• Άρθρο 10 παρ. 20 (έναντι πάντων ισχύς της απόφασης) Η παρ. 20 του άρθρου 10 ορίζει ότι "Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι". Η ασαφής αυτή διατύπωση του νόμου ως προς την υποκειμενική εμβέλεια της απόφασης έχει προκαλέσει έντονο επιστημονικό διάλογο. Στη νομολογία γίνεται δεκτό, ότι από την απόφαση η οποία εκδίδεται σε μια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, «παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων». Η διατύπωση αυτή, όμως, αφήνει ανοικτό τον ακριβή δογματικό χαρακτηρισμό των συνεπειών της απόφασης. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η νομολογία αναφέρεται σε ιδιότυπη δεσμευτικότητα, χωρίς να κάνει λόγο για δεδικασμένο ή διαπλαστική ενέργεια ή αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης. Εξάλλου, η συγκεκριμένη προσέγγιση της νομολογίας ως προς τη δεσμευτικότητα της απόφασης διατυπώνεται πάντα ως “obiter dictum” και μέχρι τώρα δεν έχει τύχει εφαρμογής στην πράξη (δηλαδή δεν έχει εκδοθεί κάποια απόφαση σε ατομική ή συλλογική δίκη που να εξαρτά το αποτέλεσμά της από τη δεσμευτικότητα προγενέστερης χρονικά απόφασης συλλογικής δίκης). Για τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας της «έναντι πάντων ισχύος» της απόφασης επί συλλογικής αγωγής δεν υπάρχει ομοφωνία στη θεωρία. Κατά μία άποψη, η ιδιότυπη δεσμευτικότητα της απόφασης σημαίνει ότι η κρίση για την αντικαταναλωτική συμπεριφορά ενός προμηθευτή θα αποτελεί στο πλαίσιο ατομικής δίκης ένα μαχητό, αλλά δυσχερώς ανατρέψιμο τεκμήριο σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του προμηθευτή. Κατ’ άλλη άποψη, αν η απόφαση είναι θετική δεσμεύει και το δικαστή που θα επιληφθεί σε περίπτωση ατομικής δίκης, ενώ αν είναι αρνητική θα αποτελεί μόνο νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Σύμφωνα με άλλη άποψη, αν η συλλογική αγωγή γίνει τελεσιδίκως δεκτή ή απορριφθεί, τυχόν νέα αγωγή άλλης ενώσεως κατά του ίδιου ή άλλου προμηθευτή με αντικείμενο την ίδια ακριβώς αντικαταναλωτική συμπεριφορά θα είναι απαράδεκτη και λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (αφού η ισχύς της αποφάσεως αυτής εκτείνεται έναντι όλων). Κατ’ άλλη άποψη, η έκδοση απορριπτικής απόφασης δεν πρέπει να κωλύει την έγερση νέας συλλογικής αγωγής εκ μέρους άλλης ένωσης καταναλωτών, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη ταυτότητα του αντικειμένου της διαφοράς. Αν όμως η απόφαση της συλλογικής αγωγής καταδικάζει τον προμηθευτή (π.χ. σε παύση της χρησιμοποίησης παραπλανητικής του διαφήμισης), τότε η μεταγενέστερη αγωγή από άλλη ένωση καταναλωτών με το ίδιο αίτημα μπορεί να απορριφθεί ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η οποία φαίνεται να είναι πειστικότερη, η αληθής έννοια της έναντι πάντων ισχύος της απόφασης εξαντλείται στην επίκληση του ευνοϊκού αποτελέσματος από τον καταναλωτή στο πλαίσιο ατομικής δίκης, με την έννοια της προδικαστικότητας έναντι του ίδιου εναγομένου προμηθευτή και όχι έναντι τρίτου που δεν συμμετείχε στη δίκη. Τέλος, για να καταδείξω την προβληματική διατύπωση της διάταξης, θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Στην περίπτωση των ΓΟΣ, και με αφορμή την πρόσφατη νομολογία για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, αν οι (τελεσίδικες) αποφάσεις επί των 4 συλλογικών αγωγών που έχουν ασκηθεί (κατά των 4 συστημικών τραπεζών) είναι εν τέλει θετικές, θα μπορούν να υπάρξουν απορριπτικές αποφάσεις σε ατομικό επίπεδο; Και επιπλέον, εφόσον οι αποφάσεις αυτές (των συλλογικών δικών) θα αφορούν το αυτό νομικό ζήτημα, είναι δυνατόν να διαφέρουν μεταξύ τους ή μήπως η πρώτη απόφαση συλλογικής δίκης που θα τελεσιδικήσει θα δεσμεύει και τις επόμενες τρεις (λόγω της έναντι πάντων ισχύος); Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι στο σχέδιο νόμου θα πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου η παρ. 20 του άρθρου 10 και να οριστεί ρητά από τον Έλληνα Νομοθέτη ποια είναι ακριβώς η ισχύς της απόφασης επί συλλογικής αγωγής.