• Σχόλιο του χρήστη 'Ηλίας Ευρ. Σουφλερός, αναπλ. καθηγητής Παν/μιου Αθηνών' | 23 Δεκεμβρίου 2010, 23:15

    Όπως είχα υποστηρίξει και στο πλαίσιο της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με αντικείμενο την υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση της νομοθεσίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην οποία είχα την τιμή να συμμετέχω, κατά τη γνώμη μου, η διατήρηση του ισχύοντος άρθρου 4α επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους: 1. Διατηρείται η δυνατότητα ελέγχου (και ενδεχομένως απαγόρευσης) από την ΕΑ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1, εκείνων των κοινών επιχειρήσεων που δεν αποτελούν συγκεντρώσεις κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5, όπως ενδεχομένως θεωρούν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν συμπράξεις κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 (πιθανότατα μάλιστα και οριζόντιες συμπράξεις), εφόσον δεν εκπληρώνουν μόνιμα όλες τις λειτουργίες μίας αυτόνομης οικονομικής ενότητας. Με τη γνωστοποίησή τους (και τη συνακόλουθη δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της ΕΑ) αποτρέπεται ο κίνδυνος καταστρατήγησης της απαγόρευσης των (περιοριστικών του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 1) συμπράξεων. Είναι δε προφανές ότι για τον έλεγχο (και την ενδεχόμενη απαγόρευση) των ως άνω κατ’ ουσίαν συμπράξεων δεν μπορούν να ισχύσουν τα κατώφλια του άρθρου 6 παρ. 1 που ισχύουν για τις συγκεντρώσεις που υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο. Εξάλλου, το κατώφλι του μεριδίου αγοράς (10%) που ισχύει για τη γνωστοποίηση βάσει του άρθρου 4α δεν είναι μικρότερο από τα μερίδια αγοράς που αναφέρονται στην Ανακοίνωση της ΕΑ της 2.3.2006 για τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας (5% για τις συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών και 10% για τις συμφωνίες μεταξύ μη ανταγωνιστών). 2. Διατηρείται η δυνατότητα ελέγχου (και ενδεχομένως απαγόρευσης) από την ΕΑ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του νόμου, εκείνων των περιορισμών που συμφωνούνται στο πλαίσιο μιας συγκέντρωσης και οι οποίοι δεν αποτελούν δευτερεύοντες περιορισμούς κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 7, επειδή δεν συνδέονται άμεσα με την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης και δεν είναι απαραίτητοι για αυτή, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν (αυτοτελείς) συμπράξεις, εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1. Με τη γνωστοποίησή των συγκεντρώσεων που περιέχουν τέτοιους (μη «δευτερεύοντες») περιορισμούς (και τη συνακόλουθη δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της ΕΑ) αποτρέπεται (όπως και στην προαναφερθείσα περίπτωση των κοινών επιχειρήσεων που δεν έχουν χαρακτήρα συγκέντρωσης αλλά σύμπραξης) ο κίνδυνος καταστρατήγησης της απαγόρευσης των (περιοριστικών του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 1) συμπράξεων. Είναι δε επίσης προφανές ότι για τον έλεγχο (και την ενδεχόμενη απαγόρευση) των ως άνω (κατ’ ουσίαν αυτοτελών) συμπράξεων δεν μπορούν, ούτε και στην περίπτωση αυτή, να ισχύσουν τα κατώφλια του άρθρου 6 παρ. 1 (προτεινόμενη νέα αρίθμηση) που ισχύουν για τις συγκεντρώσεις που υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο. Όσον αφορά το μερίδιο αγοράς, ισχύουν τα παραπάνω, υπό 1. 3. Ενόψει της ως άνω κυρίως αποτρεπτικής λειτουργίας της γνωστοποίησης, η προτεινόμενη κατάργηση του (ισχύοντος) άρθρου 4α δεν δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, ούτε εξ επόψεως αποφυγής της πρόσθετης επιβάρυνσης των επιχειρήσεων (ενόψει της απλουστευμένης διαδικασίας γνωστοποίησης, που συνίσταται στη συμπλήρωση του σχετικού δισέλιδου εντύπου και στην επισύναψη του κειμένου της τυχόν συμφωνίας), ούτε εξ επόψεως διοικητικού κόστους, αφού η ως άνω γνωστοποίηση δεν συνεπάγεται αυτόματη κίνηση της διαδικασίας ελέγχου ούτε άλλες ενέργειες εκ μέρους της ΕΑ, εκτός αν συντρέχει μια από τις προαναφερθείσες (υπό 1 και 2) περιπτώσεις, οι οποίες και θα επιβάλλουν την ενεργοποίηση της ΕΑ βάσει του άρθρου 1 (με την έννοια αυτή η γνωστοποίηση διευκολύνει και τον κατασταλτικό έλεγχο εκ μέρους της ΕΑ). Σε κάθε περίπτωση το ως άνω διοικητικό κόστος θα είναι μικρότερο από το προσδοκώμενο όφελος, χωρίς να υπολογίζεται και το πρόσθετο όφελος που συνίσταται στο ότι η ΕΑ θα έχει στη διάθεσή της μια χρήσιμη βάση δεδομένων που θα της δίνει τη δυνατότητα, εφόσον το επιτρέπουν οι ανθρώπινοι πόροι της, να προβαίνει σε περαιτέρω αξιοποίησή της (χαρτογράφηση των σχετικών αγορών, στατιστικές μελέτες κλπ.), εφόσον κάτι τέτοιο ήθελε κριθεί σκόπιμο ή αναγκαίο, ή να θέτει τα στοιχεία αυτά στη διάθεση άλλων αρμόδιων αρχών.