• Σχόλιο του χρήστη 'Ν.Μ.' | 21 Σεπτεμβρίου 2011, 23:01

    Στο άρθρο 2. αναφέρεται ότι η Υπηρεσία εποπτεύεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Δεν είναι προφανώς αντιληπτοί οι λόγοι εποπτείας της Υπηρεσίας αυτής από τον εν λόγω Υπουργό και ούτε βεβαίως υπάρχει σχετική αναφορά στην αιτιολογική έκθεση. Το αντικείμενο της Υπηρεσίας διερεύνησης ναυτικών ατυχημάτων δεν αφορά σε θέματα δημόσιας τάξης και δεν είναι αστυνομικής ή επιχειρησιακής φύσης. Το αντικείμενό της, όπως αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας και του παρόντος σχεδίου νόμου και αναλύεται τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στο κείμενο της ίδιας της επισυναπτόμενης στο παρόν αιτιολογικής έκθεσης, επικεντρώνεται στη λήψη νομοθετικών πρωτοβουλιών και διορθωτικών μέτρων κατόπιν τεχνικής διερεύνησης και εξειδικευμένης επιστημονικής ανάλυσης στοιχείων από ναυτικά ατυχήματα. Άλλωστε δεν εμπίπτει ούτε στο πεδίο αρμοδιοτήτων του ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ όπως καθορίστηκε με πρόσφατο νόμο. Πλέον αρμόδιος Υπουργός για την εποπτεία της Υπηρεσίας είναι ο Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ως ο προϊστάμενος του, επί το πλείστον, διοικητικού φορέα του Κράτους Σημαίας, λόγω κυρίως του χαρτοφυλακίου της Ναυτιλίας και της αρμοδιότητας νομοθετικών πρωτοβουλιών επί θεμάτων ναυτιλίας και ειδικότερα αναφορικά με τη θαλάσσια ασφάλεια και προστασία θαλασσίου περιβάλλοντος. Στην παράγραφο 5. προτείνεται η αντικατάσταση της λέξης «διαταγή» με τη λέξη «απόφαση», καθώς οι διοικητικές πράξεις, όπως οι τοποθετήσεις προϊσταμένων εκτελούνται με αποφάσεις και όχι με διαταγές. Στην παράγραφο 6. ορίζεται ανώτερος δικαστικός ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2. του άρθρου 1. και τονίζεται και στην παράγραφο 1.α. του Ι. Γενικού Μέρους της αιτιολογικής έκθεσης, οι διερευνήσεις του παρόντος δεν συνδέονται με τον καθορισμό υπαιτιότητας ή με την απόδοση ευθυνών (ποινικών, αστικών ή πειθαρχικών) και είναι ανεξάρτητες της διαδικασίας διερεύνησης που προβλέπει το ν.δ. 712/70 (Α΄237). Επομένως δεν είναι αντιληπτή η αναγκαιότητα εμπλοκής δικαστικού λειτουργού πόσο μάλλον όταν αυτός επιφορτίζεται με διοικητικά και εποπτικά καθήκοντα και δεδομένου ότι ούτως ή άλλως προβλέπεται και θέση διευθυντή. Μάλλον δημιουργείται διαρχία χωρίς πρακτικά και ουσιαστικά οφέλη, μακράν του πνεύματος του νομοθέτη και που μάλλον οδηγεί σε αύξηση της γραφειοκρατίας και καθυστέρηση λήψης αποφάσεων και εντέλει μη ευέλικτη και αποτελεσματική διοίκηση. Προτείνεται η διαγραφή της συγκεκριμένης θέσης Προϊσταμένου και η ταύτιση της εννοιών Προϊσταμένου και Διευθυντή της Υπηρεσίας. Στην παράγραφο 7. ορίζεται ως Διευθυντής της Υπηρεσίας ανώτερος αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. Δεν είναι αντιληπτοί οι λόγοι (και βεβαίως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σχετική αιτιολόγηση στην αιτιολογική έκθεση) για τους οποίους ορίζεται περιοριστικά αξιωματικός του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ ως Διευθυντής της Υπηρεσίας και μάλιστα χωρίς ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (όταν μάλιστα τέτοια προβλέπονται για τους υφισταμένους του), δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι η Υπηρεσία δεν αποτελεί οργανική μονάδα του ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ, στο οποίο βέβαια υπηρετούν αποκλειστικά και περιοριστικά στελέχη του ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ. Επομένως είναι απαραίτητος αφενός ο καθορισμός ελάχιστων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων για το Διευθυντή καθώς βέβαια και η δυνατότητα κατάληψης της εν λόγω θέσης από πολιτικούς υπαλλήλους του δημοσίου (με καθορισμένα προσόντα, όπως κατηγορία, κλάδους, ειδικότητες, βαθμό, προϋπηρεσία, επιπρόσθετα προσόντα κλπ.) ή και στελέχη ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ ή άλλων σωμάτων ασφαλείας αντιστοίχων καθορισμένων προσόντων. Προφανώς στην παραπάνω περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται πρόταση τοποθέτησης από τον Αρχηγό ΛΣ-ΕΛΑΚΤ. Επίσης, δεν είναι προφανείς, ούτε αναλύονται στην αιτιολογική έκθεση οι λόγοι περιορισμού της χρονικής διάρκειας της θητείας του Διευθυντή. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή η μακρόχρονη παρουσία του, εφόσον βέβαια κρίνεται ως επιτυχημένη, προσθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και αποτελεσματικότητα. Είναι βέβαια προφανής η αναγκαιότητα περιορισμού του χρόνου θητείας στην περίπτωση που η θέση αφορά αποκλειστικά ανώτερο αξιωματικό ΑΛΣ-ΕΛΑΚΤ με δεδομένη την ενδεχόμενη προαγωγή του σε βαθμό ανώτατου αξιωματικού. Η υποπαράγραφος 7.θ. θα ήταν σκόπιμο να παραληφθεί ως μάλλον άστοχη και αναχρονιστική. Στην υποπαράγραφο 8.α. δεν είναι κατανοητοί οι λόγοι αποκλεισμού από την τοποθέτηση ως διερευνητές, των υπαξιωματικών ΛΣ-ΕΛΑΚΤ και άλλων στελεχών σωμάτων ασφαλείας, πέραν των αξιωματικών ΛΣ_ΕΛΑΚΤ και των πολιτικών υπαλλήλων. Δεν είναι επίσης κατανοητοί οι λόγοι περιορισμού του βαθμού των αξιωματικών ΛΣ-ΕΛΑΚΤ μέχρι και αυτόν του αντιπλοιάρχου. Είναι επίσης απαραίτητο να καθοριστούν ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για όλους τους διερευνητές ανάλογα του υψηλού και εξειδικευμένου επιπέδου του αντικειμένου τους. Οι διερευνητές πρέπει να έχουν τουλάχιστον τα προσόντα που καθορίζονται για του επιθεωρητές Κράτους Σημαίας (“Flag State Surveyors” - IMO Res. A 996(25), cl. 27-37) ή/και τους επιθεωρητές Κράτους Λιμένα (“Port State Surveyors” – Παράρτημα VII Οδηγίας 95/21/ΕΚ (π.δ. 88/97), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει), τα οποία αποτελούν άλλωστε και τα αντίστοιχα ελάχιστα προσόντα των ελεγκτών διαχείρισης ασφάλειας των πλοίων κατ’ εφαρμογή του κώδικα ISM. Τα αναφερόμενα προσόντα στο εν λόγω σχέδιο νόμου, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του αντικειμένου των διερευνητών και υπολείπονται σαφώς των προαναφερομένων προσόντων των επιθεωρητών κράτους Σημαίας, Λιμένα ή ISM. Είναι ακατανόητη η διάταξη που χρήζει ως διερευνητή κάποιον με μόνο προσόν το βαθμό αξιωματικού ΛΣ-ΕΛΑΚΤ, χωρίς καθορισμό ειδικότερων προσόντων. Στην υποπαράγραφο 8.β. τίθεται περιορισμός στη χρονική διάρκεια απασχόλησης των διερευνητών. Προτείνεται η άρση του περιορισμού για λόγους παρόμοιους με αυτούς που αναφέρονται παραπάνω αναφορικά με σχόλια επί της παραγράφου 7. Στην παράγραφο 9. θα πρέπει, ως αναφέρθηκε και στην περίπτωση της παραγράφου 8., να αρθούν περιορισμοί στην προέλευση του προσωπικού (πολιτικοί υπάλληλοι ή στελέχη ΛΣ-ΕΛΑΚΤ και σωμάτων ασφάλειας από όλο το δημόσιο τομέα) και στον χρονικό διάστημα θητείας. Επίσης και σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που να συνάδουν με το αντικείμενο εργασίας των στελεχών των τμημάτων αυτών.