• Σχόλιο του χρήστη 'E.K.' | 20 Νοεμβρίου 2010, 21:06

    Η τροποποίηση των διατάξεων του Ν. 3386/2005 όσον αφορά στους πολίτες τρίτων χωρών που για αντικειμενικούς λόγους αδυνατούν να προσκομίσουν ενώπιον των ελληνικών αρχών εθνικό διαβατήριο δεν αντιμετωπίζει με τρόπο αποτελεσματικό το πραγματικό ζήτημα, αυτό της ανιθαγένειας. Γιατί μόνον ο άπατρις ή άπολις ή ανιθαγενής, ως στερούμενος δεσμού με οιαδήποτε Πολιτεία στον κόσμο, αδυνατεί να προσκομίσει εθνικό διαβατήριο για αντικειμενικούς πραγματικούς ή νομικούς λόγους. Και στο μέτρο που οι λόγοι δημιουργίας της ανιθαγένειας κατά κανόνα δεν οφείλονται στους πολίτες, αλλά στα κράτη (αφού εμπίπτει το πεδίο άσκησης της εξουσίας τους - κυρίως νομοθετικής - η χορήγηση και/ή η αφαίρεση της ιθαγένειας)  και σε γεγονότα που δεν αποφασίζονται σε επίπεδο βούλησης των πολιτών (για παράδειγμα διάσπαση ενός κράτους ή μιας κρατικής οντότητας όπως συνέβη με την Τσεχοσλοβακία ή με τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ) το βάρος της απόδειξης για την αντικειμενική αδυναμία προσκόμισης εθνικού διαβατηρίου πρέπει να "μοιράζεται" μεταξύ του ενδιαφερόμενου πολίτη τρίτης χώρας και της Ελληνικής Πολιτείας. Ο μεν πολίτης υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά συνεπεία των οποίων απώλεσε την ιθαγένειά του (αν είχε) και στο μέτρο του δυνατού να επικαλεστεί τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του η εφαρμογή των οποίων οδήγησε στην απώλεια της ιθαγένειας η δε Ελληνική Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει (προκειμένου να επαληθεύσει) δια της διπλωματικής ή άλλης οδού (για παράδειγμα Ινστιτούτο Αλλοδαπού Δικαίου) τις διατάξεις της νομοθεσίας της σχετικής χώρας που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της ανιθαγένειας αλλά και στοιχεία δημοσιευμένα σε εκθέσεις εθνικών και / ή αλλοδαπών αρχών ή διεθνών οργανισμών που αφορούν στο πρόβλημα της ανιθαγένειας που έχει δημιουργηθεί σε συγκεκριμένη χώρα. Η διαδικασία διαπίστωσης του καθεστώτος ενός προσώπου ως ανιθαγενούς μπορεί να είναι περίπλοκη, αλλά είναι σαφής και κατά κάποιον τρόπο τυποποιημένη, αφού αναζητούνται κατά κανόνα οι σχετικές διατάξεις νόμου των κρατών της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ενδιαφερόμενου και / ή των γονέων του (για την περίπτωση που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα). Ως συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών, η Ελλάδα διαθέτει την αναγκαία νομική βάση για την εγγύηση του δικαιώματος του άρθρου 12 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997). Σε αυτό το πλαίσιο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αρνητική προϋπόθεση για τη χορήγηση της σχετικής άδειας διαμονής είναι να μην συντρέχουν στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού λόγοι δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας, η διαπίστωση της αντικειμενικής (πραγματικής και / ή νομικής) αδυναμίας του ενδιαφερόμενου πολίτη τρίτης χώρας να προσκομίσει διαβατήριο ενώπιον των ελληνικών αρχών πρέπει να συνδυαστεί με τη νομοθετική ενεργοποίηση του άρθρου 28 του Ν. 139/1975 (με τον οποίο κυρώθηκε η προαναφερόμενη Σύμβαση για το Καθεστώς των Ανιθαγενών).  Με τον τρόπο αυτό μπορεί επιπροσθέτως να παρασχεθεί η πραγματική δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο πολίτη τρίτης χώρας να αιτηθεί την πολιτογράφησή του (που σε κάθε περίπτωση απαιτεί την κατάθεση εθνικού διαβατηρίου ή αναγνωρισμένου ταξιδιωτικού εγγράφου) και επομένως να παύσει το καθεστώς της ανιθαγένειας. Σημειώνεται ότι το καθεστώς της ανιθαγένειας είναι εξαιρετικό, ως προσωπική κατάσταση, και επομένως επιβάλλεται να παύει με την απόκτηση μιας ιθαγένειας. Όσον αφορά στην περίπτωση των ταξιδιωτικών εγγράφων που κατά κανόνα χορηγούνται από τη χώρα της προηγούμενους συνήθους διαμονής σε πρόσωπα που στερούνται ιθαγένεια, η διαπίστωση της γνησιότητας  (και δια της διπλωματικής οδού) του σχετικού εγγράφου θα πρέπει να έχει ως συνέπεια αφενός τη χορήγηση άδειας διαμονής (με τις ειδικότερες προϋποθέσεις που ορίζει η σχετική διάταξη του σχεδίου νόμου) και  αφετέρου την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου πολίτη τρίτης χώρας για το δικαίωμά του να αιτηθεί την εφαρμογή του Παραρτήματος της προαναφερόμενης Σύμβασης για το Καθεστώς των Ανιθαγενών (που σημαίνει και σε αυτήν την περίπτωση τη νομοθετική ενεργοποίηση του άρθρου 28 του Ν. 139/1975). Ως προς τη σύνθεση της Επιτροπής που κρίνει τις περιπτώσεις της αντικειμενικής αδυναμίας του πολίτη τρίτης χώρας να προσκομίσει ισχυρό διαβατήριο σημειώνεται ότι δεν καθορίζεται επαρκώς ο "υπάλληλος του αρμόδιου τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών". Θα πρέπει να διερευνηθεί ποιο από όλα τα τμήματα του Υπουργείου Εξωτερικών διαθέτει την ειδικότερη τεχνογνωσία σε θέματα που αφορούν στην ανιθαγένεια (προκειμένου για πολίτες τρίτων χωρών). Θετική είναι η διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων χωρών, που στερούνται για αντικειμενικούς λόγους ισχυρό διαβατήριο και / ή ταξιδιωτικό έγγραφο, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Τούτο συνεπάγεται την ενημέρωση των κατά τόπον αρμόδιων υπαλλήλων των Υπηρεσιών Μετανάστευσης για τη σχετική κατηγορία αλλοδαπών πολιτών και για την παροχή των κατάλληλων συμβουλών στους ενδιαφερόμενους προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη διαμονή τους στη χώρα. Τέλος, σημειώνεται ότι σύμφωνα με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αρμόδιο όργανο για την επίβλεψη της εφαρμογής της Σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς τω Ανιθαγενών και για την παροχή τεχνογνωσίας ή οιασδήποτε άλλης υποστήριξης στα κράτη είναι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, που διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα και συνεργάζεται με την Ελληνική Πολιτεία για την εφαρμογή της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική Πολιτεία είχε ανταποκριθεί θετικά στο παρελθόν σε απάντηση ερωτηματολογίου που εντασσόταν σε έρευνα που διεξήγαγε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για την ανιθαγένεια στα κράτη μέλη της ΕΕ. Για τη δράση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες όσον αφορά στην ανιθαγένεια αλλά και για τις περιπτώσεις της ανιθαγένειας που αντιμετωπίζει σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπε ειδικότερα: http://www.unhcr.org/pages/49c3646c155.html