• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 4 Νοεμβρίου 2009, 23:41

    Ε Π Ι Τ Η Σ § 1 Ω ς π ρ ο ς τ α υ π ο κ ε ί μ ε ν α τ η ς δ ι α δ ι κ α σ ί α ς ρ ύ θ μ ι σ η ς χ ρ ε ώ ν Στο άρθ. 1 § 1 εδ. α΄ του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) ο νομοθέτης αναφέρεται για χρέη που δεν προέρχονται από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ στο εδ. β΄ κάνει λόγο για «επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την εμπορική ιδιότητα». Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να συμπεριλάβει στη ρύθμιση τα φυσικά πρόσωπα-εμπόρους. Αυτό είναι εύλογο, γιατί οι έμποροι υπόκεινται στη διαδικασία της πτώχευσης κατά τον Πτωχευτικό Κώδικα (εφεξής ΠτωχΚ) και μάλιστα για όλες τις οφειλές που προκαλούν, και όχι μόνο τις προερχόμενες από την εμπορική τους δραστηριότητα. Με τον τρόπο, όμως, που έχει διατυπωθεί το εδ. α΄ δεν προκύπτει με σαφήνεια τέτοιος περιορισμός, αφήνοντας να εννοηθεί ότι και φυσικά πρόσωπα-έμποροι μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία ρύθμισης χρεών, εφόσον οι οφειλές δεν προέρχονται από την εμπορική δραστηριότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, θα λειτουργούσε σε βάρος των πιστωτών: Η διαδικασία ρύθμισης χρεών του προσχεδίου νόμου – εξωδικαστική και δικαστική – παρέχει λιγότερα εχέγγυα από τις πτωχευτικές, όπως η διαδικασία συνδιαλλαγής (άρθ. 99-106 ΠτωχΚ) και η διαδικασία αναδιοργάνωσης (άρθ. 107-131 ΠτωχΚ), αφού είναι σχεδιασμένη για σαφώς λιγότερο σύνθετες και με μικρότερους κινδύνους για τους πιστωτές περιπτώσεις• επιπλέον, η υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών θα απέκλειε την πτώχευση λόγω της αδυναμίας ταυτόχρονης εξέλιξης περισσότερων διαδικασιών αφερεγγυότητας, που συνιστά γενική αρχή του Πτωχευτικού Δικαίου και αναγνωρίζεται έμμεσα στο άρθ. 99 § 1 ΠτωχΚ. Περαιτέρω, η διατύπωση του άρθ. 1 § 1 εδ. α΄ ΠρσχΝ, σε συνδυασμό με τη διατύπωση του εδ. β΄ της ίδιας παραγράφου επιτρέπει την υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών των φυσικών προσώπων-ελευθέρων επαγγελματιών, αφού αυτοί δεν είναι έμποροι. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα δημιουργηθεί το παράδοξο τα φυσικά πρόσωπα-ελεύθεροι επαγγελματίες να μην πτωχεύουν για τις οφειλές από την επαγγελματική τους δραστηριότητα, που αποτελούν το μείζον – αφού η πτώχευση επιφυλάσσεται μόνο για τους εμπόρους (άρθ. 2 § 1 ΠτωχΚ) –, να μπορούν, ωστόσο, να υπαχθούν στη διαδικασία ρύθμισης χρεών για τις καταναλωτικές οφειλές τους, που αποτελούν το έλασσον της οικονομικής τους δραστηριότητας. Αυτού του είδους η νομοθετική αντιμετώπιση θα ήταν αντίθετη προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισονομίας (άρθ. 4 § 1 Συντ.), που επιτάσσει την ανάλογη αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων, αφού ελάσσονες οφειλές θα παρεχόταν μεγαλύτερη προστασία των πιστωτών από τις μείζονες, έναντι των οποίων οι πιστωτές δεν θα διέθεταν αποτελεσματική συλλογική έννομη προστασία με τη μορφή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η διατύπωση των εδαφίων α΄ & β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 ΠρσχΝ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε, πρώτον, στο εδ. α΄ να γίνεται λόγος για χρέη φυσικών προσώπων που δεν είναι έμποροι ή ελεύθεροι επαγγελματίες, και δεύτερον, στο εδ. β΄ να γίνεται λόγος για επαγγελματική δραστηριότητα που δεν προσδίδει στον οφειλέτη την ιδιότητα του φορέα επιχείρησης, η οποία χαρακτηρίζει τον ελεύθερο επαγγελματία. Μια τέτοια τροποποίηση θα συνήδε, εξάλλου, και με τον τίτλο του προσχεδίου νόμου, που αναφέρεται σε «Ρύθμιση των χρεών υπερχρεωμένων καταναλωτών» δηλ. συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, όχι συγκεκριμένης κατηγορίας χρεών. Ω ς π ρ ο ς τ ι ς ε ξ α ι ρ ο ύ μ ε ν ε ς ο φ ε ι λ έ ς Κατά το άρθ. 1 § 1 εδ. γ΄ ΠρσχΝ εξαιρούνται, ως οφειλές που δικαιολογούν την κίνηση της διαδικασίας ρύθμισης χρεών, εκείνες που προέρχονται από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και ασφαλιστικές εισφορές. Στην εξαίρεση δεν εντάσσονται, δηλ. δικαιολογούν τη διαδικασία ρύθμισης χρεών οι οφειλές από φόρους και τέλη. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα αν ο περιορισμός της εξαίρεσης είναι ηθελημένος ή όχι. Αν είναι αθέλητος, τότε θα έπρεπε να γίνεται λόγος γα οφειλές από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Αν είναι ηθελημένος, τότε στην εξαίρεση δεν θα έπρεπε να υπάγονται οι ασφαλιστικές εισφορές, γιατί κι αυτές έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα όπως τα τέλη, αν αναφέρονται στον αιτούντα ρύθμιση χρεών, ή αναγκαστικό χαρακτήρα όπως οι φόροι και τα τέλη, αν αναφέρονται σε τρίτο πρόσωπο. Επιπλέον, θα ήταν ορθότερο να γίνεται λόγος για οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και όχι για ασφαλιστικούς οργανισμούς, προς αποφυγή σύγχυσης με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Ε Π Ι Τ Η Σ § 3 Ω ς π ρ ο ς τ η ν ε φ α ρ μ ο γ ή δ ι α τ ά ξ ε ω ν τ ο υ Π τ ω χ ε υ τ ι κ ο ύ Κ ώ δ ι κ α Αντί της ανάλογης εφαρμογής, θα ήταν προτιμότερη η αναφορά σε συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, προκειμένου να εφαρμοστούν χωρίς αμφιβολία και οι ποινικές του διατάξεις, που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποκλείονταν, γιατί θα οδηγούσαν σε ανεπίτρεπτη κατ’ άρθ. 7 § 1 Συντ. διεύρυνση του αξιοποίνου, από παρεξήγηση της αναφοράς σε αναλογική εφαρμογή. Για να είναι ολοκληρωμένη η διατύπωση, θα έπρεπε, πέραν των ανωτέρω, να προστεθεί ότι όπου νοείται οφειλέτης έμπορος κατά τον ΠτωχΚ, εδώ νοείται ο οφειλέτης κατά την έννοια το παρόντος νόμου και όπου γίνεται λόγος για οφειλές κατά τον ΠτωχΚ, εδώ νοούνται οι οφειλές κατά την έννοια του άρθρου 1 § 1 του παρόντος νόμου. Ε Π Ι Τ Η Σ § 4 Ω ς π ρ ο ς τ η ν ε φ ά π α ξ α π α λ λ α γ ή α π ό τ α χ ρ έ η Κατά το άρθ. 1 § 4 ΠρσχΝ προσφυγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών μπορεί να γίνει μόνο μια φορά για κάθε οφειλέτη. Εδώ προφανώς η συλλογιστική του νομοθέτη είναι να μην διαθετει ο καταναλωτής διαρκώς τη δυνατότητα ρύθμισης χρεών γα να μην καταδολιεύει τους πιστωτές του και να αναγκαστεί έστω να λειτουργεί στις συναλλαγές του με μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Το σκεπτικό αυτό δεν είναι εσφαλμένο, αλλά ο ισόβιος αποκλεισμός της δις ρύθμισης χρεών είναι, αν αναλογιστεί κανείς ότι ένας έμπορος μπορεί, κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, να πτωχεύσει και δεύτερη φορά ή να υπαχθεί και δεύτερη φορά στη διαδικασία συνδιαλλαγής, απλοποιημένη παραλλαγή της οποίας είναι η διαδικασία του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών του άρθρου 4 ΠρσχΝ. Για το λόγο αυτό θα μπορούσε να προβλεφθεί η δυνατότητα εκ νέου κίνησης της διαδικασίας ρύθμισης χρεών μετά την πάροδο ορισμένου κατά νόμο χρονικού διαστήματος από την προηγούμενη και την επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων. Τέτοιο εύλογο διάστημα θα ήταν η πάροδος δεκαετίας από την απόσβεση όλων των οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν την κίνηση δικαστικής διαδικασίας ρύθμισης των χρεών ή την παραγραφή τους, αν δεν είχαν αποσβεστεί. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com e-mail: s-samaras@inbox.com