Αρχική Ρυθμίσεις για τη δέσμευση, χρήση, μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα...ΜΕΡΟΣ Α΄ ΔΕΣΜΕΥΣΗ, ΧΡΗΣΗ, ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΔΙΟΞΕΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρα 1-43)Σχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 18 Νοεμβρίου 2025, 09:01




Το παρόν αποτελεί συμβολή της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF Ελλάς στη δημόσια διαβούλευση. Τα σχόλια εστιάζονται στο Μέρος Α του σχεδίου νόμου, το οποίο αφορά τη δέσμευση, χρήση, μεταφορά και αποθήκευση CO2 σε γεωλογικούς σχηματισμούς. Οι τεχνολογίες παγίδευσης, αποθήκευσης και χρήσης άνθρακα CCS (Carbon Capture and Storage) και CCU (Carbon capture and utilisation) έχουν εξαιρετικά υψηλό κόστος και προσφέρουν αμφισβητήσιμη και επιστημονικά αναπόδεικτη συνεισφορά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Οι προσπάθειες για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα στη γρήγορη και ριζική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της προώθησης αλλαγών στις βιομηχανικές διεργασίες και της ενίσχυσης της αποδοτικότητας των υλικών. Η ανάπτυξη υποδομών CCS μπορεί ενδεχομένως να δικαιολογηθεί μόνο για υπολειμματικές εκπομπές ορισμένων ιδιαίτερα ενεργοβόρων βιομηχανιών (όπως τσιμέντο & ασβέστης), αφού όμως αποκλειστούν άλλες επιλογές και έχουν εξαντληθεί οι επιλογές μείωσης των εκπομπών τόσο σε επίπεδο τεχνολογικό όσο και με μέτρα μείωσης της ζήτησης. Το CCS δεν μπορεί να προβάλλεται ως λύση και σίγουρα δεν αποτελεί πανάκεια για την απεξάρτηση των βιομηχανικών τομέων από τον άνθρακα, ενώ δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σαν δικαιολογία για τη συνέχιση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Για ορισμένους βιομηχανικούς τομείς υπάρχουν πλέον άλλες επιλογές: η απαλλαγή του τομέα του χάλυβα από τις υψηλές εκπομπές CO2 μπορεί πχ να επιτευχθεί μέσω του ανανεώσιμου (πράσινου) υδρογόνου. Είναι ανάγκη να περιοριστεί η χρήση του CCS εκεί όπου δεν χρειάζεται και να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη του CCS εξετάζεται μόνο για τομείς που το χρειάζονται για να μειώσουν τις σημαντικές εκπομπές των διεργασιών τους (όπως το τσιμέντο και ο ασβέστης). Προβληματική διαβούλευση Η πλατφόρμα διαβουλεύσεων opengov ήταν εκτός λειτουργίας το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025, ημέρα κατά την οποία λογικά αναμένεται πολλοί πολίτες ή σύλλογοι και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να διαθέσουν τον απαραίτητο χρόνο για την ανάγνωση και τον σχολιασμό ενός τόσο περίπλοκου νομοσχεδίου σε διαβούλευση. Σχόλια επί των άρθρων Άρθρο 2: Το αντίστοιχο άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και απαγόρευση» (με bold λέξεις που έχουν απαλειφθεί από τη μεταφορά του άρθρου στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο), δεν περιλαμβάνει ρητή πρόνοια για «γεωλογική αποθήκευση CO2 σε υφάλμυρους υπόγειους υδροφορείς». Εμφανώς πρόκειται για φωτογραφική διάταξη, η οποία πρέπει να αποσυρθεί. Όσον αφορά το ζήτημα του χαρακτηρισμού του CO2 ως απόβλητου, είναι γεγονός ότι, όπως ορίζεται από πρόσφατη τροποποίηση της οδηγίας για τα απόβλητα 2008/98/ΕΚ, το CO2 που δεσμεύεται και μεταφέρεται με σκοπό την αποθήκευση δεν θεωρείται απόβλητο. Ωστόσο, το CO2 που επαναδιαρρέει στην ατμόσφαιρα εκουσίως ή ακουσίως (π.χ., λόγω δυσλειτουργιών ή αστοχιών) κατά την διάρκεια της διαδικασίας αυτής είναι απόβλητο, και ο αρμόδιος φορέας φέρει την πλήρη ευθύνη για τη διαχείρισή του (με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων). Άρθρο 3: O ορισμός είναι απόλυτα ασαφής, και ανοιχτός σε δημιουργικές ερμηνείες. Πιο συγκεκριμένα, ο ορισμός που δίνεται για τις «βιομηχανίες δυσχερώς απανθρακοποιήσιμες» είναι ανοιχτός σε εμφιλοχώρηση των βιομηχανιών στερεών ανθράκων και υδρογονανθράκων, ενώ ο διεθνώς αποδεκτός ορισμός περιορίζει τους hard-to-abate τομείς στις υψηλών εκπομπών βιομηχανικές δραστηριότητες που δεν μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες. Τέτοιες είναι πχ η τσιμεντοβιομηχανία και η χαλυβουργία, αλλά όχι η πετρελαϊκή βιομηχανία. Είναι απαραίτητο ο ορισμός να διευκρινίσει ότι αποκλείει την εξόρυξη και καύση κάρβουνου, πετρελαίου και αερίου από τις «δυσχερώς απανθρακοποιήσιμες βιομηχανίες», καθώς αυτές πρέπει να εκλείψουν και η χρήση τους να αντικατασταθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οποιαδήποτε άδεια για εφαρμογή CCS, θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά σε δυσχερώς απανθρακοποιήσιμες βιομηχανίες, των οποίων η παραγωγή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μηδενικών εκπομπών πηγές. Συνεπώς, θα έπρεπε να αποκλειστεί η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής από τη δυνατότητα διοχέτευσης εκπεμπόμενων ρύπων σε εγκαταστάσεις CCS. Άρθρο 8: Το νομοσχέδιο επιτρέπει την έγχυση CO2 για εξόρυξη υδρογονανθράκων [το λεγόμενο CCS-EOR]. Η οδηγία απαγορεύει "αντικρουόμενες" χρήσεις. Το WWF υποστηρίζει ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων και η αποθήκευση CO2 είναι εγγενώς αντικρουόμενες χρήσεις. Η αποθήκευση εκπομπών από μια δραστηριότητα παραγωγής ορυκτών καυσίμων που είναι αντίθετη προς κάθε στρατηγική επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας αποτελεί κίνητρο για διαιώνιση της χρήσης υδρογονανθράκων. Η εφαρμογή του απηρχαιωμένου Μεταλλευτικού Κώδικα αποτελεί απαράδεκτη και αδικαιολόγητη νομοθετική επιλογή, τόσο λόγω των σοβαρών του ελλείψεων σε περιβαλλοντικές διασφαλίσεις, όσο και σε σχέση με το ίδιο το αντικείμενο της δραστηριότητας που επιχειρεί να ρυθμίσει το νομοσχέδιο: το διοξείδιο του άνθρακα δεν είναι μετάλλευμα και η έγχυση του σε γεωλογικούς σχηματισμούς δεν αποτελεί μεταλλευτική δραστηριότητα. Εικάζουμε ότι η επιλογή αυτή αποσκοπεί στην περιβαλλοντικά σαρωτική και ταχεία «τακτοποίηση» ζητημάτων απαλλοτριώσεων και παραχωρήσεων χρήσης και πρόσβαση στον αιγιαλό, ευνοϊκή μεταχείριση την οποία θεωρούμε απαράδεκτη για μια τόσο επικίνδυνη για το περιβάλλον δραστηριότητα. Άρθρο 9: Από τους δυνητικούς τόπους χωροθέτησης θα πρέπει ρητά να εξαιρούνται οι προστατευόμενες περιοχές Natura 2000, ελάχιστη οφειλόμενη προστατευτική για τη βιοποικιλότητα ρύθμιση που ισχύει σε άλλα κράτη της ΕΕ, όπως η Γερμανία. Γενικότερα, η χωροθέτηση "δυνητικών" χώρων αποθήκευσης αποτελεί στάδιο της αδειοδότησης ενός χώρου αποθήκευσης. Κατά συνέπεια, οφείλει να λαμβάνει υπόψη άλλες χρήσεις του χώρου (όπως, π.χ., κατοικημένες ή προστατευόμενες περιοχές). Αυτό απαιτείται ρητά από την οδηγία 2009/31, ιδίως μέσω της παραπομπής στα κριτήρια του Παραρτήματος Ι στη "Φάσης 1" (βλ. άρθ. 4(3) της οδηγίας). Τέτοια παραπομπή στα κριτήρια δεν περιέχει η προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 9. Άρθρο 12: Συνοπτικά, το άρθ. 12 (παρ. 7 και 8) προβλέπει μία "διαδικασία-εξπρές" για την αύξηση της χωρητικότητας ενός χώρου αποθήκευσης. Η διαδικασία αυτή υπονομεύει τις απαιτήσεις προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος και διαφάνειας (που δεν λαμβάνει υπόψη ούτως ή άλλως). Παρόμοια επέκταση δεν προβλέπεται από την οδηγία [πρβλ. 11(1), όπου γίνεται λόγος γα μεταβολή του "τρόπου εκμετάλλευσης και όχι του όγκου], και θα έπρεπε να απαιτεί, κατ' ελάχιστον, νέα άδεια αποθήκευσης και νέα ΜΠΕ. Άρθρο 16: Οι δυο πρώτες παράγραφοι είναι αντιφατικές. Η 3η παράγραφος είναι αντίθετη προς την οδηγία, η οποία σαφέστατα επιβάλλει στην αρμόδια αρχή να "επανεξετάζει και, εάν απαιτείται, (να) επικαιροποιεί ή, ως έσχατο μέτρο, (να) ανακαλεί την άδεια αποθήκευσης... ε) ...πέντε έτη από τη χορήγηση της άδειας και στη συνέχεια ανά δεκαετία..." [11(3)(ε) οδηγίας 2009/31]. Σε αντίθεση με την οδηγία, που επιβάλλει πλήρη επανεξέταση της άδειας από μηδενική βάση, το νομοσχέδιο, προβλέπει μόνο "επικαιροποίηση" της άδειας και μάλιστα μόνο "δυνητικά". Η προτεινόμενη διάταξη καταδεικνύει ότι η αρμόδια αρχή δεν είναι διατεθειμένη να υποβάλει τους φορείς αποθήκευσης σε αποτελεσματική εποπτεία. Άρθρο 31: Η διάταξη αφήνει ανοιχτό περιθώριο συρρίκνωσης της νομικής υποχρέωσης για ενημέρωση του κοινού. Ιδίως μάλιστα όταν αυτός ο περιορισμός του δικαιώματος των πολιτών για ενημέρωση αφορά εκπομπές στο περιβάλλον, η επίκληση εμπορικού απορρήτου και ανύπαρκτων ζητημάτων εθνικής ασφάλειας δεν είναι σύμφωνη με το αρθ. 26 της οδηγίας, το οποίο απερίφραστα και δίχως φωτογραφικές εξαιρέσεις προβλέπει ότι “[τ]α κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση του κοινού τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που σχετίζονται με την αποθήκευση CO2 σε γεωλογικούς σχηματισμούς σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία”. Μία εγκατάσταση CCS δεν σχετίζεται με την εθνική ασφάλεια περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινή εγκατάσταση. Η επίκληση των λόγων αυτών αποσκοπεί στο αντιδημοκρατικό περιορισμό του δικαιώματος πληροφόρησης. Επίσης, το ισχύον ενωσιακό και διεθνές πλαίσιο (Σύμβαση Άαρχους, οδηγία 2003/4) δεν επιτρέπει την απόκρυψη πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον με την επίκληση του εμπορικού απορρήτου. Εκπομπές ή δυνητικές εκπομπές CO2 εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή. Άρθρα 35 και 36: Τέτοιες ευνοϊκές διατάξεις που φωτογραφίζουν συγκεκριμένα «πιλοτικά» έργα συγκεκριμένων πετρελαϊκών εταιρειών δεν προβλέπονται από την οδηγία. Ανοίγουν επίσης διάπλατα το ιδιαίτερα επικίνδυνο κεφάλαιο της «ενισχυμένης ανάκτησης πετρελαίου» (Enhanced Oil Recovery), δηλαδή της εξαντλητικής παραγωγής υδρογονανθράκων με πίεση μέσω της έγχυσης CO2 σε κοιτάγματα που δεν είναι πλέον οικονομικά αποδοτικά. Επιπροσθέτως, δεν υπάρχει τίποτα το "πιλοτικό" στις ρυθμίσεις του άρθ. 173 ν. 4964/2022. Το άρθρο αυτό προβλέπει κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων αποθήκευσης CO2 και μόνιμη αποθήκευση από τους παραχωρησιούχους της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, και μάλιστα με προϋποθέσεις που δεν διασφαλίζουν την προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος (όπως ενδεικτικά, την έλλειψη ρητης υποχρέωσης για νέα ΣΜΠΕ, και την έλλειψη εφαρμογής των κριτηρίων του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2009/31). Ο χαρακτηρισμός "πιλοτικός" είναι εγγενώς αντιφατικός με την αποθήκευση CO2 - μία μόνιμη και μη αναστρέψιμη διαδικασία. Περαιτέρω, ο "ταυτοχρονισμός της επίτευξης του μέγιστου ρυθμού έγχυσης με την υλοποίηση των έργων δέσμευσης του CO2 των δυσχερώς απανθρακοποιήσιμων βιομηχανιών" είναι μία μέριμνα που παρατείνει επ' αόριστο την απανθρακοποίηση των βιομηχανιών αυτών, και αντιβαίνει στην επίτευξη ενός μέγιστους επιπέδου ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος. Και μόνο για λόγους καλής νομοθέτησης και διαφάνειας, το άρθ. 173 ν. 4394/2022 πρέπει να καταργηθεί. Άλλωστε, δημιουργεί ένα καθεστώς εύνοιας που δεν είναι συμβατό με το πνεύμα της οδηγίας 2009/31. Άρθρα 37-39: Απαράδεκτη η πρόβλεψη πρόσβασης σε κρατικές ενισχύσεις “προκειμένου να καλυφθεί ο κίνδυνος των παραγωγών εκπομπών CO2 από τη διακύμανση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπής CO2”. Σε συνδυασμό με τις διατάξεις των δυο επόμενων άρθρων, πρόκειται επί της ουσίας για πρόσθετες επιδοτήσεις στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Κίνδυνοι από τη γεωλογική αποθήκευση CO2 και πραγματικότητα Οι κίνδυνοι και επιπτώσεις από έργα CCS δεν αφορούν μόνο τη μικρή δυνητική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δεδομένου ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πραγματική και ουσιαστική μείωση εκπομπών από τέτοια έργα. Το πραγματικό ρίσκο είναι περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό, ενώ προκύπτουν και κίνδυνοι διαρροών, ατυχημάτων και πρόκλησης σεισμικής δραστηριότητας. Επιστημονική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2021, απέδειξε ότι η διαρροή μεθανίου, ειδικά από την εξόρυξη και μεταφορά αερίου, μειώνει σημαντικά τα προβαλλόμενα ως οφέλη για το κλίμα σε σύγκριση με τους στερεούς άνθρακες, λόγω των υψηλών διαρροών μεθανίου, με αποτέλεσμα οι ίδιες οι εγκαταστάσεις CCS να καλούνται τελικά να αντιμετωπίσουν τις δικές τους εκπομπές. Μόλις δύο μεγάλα έργα –συγκρίσιμα με το υπό σχεδιασμό έργο στον Πρίνο- έχουν πραγματοποιηθεί στην Ευρώπη, τα οποία έχουν διαφημισθεί ως επιτυχημένα (και τα δύο στη Νορβηγία), χωρίς η πραγματικότητα να επαληθεύει αυτούς τους ισχυρισμούς. H διεθνής εμπειρία είναι παρόμοια. Χαρακτηριστικά: • Στο Sleipner (Νορβηγία) που βρίσκεται στο νότιο μέρος της Βόρειας Θάλασσας, το CO2 που απορρίπτεται μετακινήθηκε σε μία στρώση κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, την οποία τα γεωλογικά μοντέλα προσομοίωσης που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη δε θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει. Ως αποτέλεσμα, εκατομμύρια τόνοι CO2 μετακινούνται πλέον σε διάφορες κατευθύνσεις υπό τον πυθμένα της θάλασσας. Εκτός από όλα τα άλλα, οι ανεξέλεγκτες αυτές μετακινήσεις καταδεικνύουν τους αυξημένους κινδύνους αποθήκευσης σε υφάλμυρους υδροφορείς, για την αντιμετώπιση των οποίων το νομοσχέδιο δεν προβλέπει απολύτως τίποτα." • Στο έργο του Snøhvit (Νορβηγία) της Θάλασσας του Μπάρεντς η πρώτη προσπάθεια απόρριψης CO2 ακυρώθηκε λόγω της ταχείας αύξησης της πίεσης σε κρίσιμα επίπεδα. Μόνο η τρίτη προσπάθεια φαίνεται να έχει αποτελέσματα (ως τώρα). • Σε μία παρόμοια περίπτωση στο In Salah της Αλγερίας το έργο απέτυχε εντελώς, αφού για πολύ μεγάλο διάστημα οι διαχειριστές του αγνοούσαν την απρόσμενη αύξηση της πίεσης στον χώρο εναπόθεσης του CO2.. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει το έργο ξαφνικά, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, αφού το έδαφος πάνω από τον χώρο εναπόθεσης είχε ανυψωθεί κατά αρκετά εκατοστά. • Στο έργο Gorgon στην Αυστραλία πολυετείς προσπάθειες (τουλάχιστον οκτώ ετών) δεν είχε καταστεί δυνατή σημαντική απόθεση CO2 , καθώς η είσοδος νερού στον χώρο εναπόθεσης εμπόδιζε την απόθεση. Η εταιρεία Chevron, η οποία λειτουργεί το έργο θα πρέπει να μεταχειριστεί μέρος της υποδομής για τη σταθεροποίηση της εγκατάστασης αν πρόκειται να λειτουργήσει το έργο. Τα παραπάνω πραγματικά παραδείγματα καταδεικνύουν την ανασφάλεια, τον πειραματικό χαρακτήρα και τον οικονομικό κίνδυνο κάθε επιχείρησης CCS. Τόσο για την πολύ απαιτητική φάση σχεδιασμού, όσο και για τις περιπτώσεις τεχνικών προβλημάτων που είναι πιθανότατο να προκύψουν, οι εταιρείες που πραγματοποιούν έργα αποθήκευσης CO2 χρειάζονται κρατικές επιδοτήσεις (όπως ήδη συμβαίνει και για το έργο της Energean στον Πρίνο). Γενικότερα για τις εγκαταστάσεις CCS, το WWF διεθνώς υποστηρίζει τα ακόλουθα: 1. Η ταχεία και βαθιά μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να αποτελέσει πρώτιστη και κορυφαία προτεραιότητα για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Αυτό πρέπει να επιτευχθεί κατά κύριο λόγο μέσω απόλυτων μειώσεων των εκπομπών, με προτεραιότητα τη στήριξη της μετάβασης και τον μηδενισμό της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα προς 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μέσω σωστού χωροταξικού σχεδιασμού και με ισχυρές διασφαλίσεις προστασίας των οικοσυστημάτων και ουσιαστική κοινωνική συμμετοχή και έλεγχο του ενεργειακού συστήματος. 2. Για την αποθήκευση άνθρακα, οι πιο ασφαλείς, αποτελεσματικές και οικονομικά συμφέρουσες λύσεις είναι η αξιοποίηση οικοσυστημάτων ως φυσικών αποθηκών άνθρακα (π.χ. δάση, έλη και θάλασσες). Οποιαδήποτε τεχνολογική προσέγγιση, όπως οι εγκαταστάσεις CCS, μπορούν να έπονται, μόνο ως συμπλήρωμα ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού για την αποκατάσταση σημαντικών φυσικών οικοσυστημάτων που λειτουργούν ως φυσικές αποθήκες άνθρακα. 3. Οι πιλοτικού χαρακτήρα εγκαταστάσεις CCS σήμερα δεσμεύουν λιγότερο από το 0,1% των παγκόσμιων εκπομπών. Ακόμη και αν όλα τα έργα που έχουν ανακοινωθεί τεθούν σε λειτουργία, μόνο το 0,6% των παγκόσμιων εκπομπών προβλέπεται ότι μπορεί να δεσμευθεί έως το 2030. Πρόκειται λοιπόν για εγκαταστάσεις πολύ υψηλού κόστους, των οποίων η κλιματική αποτελεσματικότητα δεν έχει αποδειχθεί, ενώ στην κατασκευή τους υπάρχει ανησυχία ότι θα διοχετευθούν σοβαρές δημόσιες επιδοτήσεις που κατά τη γνώμη μας θα ήταν οικονομικά και κοινωνικά πολύ πιο επωφελές εάν προσανατολίζονταν προς την ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.