• Σχόλιο του χρήστη 'SolidarityNow' | 29 Ιουλίου 2025, 15:13

    - Το άρθρο αυτό προβλέπει την εισαγωγή νέων εγκλημάτων: - Ειδικότερα, στην παρ. 2 εντάσσεται στους τρόπους τέλεσης του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παρ. 1 η παραμονή του πολίτη τρίτης χώρας χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις. - Στην παρ. 3 εισάγεται το αδίκημα της παραβίασης των υποχρεώσεων της παρ. 3 αρ. 22 του ν. 3907/2011 (αφορά στην επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες τρίτων χωρών κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς αποχώρησης). Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι δυνάμει του άρθρου 40 του νομοσχεδίου, το Κεφάλαιο Γ του ν. 3907/2011 καταργείται και η επιβολή υποχρεώσεων προβλέπεται πλέον στο άρθρο 8 παρ. 3 του νομοσχεδίου. - Επιπλέον με το άρθρο αυτό εισάγονται εξαιρετικά αυστηρές ποινές: Αυξάνεται το πλαίσιο ποινής της παρ. 1 για την είσοδο/ έξοδο και πλέον και παραμονή από τουλάχιστον 3 μήνες και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.500 ευρώ, σε τουλάχιστον 2 έτη φυλάκιση και 5.000 ευρώ. Για παρ. 3 - παραβίαση των υποχρεώσεων της παρ. 3 του αρ. 22- προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 ευρώ. - Προβλέπονται οι δυνητικοί λόγοι αποχής από την ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όταν η πράξη αφορά παράνομη είσοδο και έξοδο, πέραν του αρ. 59 ΚΠΔ, προκειμένου να ακολουθήσει η παραπομπή του πολίτη τρίτης χώρας σε διαδικασία ταυτοποίησης κατ’ άρθρο 38 του 4939/2022. Σε κάθε περίπτωση, όταν η πράξη αφορά είσοδο, έξοδο ή παραμονή προβλέπεται η δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της άμεσης εκούσιας αναχώρησης και μη επανεισόδου. - Σχολιασμός: Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ορίζεται ότι η ποινή που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 3 δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται. Η επιβολή μιας ποινής χωρίς τη δυνατότητα του δικαστηρίου να την αναστείλει ή να τη μετατρέψει, αποτελεί μέτρο τιμωρητικό που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το κράτος δικαίου. - Σύμφωνα με την παράγραφο 8, σε περίπτωση αναστολής της ποινής, εάν ο πολίτης τρίτης χώρας υποπέσει και πάλι σε κάποιο από τα αδικήματα του άρθρου 83 η αναστολή αίρεται και η νέα ποινή εκτελείται μετά την έκτιση της ποινής που είχε ανασταλεί. - Σχολιασμός: Να σημειωθεί ότι, ιδίως, ως προς το αδίκημα της παράνομης παραμονής, αυτό δείχνει να διώκεται ακόμα και σε περιπτώσεις που η διοικητική απόφαση περί απομάκρυνσης του πολίτη τρίτης χώρας έχει αναβληθεί δυνάμει του άρθρου 10 (αρ. 9 Οδηγίας για Επιστροφές), ήτοι εάν, για παράδειγμα, λόγω τεχνικών λόγων είναι αδύνατη η επιστροφή. Ωστόσο όπως έχει κριθεί επανειλημμένως από το ΔΕΕ « ...αντίκειται στην Οδηγία 2008/115 νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα στο έδαφος κράτους μέλους υπήκοο τρίτου κράτους για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας, παραμένει στο εν λόγω έδαφος χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος» (Βλ σχετ. C329-11, C61-11). Εξάλλου, σύμφωνα με τη σκ. 58 της απόφασης C329-11 «τα κράτη μέλη δεν μπορούν, προς αντιμετώπιση της αποτυχίας των αναγκαστικών μέτρων που ελήφθησαν προς εκτέλεση της αναγκαστικής απομακρύνσεως σύμφωνα με το άρθρο 8,παράγραφος 4, της εν λόγω Οδηγίας, να προβλέπουν ποινή στερητική της ελευθερίας, για τον μοναδικό λόγο ότι ένας υπήκοος τρίτης χώρας εξακολουθεί, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν διαταγής να εγκαταλείψει το εθνικό έδαφος και μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με αυτή τη διαταγή, να παραμένει παρανόμως εντός του εδάφους κράτους μέλους, αλλά οφείλουν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, η οποία εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της». Ωστόσο, εν προκειμένω, προκύπτει ποινική ευθύνη του ατόμου για την παράταση της παραμονής του, ενώ το ίδιο το άτομο, ενδέχεται να μην δύναται να πράξει διαφορετικά, ιδίως, σε περιπτώσεις που τέθηκε στη διάθεση των αρχών για απομάκρυνση, αλλά αυτή δεν κατέστη εφικτή. - Περαιτέρω, οι ποινές είναι δυσανάλογες του αδικήματος (2 έως 5 έτη φυλάκισης, χωρίς δυνατότητα αναστολής για άλλους λόγους πλην της εκούσιας αναχώρησης), ενώ ουδεμία διαβάθμιση προβλέπεται μεταξύ των διαφόρων λόγων παράνομης διαμονής (π.χ. λόγω τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, οικογενειακής ενότητας ή για άτομα που διαμένουν και έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία και για κάποιο λόγο εξέπεσαν της νομιμότητας -λαμβάνοντας υπόψη και την κατάργηση της άδειας διαμονής λόγω εξαιρετικών λόγων-. Τέλος, να σημειωθεί ότι η απόφαση αποχής από την ποινική δίωξη λαμβάνεται μετά από η λήψη καταναγκαστικών μέτρων στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας, όπως η κράτηση για 24 πλέον μήνες, και, συνεπώς, η σχετική ποινή εκτελείται μετά από αυτήν με αποτέλεσμα να δύναται να υφίσταται ο πολίτης της τρίτης χώρας στέρηση της ελευθερίας του για μακρύ χρονικό διάστημα το οποίο θα ξεπερνά αθροιστικά τα 4 έτη.- - Συνολικά, οι εν λόγω τροποποιήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιφόρτιση των αστυνομικών, δικαστικών και σωφρονιστικών αρχών, ειδικά δε κατά την περίπτωση που για τεχνικούς ή νομικούς λόγους δεν θα είναι εν τοις πράγμασι εφικτή η επιστροφή των πολιτών τρίτων χωρών, οι οποίοι θα παγιδεύονται σε μία ατελείωτη ακολουθία δικών και φυλακίσεων. - Τέλος, σε περίπτωση που ψηφιστεί η παράγραφος 1 ως έχει, οι οικογένειες αλλοδαπών με παιδιά που εντοπίζονται στην Ελλάδα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, θα δικάζονται με τη διαδικασία του αυτοφώρου και θα φυλακίζονται, με μόνη προοπτική αποφυλάκισής την απέλαση. Το αυτό θα ισχύει ακόμα και αν η οικογένεια είχε προηγουμένως νόμιμη διαμονή, αλλά λόγω συνθηκών έχει απωλέσει τη νομιμότητά της διαμονής, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μένει χρόνια νόμιμα στην Ελλάδα και τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να έχει πλήρως ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία. - Περαιτέρω, προτείνουμε την ρητή εξαίρεση των ανηλίκων (ασυνόδευτων και μη) από την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ποινικές κυρώσεις ενεργούν κατά του βέλτιστου συμφέροντός τους και είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σε κάθε περίπτωση και ειδικά για τους ανηλίκους η αποχή από την ποινική δίωξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου αποφασίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα , αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.(46 ΚΠΔ) και δε θα πρέπει να τελεί υπό άλλους όρους.