• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ' | 18 Απριλίου 2022, 12:37

    Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης του Σχεδίου Νόμου με τίτλο «ΓΙΑΤΡΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ΙΣΟΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡEΣΙΕΣ ΤΟΥ EΘΝΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Αποφοίτων Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ) καταθέτει τις ακόλουθες παρατηρήσεις, ευελπιστώντας να συμβάλει στο δημόσιο διάλογο επί των ζητημάτων που θίγονται στο παρόν Σ/Ν: Α) Μέρος Α’: ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, ΤΩΝ ΙΑΤΡΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΛΙΚΩΝ - Σύμφωνα με το νόμο 4238/2014, σκοπός του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας είναι, μεταξύ άλλων «η αγορά υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους (…) σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ενιαίο Κανονισμό Παροχών Υγείας του Οργανισμού». Επομένως, ο ΕΟΠΥΥ έχει καταστεί ο μοναδικός αγοραστής υπηρεσιών από τους ιδιώτες παρόχους, το λεγόμενο και «μονοψώνιο». Η αποστολή του αυτή, ως αγοραστή υπηρεσιών υγείας, δεν συνάδει με το ρόλο που του αποδίδεται από το άρθρο 3 του παρόντος ως «λειτουργικού συντονιστή» των δικτύων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Θεωρούμε ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός, ο συντονισμός, ο έλεγχος και η πρωτοβουλία για συνεργασίες μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων πρέπει να παραμείνει στον καθ’ ύλην αρμόδιο φορέα πολιτικής, δηλαδή το Υπουργείο Υγείας και τις Υγειονομικές Περιφέρειες. Ο επιτελικός συντονισμός των Δομών, των επαγγελματιών και των παρόχων πρέπει να αποτελεί τμήμα του κεντρικού σχεδιασμού της πολιτικής υγείας και να μην υπεισέρχονται σε αυτόν κριτήρια ελεύθερης αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, κρίνεται απαραίτητο το Υπουργείο Υγείας να διατηρήσει την κρίσιμη αυτή αρμοδιότητα και να επενδύσει στο υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό του που αποδεδειγμένα διαθέτει υψηλό επίπεδο κατάρτισης, τεχνογνωσία και εργασιακή εμπειρία. - Ενώ κρίνεται θετική η θέσπιση κριτηρίων ποιότητας στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας, θεωρούμε ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρουσιάζει τα εξής προβλήματα: o Δίνει υπέρμετρη βαρύτητα σε ζητήματα υλικοτεχνικού εξοπλισμού, γεγονός που θα δώσει σαφές προβάδισμα στους μεγάλους ιδιωτικούς φορείς, διασφαλίζοντάς τους ταυτόχρονα προνομιακές αποζημιώσεις. o Παραλείπει να εισάγει κριτήρια που βασίζονται στη διεπιστημονικότητα της αντιμετώπισης του ασθενούς, κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με το σύγχρονο πρόταγμα της ολιστικής προσέγγισης της υγείας, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία και έχει παγιωθεί ως θέση της πλειοψηφίας των επιστημονικών φορέων και των αρμόδιων διεθνών οργανισμών. - Καταθέτουμε τον έντονο προβληματισμό μας για την προωθούμενη κατάργηση της παρούσας λειτουργικής δομής της Υπηρεσίας Ελέγχου Δαπανών Υγείας Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΥΠΕΔΥΦΚΑ, α.22), μίας Υπηρεσίας του ΕΟΠΥΥ με τεκμηριωμένη τεχνογνωσία, συσσωρευμένη εμπειρία και υψηλή αποτελεσματικότητα στον έλεγχο δαπανών υγείας, την επιθεώρηση συμβεβλημένων παρόχων υγείας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στους παρόχους. Θεωρούμε ότι η αρμόδια Υπηρεσία του ΕΟΠΥΥ είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στην επίτευξη των στόχων του ελέγχου της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες, του ελέγχου των δαπανών, της τήρησης της νομιμότητας και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Ως ΔΣ της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ εκφράζουμε την αντίθεσή μας με την προωθούμενη εκχώρηση αυτής της αρμοδιότητας σε ιδιώτες, όπως προβλέπεται με το άρθρο 7 του παρόντος, καθώς η ελεγκτική αρμοδιότητα ενός δημόσιου οργανισμού πρέπει να παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο και μακριά από το πεδίο συναλλαγής μεταξύ ιδιωτικών φορέων. Η ΥΠΕΔΥΦΚΑ υπό το πρίσμα αυτό θα έπρεπε να αναβαθμιστεί και να ενισχυθεί με ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικούς πόρους και όχι να μετατραπεί σε μια απλή Διεύθυνση του ΕΟΠΥΥ. - Η αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 20 του ν. 3918/2011 από το άρθρο 21 του παρόντος και η απαλοιφή της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων αλλά και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑμεΑ) στο ΔΣ του ΕΟΠΥΥ μειώνει τις δημοκρατικές δικλείδες λειτουργίας και την κοινωνική λογοδοσία του οργανισμού και αποστερεί από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων επί κρίσιμων ζητημάτων. Με αυτό τον τρόπο αποδυναμώνεται σημαντικά ο ρόλος των ασθενών, κάτι το οποίο βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει η σύγχρονη διεθνής επιστημονική βιβλιογραφία και οι διεθνείς οργανισμοί. Β) ΜΕΡΟΣ Γ΄ - ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΥΓΕΙΑΣ - Οι Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) αποτέλεσαν μία από τις βασικότερες καινοτομίες της μεταρρύθμισης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) που επιχείρησε ο ν.4486/2017, σε εφαρμογή στρατηγικών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (family health units). Η μέχρι τώρα λειτουργία τους, όπως βασίζεται στη διεπιστημονικότητα, την πρόληψη, την οικογενειακή ιατρική και την παρέμβαση στην κοινότητα, έχει αξιολογηθεί θετικά από διεθνείς και ανεξάρτητους φορείς. Θεωρούμε ότι η ύπαρξη εγγεγραμμένου πληθυσμού αναφοράς των ΤΟΜΥ αποτελεί το βασικό εργαλείο για την παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού, την πρόληψη και την προαγωγή υγείας καθώς και την προώθηση της ολιστικής φροντίδας, ιδιαίτερα σε συνθήκες συνεχιζόμενης υγειονομικής κρίσης. Η κατάργηση του εγγεγραμμένου πληθυσμού αναφοράς (α.24) θα αποστερήσει από τους πολίτες την αναγκαία προσωπική και ανεμπόδιστη σχέση με τον γιατρό και τη διεπιστημονική ομάδα της γειτονιάς τους και ενδέχεται να υποβαθμίσει τις ΤΟΜΥ σε κέντρα απλής συνταγογράφησης. Επίσης, στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαφαινόμενη υποχώρηση του διεπιστημονικού μοντέλου λειτουργίας υπέρ μίας ιατροκεντρικής προσέγγισης, δεν συμβαδίζει με τη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με την ΠΦΥ. Τέλος, θεωρούμε ότι η προωθούμενη πλήρης οργανική απορρόφηση των Μονάδων αυτών από τα Κέντρα Υγείας θα στερήσει από τις διεπιστημονικές ομάδες την αναγκαία δυνατότητα αυτόνομης (αλλά εποπτευόμενης) λειτουργίας ώστε να διασφαλίζεται η προτεραιότητα στην κοινοτική παρέμβαση και την πρόληψη έναντι της κάλυψης υπηρεσιακών αναγκών στη λειτουργία των Κέντρων Υγείας. - Ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού εισήχθη με το ν.4328/2014 και επαναπλαισιώθηκε με το ν.4486/2017. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι μεταρρυθμίσεις στο χώρο της υγείας απαιτούν χρόνο, επένδυση πόρων, εκπαίδευση και συμμετοχή των βασικών «παικτών» του συστήματος, διοικητικές αναδιαρθρώσεις και συνεχή ενημέρωση των πολιτών. Θεωρούμε ότι η υλοποίηση ενός τόσο σημαντικού θεσμού, όπως αυτός του οικογενειακού ιατρού (Διακήρυξη της Αστάνα, 2018) χαρακτηρίστηκε από ασυνέχειες, βασικές διοικητικές παραλείψεις και έλλειψη πολιτικής βούλησης. Επομένως δεν έχει ακόμα ουσιαστικά δοκιμαστεί στην πράξη. Η εισαγωγή ενός νέου θεσμού, όπως αυτός του «Προσωπικού Ιατρού» (α.25) ανατρέπει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια και ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση στους πολίτες. Επίσης, ως στελέχη της δημόσιας διοίκησης, θεωρούμε ότι το κέντρο βάρους αυτών των θεσμών πρέπει να ανήκει στο δημόσιο σύστημα υγείας και ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα να παραμένει αυστηρά συμπληρωματικός, ιδιαίτερα στη χώρα μας που διακρίνεται από υπέρογκες και συνεχώς αυξανόμενες ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Από τη συγκεκριμένη διάταξη γίνεται φανερή η προωθούμενη αύξηση της συμμετοχής των ιδιωτών στον νεοεισαγόμενο θεσμό, κάτι που δύναται να έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας των πολιτών όσο και στην αύξηση της προκλητής ζήτησης για υπηρεσίες υγείας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η οικογενειακή ιατρική αποτελεί ένα εξαιρετικά εξειδικευμένο κλάδο με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις και κρίσιμο ρόλο εντός των συστημάτων υγείας (WONCA, 2019). Η απόδοση του ρόλου του «Προσωπικού Ιατρού» σε ιατρικές ειδικότητες χωρίς την ανάλογη κατάρτιση ενδέχεται να αποβεί αναποτελεσματική ως προς τη δημιουργία των κατάλληλων pathways για τους ασθενείς αλλά και την ίδια τη λειτουργία του συστήματος υγείας. - Εκφράζουμε την επιφύλαξή μας για τη θέσπιση της συστηματικής συνεργασίας ιδιωτών γιατρών με δημόσιες μονάδες ΠΦΥ (α.25 κ.ε.) καθώς, όπως έχουν δείξει προηγούμενες εμπειρίας αντίστοιχης λειτουργίας, το μοντέλο αυτό μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία στρεβλώσεων, προκλητής ζήτησης και φαινομένων μετατροπής των δημόσιων δομών σε προθάλαμο του ιδιωτικού τομέα. - Θεωρούμε απολύτως απαραίτητη την ισότιμη πρόσβαση όλων σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, ανεξάρτητα από την ασφαλιστική τους κατάσταση, ιδιαίτερα σε συνθήκες εκτεταμένης ανεργίας, φτώχειας, ακρίβειας και συνεχιζόμενης πανδημίας. Ο περιορισμός της πρόσβασης των ανασφάλιστων πολιτών σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπως αποτυπώνεται στις διατάξεις του παρόντος Σ/Ν (α.26 κ.ε.) θα έχει δυσμενείς συνέπειες τόσο για το ίδιο το δημόσιο σύστημα υγείας, που βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση μετά από 2,5 χρόνια αποκλειστικής διαχείρισης της πανδημίας, όσο και για τους πολίτες, μεγάλο ποσοστό των οποίων πλέον απειλούνται από καταστροφικές δαπάνες υγείας (OOΣΑ – European Observatory on Health Systems and Policies, 2021). - Τέλος, από τις διατάξεις του Μέρους Γ απουσιάζουν οι αναφορές στις Κινητές Μονάδες Υγείας (ΚΟΜΥ) του άρθρου 106Α του ν.4461/2017, ενός τύπου μονάδας που με την ευέλικτη λειτουργία του θα μπορούσε να μπορούσε να δώσει λύσεις σε προβλήματα προσβασιμότητας των υπηρεσιών υγείας ιδιαίτερα σε άγονες και δυσπρόσιτες περιοχές και στη μείωση του υψηλού ποσοστού ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών (ΟΟΣΑ 2021). Γ) ΜΕΡΟΣ Δ΄ - ΚΑΤ΄ ΟΙΚΟΝ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ, ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ, ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΑ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ - Θεωρούμε ότι βρίσκεται σε θετική κατεύθυνση και απευθύνεται σε πραγματικά προβλήματα η προωθούμενη ρύθμιση του πλαισίου λειτουργίας της κατ’ οίκον νοσηλείας (α.40), μολαταύτα σημειώνουμε τα εξής: (α) ο ορθότερος επιστημονικά όρος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση της ΠΦΥ, είναι κατ’ οίκον φροντίδα, (β) οι φορείς του ιδιωτικού τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης που θα δραστηριοποιηθούν στο συγκεκριμένο πεδίο θα πρέπει να λειτουργούν αυστηρά συμπληρωματικά του δημόσιου τομέα, δωρεάν, με αυστηρές προϋποθέσεις και κριτήρια και (γ) η υλοποίηση της παρούσας διάταξης προϋποθέτει την ενίσχυση με υλικοτεχνικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό των δημόσιων μονάδων ΠΦΥ, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους και να μην εκχωρείται η αρμοδιότητα αποκλειστικά στους ιδιώτες. Οι παραπάνω παρατηρήσεις μας ισχύουν και για τη διάταξη του άρθρου 42. - Το ΕΣΥ δοκιμάστηκε πολύ σκληρά κατά την πανδημία καθώς οι δημόσιες δομές επωμίστηκαν το βάρος αντιμετώπισης του συνόλου των περιστατικών covid-19. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ελλιπή ενίσχυσή του με μόνιμες προσλήψεις και την αναστολή εργασίας των μη εμβολιασμένων υγειονομικών, είχε ως αποτέλεσμα την εργασιακή εξουθένωση του προσωπικού και την εξάντληση του capacity των δημόσιων μονάδων που λειτουργούν σε ασφυκτικό πλαίσιο. Η προωθούμενη ρύθμιση του άρθρου 44 «Απογευματινά χειρουργεία Εθνικού Συστήματος Υγείας» θεωρούμε ότι: o θα επιδεινώσει το πρόβλημα λειτουργίας των νοσοκομείων, o θα δεσμεύσει αναγκαίο προσωπικό και υλικούς πόρους του ΕΣΥ για την εξυπηρέτηση ιδιωτικής πελατείας o θα μετακυλήσει το οικονομικό βάρος απαραίτητων ιατρικών πράξεων στους πολίτες, μεγάλο ποσοστό των οποίων βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση (ΕΛΣΤΑΤ, 2021) o θα διευρύνει και θα εντείνει τις υγειονομικές ανισότητες και o θα αυξήσει τα ποσοστά ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών. Δ) ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Σημειώνουμε ότι σε πληθώρα άρθρων του παρόντος Σ/Ν παρατηρείται η χρήση εκτεταμένων εξουσιοδοτικών διατάξεων, κάτι που βρίσκεται σε αντίθεση με τις αρχές καλής νομοθέτησης και την πάγια νομολογία του ΣτΕ, που ορίζουν ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική, ορισμένη και συγκεκριμένη κατά το περιεχόμενο, το αντικείμενο, τον σκοπό και την έκτασή της. Όπως απέδειξε και η εμπειρία της πανδημίας covid-19, είναι αναντικατάστατος ο ρόλος του κράτους και των δημόσιων Υπηρεσιών στην προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην Υγεία. Η πλήρης διασφάλιση του δικαιώματος αυτού στις μέρες μας απαιτεί καθολική πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες και προϋποθέτει ισχυρή Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ με ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικό εξοπλισμό, σύγχρονη, συμμετοχική και αποτελεσματική διοίκηση του Συστήματος Υγείας, και προστασία του δημόσιου χαρακτήρα των δομών και των υπηρεσιών. Σε συνέχεια των ανωτέρω, και με τη διάθεση να συνεισφέρουμε στο διάλογο για τη στήριξη του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, ελπίζουμε ότι το αρμόδιο Υπουργείο Υγείας θα λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ. Με εκτίμηση, Το ΔΣ της ΕΝΑΠ ΕΣΔΔΑ