• Σχόλιο του χρήστη 'Αλιφέρης Ιάσων' | 10 Ιανουαρίου 2020, 04:05

    Οι υποψήφιοι διδάκτορες λόγω της μη υπαγωγής τους στο τυπικό πρόγραμμα σπουδών που διέπει τα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά πρώτου κύκλου προγράμματα σπουδών, πρέπει εξαιρούνται των περιοριστικών ρυθμίσεων του άρθρου 160. Η έρευνα σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής, δεν είναι εφικτό να υλοποιείται κατά αποκλειστικότητα έως 30 Ιουνίου κάθε έτους. Τα υπό μελέτη επιστημονικά δεδομένα είναι μοναδικά για κάθε ερευνητικό έργο, δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς αλλά σε μη προκαθορισμένους κανόνες και τυχαία γεγονότα. Αυτό το επίπεδο εκπαίδευσης είναι επίπονο, χρονοβόρο και απαιτητικό, με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο να μην αποτελούν με καθολικό τρόπο περιόδους παύσης της ερευνητικής διαδικασίας. Εξάλλου το τυπικό Ακαδημαϊκό έτος αφορά την περίοδο Από 1 Σεπ έως 31 Αυγ καθ’ έτους. Επιπλέον, ακόμα και για σπουδές σε προπτυχιακό επίπεδο το Ακαδημαϊκό έτος αφορά την περίοδο 1 Σεπ έως και 30 Αυγ, με το μήνα Σεπ να αποτελεί μήνα εξεταστικής περιόδου. Αν ο υπάλληλος δε μπορεί να παραστεί σε αυτή την εξεταστική, δεν θα μπορέσει θα υλοποιήσει την απαίτηση του άρθρου 160 2β, με ευθύνη της υπηρεσίας. Επιπροσθέτως, σχετικά με τα μεταπτυχιακά προγράμματα πρώτου κύκλου, ισχύει το ίδιο Ακαδημαϊκό έτος (1 Σεπ έως 30 Αυγ), με την έναρξη σημαντικού αριθμού μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών να υλοποιείται εντός μηνός Σεπτέμβρη. Τέλος με την υποχρέωση για παύση της απόσπασης κάθε 01 Ιουλ με 30 Σεπ, ο υπάλληλος διακόπτει τυχόν συμβόλαιο μίσθωσης ακινήτου στον τόπο σπουδών (σ.σ συμβόλαια τόσο σύντομης διάρκειας δύσκολα προσφέρονται από ιδιοκτήτες ακινήτων σε περιοχές που διαθέτουν Πανεπιστήμια και ΤΕΙ), και επιστρέφει στον τόπο που υπηρετούσε, ή διατηρεί και τις δύο οικίες. Και στις δύο περιπτώσεις το κόστος των διαρκών μετακομίσεων είτε το κόστος διατήρησης δυο κατοικιών σε διαφορετικούς τόπους δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης μεταξύ του Πυροσβεστικού Προσωπικού, διότι μόνο όσοι υπάλληλοι έχουν υψηλά εισοδήματα μπορούν να ανταπεξέλθουν. Δυσχεραίνεται η προσπάθεια για αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου του συνόλου του προσωπικού, δεδομένης της ύπαρξης ενός ασταθούς περιβάλλοντος εργασίας, το οποίο ωθεί τον έχοντα επιθυμία για εξέλιξη σε οικονομική κατάπτωση. Στο προσωπικό δημιουργούνται οικονομικής φύσεως εμπόδια για απόκτηση επαγγελματικών δικαιωμάτων και εξειδικεύσεων απαραίτητων για την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της Υπηρεσίας, απειλώντας κατά τον τρόπο αυτό το Δημόσιο Συμφέρον και της ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης για αναβάθμιση των ικανοτήτων και γνώσεων των Δημοσίων Υπαλλήλων. Το κόστος σπουδών πολλαπλασιάζεται, ξεπερνώντας της αντοχές των ήδη μειωμένων μισθών.