• Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (Ε.Σ.Α.μεΑ.) η οποία αποτελεί τον τριτοβάθμιο κοινωνικό και συνδικαλιστικό φορέα των ατόμων με αναπηρία, χρόνιες παθήσεις και των οικογενειών τους στη χώρα και αναγνωρισμένο Κοινωνικό Εταίρο της ελληνικής Πολιτείας σε ζητήματα αναπηρίας. Λαμβάνοντας υπόψη: • την παρ. 6 του Άρθρου 21 του Συντάγματος της χώρας, σύμφωνα με την οποία «τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας», συνταγματικές επιταγές και απαιτήσεις της εθνικής μας νομοθεσίας, όπως: • τον ν.4488/2017, ο οποίος αναφέρει στο άρθρο 68 «Νομοπαραγωγική διαδικασία, ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων και παραγωγή επίσημων στατιστικών για τα ΑμεΑ» τα εξής: «1. Κατά το στάδιο της νομοπαραγωγικής διαδικασίας τα αρμόδια όργανα συνεκτιμούν τα δικαιώματα των ΑμεΑ, όπως αυτά περιγράφονται στη Σύμβαση και κατά τη διάρκεια της κατάρτισης σχεδίων νόμου, συνεργάζονται με το Συντονιστικό Μηχανισμό του άρθρου 69 και με το Κεντρικό Σημείο Αναφοράς του άρθρου 70 και τελούν σε διαβούλευση με αναγνωρισμένες αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος, με άτομα και με ομάδες ατόμων που έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των ΑμεΑ [...]» • τον ν.4074/2012 (ΦΕΚ 88 Α΄/11.04.2012), με τον οποίο η χώρα μας κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλο που τη συνοδεύει, γεγονός που συνεπάγεται την εφαρμογή της σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο,προτείνει τα εξής: Όπως πολλάκις έχει επισημάνει και ζητήσει η Ε.Σ.Α.μεΑ. και οι οργανώσεις μέλη της, η διασφάλιση της παροχής ποιοτικών υπηρεσιών από τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ ιδιώτες παρόχους, και όχι μόνο, σχετίζεται περισσότερο με την εκ των προτέρων θέσπιση προδιαγραφών και κριτηρίων για την επίτευξη αποδεκτού επιπέδου επάρκειας, ποιότητας και καταλληλότητας των υπηρεσιών υγείας, πόσω δε μάλλον για υπηρεσίες που δεν παρέχονται από δημόσιους φορείς υγείας (λ.χ. ειδικές θεραπείες). Οι προδιαγραφές και προϋποθέσεις αυτές, ιδίως για τις υπηρεσίες ειδικής αγωγής, είναι απαραίτητο και ασφαλέστερο να προκαθορίζονται και ελέγχονται ως προϋποθέσεις στο στάδιο της λήψης άδειας λειτουργίας των παρόχων, και να επιθεωρούνται τακτικά ως προς την πλήρωσή τους, κατά τη συμβασιοποίηση των υπηρεσιών αυτών. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες αναπηρίας όπως ο αυτισμός, η νοητική αναπηρία, η εγκεφαλική παράλυση κ.α., έχει επανειλημμένα τονιστεί η ανάγκη θέσπισης κατάλληλων όρων και προδιαγραφών παροχής υπηρεσιών ειδικών θεραπειών, στο πλαίσιο των οποίων καθίστανται απαραίτητες οι διαδικασίες διεπιστημονικής εμπλοκής και προσέγγισης, και για τις οποίες τα οριζόμενα κριτήρια ποιότητας για τη σύναψη συμβάσεων με τον Οργανισμό, στο εν λόγω άρθρο, ενδέχεται να μην είναι επαρκή / ασφαλή. Σε κάθε περίπτωση, η θέσπιση κριτηρίων ποιότητας θα πρέπει να συνοδεύεται από δικλείδες που διασφαλίζουν τη σχετική ενημερότητα του/της ασφαλισμένου/ης για την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από έναν πάροχο, καθώς και τη δυνατότητα ανεμπόδιστης πρόσβασής του/της σε αυτές, εφόσον το επιλέξει. Εκτιμούμε, τέλος, πως από τη στιγμή που ο Οργανισμός συμβάλλεται με έναν πάροχο, τεκμαίρεται ότι έχει αποδεχθεί ένα ποιοτικό και ασφαλές επίπεδο παροχής υπηρεσιών, προϊόντων και υλικών και οποιαδήποτε διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των αποζημιώσεων, για όμοιας φύσεως υπηρεσίες / προϊόντα, μάλλον παραπέμπει σε σιωπηρή συναίνεση για την παροχή υπηρεσιών κατώτερης ποιότητας προς τους/τις ασφαλισμένους/ες, σε αντίθεση με αυτό που φιλοδοξεί να θέσει στο «επίκεντρο» το παρόν προσχέδιο νόμου.