Το άρθρο 83 του ν. 3386/2005 (Α’ 212), περί παράνομης εισόδου και εξόδου από τη χώρα, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 83
Παράνομη είσοδος, έξοδος και παραμονή στη Χώρα
- Ο πολίτης τρίτης χώρας, που εξέρχεται ή επιχειρεί να εξέλθει από το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει ή παραμένει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, αν αυτός που επιχειρεί να αναχωρήσει λαθραία, καταζητείται από τις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές ή υπέχει φορολογικές ή πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις προς το δημόσιο.
Οι κυρώσεις της παρούσας επιβάλλονται και στους πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Αν ο πολίτης τρίτης χώρας εισέλθει στο ελληνικό έδαφος ή εξέλθει από αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, μετά την ολοκλήρωση της αστυνομικής προανάκρισης και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) περί αναβολής κάθε ενέργειας σε βάρος θύματος των αναφερόμενων στην εν λόγω παράγραφο αξιόποινων πράξεων και έως το τέλος της ποινικής δίωξης για το έγκλημα που τελέσθηκε σε βάρος του, να απόσχει από την ποινική δίωξη, οπότε αίρεται η σύλληψη και κινείται η διαδικασία του άρθρου 38 του Κώδικα Νομοθεσίας για την υποδοχή, τη διεθνή προστασία πολιτών τρίτων χωρών και ανιθαγενών και την προσωρινή προστασία σε περίπτωση μαζικής εισροής εκτοπισθέντων αλλοδαπών (ν. 4939/2022, Α’ 111).
Σε κάθε περίπτωση, όταν διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα της παρ. 1, η αποχή από την ποινική δίωξη μπορεί να τελεί και υπό τον όρο άμεσης εκούσιας αναχώρησης του υπαιτίου από τη χώρα και μη παράνομης επανεισόδου του σε αυτή.
Αν η επιστροφή ή η εκούσια αναχώρηση δεν πραγματοποιηθούν, η μεν πρώτη εντός τριών (3) μηνών, η δε δεύτερη εντός τριάντα (30) ημερών, η αρμόδια αρχή που μεριμνά για την εκτέλεσή τους, γνωστοποιεί στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, ο οποίος ανακαλεί την απόφασή του για αποχή από την ποινική δίωξη και συνεχίζει την ποινική διαδικασία.
- Ο πολίτης τρίτης χώρας που παραβίασε τις υποχρεώσεις της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3907/2011 (Α’ 7) κατά τη διάρκεια της αναβολής της απομάκρυνσής του, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 23 και 37 του ν. 3907/2011, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
- Σε κάθε περίπτωση, η ποινή για τα εγκλήματα των παρ. 1 και 3 δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται με κανένα τρόπο, πλην της περίπτωσης της παρ. 5.
- Το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, υπό τον όρο ότι ο καταδικασμένος πολίτης τρίτης χώρας θα αναχωρήσει εκουσίως άμεσα από τη χώρα. Υπό τον ίδιο όρο μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου που επέβαλε την ποινή, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή του καταδικασμένου πολίτη τρίτης χώρας, να ανασταλεί η εκτέλεση του υπόλοιπου της ποινής, η έκτιση της οποίας έχει ήδη αρχίσει. Ο χρόνος της αναστολής αρχίζει από την αναχώρησή του από τη χώρα.
- Οι καταδικασμένοι πολίτες τρίτης χώρας κρατούνται σε σωφρονιστικά καταστήματα σύμφωνα με τις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999, Α’ 291), καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έκτισης της ποινής τους. Σε περίπτωση αναστολής της εκτέλεσης της ποινής λόγω εκούσιας άμεσης αναχώρησης του κρατούμενου από τη χώρα, ο κρατούμενος εξακολουθεί να κρατείται σε προ-αναχωρησιακά κέντρα κράτησης ή σε σωφρονιστικά καταστήματα μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκούσιας άμεσης αναχώρησης.
- Η μεταγωγή του κρατούμενου για την αναχώρηση, η παράδοση και παραλαβή του, τα μέσα πραγματοποίησης της μεταγωγής, τα μέτρα ασφάλειας κατά τη διάρκειά της, οι χώροι παραμονής κατά περίπτωση και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια ρυθμίζονται από τα άρθρα 77 του Σωφρονιστικού Κώδικα περί εκτέλεσης μεταγωγής, 11 του π.δ. 215/2006 (Α’ 217), περί μεταγωγών κρατουμένων και 144 έως 154 του π.δ. 141/1991 (Α’ 58), περί των ειδικότερων ζητημάτων της διαδικασίας μεταγωγής κρατουμένων, όπως των αναγκαίων εγγράφων, των υποχρεώσεων μετά και πριν από την παραλαβή των κρατουμένων, των ενεργειών σε περίπτωση ασθένειας ή θανάτου ή στάσης ή απόδρασης μεταγομένων, της παράδοσης των μεταγομένων, καθώς και των ειδικότερων μέτρων κατά τις μεταγωγές με αυτοκίνητο, σιδηροδρόμους, πλοία και αεροπλάνα. Η εκπλήρωση του όρου της αναστολής εκτέλεσης ποινής της παρ. 5 βεβαιώνεται προς τον αρμόδιο εισαγγελέα από την αρμόδια υπηρεσία εκτέλεσης της μεταγωγής μετά την οριστική αναχώρησή του από τη χώρα.
- Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασμένος πολίτης τρίτης χώρας υποπέσει εκ νέου σε κάποιο από τα αδικήματα του παρόντος άρθρου, η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μόλις ασκηθεί ποινική δίωξη για τη νέα πράξη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται μετά την έκτιση της ποινής που είχε ανασταλεί.».
Το Άρθρο 27, το οποίο αντικαθιστά το Άρθρο 83 του Νόμου 3386/2005 (Α’212), δεν αυξάνει απλώς τις ποινές για (απόπειρα) «παράνομης» εισόδου ή εξόδου· δημιουργεί ένα αυτόνομο ποινικό αδίκημα «παράνομης παραμονής», εδραιώνοντας περαιτέρω ένα εχθρικό περιβάλλον «crimmigration», στο οποίο τα άτομα θα αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων τους υπό τη συνεχή απειλή ποινικής δίωξης.
Επιπλέον, οποιοσδήποτε είχε κάποτε νόμιμη βάση παραμονής — είτε εισήλθε νόμιμα και στη συνέχεια έχασε το νομικό του καθεστώς, είτε δεν είχε ποτέ καθεστώς — θα υπόκειται σε αυτόματη σύλληψη, με όλες τις συνακόλουθες επιπτώσεις στη ζωή της οικογένειας, στην προσωπική σταθερότητα και στις εργασιακές σχέσεις (συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών συνεπειών για τους εργοδότες και τους κλάδους που εξαρτώνται από την εργατική μετανάστευση).
Οι προτεινόμενες κυρώσεις είναι σαφώς δυσανάλογες. Καθώς η συντριπτική πλειονότητα των υπηκόων τρίτων χωρών που φθάνουν στην Ελλάδα ζητούν άσυλο, έρχεται σε σύγκρουση με το Άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και την Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου της ΕΕ, που απαγορεύουν την επιβολή ποινών σε αιτούντες άσυλο για παράνομη είσοδο ή παραμονή. Σύμφωνα με την Οδηγία Επιστροφής του 2008, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απελάσουν πρέπει να απελευθερώνονται και όχι να ποινικοποιούνται για περιστάσεις πέραν του ελέγχου τους. Το ΔΕΕ έχει καταστήσει σαφές ότι ποινικές κυρώσεις που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας — όπως αυτές που προβλέπονται εδώ — είναι παράνομες (βλ. ΔΕΕ, C-61/11 PPU, El Dridi). Επιπλέον, η ποινική δίωξη για υπέρβαση παραμονής δημιουργεί ακόμα ένα εμπόδιο στη νόμιμη απομάκρυνση.
Περαιτέρω, η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού κινδυνεύει να εξαναγκάσει υπηκόους τρίτων χωρών να «συμφωνήσουν» σε οικειοθελή επιστροφή, χρησιμοποιώντας ως μοχλό την ποινική δίωξη και τα πρόστιμα. Αυτό εισάγει ένα απαράδεκτο και τιμωρητικό εργαλείο στις διαδικασίες επιστροφής. Η Οδηγία Επιστροφής δεν επιτρέπει τη χρήση ποινικών ή χρηματικών κυρώσεων για την υποχρεωτική επιστροφή. Τέτοια μέτρα είναι όχι μόνο δυσανάλογα, αλλά θα επιβαρύνουν υπερβολικά και το ελληνικό δικαστικό σύστημα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, συνιστούμε έντονα τη διαγραφή του Άρθρου 27, καθώς και κάθε άλλης διάταξης που προωθεί την ποινικοποίηση των υπηκόων τρίτων χωρών που που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων.
Σε κάθε παρανομία πρέπει να υπάρχει πρόστιμο και ποινή.
Εκτός από άμεση απέλαση.
Το κράτος (δηλαδή αυτοί που το εκπροσωπούν) πρέπει να δικαστεί και να πληρώσει για όλα τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει παράνομοι μετανάστες.
Τους μη ενεργώντες και τους παράλογα αντιδρώντες βαρύνει η ευθύνη ηθική και νομική για ότι συμβαίνει και έχει συμβεί
σε ανυποψίαστους, φιλήσυχους και νομοταγής πολίτες.
Έλεος
Σε ό,τι αφορά πάντως την ποινικοποίηση της παράνομης παραμονής θα πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ενότητα 4 της υπ’ αριθ. 2017/2338 Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Εγχειρίδιο περί επιστροφής», δεν απαγορεύεται, με βάση την οδηγία περί επιστροφής, η επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος πολιτών τρίτων χωρών που εξακολουθούν να διαμένουν παράνομα στη χώρα μας, παρόλο που έχουν εφαρμοστεί σε βάρος τους, χωρίς επιτυχία, οι διαδικασίες επιστροφής του Ν. 3907/2011 και δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή τους. Συνεπώς η ποινικοποίηση της παράνομης παραμονής είναι επιτρεπτή και θα πρέπει να αφορά μόνο τα ανωτέρω πρόσωπα. Με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να διώκονται ποινικά και οι πολίτες τρίτων χωρών που εξακολουθούν να διαμένουν παράνομα στη χώρα μας, παρόλο που έχουν εφαρμοστεί σε βάρος τους, χωρίς επιτυχία, οι διαδικασίες απέλασης του Ν. 3386/2005 και δεν υφίσταται λόγος που να δικαιολογεί τη μη απέλασή τους. Η θεσμοθέτηση ποινικής κύρωσης για τη δίωξη της παράνομης παραμονής στη χώρα μας πρέπει να αποτελεί το ύστατο μέσο καταναγκασμού, σε βάρος των προαναφερόμενων προσώπων, προς συμμόρφωσή τους με την υποχρέωση της επιστροφής ή απέλασης.
Το νομοσχέδιο θεσπίζει βαρύτατες ποινικές κυρώσεις για την παράνομη είσοδο και έξοδο πολίτη τρίτης χώρας από την Ελλάδα, ενώ για πρώτη φορά ορίζει ως ποινικό αδίκημα με τις ίδιες βαρύτατες ποινικές κυρώσεις την παράνομη παραμονή σε αυτό, στο πνεύμα και της πρόσφατης απόφασης για την τρίμηνη αναστολή των αιτημάτων ασύλου από άτομα που εισέρχονται στη χώρα παράνομα με οποιοδήποτε πλωτό μέσο που προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική (άρθρο 79 Ν. 5218/2025). Τα άτομα αυτά επιστρέφονται, χωρίς καταγραφή, στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής. Οι νομοθετικές αυτές εξελίξεις αντίκειται στη Σύμβαση της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων (1951) σχετικά με το δικαίωμα στο άσυλο, την απαγόρευση επιβολής ποινικών κυρώσεων σε πρόσφυγες για την παράνομη είσοδο και παραμονή τους (άρθρο 31), ενώ και η Οδηγία 2008/115/ΕΚ ρυθμίζει μόνο διοικητικές διαδικασίες απομάκρυνσης με σειρά νομικών εγγυήσεων, εξαιρέσεων, παροχή αποτελεσματικών ενδίκων μέσων και σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας. Το νομοσχέδιο αντίθετα εξαρτά την αποχή από την ποινική δίωξη από την άμεση εκούσια αναχώρηση του πολίτη τρίτης χώρας και προβλέπει την φυλάκιση του σε σωφρονιστικά καταστήματα σε απόκλιση από την Οδηγία 2008/115/ΕΚ και τις σχετικές εγγυήσεις της, καθώς ρητά προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται ο Σωφρονιστικός Κώδικας, κατά παράβαση της πρόθεσης της Οδηγίας για εφαρμογή μόνο διοικητικής κράτησης ως εξαιρετικό μέτρο και με πρόβλεψη πλήρους πλέγματος νομικών εγγυήσεων κατά την εφαρμογή της. Η πρόβλεψη αυτή, για ποινικοποίηση της παράνομης παραμονής πολίτη τρίτης χώρας στο ελληνικό έδαφος, σε συνδυασμό με αυστηροποίηση διατάξεων για τις διαδικασίες ασύλου, π.χ. παράβολο 300€ για τα μεταγενέστερα αιτήματα ασύλου (άρθρο 34 νομοσχεδίου), ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής κατά απορριπτικής απόφασης ασύλου και άρα δυνατότητα νόμιμης παραμονής στη χώρα, μόνο αν η προσφυγή ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 35 νομοσχεδίου), ή για έκδοση αδειών παραμονής, όπως η κατάργηση δυνατότητας αίτησης άδειας παραμονής για εξαιρετικούς λόγους (άρθρο 29 νομοσχεδίου) και κατάργηση της δυνατότητας αίτησης για άδεια διαμονής του άρθρου 193 του ν. 5078/2023 περί χορήγησης νέου τύπου άδειας διαμονής για εργασία σε πολίτες τρίτων χωρών (άρθρο 30 νομοσχεδίου) θα καταστήσει ποινικούς παραβάτες σε κίνδυνο φυλάκισης με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων χωρίς καμία δυνατότητα νομιμοποίησης της παραμονής τους στη χώρα χωρίς υπαιτιότητά τους και χωρίς καν τις εγγυήσεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ για τις Επιστροφές και κατά παράβαση του ενωσιακού Δικαίου. Τέλος, ειδικά για τους πολίτες τρίτης χώρας με σοβαρότατα προβλήματα υγείας που έχουν εκπέσει από τη διαδικασία ασύλου, η κατάργηση από το 2020 με το Νόμο 4686/2020 της δυνατότητας παραπομπής τους από τις Επιτροπές Προσφυγών στο Υπουργείο Μετανάστευσης για χορήγηση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους έχει καταστήσει αδύνατη την τακτοποίηση της παραμονής τους στη χώρα και την πρόσβασή τους στο σύστημα υγείας, ενώ με το παρόν νομοσχέδιο, με την αυστηροποίηση των διατάξεων για τα μεταγενέστερα αιτήματα ασύλου και την ποινικοποίηση της παράνομης παραμονής κινδυνεύουν να φυλακίζονται με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις χωρίς καν τις εγγυήσεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ για τις Επιστροφές και κατά παράβαση του ενωσιακού Δικαίου (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για απαγόρευση των βασανιστηρίων και της υποβολής σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, άρθρο 1 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, άρθρο 2 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το Δικαίωμα στη Ζωή, άρθρο 19 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για την προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης, απέλασης και έκδοσης Βλ. Paposhvili κατά Βελγίου (Paposhvili v. Belgium [GC] – 41738/10,Judgment 13.12.2016 και Υπόθεση ΔΕΕ C-69/21/22.11.2022, Savran κατά Δανίας, Savran v. Denmark [GC] – 57467/15 Judgment 7.12.2021). Σε κάθε περίπτωση οι ευάλωτες ομάδες, όπως ανήλικοι και ασυνόδευτοι ανήλικοι, άτομα με αναπηρία και σοβαρά προβλήματα υγείας, ηλικιωμένοι, έγκυες, γυναίκες σε κατάσταση λοχείας, θύματα βασανιστηρίων ή σεξουαλικής βίας, ή άλλης σοβαρής μορφής ψυχολογικής και σωματικής βίας ή εκμετάλλευσης και θύματα εμπορίας ανθρώπων δεν πρέπει να κρατούνται, λόγω του εγγενούς και δυσανάλογου κινδύνου για την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία τους.
– Αύξηση του πλαισίου ποινής φυλάκισης και του ύψους της χρηματικής ποινής για τα αδικήματα της παράτυπης εισόδου και εξόδου (είσοδος/έξοδος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις) και θεσμοθέτηση για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς αδικήματος παράτυπης διαμονής («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις») (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005).
Με το άρθρο 27 του σ/ν προτείνεται αντικατάσταση του άρθρου 83 ν. 3386/2005 όπως ισχύει. Εισάγεται αύξηση του πλαισίου ποινής για το αδίκημα της παράνομης εισόδου ή εξόδου στην/από την Ελληνική επικράτεια από «τουλάχιστον 3 μήνες» σε «τουλάχιστον 2 έτη» και της χρηματικής ποινής από «τουλάχιστον 1500 ευρώ» σε «τουλάχιστον 5000 ευρώ» (παρ. 1).
Περαιτέρω προτείνεται η εισαγωγή για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς ποινικού αδικήματος με σημαντική ποινική κύρωση σε ότι αφορά την παράτυπη διαμονή («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις»), συμπεριφορά που μέχρι σήμερα αποτελεί διοικητική παράβαση (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005).
Τέλος εισάγεται νέο ποινικό αδίκημα με πλαίσιο ποινής τουλάχιστον 2 έτη φυλάκισης και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 ευρώ, για την περίπτωση μη συμμόρφωσης με όρους υποχρεωτικής διαμονής, εμφάνισης κτλ, που έχουν τεθεί σε πολίτη τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (3) ν. 3386/2005).
Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις που πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των σχετικών ποινικών διατάξεων και συνεπώς και εις βάρος οικογενειών με παιδιά, προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες κτλ.
Για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το σ/ν προβλέπει ότι αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγείται μόνο υπό τον όρο της ‘άμεσης εκούσιας αναχώρησης’ (παρ. 4-5 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η κράτηση δεν αίρεται, αλλά συνεχίζεται σε προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα (παρ. 6 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν).
Χρόνος εκκίνησης της ποινικής διαδικασίας – άσκησης της Ποινικής Δίωξης
Ειδικότερα και σε ότι αφορά την ποινική δίωξη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου αυτή μπορεί να ασκηθεί ήδη από το αρχικό χρονικό διάστημα της εισόδου στην χώρα, πριν καν λάβουν χώρα οι προβλεπόμενες διαδικασίες ταυτοποίησης και πρόσβασης στη διεθνή προστασία και σε κάθε περίπτωση πριν λάβει χώρα η προβλεπόμενη από την Οδηγία Επιστροφών διαδικασία επιστροφής.
Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη στο άρθρο 27 σ/ν προς αντικατάσταση, παράγραφος 2 του άρθρου 86 ν. 3386, προβλέπει την δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη, οπότε και στην περίπτωση αυτή, εκκινεί η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, η αποχή από την ποινική δίωξη μπορεί με την προτεινόμενη διάταξη να τελεί υπό τον όρο της άμεσης εκούσιας αναχώρησης από την χώρα (εδάφιο β της προτεινόμενης προς αντικατάσταση με το άρθρο 27 σ/ν παρ. 2 του άρθρου 83). Σε αυτήν την περίπτωση (αποχή από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της άμεσης αναχώρησης), εάν η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί εντός 3 μηνών τότε ανακαλείται η αποχή από την ποινική δίωξη και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία (άσκηση ποινικής δίωξης) (εδάφιο γ). Η διαδικασία που «επακριβώς καθιερώνει» η Οδηγία Επιστροφών 2008/115 και η χρονική σειρά των διάφορων σταδίων, δεν μπορούν να έχουν εξ ορισμού ολοκληρωθεί εντός του χρονικού διαστήματος των 3 μηνών. Σε κάθε περίπτωση δε επισημαίνεται ότι εφόσον κατατεθεί αίτημα διεθνούς προστασίας και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης, απαγορεύεται οιαδήποτε απομάκρυνση και ο αιτών άσυλο παραμένει νόμιμα στη χώρα.
Επιπλέον για το αδίκημα της «παραμονής χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις», η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, και σε κάθε περίπτωση πριν να έχουν εκκινήσει ή/και ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπει το Δίκαιο της Ένωσης, π.χ. αμέσως μετά την απόρριψη αιτήματος ασύλου, με την οποία τερματίζεται και το δικαίωμα παραμονής, ακόμη και πριν την εκκίνηση της διαδικασίας επιστροφής.
Επί των ανωτέρω επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα παρακάτω:
1. Η επιβολή ποινικών κυρώσεων εξαιτίας της παράνομης εισόδου ή διαμονής για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Γενεύης 1951, είναι αντίθετη με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Η Σύμβαση της Γενεύης έχει εφαρμογή σε όλα τα πρόσωπα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1Α2 (ήτοι διατρέχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής για τους λόγους της Σύμβασης) ανεξαρτήτως του εάν το πρόσωπο αυτό έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας με επίσημη απόφαση των αρμόδιων αρχών, βλ. μεταξύ άλλων αιτιολογική σκέψη 21 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι πράξη με αναγνωριστικό χαρακτήρα». Επίσης, ένα πρόσωπο είναι αιτών άσυλο από τη στιγμή που εκφράζει με οποιοδήποτε τρόπο την επιθυμία του να καταθέσει αίτημα ασύλου, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω «καμιά διοικητική διατύπωση», άρθρο 1 γ ν. 4939/2022, ΔΕΕ, C‑36/20 PPU, παρ. 93, ΕΔΔΑ, [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], N.D. και N.T. κατά Ισπανίας, 13/02/2020, παρ. 180, ΕΔΔΑ, M.A. και Z.R. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, 08 Οκτωβρίου 2024, παρ. 82-86. Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για την παράνομη είσοδο και διαμονή πλέον του ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης, επιπλέον παγίως θεωρείται ένα μέτρο εξ ορισμού δυσανάλογο.
2. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για παράνομη είσοδο ή/και διαμονή πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής όπως αυτής προβλέπεται στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ είναι αντίθετη με το Δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της αποτελεσματικότητας (effet util), βλ. συναφώς και μεταξύ άλλων ΔΕΕ, C 61/11 PPU, ΔΕΕ, C-329/11, ΔΕΕ, C 430/11, ΔΕΕ, C‑47/15, ΔΕΕ, C 409/20. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν είναι σύμφωνες με το Δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την Οδηγία Επιστροφών στο βαθμό που επιτρέπουν την εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας και την επιβολή κυρώσεων πριν καν εκκινήσει η διαδικασία που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών και σε κάθε περίπτωση πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής.
3. Ακόμη και για την περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι η ποινική διαδικασία θα τύχει εφαρμογής μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών, η επιβολή ποινικών κυρώσεων και ιδίως ποινής φυλάκισης, η οποία αναστέλλεται αποκλειστικά υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄ αποτελεί ακραία περίπτωση εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου. Στην πράξη, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας επιστροφής, ο υπό επιστροφή πολίτης τρίτης χώρας είναι στην απόλυτη διάθεση των αρχών, οι οποίες μπορούν να επιβάλουν ακόμη και αναγκαστικά μέτρα (κράτηση) για την υλοποίηση της επιστροφής και η υλοποίηση της επιστροφής είναι αρμοδιότητα και ευθύνη των κρατικών αρχών. Η Οδηγία προβλέπει και αντιμετωπίζει ακόμη και την περίπτωση της μη συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής (άρθρο 16 παρ. α Οδηγίας Επιστροφών) ή τη μη συνεργασία των αρχών καταγωγής (άρθρο 16 παρ. β Οδηγίας Επιστροφών). Επομένως, η επιβολή ποινικής κύρωσης και ιδίως φυλάκισης σε σωφρονιστικό κατάστημα, η οποία αναστέλλεται υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄, αποτελεί διάταξη που χρησιμοποιεί το ποινικό οπλοστάσιο προκειμένου να παρατείνει πέρα από τα επιτρεπόμενα ανώτατα χρονικά όρια κράτησης, τη στέρηση της ελευθερίας του υπό επιστροφή πολίτη τρίτης χώρας προς το σκοπό της επιστροφής, την οποία ωστόσο απέτυχαν να επιτύχουν οι αρμόδιες αρχές που είχαν και την ευθύνη προς τούτο, και παρότι τυχόν άρνηση συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας ή των αρχών της χώρας καταγωγής έχει ήδη αξιολογηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας Επιστροφών και αντιμετωπιστεί με τα μέτρα που εκεί προβλέπονται.
4. Το σ/ν προβλέπει ότι για την περίπτωση που έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης για τα αδικήματα των παρ. 1 και 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 38 (είσοδος, παραμονή κτλ. χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και μη συμμόρφωση με υποχρεώσεις στο πλαίσιο αναβολής απομάκρυνσης) δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης παρά μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ του πολίτη τρίτης χώρας (παρ. 5 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ωστόσο ακόμη και στην ‘περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής λόγω εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ η κράτηση συνεχίζεται σε Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Η ρύθμιση αυτή εισάγει μια νέα μορφή περαιτέρω κράτησης προσώπων υπό αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, με αμφισβητούμενη νομική βάση, αφού η ποινή φυλάκισης έχει ανασταλεί και χωρίς σαφώς οριοθετημένα χρονικά πλαίσια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση που η απομάκρυνση δεν μπορεί να λάβει χώρα για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κρατούμενου (μη συνεργασία διπλωματικών αρχών, τεχνικούς λόγους κτλ.) και χωρίς να προβλέπεται ένδικο βοήθημα κατά της κράτησης αυτής.
Η περίπτωση του αυτοτελούς ποινικού αδικήματος για τους πολίτες τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης που εισάγει η παρ. 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83, το οποίο μπορεί να ανασταλεί μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης΄ επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Ιδίως υπογραμμίζεται ότι αναβολή απομάκρυνσης χορηγείται στην περίπτωση που οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν ότι η απομάκρυνση είναι ανέφικτη για νομικούς ή τεχνικούς λόγους (παραβίαση αρχή μη επαναπροώθησης, χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε ασκηθέν ένδικο μέσο, φυσική ή διανοητική κατάσταση, μη ύπαρξη μέσων μεταφοράς κτλ). Παρά ταύτα το σ/ν προβλέπει ποινή φυλάκισης και δυνατότητα αναστολής υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’.
Οι ως άνω διατάξεις είναι παρεμφερείς νομοτεχνικά των προβλέψεων του παλαιότερου άρθρου 99 παρ. 2-5 ΠΚ (υπό τον καταργηθέντα ΠΚ με το ν. 4619/2019), που μόνο προβλήματα είχαν δημιουργήσει στην πράξη, με αόριστες κρατήσεις προς εκτέλεση ανέφικτων ως επί το πλείστον δικαστικών απελάσεων που είχαν επιβληθεί για πλημμεληματικές ποινές. Βλ. αντί πολλών άλλων (Πόρισμα Συνήγορου του Πολίτη Δικαστική απέλαση και συνταγματικά όρια κράτησης, Σεπτέμβριος 2000). Εξάλλου, για το σκοπό αυτό και μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις του όλου θεσμού της δικαστικής απέλασης (με το άρθρο 1 Ν. 2408/1996, το άρθρο 6 Ν.3090/2002, το άρθρο 23 Ν.4055/2012 και το άρθρο 4 Ν.4322/2015) προκρίθηκε τελικά η λύση της κατάργησης της δικαστικής απέλασης (βλ. Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», μετέπειτα ν. 4619/2019, σελ. 19) καθώς ορθά επισημάνθηκε ότι η «Η ταυτόχρονη ωστόσο πρόβλεψη της διοικητικής απέλασης δημιουργεί στην πράξη μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με την υιοθέτηση αντιφατικών λύσεων από τις δικαστικές και διοικητικές αρχές.» Ο θεσμός της δικαστικής απέλασης επαναφέρθηκε μόλις πρόσφατα με το άρθρο 10 του ν. 5090/2024, που αφορά όμως μόνο ποινές κάθειρξης, ενώ η εκτέλεση του μέτρου καλύπτεται από εγγυήσεις εφαρμογής, όπως είχαν διαμορφωθεί με τις παλαιότερες αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις, που βέβαια ελλείπουν παντελώς από τις άστοχες νομοτεχνικά προτεινόμενες ρυθμίσεις.
Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη κρίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του ΠΚ που προέβλεπαν το θεσμό της δικαστικής απέλασης, βάσει των οποίων μετά την έκτιση ποινής ή την υφ’ όρον απόλυση, πολίτης τρίτης χώρας παρέμενε κρατούμενος για την υλοποίηση της απομάκρυνσης, δεν ήταν σύμφωνες με το άρθρο 5(1) ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι οι διατάξεις αυτές δεν προέβλεπαν ανώτατο χρονικό διάστημα για την κράτηση αυτή και το χρονικό σημείο πέραν της οποίας, αν η απέλαση δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί, αυτή θεωρείται αδύνατη, MATHLOOM κατά Ελλάδας, αριθμ. προσφυγής 48883/07, 24/04/2012.
5. Εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας, και μεταξύ άλλων προς το άρθρο 2(1) του Συντάγματος που κατοχυρώνει την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Μέτρο στέρησης της ελευθερίας που επιβάλλεται ως μέτρο που αποβλέπει στην «άσκηση πίεσης» για την επίτευξη επιδιωκόμενου σκοπού, τον οποίο η Διοίκηση είτε μπορούσε να διασφαλίσει με άλλα μέσα (διοικητική διαδικασία επιστροφής στο πλαίσιο της οποίας αντιμετωπίζονται και τα ζητήματα άρνησης συνεργασίας του υπό επιστροφή η των διπλωματικών αρχών) είτε η Διοίκηση δεν μπορεί να αποδείξει ότι μπορεί πράγματι να επιτευχθεί (όπως προκύπτει σε περίπτωση που τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο επιστρεφόμενος παρέμενε στη διάθεση των αρχών, έχουν ολοκληρωθεί χωρίς να έχει λάβει χώρα η απομάκρυνση) δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 2 (1) Συντάγματος, βλ. κατ’ αναλογία ΑΕΔ 1/2010 και ΣτΕ 580/2008, 581/2008 (αντισυνταγματικότητα προσωποκράτησης για χρέη στο δημόσιο). Αξίζει ιδίως να σημειωθεί η συγκλίνουσα γνώμη στις ΣτΕ 580/2008 και 581/2008 σύμφωνα με την οποία «το ανθρώπινο σώμα ουδέποτε δύναται να χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη σκοπού, έστω και δημοσίου συμφέροντος» τέτοιο δε μέτρο αντίκειται και στο άρθρο 7(2) του Συντάγματος – Απαγόρευση Βασανιστηρίων.
6. Εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και του πληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων και μάλιστα για αδικήματα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται «ήσσονος κοινωνικής απαξίας» (παράνομη είσοδος) ή δεν προβλέπονται καν ως αδικήματα με βάση την ποινική νομοθεσία (διαμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις). Σημειώνεται ότι ο υπερπληθυσμός των σωφρονιστικών καταστημάτων και οι επιδεινούμενες συνθήκες κράτησης λόγω και του υπερπληθυσμού αποτελούν βασικό ζήτημα για το οποίο η Ελλάδα καταδικάζεται συστηματικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καταβάλει σημαντικά ποσά αποζημιώσεων, μια «χρονίζουσα κρίση» σύμφωνα με την Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), ενώ οι ελληνικές Αρχές έχουν επανειλημμένα δεσμευτεί ότι θα αναλάβουν άμεση δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, μεταξύ άλλων με τη χρήση μη στερητικών της ελευθερίας (non-custodial) μέτρων. Όπως επισημαίνει η CPT στην τελευταία έκθεση της για την Ελλάδα, «η CPT επαναλαμβάνει τη σύστασή της προς τις ελληνικές αρχές να καταβάλουν επείγουσες και έντονες προσπάθειες για την καταπολέμηση του υπερπληθυσμού στις φυλακές» και ζητάει να ενημερωθεί για «την προώθηση και την ανάπτυξη της χρήσης μη στερητικών της ελευθερίας μέτρων». Στην έκθεση δε της Επιτροπής σχετικά με την πρακτική συστηματικής επιβολής ποινών φυλάκισης χωρίς αναστολή για το αδίκημα της παράνομης εισόδου τον Μάρτιο του 2020, η CPT τόνιζε ότι «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των ελληνικών φυλακών, η νέα αυτή πρακτική είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη». Τέλος είναι προφανές ότι εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα επιβαρύνει σημαντικά συνολικά το ποινικό σύστημα της χώρας, Εισαγγελίες, ποινικά Δικαστήρια και όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δυσχεραίνοντας την αποτελεσματική λειτουργία του και δημιουργώντας επιπλέον καθυστερήσεις.
Το Δίκτυο Συνηγορίας για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Child Rights Advocacy Network – CRAN), και οι οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών που το συναπαρτίζουν έχουν ως στόχο την προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών και δη των πιο ευάλωτων από αυτά. Για το λόγο αυτό και με σκοπό τη εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών οι συνυπογράφουσες 13 οργανώσεις 1.Better Days Greece, 2.Changemakers Lab, 3.Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, 4.Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, 5.Human Rights Legal Project, 6.INTERSOS Hellas, 7.International Rescue Committee (IRC) Hellas, 8.Open Cultural Center, 9.Safe Passage International Greece, 10. SolidarityNow, 11.Σχεδία – Κέντρο Παιδαγωγικής και Καλλιτεχνικής Επιμόρφωσης, 12.Terre des Hommes Hellas, 13.The HOME Project θεωρούμε αναγκαίο να επισημανθεί ότι σε περίπτωση που ψηφιστεί η παράγραφος 1 ως έχει, οι οικογένειες αλλοδαπών με παιδιά που εντοπίζονται στην Ελλάδα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, θα δικάζονται με τη διαδικασία του αυτοφώρου και θα φυλακίζονται, με μόνη προοπτική αποφυλάκισής την απέλαση. Αυτό θα ισχύει ακόμα και αν η οικογένεια είχε προηγουμένως νόμιμη διαμονή, αλλά λόγω συνθηκών έχει απωλέσει τη νομιμότητά της διαμονής, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μένει χρόνια νόμιμα στην Ελλάδα και τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να έχει πλήρως ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία.
Περαιτέρω, προτείνουμε την ρητή εξαίρεση των ανηλίκων (ασυνόδευτων και μη) από την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ποινικές κυρώσεις ενεργούν κατά του βέλτιστου συμφέροντός τους και είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σε κάθε περίπτωση και ειδικά για τους ανηλίκους η αποχή από την ποινική δίωξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου αποφασίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα , αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.(46 ΚΠΔ) και δε θα πρέπει να τελεί υπό άλλους όρους.
Στην παράγραφο 2 δεν προβλέπεται δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη στην περίπτωση της απλής παράνομης διαμονής (περιπτώσεις overstayers). Αυτό θα σημαίνει αυτόφωρο και άμεση παραπομπή σε δίκη σε αυτές τις περιπτώσεις. Οπότε γεννάται το ερώτημα πότε ξεκινάει να εφαρμόζεται η υποχρεωτική διοικητική διαδικασία επιστροφής, η οποία σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ θα πρέπει να προηγηθεί της εκτέλεσης ποινής επί τη βάσει ποινικής δικαστικής απόφασης. Μήπως στην παράγραφο 2 θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα αποχής και για αυτές τις περιπτώσεις (και όχι μόνο για παράνομη είσοδο/εξοδο)?
Κατά πάγια και ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη του άρθρου 2 περ. γ΄ Ν 3386/2005 (Α΄ 212) και του άρθρου 3 παρ. 1 περ. ε΄ Ν 5038/2023 (Α΄ 81), οι αιτούντες και δικαιούχοι διεθνούς προστασίας εξαιρούνται από τις ποινικές κυρώσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας, όπως η παρούσα (αντί πολλών, ΑΠ 530/2023, 130/2022, 470/2011, ΕφΒορΑιγ 30/2025, 47/2024, 36/2024, 51/2023, 29/2023).
Αφενός, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η «υποβολή» αίτησης διεθνούς προστασίας και συνακόλουθη κτήση του καθεστώτος του αιτούντος διεθνή προστασία κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. γ΄ Ν 4939/2022 (Α΄ 111) «δεν μπορεί να υπόκειται σε οποιαδήποτε διοικητική διατύπωση. Το ως άνω δικαίωμα πρέπει να του αναγνωρίζεται ακόμη και αν διαμένει παρανόμως στο έδαφος αυτό και ανεξαρτήτως των πιθανοτήτων ευδοκίμησης της αίτησής του» (ΔΕΕ C-823/21 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, 22-06-2023 σκ. 43, C-72/22 PPU Valstybės sienos apsaugos tarnyba, 30-06-2022, σκ. 57), ενώ «μπορούν να θίξουν την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος ασύλου, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη, μέτρα τα οποία, χωρίς να υφίσταται εύλογος δικαιολογητικός λόγος, έχουν ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνουν υπήκοο τρίτης χώρας να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες αρχές» (ΔΕΕ C-460/23 Kinsa, 03-06-2025, σκ. 62, C-808/18 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, 17-12-2020, σκ. 102-103 και 118-119).
Αφετέρου, η Ελληνική Αστυνομία επισημαίνει συστηματικά ότι «το σύνολο -σχεδόν- των εισερχομένων αλλοδαπών στη χώρα μας κατά τη διαδικασία της υποδοχής και ταυτοποίησης υποβάλλει αίτηση χορήγησης ασύλου» και επομένως δεν υπάγεται στις ποινικές κυρώσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας (https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/67715b2c-ec81-4f0c-ad6a-476a34d732bd/12897702.pdf, https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/67715b2c-ec81-4f0c-ad6a-476a34d732bd/12662102.pdf).
Ενόψει των ανωτέρω, η προτεινόμενη ρύθμιση παρεμποδίζει ανεπίτρεπτα το θεμελιώδες δικαίωμα στο άσυλο, ως κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 ΧΘΔΕΕ, εφόσον η κίνηση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος νεοαφιχθέντων πολιτών τρίτων χωρών προτού υπαχθούν σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης κατ’ άρθρο 38 Ν 4939/2022 και καταγραφεί η αίτηση ασύλου τους κατ’ άρθρο 69 Ν 4939/2022, σε συνδυασμό με την αύξηση της ποινής που επισύρει το αδίκημα της παράνομης εισόδο σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ, αποκλειόμενης εξ αυτού της αναστολής της έκτισης της ποινής φυλάκισης σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της παρ. 4 του παρόντος και με το άρθρο 99 παρ. 1 ΠΚ (Ν 4619/2019, Α΄ 95), όπως ισχύει, συνεπάγεται όχι μόνο αναίτια καθυστέρηση της πρόσβασής τους στη διαδικασία ασύλου, αλλά και αποθάρρυνσή τους από την άμεση εμφάνιση ενώπιον των Αρμόδιων Αρχών Παραλαβής αιτήσεων διεθνούς προστασίας, εκ του κινδύνου επιβολής ποινικών κυρώσεων (ΔΕΕ C-460/23 Kinsa, 03-06-2025, σκ. 65, πρβλ. C-821/19 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, 16-11-2021, σκ. 132).
Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας «υποβάλλεται» μεν χωρίς καμία διοικητική διατύπωση (ΔΕΕ C-823/21 Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, 22-06-2023 σκ. 43, C-72/22 PPU Valstybės sienos apsaugos tarnyba, 30-06-2022, σκ. 57), ωστόσο μόνο μετά την καταγραφή της από τις Αρμόδιες Αρχές Παραλαβής βεβαιώνεται εγγράφως η υποβολή της αίτησης και άρα δύναται ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει το καθεστώς του. Καθίσταται, επομένως, αδύνατο ο νεοαφιχθείς πολίτης τρίτης χώρας να αποδείξει το καθεστώς του ως αιτούντος διεθνή προστασία ενώπιον των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών και τη συνακόλουθη απαλλαγή του από τις ποινικές κυρώσεις του παρόντος άρθρου προτού διενεργηθεί, τουλάχιστον, η καταγραφή της αίτησης διεθνούς προστασίας. Τούτο ακριβώς, ωστόσο, συνεπάγεται η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 83 Ν 3386/2005, η οποία αποβαίνει σε βάρος των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων, καταστρατηγώντας τα βασικά δικαιώματά τους, ενώ εδράζεται αποκλειστικά στην παράτυπη είσοδο στη χώρα, αγνοώντας τις βασικές αρχές του προσφυγικού δικαίου.
Περαιτέρω, η επιχειρούμενη στην παρ. 1 ποινικοποίηση της παραμονής στο ελληνικό έδαφος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, με τις ίδιες ως άνω εκτεθείσες ποινές και χωρίς να επιτρέπεται αναστολή της έκτισης της ποινής, υπονομεύει την επίτευξη των σκοπών της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του παρόντος Σχεδίου Νόμου, καθώς και την αρχή της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας κατ’ άρθρο 58 Ν 4622/2019 (Α΄ 133), εφόσον συνεπάγεται καθυστέρηση, για το διάστημα της εκτιτέας ποινής φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, της κίνησης της διαδικασίας επιστροφής από τις αρμόδιες αρχές (ΔΕΕ C-61/11 PPU El Dridi, 28-04-2011, σκ. 59). Αντιβαίνει, επομένως, στο ενωσιακό δίκαιο και ιδίως στα άρθρα 15 και 16 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ (ΔΕΕ C-61/11 PPU El Dridi, 28-04-2011, σκ. 62).
Παραβιάζει, επίσης, την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ατελέσφορη διεξαγωγή διαδικασιών επιστροφής και η συνακόλουθη παραμονή των ενδιαφερομένων στην ελληνική επικράτεια ενδέχεται να οφείλεται σε αντικειμενικούς παράγοντες που δεν αποδίδονται σε υπαιτιότητά τους, όπως προβλέπονται στα άρθρα 10 παρ. 2 και 23 παρ. 3 του παρόντος νομοσχεδίου και πράγματι διαπιστώνονται στην πράξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Report of the 2024 Revisit of Greece related to the serious deficiencies identified in 2021 in the field of return, C(2025) 4342 final, 03-07-2025, Annex, σελ. 6, Enhancing collaboration for strengthening Returns, Ares(2024)990858, 09-02-2024, σελ. 4). Ενδεικτικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει προς το επισπεύδον Υπουργείο ότι «Πρέπει να βρεθεί επίσης μία λύση για τα άτομα που παραμένουν στην Ελλάδα, τα οποία βρίσκονται σε διαδικασία επιστροφής, ωστόσο οι χώρες καταγωγής τους δεν συνεργάζονται. Δεδομένου ότι τα άτομα αυτά δεν φέρουν υπαιτιότητα, πρέπει να τους χορηγείται νομικό καθεστώς για να επιτρέπεται η νόμιμη παραμονή τους στην Ελλάδα» (2nd Meeting of the HOME-Greece Steering Committee on the Pact – Operational Conclusions, Ares(2024)7686884, 26-09-2024, σελ. 5).
Στους ως άνω αντικειμενικούς παράγοντες εντάσσεται και η άσκηση του δικαιώματος σε δικαστική προστασία μέσω της αίτησης ακύρωσης κατά τελεσίδικης απόφασης που απορρίπτει την αίτηση διεθνούς προστασίας, όπως ρητώς ορίζεται στα άρθρα 114 επ. Ν 4939/2022 και στο άρθρο 15 Ν 3068/2002 (Α΄ 274). Από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του επισπεύδοντος Υπουργείου προκύπτει, μάλιστα, ότι περί το ¼ των αιτήσεων ακύρωσης κατά αποφάσεων ασύλου που εξετάζονται στην ουσία τους γίνονται δεκτές από τα διοικητικά πρωτοδικεία, ενώ στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους το ποσοστό αποδοχής ανέρχεται στο 40% (https://migration.gov.gr/statistika/).
Η εκδίκαση, ωστόσο, των εν λόγω ένδικων βοηθημάτων στα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, ιδίως στην Αθήνα, πλήττεται από χρόνιες και υπέρμετρες καθυστερήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ανώτατες προθεσμίες που τάσσουν οι προεκτεθείσες διατάξεις νόμου. Οι χρόνοι εκδίκασης των αιτήσεων ακύρωσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπερβαίνουν τα τέσσερα έτη κατά μέσο όρο, ακόμη δε και στην περίπτωση αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 7 Ν 3068/2002, οι χρόνοι διεκπεραίωσης των αιτήσεων αναστολής μπορεί να υπερβούν μέχρι και το εξάμηνο, ενώ αποκλείεται κατ’ αρχήν η έκδοση προσωρινής διαταγής από το Δικαστήριο. Και στην περίπτωση αυτή, συνεπώς, το άρθρο 27 του Σχεδίου Νόμου συνεπάγεται άδικη και δυσανάλογη επιβολή ποινικών κυρώσεων σε βάρος ανθρώπων που ασκούν τα προβλεπόμενα στο νόμο ένδικα βοηθήματα για την παροχή δικαστικής προστασίας και τη ρύθμιση της κατάστασής τους.
Τέλος, μη νόμιμη και αντίθετη με το άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ είναι η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 6, με την οποία προβλέπεται η συνέχιση της στέρησης ελευθερίας, είτε σε σωφρονιστικό κατάστημα είτε σε προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης, των ανθρώπων που πρόκειται να αποχωρήσουν εκουσίως από τη χώρα σύμφωνα με δικαστική απόφαση και στο πρόσωπο των οποίων δεν συντρέχει λόγος κράτησης.
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να διαγραφεί το άρθρο 27 του παρόντος Σχεδίου Νόμου, καθώς και οι σχετικές προς αυτό διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2 και 23 παρ. 3 του παρόντος. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να διαγραφεί το άρθρο 26 του παρόντος.
Στην παρ. 2 συνδέεται ξεκάθαρα η αποχή από την ποινική δίωξη με την οικειοθελή αναχώρηση από τη χώρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας και της σύνδεσης μέσου – επιδιωκόμενου σκοπού. Περαιτέρω δεν τηρείται η αρχή τη μη επαναπροώθησης.
Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2. αφαιρείται η ευνοϊκότερη διάταξη του νόμου 3386/2005, η οποία προέβλεπε ότι μπορεί να συνεχιστεί η ποινική διαδικασία, εφόσον δεν έχει παρέλθει έτος από την είσοδο του υπηκόου τρίτης χώρας στην Ελλάδα.
Στο συγκεκριμένο άρθρο προβλέπεται ότι πλέον, πέραν της παράνομης εισόδου και εξόδου, ποινικοποιείται και η παράνομη παραμονή στη χώρα.
Οι ως ανω ποινές αλλάζουν ως εξής:
*φυλάκιση: τουλάχιστον τριών μηνών (Ν. 3386/2005) —-> τουλάχιστον δύο ετών (νέο νομοσχέδιο)
*χρηματική ποινή: τουλάχιστον 1.500€ (Ν. 3386/2005) —–> τουλάχιστον 5.000€ (νέο νομοσχέδιο)
Σύμφωνα με το μεταναστευτικό δίκαιο η πρόσβαση σε άδεια διαμονής προβλέπεται μόνο σε όσους αιτούντες δεν έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει το ένα έτος. Η παρούσα πρόβλεψη για διετή φυλάκιση ουσιαστικά αποκλείει την πρόσβαση σε άδειες διαμονής του μεταναστευτικού δικαίου ακόμα και για άτομα που πληρούν όλα τα άλλα κριτήρια.
Επιπλέον, συνεχίζει να προβλέπεται ότι θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση αν αυτός που επιχειρεί να αναχωρήσει, καταζητείται από τις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές ή υπέχει φορολογικές ή πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις προς το δημόσιο. Ωστόσο, αν και στον παλιό νόμο προβλεπόταν κατώτατο όριο φυλάκισης και χρηματικής ποινής για την επιβαρυντική περίπτωση, στο νέο νομοσχέδιο δεν γίνεται τέτοια μνεία, γεγονός που δείχνει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε δικαστή πώς θα το εκτιμήσει – όχι ασφάλεια δικαίου
Προβληματική είναι η νέα πρόβλεψη είναι ότι οι κυρώσεις αυτές επιβάλλονται και σε πολίτες Ε.Ε.
– Το άρθρο αυτό προβλέπει την εισαγωγή νέων εγκλημάτων:
– Ειδικότερα, στην παρ. 2 εντάσσεται στους τρόπους τέλεσης του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παρ. 1 η παραμονή του πολίτη τρίτης χώρας χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις.
– Στην παρ. 3 εισάγεται το αδίκημα της παραβίασης των υποχρεώσεων της παρ. 3 αρ. 22 του ν. 3907/2011 (αφορά στην επιβολή υποχρεώσεων στους πολίτες τρίτων χωρών κατά τη διάρκεια της προθεσμίας οικειοθελούς αποχώρησης). Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι δυνάμει του άρθρου 40 του νομοσχεδίου, το Κεφάλαιο Γ του ν. 3907/2011 καταργείται και η επιβολή υποχρεώσεων προβλέπεται πλέον στο άρθρο 8 παρ. 3 του νομοσχεδίου.
– Επιπλέον με το άρθρο αυτό εισάγονται εξαιρετικά αυστηρές ποινές: Αυξάνεται το πλαίσιο ποινής της παρ. 1 για την είσοδο/ έξοδο και πλέον και παραμονή από τουλάχιστον 3 μήνες και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.500 ευρώ, σε τουλάχιστον 2 έτη φυλάκιση και 5.000 ευρώ. Για παρ. 3 – παραβίαση των υποχρεώσεων της παρ. 3 του αρ. 22- προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 ευρώ.
– Προβλέπονται οι δυνητικοί λόγοι αποχής από την ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, όταν η πράξη αφορά παράνομη είσοδο και έξοδο, πέραν του αρ. 59 ΚΠΔ, προκειμένου να ακολουθήσει η παραπομπή του πολίτη τρίτης χώρας σε διαδικασία ταυτοποίησης κατ’ άρθρο 38 του 4939/2022. Σε κάθε περίπτωση, όταν η πράξη αφορά είσοδο, έξοδο ή παραμονή προβλέπεται η δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της άμεσης εκούσιας αναχώρησης και μη επανεισόδου.
– Σχολιασμός: Στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ορίζεται ότι η ποινή που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 3 δεν αναστέλλεται και δεν μετατρέπεται. Η επιβολή μιας ποινής χωρίς τη δυνατότητα του δικαστηρίου να την αναστείλει ή να τη μετατρέψει, αποτελεί μέτρο τιμωρητικό που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και το κράτος δικαίου.
– Σύμφωνα με την παράγραφο 8, σε περίπτωση αναστολής της ποινής, εάν ο πολίτης τρίτης χώρας υποπέσει και πάλι σε κάποιο από τα αδικήματα του άρθρου 83 η αναστολή αίρεται και η νέα ποινή εκτελείται μετά την έκτιση της ποινής που είχε ανασταλεί.
– Σχολιασμός: Να σημειωθεί ότι, ιδίως, ως προς το αδίκημα της παράνομης παραμονής, αυτό δείχνει να διώκεται ακόμα και σε περιπτώσεις που η διοικητική απόφαση περί απομάκρυνσης του πολίτη τρίτης χώρας έχει αναβληθεί δυνάμει του άρθρου 10 (αρ. 9 Οδηγίας για Επιστροφές), ήτοι εάν, για παράδειγμα, λόγω τεχνικών λόγων είναι αδύνατη η επιστροφή. Ωστόσο όπως έχει κριθεί επανειλημμένως από το ΔΕΕ « …αντίκειται στην Οδηγία 2008/115 νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία προβλέπει την επιβολή ποινής φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα στο έδαφος κράτους μέλους υπήκοο τρίτου κράτους για τον μοναδικό λόγο ότι αυτός, κατά παράβαση διαταγής εγκαταλείψεως του εδάφους του κράτους αυτού εντός ορισμένης προθεσμίας, παραμένει στο εν λόγω έδαφος χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος» (Βλ σχετ. C329-11, C61-11). Εξάλλου, σύμφωνα με τη σκ. 58 της απόφασης C329-11 «τα κράτη μέλη δεν μπορούν, προς αντιμετώπιση της αποτυχίας των αναγκαστικών μέτρων που ελήφθησαν προς εκτέλεση της αναγκαστικής απομακρύνσεως σύμφωνα με το άρθρο 8,παράγραφος 4, της εν λόγω Οδηγίας, να προβλέπουν ποινή στερητική της ελευθερίας, για τον μοναδικό λόγο ότι ένας υπήκοος τρίτης χώρας εξακολουθεί, μετά την κοινοποίηση σε αυτόν διαταγής να εγκαταλείψει το εθνικό έδαφος και μετά την εκπνοή της προθεσμίας που τάχθηκε με αυτή τη διαταγή, να παραμένει παρανόμως εντός του εδάφους κράτους μέλους, αλλά οφείλουν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, η οποία εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της». Ωστόσο, εν προκειμένω, προκύπτει ποινική ευθύνη του ατόμου για την παράταση της παραμονής του, ενώ το ίδιο το άτομο, ενδέχεται να μην δύναται να πράξει διαφορετικά, ιδίως, σε περιπτώσεις που τέθηκε στη διάθεση των αρχών για απομάκρυνση, αλλά αυτή δεν κατέστη εφικτή.
– Περαιτέρω, οι ποινές είναι δυσανάλογες του αδικήματος (2 έως 5 έτη φυλάκισης, χωρίς δυνατότητα αναστολής για άλλους λόγους πλην της εκούσιας αναχώρησης), ενώ ουδεμία διαβάθμιση προβλέπεται μεταξύ των διαφόρων λόγων παράνομης διαμονής (π.χ. λόγω τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, οικογενειακής ενότητας ή για άτομα που διαμένουν και έχουν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία και για κάποιο λόγο εξέπεσαν της νομιμότητας -λαμβάνοντας υπόψη και την κατάργηση της άδειας διαμονής λόγω εξαιρετικών λόγων-. Τέλος, να σημειωθεί ότι η απόφαση αποχής από την ποινική δίωξη λαμβάνεται μετά από η λήψη καταναγκαστικών μέτρων στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας, όπως η κράτηση για 24 πλέον μήνες, και, συνεπώς, η σχετική ποινή εκτελείται μετά από αυτήν με αποτέλεσμα να δύναται να υφίσταται ο πολίτης της τρίτης χώρας στέρηση της ελευθερίας του για μακρύ χρονικό διάστημα το οποίο θα ξεπερνά αθροιστικά τα 4 έτη.-
– Συνολικά, οι εν λόγω τροποποιήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιφόρτιση των αστυνομικών, δικαστικών και σωφρονιστικών αρχών, ειδικά δε κατά την περίπτωση που για τεχνικούς ή νομικούς λόγους δεν θα είναι εν τοις πράγμασι εφικτή η επιστροφή των πολιτών τρίτων χωρών, οι οποίοι θα παγιδεύονται σε μία ατελείωτη ακολουθία δικών και φυλακίσεων.
– Τέλος, σε περίπτωση που ψηφιστεί η παράγραφος 1 ως έχει, οι οικογένειες αλλοδαπών με παιδιά που εντοπίζονται στην Ελλάδα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, θα δικάζονται με τη διαδικασία του αυτοφώρου και θα φυλακίζονται, με μόνη προοπτική αποφυλάκισής την απέλαση. Το αυτό θα ισχύει ακόμα και αν η οικογένεια είχε προηγουμένως νόμιμη διαμονή, αλλά λόγω συνθηκών έχει απωλέσει τη νομιμότητά της διαμονής, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μένει χρόνια νόμιμα στην Ελλάδα και τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να έχει πλήρως ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία.
– Περαιτέρω, προτείνουμε την ρητή εξαίρεση των ανηλίκων (ασυνόδευτων και μη) από την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ποινικές κυρώσεις ενεργούν κατά του βέλτιστου συμφέροντός τους και είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σε κάθε περίπτωση και ειδικά για τους ανηλίκους η αποχή από την ποινική δίωξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου αποφασίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα , αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.(46 ΚΠΔ) και δε θα πρέπει να τελεί υπό άλλους όρους.
Η πρώτη παράγραφος αν τεθεί σε ισχύ θα συμπεριλάβει οικογένειες με ανήλικα παιδιά που διαμένουν νόμιμα στη χώρα επί σειρά ετών έχοντας συνάψει δεσμούς με τη χώρα και έχοντας ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες εξέπεσαν της νομιμότητας για τυπικούς λόγους. Επομένως προτείνουμε την διαγραφή της πρώτης παραγράφου, άλλως και όλως επικουρικώς την εξαίρεση των παιδιών από την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ποινικές κυρώσεις ενεργούν κατά του βέλτιστου συμφέροντός τους και είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Σε κάθε περίπτωση και ειδικά για τους ανηλίκους η αποχή από την ποινική δίωξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου αποφασίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα , αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκησή της δεν είναι αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων (46 ΚΠΔ) και δε θα πρέπει να τελεί υπό άλλους όρους. Επομένως προτείνουμε την εξαίρεση των ανηλίκων από την ως άνω διαδικασία, άλλως και όλως επικουρικώς την εξαίρεση από την εξάρτηση της αποχής από την ποινική δίωξη με τον όρο της άμεσης ακούσιας αναχώρησης.
Η πρόβλεψη ποινικής μεταχείρισης για την παράτυπη διαμονή αποτελεί σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντί για ποινές φυλάκισης, προτείνουμε τη δημιουργία ρεαλιστικών διαδρόμων τακτοποίησης. Η αυστηροποίηση των διαδικασιών και η διογκούμενη γραφειοκρατία δεν ενισχύουν την «τάξη και ασφάλεια», αλλά οδηγούν σε μεγαλύτερη παρατυπία.
παρ. 1: «Ο πολίτης τρίτης χώρας, που ΕΞΕΡΧΕΤΑΙ ή επιχειρεί να ΕΞΕΛΘΕΙ από το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει ή παραμένει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.»
παρ. 2: «Σε κάθε περίπτωση, όταν διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα της παρ. 1, η αποχή από την ποινική δίωξη μπορεί να τελεί και υπό τον όρο άμεσης ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ του υπαιτίου από τη χώρα και μη παράνομης επανεισόδου του σε αυτή.»
Μα όταν πολίτης τρίτης χώρας χωρίς νόμιμη διαμονή εξέρχεται από τη χώρα, στην ουσία αναχωρεί εκουσίως, καθώς χωρίς νόμιμη διαμονή δεν έχει δικαίωμα επανεισόδου. Την ώρα που πάει να φύγει από τη χώρα του λες: Δεν θα ασκηθεί ποινική δίωξη για την παράνομη διαμονή σου αν …φύγεις από τη χώρα (!!!). Δεν υπάρχει λογική σε αυτό. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι αφορά τον παράνομα εισερχόμενο και όχι τον παράνομα διαμένοντα που εξέρχεται.
Σε περίπτωση που ψηφιστεί η παράγραφος 1 ως έχει, κάθε οικογένεια αλλοδαπών με παιδιά που εντοπίζονται στην ελληνική επικράτεια χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, θα δικάζεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου και θα φυλακίζεται, με μόνη προοπτική αποφυλάκισης την απέλαση. Το αυτό θα ισχύει ακόμα και αν η οικογένεια είχε προηγουμένως νόμιμη διαμονή, αλλά λόγω συνθηκών έχει απωλέσει τη νομιμότητά της διαμονής, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μένει χρόνια νόμιμα στην Ελλάδα και τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να έχει πλήρως ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία.
Περαιτέρω, προτείνουμε την εξαίρεση παιδιών από την ως άνω αναφερόμενη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ποινικές κυρώσεις ενεργούν κατά του βέλτιστου συμφέροντός τους και είναι αντίθετες με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Η ποινικοποίηση όλων των περιπτώσεων παράνομης παραμονής πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα μας και μάλιστα με επιβολή ποινών για τις οποίες δεν θα προβλέπεται δυνατότητα μετατροπής ή αναστολής, θα επιφέρει δυσανάλογη επιβάρυνση στη λειτουργία των αστυνομικών, εισαγγελικών, δικαστικών και σωφρονιστικών αρχών που θα οδηγήσει σε μη εφαρμογή των νομίμων σε βάρος των παρανόμως διαμενόντων. Υπάρχουν περιπτώσεις παράνομης παραμονής στη χώρα μας (π.χ. υπέρβαση του μέγιστου επιτρεπόμενου χρόνου παραμονής, ανεπίτρεπτη συνέχιση της διαμονής μετά τη λήξη της χορηγηθείσας άδειας διαμονής) που αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με τις διοικητικές αποφάσεις επιστροφής με ή χωρίς κράτηση. Αντ’ αυτού προτείνεται να διώκονται και να τιμωρούνται ποινικά οι πολίτες τρίτων χωρών που εξακολουθούν να παραμένουν στη χώρα μας μετά την πάροδο της σχετικής προθεσμίας που τους χορηγήθηκε με αποφάσεις επιστροφής με οικειοθελή αναχώρηση ή αποφάσεις απέλασης χωρίς κράτηση.
Στο άρθρο 83 παρ. 3 του Ν. 3386/2005, όπως το άρθρο αυτό σχεδιάζεται να αντικατασταθεί με το άρθρο 27 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, θα πρέπει να γίνει αναφορά στις συναφείς διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχέδιου και όχι του Ν. 3907/2011, καθόσον οι σχετικές διατάξεις του τελευταίου πρόκειται να καταργηθούν με το άρθρο 40 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου.
Οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται με το άρθρο 83 παρ. 3 του Ν. 3386/2005, όπως το άρθρο αυτό σχεδιάζεται να αντικατασταθεί με το άρθρο 27 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, θα πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο στις περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με αποφάσεις αναβολής απομάκρυνσης αλλά και στις περιπτώσεις παραβίασης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται με αποφάσεις αναστολής απέλασης του άρθρου 78 του Ν. 3386/2005.
[παρ. 6]
Ενώ στο πρώτο εδάφιο αναφέρεται κράτηση των καταδικασμένων πολιτών τρίτων χωρών σε σωφρονιστικά καταστήματα, στο δεύτερο εδάφιο προστίθενται τα προ-αναχωρησιακά κέντρα κράτησης, τα οποία λειτουργούν ως υπηρεσίες της ΕΛΑΣ και στα οποία προβλέπεται περιορισμός της ελευθερίας στο πλαίσιο διοικητικής και όχι ποινικής κράτησης (βλ. την με αρ. 8038/23/22-ιγ’/20.01.2015 Κοινή Υπουργική Απόφαση, όπως ισχύει).
ΣΤΟ αρθρο 27 Άρθρο 83
Παράνομη είσοδος, έξοδος και παραμονή στη Χώρα
Ο πολίτης τρίτης χώρας, που εξέρχεται ή επιχειρεί να εξέλθει από το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει ή παραμένει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, αν αυτός που επιχειρεί να αναχωρήσει λαθραία, καταζητείται από τις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές ή υπέχει φορολογικές ή πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις προς το δημόσιο. /////
δηλαδή βαζεται πρωτα το εξερχεται και μετά το εισερχεται?? πως ειναι δυνατον?? θελει αναδιατυπωση ως εξης: ,
Ο πολίτης τρίτης χώρα,που επιχειρεί να εισέλθει ή εισερχεται στο ελληνικο εδαφος ή παραμένει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση αν αυτός που επιχειρεί να αναχωρήσει λαθραία, καταζητείται από τις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές ή υπέχει φορολογικές ή πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις προς το δημόσιο ή μετα απο ελεγχο διαπιστωνεται η επιστροφή του παρανομα με στοχο την εξαπατηση του ελληνικου κρατους και προσπορισει οφελους σε αυτον ή σε συγγενή του τιμωρείται μετά απο διαπίστωσεις χρηματική ποινή τουλάχιστον πένηντα χιλιάδων (50.000) ευρώ . Ο ελεγχος γινετια με απο διαδικασιές ταυτποιησης τους οπως ενδεικτικα δακτυλοσκοπηση, ιριδοσκοπηση, ελεγχος ομαδας αιματος, DNA ή οποία αλλη μεθοδος μεσω ιατρικής τεχνολογιας ή τεχνολιας πληροφορικης και επικοινωνιων.