• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΚΠΟΙΖΩ & ΠΟΜΕΚ "Η Παρέμβαση"' | 29 Ιουνίου 2017, 12:01

    Παρ. 6 Πόροι των ενώσεων καταναλωτών είναι αποκλειστικά: Προτείνεται στην παράγραφο 6 να προστεθούν μετά το εδάφιο στ), τα εδάφια ζ), η), και θ) ως εξής: ζ) Το ποσό που επιδικάζεται κατά την παράγραφο 22 του παρόντος η) οι εθελοντικές εισφορές του ευρύτερου καταναλωτικού κοινού χωρίς την υποχρέωση να είναι μέλη ενώσεων, έσοδα από crowdfunding και εράνους για συγκεκριμένες δράσεις, θ) χρηματοδότηση συγκεκριμένων δράσεων από συλλογικούς φορείς παραγωγών, προμηθευτών, επιμελητήρια. Προτείνεται η παρ. 7 να αντικατασταθεί ως εξής: Οι ενώσεις καταναλωτών υποχρεούνται να υποβάλλουν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή κάθε έτος, και εντός εξαμήνου από τη λήξη του προηγούμενου έτους, διοικητικό και οικονομικό απολογισμό της δράσης τους, στους οποίους θα αναφέρονται οι πηγές χρηματοδότησής τους ανά είδος, φορέα και ποσό καθώς και οι συγκεκριμένες δράσεις. Επίσης, εφ’ όσον διαθέτουν ιστοσελίδα, υποχρεώνονται να αναρτούν τα ως άνω στοιχεία. Προτείνεται η παρ. 8 να τροποποιηθεί ως εξής: Απαγορεύεται στις Ενώσεις Καταναλωτών να δέχονται δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις κάθε είδους, από προμηθευτές («ή οργανώσεις τους» να απαλειφθεί) καθώς και από πολιτικά κόμματα ή άλλες πολιτικές οργανώσεις οποιασδήποτε μορφής. Οι Ενώσεις Καταναλωτών επιτρέπεται να δέχονται ενισχύσεις από αναγνωρισμένες πανελλήνιες η Περιφερειακούς Συνδέσμους, αποκλειστικά για το σκοπό της παρ. 6 εδ. θ (όπως προτείναμε να προστεθεί) Αιτιολόγηση Η προτεινόμενη τροποποίηση είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά πρέπει να συμπληρωθεί ως άνω, ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η ανεξαρτησία των ενώσεων καταναλωτών. Θεωρούμε ότι είναι επιβεβλημένο να τροποποιηθεί το άρθρο 10 παρ. 6, 7 και 8 του ν. 2251/94, δεδομένου ότι το πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά περιοριστικό και ασφυκτικό. Τα μοναδικά έσοδα πλέον των ενώσεων καταναλωτών είναι από τις συνδρομές των μελών τους, όπου λόγω της οικονομικής κρίσης έχουν μειωθεί πάρα πολύ. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα οι ενώσεις καταναλωτών να αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητο πρόβλημα επιβίωσης, σε μια εποχή που η παρουσία τους και η ενεργή δράση τους είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Υπό τις παρούσες συνθήκες συνεπώς, μετά και την κατάργηση της κρατικής επιχορήγησης, οι πόροι των ενώσεων καταναλωτών που αναφέρονται περιοριστικά, είναι πολύ δεσμευτικοί και πρέπει να διευρυνθούν, ώστε να μπορέσουν να αναλάβουν δράσεις σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που συνάμα θα διασφαλίζει και την ανεξαρτησία τους. Προτείνεται η παρ. 11 να συμπληρωθεί ως εξής: 1. Στο εδ. β προτείνεται η προσθήκη της φράσης «υπό την ιδιότητά τους αυτή» μετά την πρώτη περίοδο της παραγράφου, ώστε αυτή να διατυπωθεί ως εξής: «Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των ενώσεων καταναλωτών όλων των βαθμών δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν από αυτές, οιασδήποτε μορφής αποζημίωση για τις υπηρεσίες που παρέχουν υπό την ιδιότητά τους αυτή, με εξαίρεση τα ποσά που καλύπτουν δαπάνες για την εξυπηρέτηση των σκοπών των Ενώσεων, εφ’ όσον αποδεικνύονται με αντίστοιχα παραστατικά.» Αιτιολόγηση Η διάταξη αυτή: εκφράζει δυσπιστία προς τα συλλογικά όργανα των ενώσεων καταναλωτών παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην εσωτερική τους λειτουργία, παραβλέπει προκλητικά το γεγονός ότι ο βαθμός της κοινωνικής αναγνώρισης της ένωσης εκφράζει την ορθότητα των επιλογών της και ωφελιμότητα του έργου της είναι παράλογη και αντιφατική, διότι: - δεν απαντάται ούτε και στα ΔΣ επιχειρήσεων - στερεί την ένωση από την παροχή υπηρεσιών από άτομα της εμπιστοσύνης της με ήδη σημαντική εθελοντική προσφορά και αφοσίωση σε αυτήν, τα οποία ωστόσο μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους όπου αλλού! - δεν λαμβάνει υπ’ όψη της τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητές της, που δεν επιτρέπουν την πρόσληψη ατόμων με την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση. 2. Προτείνεται επίσης στην παρ. 11 να προστεθεί νέο εδάφιο ως εξής: «Απαγορεύεται να μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο ένωσης καταναλωτών όλων των βαθμών υποψήφιοι ή εκλεγμένοι σε βουλευτικές, περιφερειακές α’ και β’ βαθμού, εκλογές, καθώς και όσοι μετέχουν σε όργανα διοίκησης πολιτικών ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων». Παρ.18 να τροποποιηθεί ως εξής: Η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους (αντί 6 μηνών που προβλέπεται), από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί τη βάση της. Κατ’ εξαίρεση, οι απαιτήσεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 16 υπόκεινται στην παραγραφή του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) Αιτιολόγηση Από την εμπειρία μας θεωρούμε ότι πρέπει να αυξηθεί η αποκλειστική προθεσμία των έξι (6) μηνών σε ένα έτος για την άσκηση της συλλογικής αγωγής, διότι ο χρόνος αυτός έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ σύντομος για την συγκέντρωση στοιχείων και στοιχειοθέτηση της αγωγής. Κατά συνέπεια προτείνουμε την επιμήκυνση του σε ένα έτος. Παρ. 23 να τροποποιηθεί ως εξής: Προτείνεται να απαλειφθεί στην παρ. 23 του α. 10 του ν.2251/94 η τελευταία φράση: «…και προσωπικά από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία ευθύνονται εις ολόκληρον». Αιτιολόγηση Θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί η σχετική διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 23, δηλαδή η πρόβλεψη της προσωπικής και εις ολόκληρον ευθύνης των μελών του ΔΣ σε περίπτωση αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προφανώς αβάσιμης. Η διάταξη αυτή θέτει αδικαιολόγητους περιορισμούς και αποτυπώνει μια διάχυτη δυσπιστία απέναντι στις ενώσεις καταναλωτών. Προσωπική ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου κατά τη νομολογία απαντάται σε περίπτωση εταιρικών χρεών προς το ΙΚΑ και το Δημόσιο, δεν θεωρούμε δε ότι μπορεί να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή στην περίπτωση της αμετάκλητης απόρριψης αιτήματος αγωγής ως προφανώς αβάσιμης. Η διάταξη αυτή δεν συνάδει αρχικώς με τη φύση των ενώσεων καταναλωτών ως σωματείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ένωση προσώπων και όχι εταιρεία), και με την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου. Περαιτέρω δε με τη διάταξη αυτή φαίνεται να καθιερώνεται ουσιαστικά αντικειμενική ευθύνη των μελών του ΔΣ, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, ανεξαρτήτως της ύπαρξης υπαιτιότητας. Ούτως ή άλλως ο νόμος προβλέπει τόσο την αστική ευθύνη της ένωσης σε περίπτωση παροχής ανακριβών πληροφοριών όσο και ως λόγο διάλυσης την κατ’ επανάληψη (από δόλο ή βαριά αμέλεια) άσκηση αγωγών χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη που απορρίφθηκαν αμετάκλητα ως προφανώς αβάσιμες.