Αρχική Αναμόρφωση πλαισίου και διαδικασιών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών – Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Μετανάστευσης και ΑσύλουΜΕΡΟΣ Α’ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Άρθρο 1 ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ | 31 Ιουλίου 2025, 11:59
Σχόλια του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με τίτλο: «Αναμόρφωση πλαισίου και διαδικασιών επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών – Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου». Με το προτεινόμενο σ/ν η ελληνική νομοθεσία για την επιστροφή παράτυπα διαμενόντων πολιτών τρίτων χωρών, τίθεται εκτός πλαισίου Δικαίου της Ένωσης και εκτός πλαισίου προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτό προβλέπεται μεταξύ άλλων από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αναφορά στις «κατευθύνσεις της πρότασης του νέου κανονισμού επιστροφών [COM (2025) 101 final]» (άρθρο 2 σ/ν), δεν αλλάζει διόλου την ανωτέρω διαπίστωση. Το πλαίσιο επιστροφών στο Δίκαιο της Ένωσης ρυθμίζεται από την Οδηγία Επιστροφών (Οδηγία 2008/115/ΕΚ), η οποία κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ «καθιερώνει ‘τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες’ που πρέπει να εφαρμόζονται από κάθε κράτος μέλος κατά τον επαναπατρισμό των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών», από τους οποίους «τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποκλίνουν» και επιπλέον «η οδηγία 2008/115 καθιερώνει επακριβώς τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και καθορίζει τη χρονική σειρά διεξαγωγής των διαφόρων σταδίων που περιλαμβάνει διαδοχικώς η διαδικασία αυτή», μεταξύ άλλων ΔΕΕ, C 409/20, Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, παρ. 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Η αναφορά στην πρόταση του νέου κανονισμού επιστροφών [COM (2025) 101 final], μόνο ως μια προσπάθεια να παρακαμφθούν οι διατάξεις της Οδηγίας Επιστροφών μπορεί να γίνει αντιληπτή, και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει νομιμοποιητική βάση για την παραβίαση των διατάξεων του Δικαίου της Ένωσης, όπως αυτό ισχύει. Σε κάθε περίπτωση δε παραγνωρίζει τη θεσμοθετημένη νομοθετική διαδικασία στο πλαίσιο της Ένωσης και μεταξύ άλλων του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε αυτήν. Εν προκειμένω το υπό διαβούλευση σ/ν παρακάμπτει ή/και υπονομεύει πλήρως τη διαδικασία που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών και εισάγει ένα σύστημα που βασίζεται κυρίως στην (κατά)χρήση του ποινικού δικαίου κατά παράβαση του Δικαίου της Ένωσης. Γεννά ταυτόχρονα σοβαρά ζητήματα από τη σκοπιά του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, ζητήματα ποινικού δόγματος και σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως κατοχυρώνονται τόσο από το Σύνταγμα όσο και την ΕΣΔΑ καθώς και την αρχή της αναλογικότητας ως γενικής αρχής του δικαίου. Σε κάθε περίπτωση δε και πλέον των ως άνω, αξίζει να σημειωθεί ότι οι προτεινόμενες διατάξεις στην πράξη δεν αφορούν στη διασφάλιση ή/και βελτίωση ενός ορθολογικού και λειτουργικού συστήματος επιστροφής. Η συνολική επισκόπηση των διατάξεων του σ/ν καταδεικνύει ότι μοναδικό μέλημα του σ/ν είναι περισσότεροι άνθρωποι και για περισσότερο χρονικό διάστημα (και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς χρονικό όριο) να βρεθούν διοικητικά ή ποινικά κρατούμενοι, ανεξαρτήτως της πραγματικής δυνατότητας υλοποίησης της απομάκρυνσης ή ακόμη και στην περίπτωση πλήρους απουσίας προοπτικής απομάκρυνσης χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Τέλος, το σ/ν στερείται οποιασδήποτε ρεαλιστικής και πρακτικής προσέγγισης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών αλλά και των ανθρώπων που διαμένουν επί μακρόν στη χώρα, έχοντας με τον τρόπο αυτό εγκαταστήσει τον ιδιωτικό ή/και οικογενειακό τους βίο στη χώρα. Εντελώς ενδεικτικά και μεταξύ των προτεινόμενων διατάξεων επισημαίνονται ιδίως: - Αύξηση του ανώτατου χρονικού ορίου διοικητικής κράτησης σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών (άρθρο 16 παρ. 5 και παρ. 6 σ/ν). Η πρόταση είναι ευθέως αντίθετη στο άρθρο 15 παρ. 5 και παρ. 6 της Οδηγίας Επιστροφών. Το ΔΕΕ έχει ήδη κρίνει ότι η Οδηγία Επιστροφών δεν επιτρέπει υπέρβαση του ανώτατου χρονικού ορίου κράτησης που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 5 και 6 (συνολικά 6 + 12 μήνες), βλ. ΔΕΕ, C-357/09 PPU, Kadzoev, παρ. 60 και 69 και ΔΕΕ, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, παρ. 279. Περαιτέρω, στην ελληνική έννομη τάξη το διάστημα των 18 μηνών αποτελεί το ανώτατο χρονικό διάστημα κράτησης προσώπου χωρίς ποινική καταδίκη (άρθρου 6 παρ. 4 του Συντάγματος). Υπέρβαση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος κράτησης, εν προκειμένω όχι μόνο χωρίς ποινική καταδίκη αλλά κατά μείζονα λόγο στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, εγείρει σοβαρά ζητήματα σεβασμού θεμελιωδών εγγυήσεων και ελέγχεται υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ). Υπενθυμίζουμε ότι προηγούμενη απόπειρα των ελληνικών αρχών να υπερβούν το ανώτατο προβλεπόμενο όριο που προβλέπεται από την Οδηγία είχε κριθεί από τα ελληνικά Δικαστήρια μη νόμιμη, και οι ελληνικές Αρχές αναγκάστηκαν να καταβάλλουν αποζημίωση για την περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου χρονικού διαστήματος κράτησης, κατόπιν προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επισημαίνουμε επιπλέον ότι από κανένα εμπειρικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η αύξηση του χρόνου κράτησης και η υποβολή πολιτών τρίτων χωρών σε παρατεταμένη διοικητική κράτηση αυξάνει τον αριθμό των επιστροφών, βλ. συναφώς μεταξύ άλλων Συνήγορος του Πολίτη, Ειδική Έκθεση, Επιστροφές Αλλοδαπών 2022, σελ. 6-7, UN Human Rights Council, Report of the Special Rapporteur on the human rights of migrants, A/HRC/38/41, παρ. 40. Τέλος, σημειώνεται ότι με το άρθρο 16 (4) του σ/ν περιορίζεται περαιτέρω ο δικαστικός έλεγχος της Απόφασης κράτησης, με τον αυτεπάγγελτο δικαστικό έλεγχο όπως αυτός προβλέπεται στην Οδηγία Επιστροφών να λαμβάνει χώρα ανά εξάμηνο και όχι τρίμηνο όπως προβλέπει η σχετική διάταξη του 3907/2011. - Αύξηση του πλαισίου ποινής φυλάκισης και του ύψους της χρηματικής ποινής για τα αδικήματα της παράτυπης εισόδου και εξόδου (είσοδος/έξοδος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις) και θεσμοθέτηση για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς αδικήματος παράτυπης διαμονής («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις») (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005). Με το άρθρο 27 του σ/ν προτείνεται αντικατάσταση του άρθρου 83 ν. 3386/2005 όπως ισχύει. Εισάγεται αύξηση του πλαισίου ποινής για το αδίκημα της παράνομης εισόδου ή εξόδου στην/από την Ελληνική επικράτεια από «τουλάχιστον 3 μήνες» σε «τουλάχιστον 2 έτη» και της χρηματικής ποινής από «τουλάχιστον 1500 ευρώ» σε «τουλάχιστον 5000 ευρώ» (παρ. 1). Περαιτέρω προτείνεται η εισαγωγή για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς ποινικού αδικήματος με σημαντική ποινική κύρωση σε ότι αφορά την παράτυπη διαμονή («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις»), συμπεριφορά που μέχρι σήμερα αποτελεί διοικητική παράβαση (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005). Τέλος εισάγεται νέο ποινικό αδίκημα με πλαίσιο ποινής τουλάχιστον 2 έτη φυλάκισης και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 ευρώ, για την περίπτωση μη συμμόρφωσης με όρους υποχρεωτικής διαμονής, εμφάνισης κτλ, που έχουν τεθεί σε πολίτη τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (3) ν. 3386/2005). Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις που πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των σχετικών ποινικών διατάξεων και συνεπώς και εις βάρος οικογενειών με παιδιά, προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες κτλ. Για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το σ/ν προβλέπει ότι αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγείται μόνο υπό τον όρο της ‘άμεσης εκούσιας αναχώρησης’ (παρ. 4-5 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η κράτηση δεν αίρεται, αλλά συνεχίζεται σε προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα (παρ. 6 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Χρόνος εκκίνησης της ποινικής διαδικασίας - άσκησης της Ποινικής Δίωξης Ειδικότερα και σε ότι αφορά την ποινική δίωξη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου αυτή μπορεί να ασκηθεί ήδη από το αρχικό χρονικό διάστημα της εισόδου στην χώρα, πριν καν λάβουν χώρα οι προβλεπόμενες διαδικασίες ταυτοποίησης και πρόσβασης στη διεθνή προστασία και σε κάθε περίπτωση πριν λάβει χώρα η προβλεπόμενη από την Οδηγία Επιστροφών διαδικασία επιστροφής. Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη στο άρθρο 27 σ/ν προς αντικατάσταση, παράγραφος 2 του άρθρου 86 ν. 3386, προβλέπει την δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη, οπότε και στην περίπτωση αυτή, εκκινεί η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, η αποχή από την ποινική δίωξη μπορεί με την προτεινόμενη διάταξη να τελεί υπό τον όρο της άμεσης εκούσιας αναχώρησης από την χώρα (εδάφιο β της προτεινόμενης προς αντικατάσταση με το άρθρο 27 σ/ν παρ. 2 του άρθρου 83). Σε αυτήν την περίπτωση (αποχή από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της άμεσης αναχώρησης), εάν η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί εντός 3 μηνών τότε ανακαλείται η αποχή από την ποινική δίωξη και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία (άσκηση ποινικής δίωξης) (εδάφιο γ). Η διαδικασία που «επακριβώς καθιερώνει» η Οδηγία Επιστροφών 2008/115 και η χρονική σειρά των διάφορων σταδίων, δεν μπορούν να έχουν εξ ορισμού ολοκληρωθεί εντός του χρονικού διαστήματος των 3 μηνών. Σε κάθε περίπτωση δε επισημαίνεται ότι εφόσον κατατεθεί αίτημα διεθνούς προστασίας και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης, απαγορεύεται οιαδήποτε απομάκρυνση και ο αιτών άσυλο παραμένει νόμιμα στη χώρα. Επιπλέον για το αδίκημα της «παραμονής χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις», η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, και σε κάθε περίπτωση πριν να έχουν εκκινήσει ή/και ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπει το Δίκαιο της Ένωσης, π.χ. αμέσως μετά την απόρριψη αιτήματος ασύλου, με την οποία τερματίζεται και το δικαίωμα παραμονής, ακόμη και πριν την εκκίνηση της διαδικασίας επιστροφής. Επί των ανωτέρω επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα παρακάτω: 1. Η επιβολή ποινικών κυρώσεων εξαιτίας της παράνομης εισόδου ή διαμονής για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Γενεύης 1951, είναι αντίθετη με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Η Σύμβαση της Γενεύης έχει εφαρμογή σε όλα τα πρόσωπα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1Α2 (ήτοι διατρέχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής για τους λόγους της Σύμβασης) ανεξαρτήτως του εάν το πρόσωπο αυτό έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας με επίσημη απόφαση των αρμόδιων αρχών, βλ. μεταξύ άλλων αιτιολογική σκέψη 21 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι πράξη με αναγνωριστικό χαρακτήρα». Επίσης, ένα πρόσωπο είναι αιτών άσυλο από τη στιγμή που εκφράζει με οποιοδήποτε τρόπο την επιθυμία του να καταθέσει αίτημα ασύλου, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω «καμιά διοικητική διατύπωση», άρθρο 1 γ ν. 4939/2022, ΔΕΕ, C‑36/20 PPU, παρ. 93, ΕΔΔΑ, [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], N.D. και N.T. κατά Ισπανίας, 13/02/2020, παρ. 180, ΕΔΔΑ, M.A. και Z.R. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, 08 Οκτωβρίου 2024, παρ. 82-86. Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για την παράνομη είσοδο και διαμονή πλέον του ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης, επιπλέον παγίως θεωρείται ένα μέτρο εξ ορισμού δυσανάλογο. 2. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για παράνομη είσοδο ή/και διαμονή πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής όπως αυτής προβλέπεται στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ είναι αντίθετη με το Δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της αποτελεσματικότητας (effet util), βλ. συναφώς και μεταξύ άλλων ΔΕΕ, C 61/11 PPU, ΔΕΕ, C-329/11, ΔΕΕ, C 430/11, ΔΕΕ, C‑47/15, ΔΕΕ, C 409/20. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν είναι σύμφωνες με το Δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την Οδηγία Επιστροφών στο βαθμό που επιτρέπουν την εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας και την επιβολή κυρώσεων πριν καν εκκινήσει η διαδικασία που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών και σε κάθε περίπτωση πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής. 3. Ακόμη και για την περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι η ποινική διαδικασία θα τύχει εφαρμογής μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών, η επιβολή ποινικών κυρώσεων και ιδίως ποινής φυλάκισης, η οποία αναστέλλεται αποκλειστικά υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄ αποτελεί ακραία περίπτωση εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου. Στην πράξη, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας επιστροφής, ο υπό επιστροφή πολίτης τρίτης χώρας είναι στην απόλυτη διάθεση των αρχών, οι οποίες μπορούν να επιβάλουν ακόμη και αναγκαστικά μέτρα (κράτηση) για την υλοποίηση της επιστροφής και η υλοποίηση της επιστροφής είναι αρμοδιότητα και ευθύνη των κρατικών αρχών. Η Οδηγία προβλέπει και αντιμετωπίζει ακόμη και την περίπτωση της μη συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής (άρθρο 16 παρ. α Οδηγίας Επιστροφών) ή τη μη συνεργασία των αρχών καταγωγής (άρθρο 16 παρ. β Οδηγίας Επιστροφών). Επομένως, η επιβολή ποινικής κύρωσης και ιδίως φυλάκισης σε σωφρονιστικό κατάστημα, η οποία αναστέλλεται υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄, αποτελεί διάταξη που χρησιμοποιεί το ποινικό οπλοστάσιο προκειμένου να παρατείνει πέρα από τα επιτρεπόμενα ανώτατα χρονικά όρια κράτησης, τη στέρηση της ελευθερίας του υπό επιστροφή πολίτη τρίτης χώρας προς το σκοπό της επιστροφής, την οποία ωστόσο απέτυχαν να επιτύχουν οι αρμόδιες αρχές που είχαν και την ευθύνη προς τούτο, και παρότι τυχόν άρνηση συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας ή των αρχών της χώρας καταγωγής έχει ήδη αξιολογηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας Επιστροφών και αντιμετωπιστεί με τα μέτρα που εκεί προβλέπονται. 4. Το σ/ν προβλέπει ότι για την περίπτωση που έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης για τα αδικήματα των παρ. 1 και 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 38 (είσοδος, παραμονή κτλ. χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και μη συμμόρφωση με υποχρεώσεις στο πλαίσιο αναβολής απομάκρυνσης) δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης παρά μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ του πολίτη τρίτης χώρας (παρ. 5 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ωστόσο ακόμη και στην ‘περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής λόγω εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ η κράτηση συνεχίζεται σε Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Η ρύθμιση αυτή εισάγει μια νέα μορφή περαιτέρω κράτησης προσώπων υπό αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, με αμφισβητούμενη νομική βάση, αφού η ποινή φυλάκισης έχει ανασταλεί και χωρίς σαφώς οριοθετημένα χρονικά πλαίσια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση που η απομάκρυνση δεν μπορεί να λάβει χώρα για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κρατούμενου (μη συνεργασία διπλωματικών αρχών, τεχνικούς λόγους κτλ.) και χωρίς να προβλέπεται ένδικο βοήθημα κατά της κράτησης αυτής. Η περίπτωση του αυτοτελούς ποινικού αδικήματος για τους πολίτες τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης που εισάγει η παρ. 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83, το οποίο μπορεί να ανασταλεί μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης΄ επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Ιδίως υπογραμμίζεται ότι αναβολή απομάκρυνσης χορηγείται στην περίπτωση που οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν ότι η απομάκρυνση είναι ανέφικτη για νομικούς ή τεχνικούς λόγους (παραβίαση αρχή μη επαναπροώθησης, χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε ασκηθέν ένδικο μέσο, φυσική ή διανοητική κατάσταση, μη ύπαρξη μέσων μεταφοράς κτλ). Παρά ταύτα το σ/ν προβλέπει ποινή φυλάκισης και δυνατότητα αναστολής υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’. Οι ως άνω διατάξεις είναι παρεμφερείς νομοτεχνικά των προβλέψεων του παλαιότερου άρθρου 99 παρ. 2-5 ΠΚ (υπό τον καταργηθέντα ΠΚ με το ν. 4619/2019), που μόνο προβλήματα είχαν δημιουργήσει στην πράξη, με αόριστες κρατήσεις προς εκτέλεση ανέφικτων ως επί το πλείστον δικαστικών απελάσεων που είχαν επιβληθεί για πλημμεληματικές ποινές. Βλ. αντί πολλών άλλων (Πόρισμα Συνήγορου του Πολίτη Δικαστική απέλαση και συνταγματικά όρια κράτησης, Σεπτέμβριος 2000). Εξάλλου, για το σκοπό αυτό και μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις του όλου θεσμού της δικαστικής απέλασης (με το άρθρο 1 Ν. 2408/1996, το άρθρο 6 Ν.3090/2002, το άρθρο 23 Ν.4055/2012 και το άρθρο 4 Ν.4322/2015) προκρίθηκε τελικά η λύση της κατάργησης της δικαστικής απέλασης (βλ. Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», μετέπειτα ν. 4619/2019, σελ. 19) καθώς ορθά επισημάνθηκε ότι η «Η ταυτόχρονη ωστόσο πρόβλεψη της διοικητικής απέλασης δημιουργεί στην πράξη μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με την υιοθέτηση αντιφατικών λύσεων από τις δικαστικές και διοικητικές αρχές.» Ο θεσμός της δικαστικής απέλασης επαναφέρθηκε μόλις πρόσφατα με το άρθρο 10 του ν. 5090/2024, που αφορά όμως μόνο ποινές κάθειρξης, ενώ η εκτέλεση του μέτρου καλύπτεται από εγγυήσεις εφαρμογής, όπως είχαν διαμορφωθεί με τις παλαιότερες αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις, που βέβαια ελλείπουν παντελώς από τις άστοχες νομοτεχνικά προτεινόμενες ρυθμίσεις. Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη κρίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του ΠΚ που προέβλεπαν το θεσμό της δικαστικής απέλασης, βάσει των οποίων μετά την έκτιση ποινής ή την υφ’ όρον απόλυση, πολίτης τρίτης χώρας παρέμενε κρατούμενος για την υλοποίηση της απομάκρυνσης, δεν ήταν σύμφωνες με το άρθρο 5(1) ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι οι διατάξεις αυτές δεν προέβλεπαν ανώτατο χρονικό διάστημα για την κράτηση αυτή και το χρονικό σημείο πέραν της οποίας, αν η απέλαση δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί, αυτή θεωρείται αδύνατη, MATHLOOM κατά Ελλάδας, αριθμ. προσφυγής 48883/07, 24/04/2012. 5. Εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας, και μεταξύ άλλων προς το άρθρο 2(1) του Συντάγματος που κατοχυρώνει την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Μέτρο στέρησης της ελευθερίας που επιβάλλεται ως μέτρο που αποβλέπει στην «άσκηση πίεσης» για την επίτευξη επιδιωκόμενου σκοπού, τον οποίο η Διοίκηση είτε μπορούσε να διασφαλίσει με άλλα μέσα (διοικητική διαδικασία επιστροφής στο πλαίσιο της οποίας αντιμετωπίζονται και τα ζητήματα άρνησης συνεργασίας του υπό επιστροφή η των διπλωματικών αρχών) είτε η Διοίκηση δεν μπορεί να αποδείξει ότι μπορεί πράγματι να επιτευχθεί (όπως προκύπτει σε περίπτωση που τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο επιστρεφόμενος παρέμενε στη διάθεση των αρχών, έχουν ολοκληρωθεί χωρίς να έχει λάβει χώρα η απομάκρυνση) δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 2 (1) Συντάγματος, βλ. κατ’ αναλογία ΑΕΔ 1/2010 και ΣτΕ 580/2008, 581/2008 (αντισυνταγματικότητα προσωποκράτησης για χρέη στο δημόσιο). Αξίζει ιδίως να σημειωθεί η συγκλίνουσα γνώμη στις ΣτΕ 580/2008 και 581/2008 σύμφωνα με την οποία «το ανθρώπινο σώμα ουδέποτε δύναται να χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη σκοπού, έστω και δημοσίου συμφέροντος» τέτοιο δε μέτρο αντίκειται και στο άρθρο 7(2) του Συντάγματος – Απαγόρευση Βασανιστηρίων. 6. Εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και του πληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων και μάλιστα για αδικήματα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται «ήσσονος κοινωνικής απαξίας» (παράνομη είσοδος) ή δεν προβλέπονται καν ως αδικήματα με βάση την ποινική νομοθεσία (διαμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις). Σημειώνεται ότι ο υπερπληθυσμός των σωφρονιστικών καταστημάτων και οι επιδεινούμενες συνθήκες κράτησης λόγω και του υπερπληθυσμού αποτελούν βασικό ζήτημα για το οποίο η Ελλάδα καταδικάζεται συστηματικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καταβάλει σημαντικά ποσά αποζημιώσεων, μια «χρονίζουσα κρίση» σύμφωνα με την Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), ενώ οι ελληνικές Αρχές έχουν επανειλημμένα δεσμευτεί ότι θα αναλάβουν άμεση δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, μεταξύ άλλων με τη χρήση μη στερητικών της ελευθερίας (non-custodial) μέτρων. Όπως επισημαίνει η CPT στην τελευταία έκθεση της για την Ελλάδα, «η CPT επαναλαμβάνει τη σύστασή της προς τις ελληνικές αρχές να καταβάλουν επείγουσες και έντονες προσπάθειες για την καταπολέμηση του υπερπληθυσμού στις φυλακές» και ζητάει να ενημερωθεί για «την προώθηση και την ανάπτυξη της χρήσης μη στερητικών της ελευθερίας μέτρων». Στην έκθεση δε της Επιτροπής σχετικά με την πρακτική συστηματικής επιβολής ποινών φυλάκισης χωρίς αναστολή για το αδίκημα της παράνομης εισόδου τον Μάρτιο του 2020, η CPT τόνιζε ότι «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των ελληνικών φυλακών, η νέα αυτή πρακτική είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη». Τέλος είναι προφανές ότι εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα επιβαρύνει σημαντικά συνολικά το ποινικό σύστημα της χώρας, Εισαγγελίες, ποινικά Δικαστήρια και όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δυσχεραίνοντας την αποτελεσματική λειτουργία του και δημιουργώντας επιπλέον καθυστερήσεις. - Κατάργηση δυνατότητας χορήγησης άδεια διαμονής για εξαιρετικούς λόγους για πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν τουλάχιστον επί 7ετία στη χώρα. Με το προτεινόμενο άρθρο 29 του σ/χ καταργείται η δυνατότητα χορήγησης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους σε πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν συνεχώς και αδιαλείπτως στην ελληνική επικράτεια για 7 χρόνια. Η διάταξη αυτή αποτελεί την μόνη πάγια και σταθερή διαδικασία πρόσβασης σε καθεστώς νόμιμης διαμονής που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία. Η προτεινόμενη διάταξη αφήνει έκθετους σε κίνδυνο εκμετάλλευσης ή/και σύλληψης, κράτησης απομάκρυνσης ανθρώπους που βρίσκονται ήδη επί μακρόν στη χώρα (τουλάχιστον 7ετία) και που έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς - άξιους προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 8 ΕΣΔΑ- δεσμούς στη χώρα. Συγκεκριμένα, μετά από τα πρώτα διατάγματα νομιμοποίηση που ανατρέχουν ήδη στη δεκαετία του 1990, ήδη από το 2001 και εξής προβλέφθηκαν σειρά διατάξεων που προέβλεπαν τη χορήγηση χορήγηση αδειών παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις διαμορφώθηκε στην ελληνική έννομη ένα πλαίσιο χορήγησης αδειών διαμονής για εξαιρετικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, όπως αυτό σήμερα με τα άρθρα με βάση τα άρθρα 19 και 19Α ν. 4251/2014, όπως ισχύουν μετά την αναδιατύπωση και την κωδικοποίησή τους με το άρθρο 134 του Κώδικα Μετανάστευσης ν. 5038/2023. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ενταξης (ν. 4251/2014), σκοπός του νομοθέτη ως προς το άρθρο 19 (που κωδικοποιήθηκε μετέπειτα ως παρ. 5 του άρθρου 134 με το ν. 5038/2023) ήταν η θέσπιση μιας πάγιας διαδικασίας για την κατά περίπτωση νομιμοποίηση της διαμονής ή επαναφοράς στη νομιμότητα πολιτών τρίτων χωρών που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα. Έτσι, όπως η διάταξη αυτή διαμορφώθηκε και ισχύει σήμερα (άρθρο 134 παρ. 5 ν. 5078/2023), αποβλέπει στην τακτοποίηση της διαμονής όσων αποδεικνύουν τη διαμονή τους επί 7 συνεχή έτη στη χώρα, σε προφανή συμμόρφωση της υποχρέωσης της Πολιτείας περί προστασίας της ήδη δημιουργηθείσας ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των πολιτών τρίτων χωρών που διαμένουν επί μακρόν στη χώρα, όπως επιτάσσει και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Με την προτεινόμενη διάταξη προτείνεται η κατάργηση μιας πρακτικής, ισχύουσας επί σειρά ετών, η οποία αποτελούσε και τη μοναδική εναπομένουσα διέξοδο για τακτοποίηση της διαμονής όσων έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς υπό τη χώρα, τεκμαιρόμενους από τη μακρόχρονη διαμονή τους σε αυτή. Η διακριτική ευχέρεια χορήγησης αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, όσο και η απόλυτα αυθαίρετη διαδικασία χορήγησης αδείας διαμονής για λόγους δημοσίου συμφέροντος που θα παραμείνουν σε ισχύ, είναι κατανοητό ότι δεν έχουν καμία σχέση με τις ανάγκες της πραγματικότητας ενός αριθμού ατόμων που βρίσκονται επί μακρόν στην Ελληνική επικράτεια και οι οποίοι όπως αναγνωρίζει και το Ελληνικό Κράτος έχουν κατά τεκμήριο δημιουργήσει προστατευόμενους υπό το άρθρο 8 ΕΣΔΑ δεσμούς με τη χώρα και συνεπώς η διαμονή του θα πρέπει να τακτοποιηθεί στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης διαδικασίας. - Χρήση τεχνητής νοημοσύνης στην παροχή πληροφοριών και υπηρεσιών διερμηνείας προς αιτούντες διεθνή προστασία (άρθρο 32 σ/ν) και Χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης για την καταγραφή συνεντεύξεων αιτούντων διεθνή προστασία(άρθρο 33 σ/ν) Με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 74 του ν. 4939/2022, προτείνεται η εισαγωγή της δυνατότητας παροχής πληροφοριών προς τους αιτούντες διεθνή προστασία «με χρήση πληροφοριακών συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης» (παρ. 2, τελευταίο εδάφιο), καθώς και η υποστήριξη των υπηρεσιών διερμηνείας μέσω «λογισμικών αυτοματοποιημένης μετάφρασης και υποτιτλισμού ηχητικών δεδομένων» που βασίζονται επίσης σε τεχνητή νοημοσύνη (παρ. 3, εδάφιο 3). Η πρόβλεψη αυτή συνιστά ευθεία παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2024, για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για την τεχνητή νοημοσύνη (AI Act), παραβιάζει βασικές εγγυήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων – ΓΚΠΔ). Η χρήση τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών που επηρεάζουν την πρόσβαση σε διεθνή προστασία, ενδέχεται να έχει ουσιώδεις συνέπειες επί θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνή προστασία. Η χρήση συστημάτων τεχνικής νοημοσύνης στις διαδικασίες ασύλου χαρακτηρίζεται από το ίδιο το Δίκαιο της Ένωσης ως «συστήματα υψηλού κινδύνου» (άρθρου 6 παρ. 2 Κανονισμού 2024/1689 και Παραρτήματος ΙΙΙ περ. 7 του ίδιου Κανονισμού). Συνεπώς πρέπει να διασφαλίζεται πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 (σύστημα διαχείρισης κινδύνου), 13 (διαφάνεια και πληροφόρηση φορέων εφαρμογής), 14 (ανθρώπινη εποπτεία) του Κανονισμού 2024/1689. Το προτεινόμενο άρθρο δεν προβλέπει ότι ο αιτών ενημερώνεται ρητά, σε γλώσσα που κατανοεί, ότι λαμβάνει πληροφορίες ή υπηρεσίες μέσω τεχνητής νοημοσύνης. Δεν διασφαλίζει την ανθρώπινη εποπτεία. Δεν αναγνωρίζει δικαίωμα επανεξέτασης ή αμφισβήτησης του περιεχομένου που παρέχεται μέσω τεχνητής νοημοσύνης. Δεν ρυθμίζει την ποιότητα και αξιοπιστία της αυτοματοποιημένης μετάφρασης. Δεν παρέχει ρητή νομική βάση επεξεργασίας και ενημέρωση ως προς την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, κατά παράβαση των άρθρων 6, 12-14 του ΓΚΠΔ. Περαιτέρω το άρθρο 33 του σχεδίου νόμου, με την τροποποίηση του άρθρου 82 του ν. 4939/2022, εισάγει ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η προσωπική συνέντευξη του αιτούντος διεθνή προστασία μπορεί να καταγράφεται με τη χρήση «πληροφοριακών συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης ηχογράφησης και αυτόματης έγγραφης αποτύπωσης». Μάλιστα, προβλέπεται ρητά ότι στην περίπτωση αυτή «δεν απαιτείται η σύνταξη έκθεσης και τήρησης πρακτικού». Η διάταξη αυτή δεν συνιστά απλώς ελλιπή πρόβλεψη εγγυήσεων, αλλά αποτελεί σαφή παραβίαση τόσο του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1689 για την τεχνητή νοημοσύνη (AI Act) όσο και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (ΓΚΠΔ) και του εφαρμοστικού ν. 4624/2019. Όπως προαναφέρθηκε, τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών ασύλου και μετανάστευσης χαρακτηρίζονται «συστήματα υψηλού κινδύνου» (άρθρο 6 παρ. 2 και του Παραρτήματος ΙΙΙ περ. 7). Η χρήση τέτοιων συστημάτων υπόκειται σε αυστηρό νομικό πλαίσιο (άρθρα 8–15), που επιβάλλει διαχείριση κινδύνων (άρθρο 9), δεδομένα υψηλής ποιότητας (άρθρο 10), τεχνική τεκμηρίωση και τήρηση αρχείων καταγραφής (άρθρα 11–12), υποχρέωση διαφάνειας και πληροφόρησης (άρθρο 13), ανθρώπινη εποπτεία (άρθρο 14), ακρίβεια, ανθεκτικότητα και ασφάλεια (άρθρο 15). Η διάταξη του άρθρου 82, όπως τροποποιείται, αγνοεί πλήρως όλες αυτές τις απαιτήσεις: δεν προβλέπει καμία διαδικασία αξιολόγησης κινδύνου ή πιστοποίησης, καμία εξασφάλιση ανθρώπινης εποπτείας, κανένα σύστημα επαλήθευσης της ακρίβειας της αποτύπωσης, ούτε τεκμηρίωση ή μηχανισμό λογοδοσίας. Η κατάργηση της σύνταξης έκθεσης ή πρακτικού αφαιρεί τη μοναδική δυνατότητα ελέγχου ή αμφισβήτησης της καταγραφής, γεγονός που αποστερεί τον αιτούντα από βασικές εγγυήσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. β’ του AI Act, απαγορεύονται πρακτικές ΤΝ που καταλήγουν σε ακατάλληλη επιρροή στη συμπεριφορά προσώπων, ειδικά ευάλωτων ομάδων. Η χρήση τέτοιων συστημάτων για την αποτύπωση της συνέντευξης ασύλου, χωρίς να μπορεί να διασφαλιστεί η κατανόηση, η ακρίβεια, ή η διασφάλιση των απαντήσεων του αιτούντος, παραβιάζει τη ρητή απαγόρευση εφαρμογής τεχνολογιών ΤΝ σε ευαλωτους πληθυσμούς χωρίς θεμελιώδεις εγγυήσεις. Περαιτέρω, από την πλευρά της προστασίας προσωπικών δεδομένων, η εφαρμογή ΤΝ για την καταγραφή της συνέντευξης συνιστά επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων (άρθρο 9 παρ. 1 ΓΚΠΔ), καθώς οι πληροφορίες που προκύπτουν από τη συνέντευξη ενδέχεται να περιλαμβάνουν στοιχεία για τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, θρησκευτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικό προσανατολισμό, πολιτικές απόψεις, ψυχική ή σωματική υγεία, ή ιστορικό βασανιστηρίων. Η ρύθμιση δεν προβλέπει καμία εκ των απαιτούμενων εγγυήσεων του άρθρου 9 παρ. 2, ούτε συμμορφώνεται με τις αρχές νομιμότητας, διαφάνειας, ελαχιστοποίησης, ακρίβειας και ακεραιότητας της επεξεργασίας (άρθρο 5 ΓΚΠΔ). Επίσης, δεν έχει προηγηθεί ή δεν προβλέπεται η υποχρεωτική εκ των προτέρων Μελέτης Εκτίμησης Αντικτύπου σχετικά με την την Προστασία Δεδομένων (DPIA) κατά το άρθρο 35 ΓΚΠΔ, γεγονός που καθιστά τη ρύθμιση παράνομη. Τέλος, η πλήρης απουσία πρακτικού, έκθεσης ή άλλης μορφής ανθρώπινης καταγραφής της συνέντευξης παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και του δικαιώματος σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο (άρθρο 47 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), ιδίως όταν ο αιτών διεθνή προστασία επιθυμεί να ασκήσει προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης βασισμένης σε ανακριβή ή μη επαληθεύσιμη αποτύπωση της συνέντευξής του. Συνεπώς, η προτεινόμενη διάταξη παραβιάζει τα άρθρα 6 παρ. 2, και 8–15 του Κανονισμού 2024/1689 (AI Act), αντίκειται στα άρθρα 5, 9 και 35 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 (ΓΚΠΔ) και παραβιάζει το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικό μέσο. - Παράβολο ύψους 300 ευρώ για την υποβολή κάθε μεταγενέστερης αίτησης μετά την πρώτη – αρχειοθέτηση μεταγενέστερης αίτησης χωρίς την έκδοση απόφασης (άρθρο 38 (σ/ν) Με το άρθρο 38 του σ/ν εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου ύψους 300 ευρώ για την υποβολή κάθε μεταγενέστερης αίτησης μετά την πρώτη. Η απαίτηση καταβολής παραβόλου (ύψους 100 ευρώ) είχε εισαχθεί το πρώτον με το άρθρο 23 Ν.4825/2021,ΦΕΚ Α 157/4.9.2021 και εν συνεχεία περιλαμβάνεται στο άρθρο 94 ν. 4939/2022. Η προτεινόμενη διάταξη επαναλαμβάνει τη ρύθμιση και αυξάνει περαιτέρω το ύψος του παραβόλου στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά της σχετικής ΚΥΑ η οποία είχε εκδοθεί σε συνέχεια της αρχικής διάταξης εκκρεμεί Αίτηση Ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ε493/2022). Σε κάθε περίπτωση επισημαίνουμε ότι η σχετική διάταξη δεν είναι σύμφωνη μεταξύ άλλων με το άρθρο 6 και 40-42 της Οδηγίας Διαδικασιών (2013/32/ΕΕ). Το Δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα Κράτη Μέλη να θεσπίζουν αποκλειστικά διαδικαστικούς κανόνες σε ότι αφορά την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να παρακωλύουν την πρόσβαση και όχι κανόνες σε ότι αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία. Κανένα άλλο Κράτος Μέλος δεν έχει άλλωστε θεσπίσει την υποχρέωση υποβολής χρηματικού παραβόλου για την πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου (αρχικό αίτημα ή και μεταγενέστερο/α). Για λόγους συντομίας παραπέμπουμε στις σχετικές επισημάνσεις του Συνηγόρου του Πολίτη και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σχετικά με την αρχική διάταξη που εισήγαγε την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου. Επιπλέον με το άρθρο 38 καταργείται η αντικαθίσταται η παρ. 7 του άρθρου 94 ν 4939/2022, η οποία προέβλεπε ότι «Όμοια μεταγενέστερη αίτηση, χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων, απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς ακρόαση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου» Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη η παρ. 7 αντικαθίσταται και στην περίπτωση όμοιας μεταγενέστερης αίτησης αυτή «τίθεται στο αρχείο με πράξη του Προϊσταμένου της, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45)». Η προτεινομένη διάταξη καταργεί στην πράξη τη δυνατότητα κατάθεσης Ενδικοφανούς Προσφυγής κατά της απόφασης που απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση. Οι διατάξεις των άρθρων 40-42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν επιτρέπουν την αρχειοθέτηση απόφασης χωρίς την έκδοση απόφασης κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι ευθέως αντίθετη στις διατάξεις αυτές. ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ