωση και την λειτουργικότητα του όλου έργου. Αποτέλεσμα τούτου θα είναι, αφενός μεν η πληρωμή εκατομμυρίων για έργα τα οποία θα παραμείνουν ημιτελή και θα υπάρχει ο κίνδυνος ανάκτησης από τα Ευρωπαϊκά ταμεία της καταβληθείσης (συγ)χρηματοδότησης και αφετέρου η επαναδημοπράτηση όλων των υπολειπόμενων εργασιών των ημιτελών συμβάσεων με νέους διαγωνισμούς. Η νέα αυτή επαναδημοπράτηση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, θα είναι χρονοβόρος, διότι ο προσδιορισμός του υπολειπόμενου φυσικού αντικειμένου, με την σύνταξη νέων τευχών δημοπράτησης (ιδιαίτερα στην περίπτωση ημιτελών μεγάλων τεχνικών έργων), θα απαιτήσει την εκπόνηση νέων μελετών και, πιθανόν, νέων αδειοδοτήσεων. Όλα τα ανωτέρω δεν ισχύουν, εάν θεωρηθεί ότι η διατύπωση της νεοεισαγόμενης, με το άρθρου 75 του ΣΝ, διάταξης της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 156 του 4412, καλύπτει και την τροποποίηση του συμβατικού όρου της συνολικής προθεσμίας, γεγονός το οποίο είναι απολύτως ασαφές. Εάν ισχύει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να προστεθεί ως παράδειγμα στην νεοεισαγόμενη διάταξη, και μετά την φράση «η σύμβαση μπορεί να τροποποιείται και ως προς άλλους όρους της», σε παρένθεση το εξής: «(όπως π.χ. παράταση της συνολικής προθεσμίας του έργου, ύστερα από αίτηση του αναδόχου και έγκριση της αρμόδιας προϊσταμένης αρχής)». ΑΡΘΡΟ 70 του Σχεδίου Νόμου (αντικαθίσταται το άρθρο 151 του ν.4412) Στην παράγραφο 5 του άρθρου 70 του ΣΝ (παρ.5 του άρθρου 151 του ν.4412), προβλέπεται ότι αν υποβληθούν ανακριβείς ή εκ προθέσεως αναληθείς επιμετρήσεις και εφόσον τούτες είχαν ως συνέπεια την πληρωμή λογαριασμού, συντάσσεται σε βάρος του αναδόχου αρνητικός λογαριασμός για την επιστροφή του τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, προσαυξημένου κατά ποσοστό 3% ως ειδικής ποινικής ρήτρας. Πρώτη παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι η επιβαλλόμενη ποινική ρήτρα προβλέπεται να είναι ίδια, και στην περίπτωση ανακριβών επιμετρήσεων (οφειλόμενες σε τυπικά λογιστικά σφάλματα ή αναφορά λανθασμένου άρθρου του τιμολογίου, που μπορούν να αποδοθούν εύκολα σε αβλεψία), αλλά και στην περίπτωση των εκ προθέσεως ανακριβών επιμετρήσεων (οφειλόμενες, όπως τούτο διατυπώνεται, σε δόλο του αναδόχου). Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το προβλεπόμενο ποσοστό της ποινικής ρήτρας θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο στις περιπτώσεις των εκ προθέσεως ανακριβών επιμετρήσεων και να μην εξομοιώνεται με αυτό των απλών (εξ αμελείας) ανακριβών επιμετρήσεων. Δεύτερη παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι, ενώ ορθώς προβλέπεται, ως βασική αρχή, η επιβολή ειδικής ποινικής ρήτρας λόγω υποβολής ανακριβών επιμετρήσεων που οδήγησαν στην πληρωμή λογαριασμού, δεν καλύπτεται η ζημία την οποία έχει υποστεί το δημόσιο ή ο φορέας από την μη νόμιμη πληρωμή και την εκταμίευση του αντίστοιχου ποσού, με την ταυτόχρονη πρόβλεψη επιστροφής του καταβληθέντος ποσού με νόμιμο τόκο, που δύναται να προσδιορισθεί, κατ’ αναλογία, στο ύψος του τόκου υπερημερίας του άρθρου 152 παρ.10 του 4412. ΑΡΘΡΟ 75 του Σχεδίου Νόμου (τροποποιούνται οι παρ. 1,2,3 & 7 του άρθρου 156 του ν.4412) Στην παράγραφο 7 του άρθρου 75 του ΣΝ (παρ. 7 του άρθρου 156 του 4412), προβλέπεται ότι στην περίπτωση που ο ανάδοχος υπογράψει τον Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών (ΑΠΕ) και το Πρωτόκολλο Κανονισμού Τιμών Μονάδος Νέων εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), τα οποία υποχρεωτικώς συντάσσονται από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, με επιφύλαξη, δικαιούται να υποβάλλει ένσταση. Επίσης, ότι στην περίπτωση υποβολής ένστασης, η Προϊσταμένη Αρχή οφείλει να αναμείνει την απόφαση επί της ενστάσεως, πριν από την έγκριση του ΑΠΕ. Αντιθέτως, στο άρθρο 87 του ΣΝ, που αντικαθιστά το άρθρο 174 του ν.4412, και στην παράγραφο 1 αυτού, ορίζεται ότι ένσταση χωρεί κατά των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων της διευθύνουσας υπηρεσίας (περ. α), καθώς και κατά των πράξεων της προϊσταμένης αρχής (περ. β), που προσβάλλουν για πρώτη φορά δικαίωμα του αναδόχου και αν υποβληθούν ανακριβείς ή εκ προθέσεως αναληθείς επιμετρήσεις και εφόσον τούτες είχαν ως συνέπεια την πληρωμή λογαριασμού, συντάσσεται σε βάρος του αναδόχου. Όμως, είναι γνωστό ότι οι ΑΠΕ και τα ΠΚΤΜΝΕ, που συντάσσονται από την διευθύνουσα υπηρεσία, δεν συνιστούν εκτελεστές πράξεις αυτής, εάν δεν εγκριθούν από την αρμόδια προϊσταμένη αρχή. Ακόμη και στην περίπτωση της αυτοδίκαιης έγκρισης αυτών, αυτή επέρχεται, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 15/2015 απόφαση της ΟλομΑΠ (σκέψη ΙΙ), μόνον μετά την παρέλευση τριμήνου (εύλογος χρόνος) από την υποβολή τους προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή. Κατά συνέπεια, η πρόβλεψη υποβολής ενστάσεως εκ μέρους του αναδόχου κατά των (ΣΧΕΔΙΩΝ) ΑΠΕ και ΠΚΤΜΝΕ, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στην παράγραφο (1α) του άρθρου 87 του ΣΝ, που αντικαθιστά το άρθρο 174 του ν.4412, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα. Αντιθέτως, η προβλεπόμενη ένσταση δημιουργεί ζήτημα παραδεκτού (νόμιμης βάσης) υποβολής της και την εμπλοκή των αρμοδιοτήτων διευθύνουσας υπηρεσίας και προϊσταμένης αρχής, που θα οδηγήσουν, μετά βεβαιότητος, στην καθυστέρηση εξέλιξης των έργων, αφού η προϊσταμένη αρχή θα πρέπει να αναμένει πριν την έγκριση του ΑΠΕ την απόφαση επί μιάς ενστάσεως, η οποία δεν έχει νόμιμη βάση και η οποία θα απορριφθεί ως τέτοια. Εν κατακλείδι, φρονώ ότι η μόνη πρόβλεψη, που δύναται να συμπεριληφθεί στην προκειμένη περίπτωση, είναι να μπορεί ο ανάδοχος να υποβάλλει τις αντιρρήσεις του κατά των ως άνω ΣΧΕΔΙΩΝ (ΑΠΕ και ΠΚΤΜΝΕ), οι οποίες (αντιρρήσεις) θα συνεξετάζονται από την προϊσταμένη αρχή κατά την έγκριση του ΑΠΕ και κατά της αποφάσεως αυτής της προϊσταμένης αρχής να προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ενστάσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 87 του ΣΝ (άρθρο 174 του 4412). Άρθρο 140 του ΣΝ (Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Α΄) Στην παράγραφο 5 προβλέπεται ότι στην περίπτωση παρελεύσεως 3 ετών και άνω από την παράδοση προς χρήση ενός έργου, επέρχεται αυτοδίκαιη παραλαβή από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του. Όμως, δεν έχει συμπεριληφθεί μνεία όσων έργων έχουν παραδοθεί μεν προς χρήση, αλλά, κατά την διαδικασία προσωρινής ή/και οριστικής παραλαβής των, έχουν διαπιστωθεί ουσιώδη ελαττώματα, τα οποία έχουν οδηγήσει στην αναβολή έγκρισης των οικείων πρωτοκόλλων παραλαβής, η οποία εκ του νόμου δεν αντικαθίσταται από την διοικητική παραλαβή προς χρήση. Η μόνη διασφάλιση, δε, του κυρίου του έργου για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων, στην περίπτωση άρνησης του αναδόχου προς αποκατάσταση ή/και δικαστικής διένεξης τούτου μετά του κυρίου του έργου για τον λόγο αυτόν, που βρίσκεται σε εξέλιξη, παρέχεται μόνον μέσω των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης. Η πρόβλεψη για αυτοδίκαιη επιστροφή των εγγυήσεων αυτών ή/και παύση της ισχύος αυτών, θα αποτελέσει ένα τεράστιο ζήτημα για το δημόσιο και τους φορείς του, διότι θα έχει εκλείψει η μόνη ασφαλιστική δικλείδα για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων, που θα κριθούν από τα δικαστήρια ότι οφείλονται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου.