• Σχόλιο του χρήστη 'N. INKA' | 3 Νοεμβρίου 2009, 14:00

    Η πρόταση για το άρθρο 1 του νομοσχεδίου ΑΡΘΡΟ 1 1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις ρύθμισης και απαλλαγής των φυσικών προσώπων από χρέη που προέρχονται από τραπεζικά προϊόντα καταναλωτικής πίστης και δάνεια από ιδιώτες (σ.σ. ανάλογα με την πρόθεση ρύθμισης: και στεγαστικά δάνεια). Αφαιρείται το {δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Χρέη που προέρχονται από περιορισμένη σε έκταση επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα μπορούν ομοίως να υπαχθούν στη διαδικασία του παρόντος νόμου.} Σ.σ. Ας προσδιοριστεί το πλαίσιο ρύθμισης με βάση το αντικείμενο (το είδος του δανείου) για να είμαστε ακριβόλογοι και σαφείς ως προς το πεδίο ρύθμισης και να μην υποκειμενικοποιούμε ή σχετικοποιούμε τις προϋποθέσεις ένταξης δημιουργώντας και ερμηνευτικές δυσχέρειες. Ετσι εξυπηρετείται και η αρχή της ισότητας και δεν δυσχεραίνεται η θέση των εμπόρων και άλλων κατηγοριών πολιτών, που μπορούν με βάση το είδος του δανεισμού να εισαχθούν στην ρύθμιση. Η πρότασή μας αυτή λαμβάνει ως δεδομένο ότι θα υπάρξει άμεσα και σχετική ρύθμιση για τα επαγγελματικά δάνεια και τα λοιπά τραπεζικά προϊόντα. Διαφορετικά, τουλάχιστον τα επαγγελματικά δάνεια ποσού έως 50.000 Ευρώ θα πρέπει να συμπεριληφθούν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού. Μετά την ρύθμιση αυτή δεν έχει έννοια και η ύπαρξη του β’ εδαφίου της παραγράφου (Εξαιρούνται τα πρόστιμα, οι χρηματικές ποινές και οι εισφορές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς). 2. Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι η μη δόλια αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του δανειολήπτη, οι οποίες με βάση την επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση τεκμαίρεται ότι δεν δύνανται να αποπληρωθούν στο σύνολό τους μέσα στην επόμενη πενταετία και χωρίς να στερηθεί ο δανειολήπτης βασικές για την διαβίωσή του και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ανάγκες. Η πρότασή μας είναι εναρμονισμένη πλήρως με την δικαιοπολιτική φύση του νομοσχεδίου και στηρίζεται από το σύνολο των διατάξεων του ημεδαπού και διεθνούς δικαίου που προστατεύουν την αξία του ανθρώπου και τον σεβασμό της προσωπικότητας και της ανάπτυξής της. Δίνει το στίγμα της επαναδραστηριοποίησης και δεν θέτει τον άνθρωπο υπό μονιμότητα αδρανούς αδυναμίας. Η διάταξη ως έχει, με έννοιες όπως «οριστική» και «μόνιμη» περιορίζει σημαντικότατα τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να ενταχθούν στην ρύθμιση και αφήνει αόριστο και εξαιρετικά ασαφή το νομικό χαρακτηρισμό, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν όλοι με αποκλεισμό από την κρίση του Δικαστή. Κυρίως όμως δεν αποπνέει τον δικαιοπολιτικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου που είναι σαφές ότι η κυβέρνηση θέλησε να εκφράσει με αυτό. Η πενταετία τίθεται σκόπιμα καθώς αποτελεί το όριο παραγραφής των σχετικών αξιώσεων και το ανώτατο όριο που τάσσει το νομοσχέδιο. {3. Με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων, εφαρμόζονται αναλόγως και στην διαδικασία αυτή οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.} Θα πρέπει να απαλειφθεί η διάταξη αυτή για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ο σεβασμός στην προσωπικότητα και η ανάγκη επαναδραστηριοποίησης του ανθρώπου παρεμποδίζονται και ακυρώνονται από την ανάλογη εφαρμογή θεσμών και διαδικασιών που παραπέμπουν στην πτώχευση και στην στέρηση διαχείρισης της όποιας περιουσίας του (η οποία άλλωστε εξ αντικειμένου δεν επαρκεί και για πολλά πράγματα). Στο εμπορικό δίκαιο, η μη ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου περιουσίας αποτελεί λόγο για να μην κηρυχθεί σε πτώχευση κάποιος και κυρίως για να παύσει σε αυτή. Ολοκληρώνεται συνεπώς συντομότατα η διαδικασία και ο οφειλέτης – πτωχός μπορεί να επαναδραστηριοποιηθεί. Πέραν όμως των ανωτέρω, η πρόβλεψη για αναλογική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα, δύναται να δημιουργήσει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα σε θέματα όπως αυτό την περιουσίας του συζύγου, των δικαιοπραξιών που έχουν ήδη γίνει, των συμβάσεων εργασίας κλπ. . Μην συγχέουμε τους θεσμούς και μην δημιουργούμε νέα ζητήματα ερμηνείας και προβλημάτων (ιδίως όταν αντίδικοι ιδιωτών θα είναι κυρίως τράπεζες), χρησιμοποιώντας διατάξεις και θεσμούς που φτιάχθηκαν για άλλους σκοπούς. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου οφείλουν να είναι ολοκληρωμένες και τέλειες νοηματικά. Εάν επιμένουμε να παραπέμψουμε κάπου, ας παραπέμψουμε στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αυτές ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και ας μην μετατρέψουμε τον ιδιώτη οφειλέτη σε έμπορο αναδρομικά. 4. Ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος μπορεί να γίνει μόνο μία φορά για τις απαιτήσεις κάθε πιστωτή, εκτός εάν ιδιαίτερα σημαντικοί και βάσιμοι λόγοι που αφορούν το πρόσωπο ή την οικογένεια του οφειλέτη δικαιολογούν την εκ νέου ρύθμιση ή την αναστολή της για χρονικό διάστημα που ορίζεται από το Δικαστήριο του άρθρου 5 του παρόντος. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο οφειλέτης. Η έννοια της απαλλαγής που περιέχει η πρόταση νόμου δεν είναι ακριβόλογη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ρύθμιση και όχι για απαλλαγή. Εκτός εάν το σχέδιο νόμου εννοεί ότι το «άπαξ» τίθεται μόνο για τις περιπτώσεις απαλλαγής και για τις λοιπές ρυθμίσεις δεν υφίσταται περιορισμός, οπότε και συμφωνούμε ως έχει. Πιστεύουμε όμως πως ειδικοί λόγοι, όπως σοβαροί λόγοι υγείας, οι οποίοι μπορεί να ματαίωσαν την ρύθμιση ή να την κατέστησαν ανενεργή, πρέπει να μπορούν να αιτιολογούν την επαναρρύθμιση ή την αναστολή της. Αλλωστε τούτο απορρέει από σειρά αρχών του δικαίου και την δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει και εδώ η σχετική πρόβλεψη κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στο σύνολο του δικαίου. 5. Εγγυήσεις που έχουν δοθεί από τρίτους ακολουθούν την πορεία της κύριας απαίτησης και τις διαδικασίες ρύθμισής της. Το ύψος της οφειλής του εγγυητή ρυθμίζεται πάντοτε από το ύψος της κύριας απαίτησης. Ο εγγυητής δύναται επίσης να υποβάλλει αντίστοιχη αίτηση ρύθμισης με αυτή του πρωτοφειλέτη, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει το αναφαίρετο και αδιακώλυτο δικαίωμα να προβάλει την ένσταση διζήσεως, εφόσον για τον οφειλέτη ισχύουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος νόμου. Ο εγγυητής έχει επίσης το δικαίωμά να ασκήσει στο όνομα και για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη την αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, εάν αυτός αδρανεί και να ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες από το νόμο αυτό διαδικασίες, καταβάλλοντας αυτός την οφειλή που θα ρυθμιστεί και αναζητώντας τα καταβληθέντα από τον πρωτοφειλέτη. Σ.σ. Ικανοποιείται με τον τρόπο αυτό και η προστασία του εγγυητή.