• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ' | 31 Ιουλίου 2025, 11:18

    - Αύξηση του πλαισίου ποινής φυλάκισης και του ύψους της χρηματικής ποινής για τα αδικήματα της παράτυπης εισόδου και εξόδου (είσοδος/έξοδος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις) και θεσμοθέτηση για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς αδικήματος παράτυπης διαμονής («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις») (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005). Με το άρθρο 27 του σ/ν προτείνεται αντικατάσταση του άρθρου 83 ν. 3386/2005 όπως ισχύει. Εισάγεται αύξηση του πλαισίου ποινής για το αδίκημα της παράνομης εισόδου ή εξόδου στην/από την Ελληνική επικράτεια από «τουλάχιστον 3 μήνες» σε «τουλάχιστον 2 έτη» και της χρηματικής ποινής από «τουλάχιστον 1500 ευρώ» σε «τουλάχιστον 5000 ευρώ» (παρ. 1). Περαιτέρω προτείνεται η εισαγωγή για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη αυτοτελούς ποινικού αδικήματος με σημαντική ποινική κύρωση σε ότι αφορά την παράτυπη διαμονή («παραμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις»), συμπεριφορά που μέχρι σήμερα αποτελεί διοικητική παράβαση (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (1) ν. 3386/2005). Τέλος εισάγεται νέο ποινικό αδίκημα με πλαίσιο ποινής τουλάχιστον 2 έτη φυλάκισης και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 ευρώ, για την περίπτωση μη συμμόρφωσης με όρους υποχρεωτικής διαμονής, εμφάνισης κτλ, που έχουν τεθεί σε πολίτη τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης (άρθρο 27 σ/ν – προτεινόμενη ρύθμιση αντικατάστασης του άρθρου 83 (3) ν. 3386/2005). Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις που πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των σχετικών ποινικών διατάξεων και συνεπώς και εις βάρος οικογενειών με παιδιά, προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες κτλ. Για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το σ/ν προβλέπει ότι αναστολή εκτέλεσης της ποινής χορηγείται μόνο υπό τον όρο της ‘άμεσης εκούσιας αναχώρησης’ (παρ. 4-5 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η κράτηση δεν αίρεται, αλλά συνεχίζεται σε προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα (παρ. 6 του προτεινόμενου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Χρόνος εκκίνησης της ποινικής διαδικασίας - άσκησης της Ποινικής Δίωξης Ειδικότερα και σε ότι αφορά την ποινική δίωξη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου αυτή μπορεί να ασκηθεί ήδη από το αρχικό χρονικό διάστημα της εισόδου στην χώρα, πριν καν λάβουν χώρα οι προβλεπόμενες διαδικασίες ταυτοποίησης και πρόσβασης στη διεθνή προστασία και σε κάθε περίπτωση πριν λάβει χώρα η προβλεπόμενη από την Οδηγία Επιστροφών διαδικασία επιστροφής. Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη στο άρθρο 27 σ/ν προς αντικατάσταση, παράγραφος 2 του άρθρου 86 ν. 3386, προβλέπει την δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη, οπότε και στην περίπτωση αυτή, εκκινεί η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, η αποχή από την ποινική δίωξη μπορεί με την προτεινόμενη διάταξη να τελεί υπό τον όρο της άμεσης εκούσιας αναχώρησης από την χώρα (εδάφιο β της προτεινόμενης προς αντικατάσταση με το άρθρο 27 σ/ν παρ. 2 του άρθρου 83). Σε αυτήν την περίπτωση (αποχή από την ποινική δίωξη υπό τον όρο της άμεσης αναχώρησης), εάν η επιστροφή δεν πραγματοποιηθεί εντός 3 μηνών τότε ανακαλείται η αποχή από την ποινική δίωξη και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία (άσκηση ποινικής δίωξης) (εδάφιο γ). Η διαδικασία που «επακριβώς καθιερώνει» η Οδηγία Επιστροφών 2008/115 και η χρονική σειρά των διάφορων σταδίων, δεν μπορούν να έχουν εξ ορισμού ολοκληρωθεί εντός του χρονικού διαστήματος των 3 μηνών. Σε κάθε περίπτωση δε επισημαίνεται ότι εφόσον κατατεθεί αίτημα διεθνούς προστασίας και μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης, απαγορεύεται οιαδήποτε απομάκρυνση και ο αιτών άσυλο παραμένει νόμιμα στη χώρα. Επιπλέον για το αδίκημα της «παραμονής χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις», η ποινική δίωξη μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, και σε κάθε περίπτωση πριν να έχουν εκκινήσει ή/και ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπει το Δίκαιο της Ένωσης, π.χ. αμέσως μετά την απόρριψη αιτήματος ασύλου, με την οποία τερματίζεται και το δικαίωμα παραμονής, ακόμη και πριν την εκκίνηση της διαδικασίας επιστροφής. Επί των ανωτέρω επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα παρακάτω: 1. Η επιβολή ποινικών κυρώσεων εξαιτίας της παράνομης εισόδου ή διαμονής για τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Γενεύης 1951, είναι αντίθετη με το άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Η Σύμβαση της Γενεύης έχει εφαρμογή σε όλα τα πρόσωπα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1Α2 (ήτοι διατρέχουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής για τους λόγους της Σύμβασης) ανεξαρτήτως του εάν το πρόσωπο αυτό έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας με επίσημη απόφαση των αρμόδιων αρχών, βλ. μεταξύ άλλων αιτιολογική σκέψη 21 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα είναι πράξη με αναγνωριστικό χαρακτήρα». Επίσης, ένα πρόσωπο είναι αιτών άσυλο από τη στιγμή που εκφράζει με οποιοδήποτε τρόπο την επιθυμία του να καταθέσει αίτημα ασύλου, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω «καμιά διοικητική διατύπωση», άρθρο 1 γ ν. 4939/2022, ΔΕΕ, C‑36/20 PPU, παρ. 93, ΕΔΔΑ, [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης], N.D. και N.T. κατά Ισπανίας, 13/02/2020, παρ. 180, ΕΔΔΑ, M.A. και Z.R. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, 08 Οκτωβρίου 2024, παρ. 82-86. Σε κάθε περίπτωση, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για την παράνομη είσοδο και διαμονή πλέον του ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 31 της Σύμβασης της Γενεύης, επιπλέον παγίως θεωρείται ένα μέτρο εξ ορισμού δυσανάλογο. 2. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για παράνομη είσοδο ή/και διαμονή πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής όπως αυτής προβλέπεται στην Οδηγία 2008/115/ΕΚ είναι αντίθετη με το Δίκαιο της Ένωσης και την αρχή της αποτελεσματικότητας (effet util), βλ. συναφώς και μεταξύ άλλων ΔΕΕ, C 61/11 PPU, ΔΕΕ, C-329/11, ΔΕΕ, C 430/11, ΔΕΕ, C‑47/15, ΔΕΕ, C 409/20. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν είναι σύμφωνες με το Δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την Οδηγία Επιστροφών στο βαθμό που επιτρέπουν την εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας και την επιβολή κυρώσεων πριν καν εκκινήσει η διαδικασία που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών και σε κάθε περίπτωση πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής. 3. Ακόμη και για την περίπτωση που ήθελε υποτεθεί ότι η ποινική διαδικασία θα τύχει εφαρμογής μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπει η Οδηγία Επιστροφών, η επιβολή ποινικών κυρώσεων και ιδίως ποινής φυλάκισης, η οποία αναστέλλεται αποκλειστικά υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄ αποτελεί ακραία περίπτωση εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου. Στην πράξη, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας επιστροφής, ο υπό επιστροφή πολίτης τρίτης χώρας είναι στην απόλυτη διάθεση των αρχών, οι οποίες μπορούν να επιβάλουν ακόμη και αναγκαστικά μέτρα (κράτηση) για την υλοποίηση της επιστροφής και η υλοποίηση της επιστροφής είναι αρμοδιότητα και ευθύνη των κρατικών αρχών. Η Οδηγία προβλέπει και αντιμετωπίζει ακόμη και την περίπτωση της μη συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής (άρθρο 16 παρ. α Οδηγίας Επιστροφών) ή τη μη συνεργασία των αρχών καταγωγής (άρθρο 16 παρ. β Οδηγίας Επιστροφών). Επομένως, η επιβολή ποινικής κύρωσης και ιδίως φυλάκισης σε σωφρονιστικό κατάστημα, η οποία αναστέλλεται υπό τον όρο της ‘εκούσιας αναχώρησης΄, αποτελεί διάταξη που χρησιμοποιεί το ποινικό οπλοστάσιο προκειμένου να παρατείνει πέρα από τα επιτρεπόμενα ανώτατα χρονικά όρια κράτησης, τη στέρηση της ελευθερίας του υπό επιστροφή πολίτη τρίτης χώρας προς το σκοπό της επιστροφής, την οποία ωστόσο απέτυχαν να επιτύχουν οι αρμόδιες αρχές που είχαν και την ευθύνη προς τούτο, και παρότι τυχόν άρνηση συνεργασίας του πολίτη τρίτης χώρας ή των αρχών της χώρας καταγωγής έχει ήδη αξιολογηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας Επιστροφών και αντιμετωπιστεί με τα μέτρα που εκεί προβλέπονται. 4. Το σ/ν προβλέπει ότι για την περίπτωση που έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης για τα αδικήματα των παρ. 1 και 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 38 (είσοδος, παραμονή κτλ. χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και μη συμμόρφωση με υποχρεώσεις στο πλαίσιο αναβολής απομάκρυνσης) δεν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης παρά μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ του πολίτη τρίτης χώρας (παρ. 5 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83 – άρθρο 27 σ/ν). Ωστόσο ακόμη και στην ‘περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής λόγω εκούσιας άμεσης αναχώρησης’ η κράτηση συνεχίζεται σε Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης ή σωφρονιστικό κατάστημα μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Η ρύθμιση αυτή εισάγει μια νέα μορφή περαιτέρω κράτησης προσώπων υπό αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, με αμφισβητούμενη νομική βάση, αφού η ποινή φυλάκισης έχει ανασταλεί και χωρίς σαφώς οριοθετημένα χρονικά πλαίσια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση που η απομάκρυνση δεν μπορεί να λάβει χώρα για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κρατούμενου (μη συνεργασία διπλωματικών αρχών, τεχνικούς λόγους κτλ.) και χωρίς να προβλέπεται ένδικο βοήθημα κατά της κράτησης αυτής. Η περίπτωση του αυτοτελούς ποινικού αδικήματος για τους πολίτες τρίτης χώρας υπό αναβολή απομάκρυνσης που εισάγει η παρ. 3 του προτεινόμενου νέου άρθρου 83, το οποίο μπορεί να ανασταλεί μόνο υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης΄ επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Ιδίως υπογραμμίζεται ότι αναβολή απομάκρυνσης χορηγείται στην περίπτωση που οι ίδιες οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν ότι η απομάκρυνση είναι ανέφικτη για νομικούς ή τεχνικούς λόγους (παραβίαση αρχή μη επαναπροώθησης, χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε ασκηθέν ένδικο μέσο, φυσική ή διανοητική κατάσταση, μη ύπαρξη μέσων μεταφοράς κτλ). Παρά ταύτα το σ/ν προβλέπει ποινή φυλάκισης και δυνατότητα αναστολής υπό τον όρο της ‘εκούσιας άμεσης αναχώρησης’. Οι ως άνω διατάξεις είναι παρεμφερείς νομοτεχνικά των προβλέψεων του παλαιότερου άρθρου 99 παρ. 2-5 ΠΚ (υπό τον καταργηθέντα ΠΚ με το ν. 4619/2019), που μόνο προβλήματα είχαν δημιουργήσει στην πράξη, με αόριστες κρατήσεις προς εκτέλεση ανέφικτων ως επί το πλείστον δικαστικών απελάσεων που είχαν επιβληθεί για πλημμεληματικές ποινές. Βλ. αντί πολλών άλλων (Πόρισμα Συνήγορου του Πολίτη Δικαστική απέλαση και συνταγματικά όρια κράτησης, Σεπτέμβριος 2000). Εξάλλου, για το σκοπό αυτό και μετά αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις του όλου θεσμού της δικαστικής απέλασης (με το άρθρο 1 Ν. 2408/1996, το άρθρο 6 Ν.3090/2002, το άρθρο 23 Ν.4055/2012 και το άρθρο 4 Ν.4322/2015) προκρίθηκε τελικά η λύση της κατάργησης της δικαστικής απέλασης (βλ. Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», μετέπειτα ν. 4619/2019, σελ. 19) καθώς ορθά επισημάνθηκε ότι η «Η ταυτόχρονη ωστόσο πρόβλεψη της διοικητικής απέλασης δημιουργεί στην πράξη μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με την υιοθέτηση αντιφατικών λύσεων από τις δικαστικές και διοικητικές αρχές.» Ο θεσμός της δικαστικής απέλασης επαναφέρθηκε μόλις πρόσφατα με το άρθρο 10 του ν. 5090/2024, που αφορά όμως μόνο ποινές κάθειρξης, ενώ η εκτέλεση του μέτρου καλύπτεται από εγγυήσεις εφαρμογής, όπως είχαν διαμορφωθεί με τις παλαιότερες αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις, που βέβαια ελλείπουν παντελώς από τις άστοχες νομοτεχνικά προτεινόμενες ρυθμίσεις. Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει ήδη κρίνει ότι οι σχετικές διατάξεις του ΠΚ που προέβλεπαν το θεσμό της δικαστικής απέλασης, βάσει των οποίων μετά την έκτιση ποινής ή την υφ’ όρον απόλυση, πολίτης τρίτης χώρας παρέμενε κρατούμενος για την υλοποίηση της απομάκρυνσης, δεν ήταν σύμφωνες με το άρθρο 5(1) ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι οι διατάξεις αυτές δεν προέβλεπαν ανώτατο χρονικό διάστημα για την κράτηση αυτή και το χρονικό σημείο πέραν της οποίας, αν η απέλαση δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί, αυτή θεωρείται αδύνατη, MATHLOOM κατά Ελλάδας, αριθμ. προσφυγής 48883/07, 24/04/2012. 5. Εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας, και μεταξύ άλλων προς το άρθρο 2(1) του Συντάγματος που κατοχυρώνει την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Μέτρο στέρησης της ελευθερίας που επιβάλλεται ως μέτρο που αποβλέπει στην «άσκηση πίεσης» για την επίτευξη επιδιωκόμενου σκοπού, τον οποίο η Διοίκηση είτε μπορούσε να διασφαλίσει με άλλα μέσα (διοικητική διαδικασία επιστροφής στο πλαίσιο της οποίας αντιμετωπίζονται και τα ζητήματα άρνησης συνεργασίας του υπό επιστροφή η των διπλωματικών αρχών) είτε η Διοίκηση δεν μπορεί να αποδείξει ότι μπορεί πράγματι να επιτευχθεί (όπως προκύπτει σε περίπτωση που τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο επιστρεφόμενος παρέμενε στη διάθεση των αρχών, έχουν ολοκληρωθεί χωρίς να έχει λάβει χώρα η απομάκρυνση) δεν είναι σύμφωνο με το άρθρο 2 (1) Συντάγματος, βλ. κατ’ αναλογία ΑΕΔ 1/2010 και ΣτΕ 580/2008, 581/2008 (αντισυνταγματικότητα προσωποκράτησης για χρέη στο δημόσιο). Αξίζει ιδίως να σημειωθεί η συγκλίνουσα γνώμη στις ΣτΕ 580/2008 και 581/2008 σύμφωνα με την οποία «το ανθρώπινο σώμα ουδέποτε δύναται να χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη σκοπού, έστω και δημοσίου συμφέροντος» τέτοιο δε μέτρο αντίκειται και στο άρθρο 7(2) του Συντάγματος – Απαγόρευση Βασανιστηρίων. 6. Εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση του αριθμού των κρατουμένων και του πληθυσμού των σωφρονιστικών καταστημάτων και μάλιστα για αδικήματα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται «ήσσονος κοινωνικής απαξίας» (παράνομη είσοδος) ή δεν προβλέπονται καν ως αδικήματα με βάση την ποινική νομοθεσία (διαμονή χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις). Σημειώνεται ότι ο υπερπληθυσμός των σωφρονιστικών καταστημάτων και οι επιδεινούμενες συνθήκες κράτησης λόγω και του υπερπληθυσμού αποτελούν βασικό ζήτημα για το οποίο η Ελλάδα καταδικάζεται συστηματικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και καταβάλει σημαντικά ποσά αποζημιώσεων, μια «χρονίζουσα κρίση» σύμφωνα με την Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT), ενώ οι ελληνικές Αρχές έχουν επανειλημμένα δεσμευτεί ότι θα αναλάβουν άμεση δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, μεταξύ άλλων με τη χρήση μη στερητικών της ελευθερίας (non-custodial) μέτρων. Όπως επισημαίνει η CPT στην τελευταία έκθεση της για την Ελλάδα, «η CPT επαναλαμβάνει τη σύστασή της προς τις ελληνικές αρχές να καταβάλουν επείγουσες και έντονες προσπάθειες για την καταπολέμηση του υπερπληθυσμού στις φυλακές» και ζητάει να ενημερωθεί για «την προώθηση και την ανάπτυξη της χρήσης μη στερητικών της ελευθερίας μέτρων». Στην έκθεση δε της Επιτροπής σχετικά με την πρακτική συστηματικής επιβολής ποινών φυλάκισης χωρίς αναστολή για το αδίκημα της παράνομης εισόδου τον Μάρτιο του 2020, η CPT τόνιζε ότι «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των ελληνικών φυλακών, η νέα αυτή πρακτική είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη». Τέλος είναι προφανές ότι εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθεσίας θα επιβαρύνει σημαντικά συνολικά το ποινικό σύστημα της χώρας, Εισαγγελίες, ποινικά Δικαστήρια και όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δυσχεραίνοντας την αποτελεσματική λειτουργία του και δημιουργώντας επιπλέον καθυστερήσεις.