• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 8 Σεπτεμβρίου 2021, 19:06

    Στη σημερινή συγκυρία, τόσο την ελληνική όσο και την παγκόσμια, δεν θα έπρεπε να θεωρούνται «στρατηγικές» επενδύσεις που αδειοδοτούνται χωρίς να διασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή προστασία του περιβάλλοντος. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει με την προτεινόμενη διάταξη, η οποία τροποποιεί, και μάλιστα άρδην, ορισμένες διατάξεις για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Με το άρθρο αυτό γίνεται επίσης εμφανές ότι ο πήχης για την ανάπτυξη στρατηγικών επενδύσεων έχει πέσει πλέον πολύ χαμηλά στην Ελλάδα: για πρώτη φορά βλέπουμε έργα αδειοδοτικής κατηγορίας Β, τα οποία υπόκεινται στις ούτως ή άλλως αμφισβητούμενης σε περιοχές Natura συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο «πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις» (ΠΠΔ), να λογίζονται ως «στρατηγικές επενδύσεις». Σημειωτέον ότι κατά κανόνα οι δραστηριότητες που αδειοδοτούνται με ΠΠΔ θεωρούνται ως μικρής περιβαλλοντικής επίπτωσης λόγω της μικρής παραγωγικής τους δυναμικότητας (πχ μη κύρια τουριστικά καταλύματα 10-50 κλινών σε περιοχές εκτός σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών σε περιοχές Natura ή μικρές επιχειρήσεις για τη ναυπήγηση και επισκευή σκαφών αναψυχής και αθλητικών σκαφών). Επί της ουσίας, και παράλληλα με τη μείωση του συνολικού προϋπολογισμού επένδυσης που απαιτείται για την ένταξη στις κατηγορίες ενίσχυσης, ως «στρατηγικές επενδύσεις» (άρθρο 2) μπορεί να νοείται πλέον σχεδόν κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, ακόμα και μικρής Καταρχάς, η εξαίρεση όλων των στρατηγικών επενδύσεων που δεν βρίσκονται εντός περιοχών Natura 2000 από την Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον οι επενδύσεις αυτές μπορούν να επηρεάσουν τις περιοχές στις οποίες σχεδιάζεται η ανάπτυξή τους (π.χ., μέσω εκπομπών και οχλήσεων από απόσταση): μεταξύ άλλων, η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από υπόθεση Pilot που εκκρεμεί σε βάρος της χώρας μας, και η οποία είναι γνωστή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος [EU PILOT – EUP(2021)9806]. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό για τις στρατηγικές επενδύσεις, που συνήθως είναι έργα σημαντικού μεγέθους. Ειδικά για τα έργα κοινού ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest, PCI), τα οποία εντάσσονται από το νομοσχέδιο στις «αυτοδίκαια εντασσόμενες στρατηγικές επενδύσεις», το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει ρητά ότι μέτρα που αφορούν τις κάθε είδους εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων «τελούν υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης» (7 παρ. 7 Κανονισμού 347/2013). Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοια έργα δεν μπορούν να εγκριθούν μέσω υπαγωγής σε Π.Π.Δ., μεταξύ άλλων επειδή δεν διασφαλίζεται η υποχρέωση διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κοινό (9 και Παράρτημα V, σημείο 5 Κανονισμού 347/2013): η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται ρητά και από το «Εγχειρίδιο Διαδικασιών Αδειοδότησης για Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος» που έχει εκδοθεί από το ίδιο το Υπουργείο Ανάπτυξης (Ιούλιος 2016). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται το νομοσχέδιο, δεν υπάρχουν οριζόντιες εξαιρέσεις από τη δέουσα εκτίμηση: η υιοθέτηση νομικών λύσεων που αμφισβητούνται από την πλέον αρμόδια αρχή (δηλαδή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – βλ. την παραπάνω επιστολή PILOT) υπονομεύει, και δεν προάγει, τις στρατηγικές επενδύσεις. Εάν αυτό ήταν δυνατό, τότε η χωροθέτηση ενός οργανωμένου υποδοχέα εντός κάποιας περιοχής Natura 2000 θα μείωνε de facto την έκταση της τελευταίας: ωστόσο, αυτό δεν είναι δυνατό με βάση το ενωσιακό δίκαιο. Επιπροσθέτως, η διάταξη διακρίνεται από προχειρότητα και σοβαρές νομοτεχνικές αδυναμίες: το τρίτο εδάφιο παραπέμπει στον ν. 1650/1986, αλλά οι διατάξεις του ν. 1650/1986 που αφορούν την έγκριση περιβαλλοντικών όρων έχουν καταργηθεί (βλ. 31-32 ν. 4014/2011): σε ποιες ακριβώς διατάξεις του ν. 1650/1986 παραπέμπει η διάταξη; Παράλληλα, με δεδομένο ότι το πρώτο εδάφιο φαίνεται να μεταφέρει την αρμοδιότητα έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων στρατηγικών επενδύσεων κατηγορίας Α2 και Β στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, δεν είναι καθόλου σαφές ποιο είναι το αρμόδιο όργανο.