Αρχική Διαβούλευση για το Σχέδιο του Εθνικού Στρατιωτικού Κανονισμού Αξιοπλοΐας (ΕΣΚΑ) 66 «Αδειοδότηση Προσωπικού Συντήρησης Αεροσκαφών» της Εθνικής Στρατιωτικής Αρχής Αξιοπλοΐας (ΕΣΑΑ)ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΞΙΟΠΛΟΪΑΣ -ΕΣΚΑ 66- ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝΣχόλιο του χρήστη Μανος Σαλεβουράκης | 28 Σεπτεμβρίου 2025, 12:25




Σε συνέχεια του προηγούμενου σχολίου και όσον αφορά στην αιτιολογική έκθεση, θα ήθελα να επισημάνω ότι: η Σύμβαση του Σικάγο (1944) και τα Παραρτήματά της αφορούν αποκλειστικά την πολιτική αεροπορία και όχι τα στρατιωτικά αεροσκάφη. Το ίδιο το Άρθρο 3 της Σύμβασης ορίζει ρητά ότι η εφαρμογή της εξαιρεί τα στρατιωτικά αεροπλάνα και ότι τα κράτη έχουν την πλήρη ευθύνη για την οργάνωση, τους κανονισμούς και τον έλεγχο της στρατιωτικής αεροπορίας τους. Συνεπώς, η μη πλήρης συμμόρφωση των διαδικασιών αδειοδότησης με τα πρότυπα της ICAO δεν συνιστά «παράβαση» ή πρόβλημα, αλλά φυσικό αποτέλεσμα του διαφορετικού θεσμικού πλαισίου που διέπει τις Ένοπλες Δυνάμεις. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η διαχείριση στρατιωτικού προσωπικού και στρατιωτικού υλικού είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας. Η χώρα μας, όπως και όλα τα κράτη-μέλη του ICAO, δεν έχει νομική υποχρέωση να εφαρμόσει αυτούσια τα πολιτικά πρότυπα στη στρατιωτική της αεροπορία. Αντίθετα, τα κράτη έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν δικό τους πλαίσιο (όπως μέσω π.χ. του Π.Δ. 85/2020) προσαρμοσμένο στις ένοπλες δυνάμεις τους. Σήμερα, στην πράξη, τα Γενικά Επιτελεία έχουν εκδώσει εξειδικευμένους κανονισμούς και τεχνικές οδηγίες, οι οποίες συμπληρώνουν τις γενικές διατάξεις, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η ασφάλεια πτήσεων και η επιχειρησιακή ετοιμότητα. Άρα, το νομικό πλαίσιο είναι συμβατό με τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και δεν δημιουργεί κενό ασφάλειας. Συνεπώς το «πρόβλημα» που αναφέρεται στην παράγραφο Α.1. στον πίνακα της αιτιολογικής έκθεσης για τον ΕΣΚΑ-66 δεν υφίσταται, διότι τα στρατιωτικά αεροσκάφη εξαιρούνται από τη Σύμβαση του Σικάγο και διέπονται από εθνικό – στρατιωτικό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο καλύπτει πλήρως τις ανάγκες ασφάλειας και επιχειρησιακής ετοιμότητας. Το δε Π.Δ. 85/2020, σε συνδυασμό με τους εσωτερικούς κανονισμούς κάθε Κλάδου, παρέχει επαρκή βάση για την αδειοδότηση και δεν απαιτείται πλήρης αντιγραφή των πολιτικών προτύπων. 2. Η αναφορά στην παράγραφο Α.6. στον πίνακα της αιτιολογικής έκθεσης, που αφορά στις συναφείς πρακτικές σε άλλες χώρες της ΕΕ & του ΟΟΣΑ είναι παραπλανητική καθώς θα έπρεπε να επισημανθεί ότι οι στρατιωτικές Αρχές Αξιοπλοΐας δεν εφαρμόζουν ενιαία πρότυπα, αλλά χρησιμοποιούν ως βάση το EMAR-66 του EDA και προσαρμόζουν το κανονιστικό τους πλαίσιο στις δικές τους επιχειρησιακές απαιτήσεις. Αυτό επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει «υποχρεωτικό μοντέλο», αλλά ευελιξία και διαφοροποίηση. 3. Όσον αφορά στους στόχους της αιτιολογούμενης ρύθμισης (παράγραφος Α.8. του πίνακα), η αναφορά σε «αναβάθμιση του επιπέδου εκπαίδευσης» μέσω εφαρμογής προτύπων όπως το EASA Part-66 ή το EMAR-66 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα εν λόγω πρότυπα αφορούν γνώσεις επαγγελματικής κατάρτισης προ-λυκειακού επιπέδου και δεν παρέχουν το ίδιο βάθος επιστημονικής γνώσης ούτε το ίδιο ακαδημαϊκό υπόβαθρο. Αντιθέτως, το τεχνικό στρατιωτικό προσωπικό στην Ελλάδα εκπαιδεύεται σε σαφώς ανώτερο επίπεδο, ακολουθώντας πολυετή φοίτηση σε στρατιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΣΣΥ), με εισαγωγή μέσω πανελλαδικών εξετάσεων. Στη συνέχεια αποκτά εξειδίκευση και εξουσιοδοτήσεις ανά τύπο αεροσκάφους, λειτουργώντας υπό αυστηρό πλαίσιο αδειοδότησης προσαρμοσμένο στις στρατιωτικές επιχειρησιακές ανάγκες. Συνεπώς, το ισχύον ελληνικό σύστημα όχι μόνο ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις ασφάλειας και αξιοπλοΐας, αλλά και υπερκαλύπτει τα αντίστοιχα διεθνή πολιτικά πρότυπα. Το ισχύον εκπαιδευτικό και αδειοδοτικό πλαίσιο του τεχνικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, με εισαγωγή μέσω πανελλαδικών εξετάσεων και πολυετή φοίτηση σε στρατιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΣΣΥ), παρέχει σαφώς ανώτερο επίπεδο επιστημονικής και τεχνικής κατάρτισης σε σχέση με τα διεθνή πολιτικά πρότυπα (EASA Part-66/EMAR-66), τα οποία αντιστοιχούν σε επαγγελματική εκπαίδευση χαμηλότερου επιπέδου. Κατά συνέπεια, το προτεινόμενο κανονιστικό πλαίσιο θα έπρεπε να προβλέπει την αναγνώριση και την κατοχύρωση εξαρχής του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης που παρέχουν οι ΑΣΣΥ, ώστε να διασφαλίζεται πραγματική αναβάθμιση της συντήρησης αεροναυτικών προϊόντων, χωρίς οριζόντιες υποβαθμίσεις που θα οδηγούσαν σε εξίσωση προς τα κάτω. Η μη αξιοποίηση του ήδη υψηλού εκπαιδευτικού υπόβαθρου των ΑΣΣΥ και η υιοθέτηση χαμηλότερων προτύπων θα επιφέρει, σε βάθος χρόνου, σημαντικό κόστος για τις Ένοπλες Δυνάμεις και τη χώρα, στη συντήρηση αεροναυτικών προϊόντων ή σε ανδριάντες στις πλατείες ...