• Σχόλιο του χρήστη 'Ηλίας Ευρ. Σουφλερός, αναπλ. καθηγητής Παν/μιου Αθηνών' | 23 Δεκεμβρίου 2010, 23:58

    Όπως είχα υποστηρίξει και στο πλαίσιο της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με αντικείμενο την υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση της νομοθεσίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, στην οποία είχα την τιμή να συμμετέχω, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να διατηρηθεί η υποχρέωση (απλουστευμένης) γνωστοποίησης, αλλά μόνο για τις συμπράξεις που περιέχουν περιορισμούς άλλους από αυτούς που καλύπτονται από τους ισχύοντες κανονισμούς ομαδικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ (101 παρ. 3 ΣΛΕΕ), για τους ακόλουθους λόγους: 1. Παρόμοια εξαίρεση από την υποχρέωση γνωστοποίησης είχε εισαχθεί στο άρθρο 21 με τον Ν. 2837/2000 (άρθρο 1 παρ. 24) και αφορούσε (αν και χωρίς αυτό να αναφέρεται ρητά) είδη συμφωνιών, για τις οποίες είχαν εκδοθεί σε κοινοτικό επίπεδο κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής. 2. Η διατήρηση της ως άνω υποχρέωσης (απλουστευμένης) γνωστοποίησης θα οδηγήσει τις επιχειρήσεις στο να εξετάζουν τις μεταξύ τους συμπράξεις υπό το πρίσμα των ως άνω κανονισμών προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπέχουν υποχρέωση γνωστοποίησής τους, πράγμα που αναμένεται να συμβάλει στην ανάπτυξη «κουλτούρας ανταγωνισμού» και να αποτρέψει την εφαρμογή στην πράξη περιορισμών που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποδεκτοί βάσει του άρθρου 1 του νόμου (αλλά και του άρθρου 101 ΣΛΕΕ). 3. Η υποχρέωση γνωστοποίησης καθεαυτή δεν αντίκειται στον κανονισμό 1/2003. Άλλωστε ούτε και ο προϊσχύσας κανονισμός 17/1962 προέβλεπε υποχρέωση γνωστοποίησης («κοινοποίησης»), αλλά εξαρτούσε απλώς τη χορήγηση ατομικής απαλλαγής από την προηγούμενη γνωστοποίηση. 4. Οι λόγοι που υπαγόρευσαν την εκ του νόμου εξαίρεση των συμπράξεων, την αποκεντρωμένη εφαρμογή (και) του άρθρου 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ (τώρα 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ) και την μη ύπαρξη αξίωσης των επιχειρήσεων για χορήγηση ατομικής απαλλαγής βάσει του κανονισμού 1/2003 συνίστανται στην ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΓΔ Ανταγωνισμού), ενόψει της επικείμενης (τότε) διεύρυνσης της ΕΕ και της αύξησης των κρατών μελών σε 27, με προοπτική περαιτέρω διεύρυνσης. Οι λόγοι αυτοί, ενόψει του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχουν ως προς την ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, τουλάχιστον στο μέτρο που να καθιστούν αναγκαία την κατάργηση ακόμα και της υποχρέωσης απλουστευμένης γνωστοποίησης ορισμένων μόνο μορφών συμπράξεων (δηλ. αυτών που το περιεχόμενό τους δεν καλύπτεται από τους προαναφερθέντες κανονισμούς ομαδικής απαλλαγής, οι οποίοι, σημειωτέον, καλύπτουν ήδη τις περισσότερες και συνηθέστερες μορφές συμπράξεων) και μάλιστα χωρίς η γνωστοποίηση αυτή να συνεπάγεται αυτόματη υποχρέωση της ΕΑ για εξέτασή τους. 5. Σε κάθε περίπτωση με τη διατήρηση της ως άνω υποχρέωσης γνωστοποίησης δίνεται η δυνατότητα στα στελέχη της Γραμματείας και στα Μέλη της ΕΑ, να αποκτούν γνώση αλλά και εξοικείωση με τις ρήτρες και τα είδη περιορισμών που περιλαμβάνονται στις γνωστοποιούμενες συμπράξεις και εφαρμόζονται στην αγορά και να προβαίνουν στην προσήκουσα υπαγωγή και στην αξιολόγησή τους υπό το φως των ισχυόντων κανόνων, αποκτώντας έτσι πρόσθετη σχετική εμπειρία. Ενόψει των παραπάνω, το προσδοκώμενο όφελος από τη διατήρηση της υποχρέωσης γνωστοποίησης υπερβαίνει κατά πολύ το τυχόν πρόσθετο διοικητικό κόστος που αυτή μπορεί να συνεπάγεται.