• Tο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) καταθέτει τις απόψεις του για το νέο σχέδιο εθνικής στρατηγικής για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και την Υπεύθυνη Επιχειρηματικότητα, θεωρώντας καταρχήν ότι η εκπόνηση ενός κατά το δυνατόν άρτιου σχεδίου θα υπηρετήσει πολλαπλώς την επιχειρηματική δράση και την εθνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε χρήσιμο να εκφράσουμε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις : 1. Θεωρούμε απαραίτητο να συνδεθεί το σχέδιο εθνικής στρατηγικής για την ΕΚΕ με τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης (sustainable development goals) που έχουν υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ. Θεωρούμε ότι αυτό είναι απαραίτητο για να αποτυπώνεται η θέληση της πολιτείας και για την εφαρμογή των σχετικών προβλέψεων που η ίδια έχει αποδεχτεί αλλά και για να είναι ευχερής η διατύπωση κατάλληλων δεικτών που υπηρετούν τους 17 αυτούς στόχους. Επιπλέον, να καθίσταται ευχερέστερη η σύγκριση με άλλες χώρες που εφαρμόζουν στρατηγικά σχέδια για την ΕΚΕ και ενσωματώνουν σε αυτά τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. 2. Κατά την γνώμη μας, η ΕΚΕ θα έπρεπε ορθότερα να οριοθετείται ως εμπεριέχουσα τις δράσεις των επιχειρήσεων που είναι πέραν της συμμόρφωσης τους έναντι των κανονιστικών απαιτήσεων και αποσκοπούν στην οικονομική και κοινωνική μακροημέρευση και την αειφορική ανάπτυξη. Τα υπόλοιπα αφορούν επιμέρους στοχεύσεις που υπηρετούν σε κάποιο βαθμό το στρατηγικό σχέδιο. Ως εκ τούτου, η συμπερίληψη των στόχων της εξωστρέφειας και της καινοτομίας, ως πεδία που οριοθετούν την ΕΚΕ, μπορούν να θεωρηθούν ως πλεονασμός. 3. Είναι ιδιαίτερα λυπηρό να περιορίζεται η προώθηση της ΕΚΕ κυρίως με κανονιστικές ρυθμίσεις διότι έτσι αναιρείται η ίδια η ουσία της στοχοθεσίας και λειτουργίας της. Όταν η ΕΚΕ μετατρέπεται σε έναν μηχανισμό κανονιστικής συμμόρφωσης, κάθε είδους οικειοθελής προσαρμογή και υιοθέτηση των στόχων της εκ μέρους των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα δε των μικρών και των μεσαίων, υποχωρεί. Αυτό, μάλιστα, σε συνδυασμό με έναν σημαντικό διοικητικό φόρτο, μπορεί να οδηγήσει στην αντίληψη ότι η ΕΚΕ δεν αποτελεί έναν χρήσιμο για τις επιχειρήσεις στόχο αλλά ένα σημαντικό και ίσως και δυσβάστακτο βάρος. Ο κίνδυνος να περιπέσει η αποδοχή και εφαρμογή της ΕΚΕ σε μια απολύτως γραφειοκρατική κανονιστική διαδικασία είναι μεγάλος. 4. Η προβλεπόμενη εργαλειοθήκη για την προώθηση της ΕΚΕ είναι μάλλον φτωχή. Οι επιχειρήσεις που κατευθύνονται να εφαρμόσουν την αντίληψη της ΕΚΕ θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα για την επιτέλεση αυτού του στόχου αν αυτό συνοδεύεται με τη σχετική επιβράβευση από την αγορά, ιδιαίτερα δε από το καταναλωτικό κοινό και τους άλλους μετέχοντες στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς επίσης και από την πολιτεία. 5. Ο ανταγωνισμός αποτελεί μια εξαιρετικά δυναμική διαδικασία που προφανώς είναι δύσκολο να προσδιορίζεται αφοριστικά. Θεωρούμε ότι η χρήση της γνωστής από την καθομιλουμένη έννοιας «υγιής ανταγωνισμός» είναι μάλλον αποπροσανατολιστική. Είναι ορθότερο να προτιμάται η χρήση της έννοιας του αποτελεσματικού ανταγωνισμού (workable competition) και να προσδιορίζονται ως κακές και στρεβλωτικές πρακτικές οι έννοιες του καταστρεπτικού (ruinous) ή και του αθέμιτου (unfair) ανταγωνισμού . 6. Για την προώθηση της ΕΚΕ και μάλιστα σε οικειοθελή βάση, θεωρούμε απαραίτητο να συντάσσεται κάθε έτος μια σχετική έκθεση στην οποία να καταγράφεται η πρόοδος στην επίτευξη των στόχων, η οποία θα πρέπει να τίθεται υπόψη της Βουλής των Ελλήνων. 7. Για την προαγωγή της ΕΚΕ είναι απαραίτητος ο διάλογος και η συνεργασία μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών δομών, κάτι που δεν αποτυπώνεται στο παρόν σχέδιο εθνικής στρατηγικής. Ο διάλογος αυτός καθιστά ευχερέστερο τον συγκερασμό των απόψεων, δεν απομακρύνει τις επιχειρήσεις από τη στοχοθεσία της ΕΚΕ και περιορίζει τις οποιεσδήποτε τριβές κατά την εφαρμογή.