Αρχική Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Δίκαιη Εργασία για Όλους: Απλοποίηση της Νομοθεσίας - Στήριξη στον Εργαζόμενο - Προστασία στην Πράξη»ΜΕΡΟΣ Α΄ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (άρθρα 1-22)Σχόλιο του χρήστη SolidarityNow | 19 Σεπτεμβρίου 2025, 13:55
Παρατηρήσεις του SolidarityNow επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Δίκαιη Εργασία για Όλους: Απλοποίηση της Νομοθεσίας – Στήριξη στον Εργαζόμενο – Προστασία στην Πράξη» Το SolidarityNow συμμετέχει στη δημόσια διαβούλευση με βασική μέριμνα την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και τη διασφάλιση ενός πλαισίου εργασίας που ανταποκρίνεται στις παρούσες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Η εμπειρία μας από την καθημερινή επαφή με εργαζόμενους/ες, ιδίως με τους πιο ευάλωτους, μας επιβάλλει να αξιολογούμε κάθε μεταρρύθμιση με γνώμονα την πραγματική της επίδραση στην καθημερινότητα και την σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων. Αναγνωρίζουμε ότι στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνονται σημαντικές θετικές προβλέψεις, κυρίως στο πεδίο της υγείας, της προστασίας της οικογένειας και της ενσωμάτωσης διεθνών συμβάσεων. Η κατοχύρωση του επιδόματος γονικής άδειας ως αφορολόγητου, ανεκχώρητου και ακατάσχετου θωρακίζει ουσιαστικά το εισόδημα των οικογενειών. Η επέκταση της άδειας μητρότητας σε ανάδοχες μητέρες αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση του ρόλου της ανάδοχης οικογένειας. Η ενσωμάτωση διεθνών συμβάσεων για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και για την καταπολέμηση της αναγκαστικής εργασίας αναβαθμίζει το θεσμικό πλαίσιο και εναρμονίζει το θεσμικό πλαίσιο με τα διεθνή πρότυπα προστασίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή εισάγονται διατάξεις που αντί να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων, θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την καθημερινότητά τους. Πιο συγκεκριμένα, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι οι διατάξεις που εισάγουν «ευελιξία» στον χρόνο εργασίας δεν ευνοούν τελικά την οικογενειακή ζωή, ούτε ανταποκρίνονται στις ανάγκες των γονέων και ιδιαίτερα των μητέρων εργαζόμενων. Η χώρα μας βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με ένα δημογραφικό αδιέξοδο, και θα περίμενε κανείς ότι οι θεσμικές παρεμβάσεις θα ενίσχυαν τη στήριξη της οικογενειακής ζωής. Με διατάξεις όπως το 13ωρο και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας καταργείται η έννοια της ανάπαυσης, στοιχειώδες δικαίωμα που συνδέεται άμεσα με την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Επιπλέον, αυτές οι ρυθμίσεις δεν λαμβάνουν υπόψη την ιδιαιτερότητα πολλών επαγγελμάτων, στα οποία η εντατικοποίηση του χρόνου εργασίας οδηγεί αναπόφευκτα σε εξουθένωση και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Στην πραγματικότητα, οι προτεινόμενες διατάξεις αντί να αποτελούν κίνητρο παραμονής των νέων εργαζομένων στη χώρα, θα εντείνουν τη φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού προς το εξωτερικό, υπονομεύοντας τις πολιτικές για την αντιστροφή του brain drain και την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν, ότι η ίδια η σχέση εργοδότη–εργαζομένου είναι εκ των πραγμάτων ετεροβαρής, και σε αυτό το πλαίσιο η «συναίνεση» που προβάλλεται ως δικλείδα ασφαλείας, δεν πρόκειται για ελεύθερη επιλογή, αλλά για αποτέλεσμα εξαναγκασμού υπό την απειλή απώλειας της εργασίας. Έτσι, οι διατάξεις αυτές δεν εκσυγχρονίζουν την αγορά εργασίας αλλά την απορρυθμίζουν, περιορίζοντας τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, αποδυναμώνοντας τις συλλογικές συμβάσεις και τελικά δημιουργώντας ένα ασταθές εργασιακό περιβάλλον. Η εμπειρία αλλά και η διεθνής πρακτική δείχνουν ότι τέτοιες ρυθμίσεις ενέχουν σοβαρό κίνδυνο καταστρατήγησης, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι μηχανισμοί ελέγχου παραμένουν περιορισμένοι. Συνολικά, δημιουργείται ένα εργατικό δίκαιο που φαίνεται να «φωτογραφίζει» συγκεκριμένους τομείς τους οποίους η χώρα προτάσσει ως βασικούς κλάδους απασχόλησης, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και ο κατασκευαστικός κλάδος. Αντί να σχεδιάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο που να στηρίζεται στις ανάγκες των εργαζομένων, οικοδομείται ένα σύστημα που προσαρμόζεται κυρίως στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Και αυτό σε ένα πλαίσιο, όπου η εργατική νομοθεσία των τελευταίων ετών έχει ήδη ελαστικοποιήσει και διευρύνει σημαντικά τους όρους εργασίας. Οι αλλαγές αυτές έχουν επιβαρύνει τις συνθήκες εργασίας. Οι νέες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου έρχονται να εντείνουν αυτή την τάση, χειροτερεύοντας και αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση των εργαζομένων. Η κατεύθυνση αυτή εγκυμονεί τον κίνδυνο να διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, να εντείνει την ανασφάλεια και τελικά να υπονομεύσει τον ίδιο τον διακηρυκτικό στόχο της νομοθεσίας, ήτοι την ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων. Οι παρατηρήσεις μας που ακολουθούν εστιάζουν στα άρθρα όπου εκτιμούμε ότι απαιτούνται βελτιώσεις ή αναθεωρήσεις, με στόχο ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα ενισχύει την απασχόληση χωρίς να υπονομεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Στο πνεύμα αυτό, καταθέτουμε αναλυτικά σχόλια ανά άρθρο. Παρατηρήσεις επί των άρθρων: Άρθρο 6 – Υπερωρίες και ανώτατο όριο απασχόλησης Η διάταξη επιτρέπει την απασχόληση μέχρι 12 ώρες ημερησίως, και μαζί με τη διευθέτηση του άρθρου 7, μπορεί να οδηγήσει σε 13ωρη ημερήσια απασχόληση, καταργώντας στην πράξη την προβλεπόμενη εννιάωρη ανάπαυση μεταξύ δύο βαρδιών, που αποτελεί βασική εγγύηση για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων. Η πρόβλεψη ότι ο εργαζόμενος «έχει δικαίωμα να αρνηθεί» την υπερωριακή εργασία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει την ανισορροπία στη σχέση εξάρτησης. Στην πράξη, η συναίνεση του εργαζομένου ενδέχεται να μην είναι ελεύθερη, αλλά να παρέχεται υπό καθεστώς πίεσης και φόβου, φόβου απόλυσης, μη ανανέωσης της σύμβασης κλπ. Η συγκεκριμένη ρύθμιση όχι μόνο δεν παρέχει ουσιαστική προστασία, αλλά εκθέτει τον εργαζόμενο σε ακόμη μεγαλύτερη επισφάλεια, καθώς διευκολύνει τη χρήση των υπερωριών. Η επίκληση της συναίνεσης ενδέχεται να είναι προσχηματική, αφού σε ένα πλαίσιο έντονης εξάρτησης από τον εργοδότη ο εργαζόμενος σπανίως έχει την πραγματική δυνατότητα να αρνηθεί. Ιδίως οι πλέον ευάλωτες κατηγορίες – νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, γυναίκες με οικογενειακές υποχρεώσεις, μετανάστες και πρόσφυγες που συχνά αγνοούν τα δικαιώματά τους ή φοβούνται για τη διαμονή τους – καθώς και όσοι απασχολούνται σε χειρωνακτικά και επικίνδυνα επαγγέλματα, θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή πίεσης για αποδοχή εξαντλητικών ωραρίων. Έτσι, η διάταξη δεν δημιουργεί συνθήκες ευελιξίας, αλλά θεσμοθετεί ένα περιβάλλον αυξημένης καταχρηστικότητας και ανασφάλειας. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένους κλάδους, όπως η τεχνολογία ή η έρευνα, η δυνατότητα ευρύτερης χρονικής ευελιξίας μπορεί να αξιοποιηθεί θετικά, καθώς συνδέεται με έργα που απαιτούν συγκυριακή ένταση εργασίας και κατόπιν περιόδους χαλάρωσης. Ωστόσο, όταν μιλάμε για το σύνολο των επαγγελμάτων και ειδικά για χειρωνακτικά επαγγέλματα η προοπτική 13 ωρών εργασίας θέτει σοβαρά ζητήματα υγείας και ασφάλειας. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι η διάταξη πρέπει να αναθεωρηθεί, με διατήρηση του σημερινού ανώτατου ημερήσιου ορίου υπερωρίας στις τρεις ώρες και με ρητή πρόβλεψη ότι το συνολικό ημερήσιο όριο απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα ώρες, ανεξαρτήτως συνδυασμών. Άρθρο 7 – Διευθέτηση χρόνου εργασίας Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους., καθώς ανοίγει τον δρόμο για καταχρηστικές πρακτικές, αφού η συναίνεση του εργαζομένου ενδέχεται να παρέχεται υπό συνθήκες ανισότητας και φόβου. Στην πράξη, οι υπερωρίες ενδέχεται να εμφανίζονται ως διευθέτηση και, συνεπώς, να μην αμείβονται ως τέτοιες, στερώντας από τον εργαζόμενο την οικονομική αποζημίωση που δικαιούται. Σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως η τεχνολογία, η διευθέτηση μπορεί πράγματι να δώσει μεγαλύτερη ευελιξία και να λειτουργήσει θετικά. Ωστόσο, στην πλειονότητα των επαγγελμάτων και ιδίως σε επαγγέλματα που απαιτούν χειρωνακτική εργασία η ευελιξία αυτή σημαίνει στην πράξη αυξημένη καταπόνηση. Χωρίς ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να εγγυώνται ότι η συναίνεση και η συμφωνία του εργαζόμενου είναι πραγματικά ελεύθερη, το μέτρο καθίσταται προβληματικό και οδηγεί σε θεσμοθετημένη ανασφάλεια. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η επίδραση της διάταξης στους πιο ευάλωτους εργαζόμενους. Για τις ομάδες αυτές, η υποτιθέμενη ευελιξία μετατρέπεται σε πραγματική εξάρτηση και καθιστά την άρνηση σχεδόν αδύνατη. Έτσι, η διάταξη δεν εξυπηρετεί την προσαρμογή των αναγκών της επιχείρησης με τρόπο που να σέβεται τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά θεσμοθετεί ένα πλαίσιο εντατικοποίησης και επισφάλειας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα η περίοδος αναφοράς για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας ήταν έξι μήνες. Τέλος, σε περίπτωση παραίτησης ή απόλυσης πριν ολοκληρωθεί ο συμψηφισμός, ο εργαζόμενος πρέπει να αποζημιώνεται για όλες τις ώρες που παρείχε πέραν του συμβατικού του ωραρίου. Άρθρο 9 – Κατάτμηση κανονικής άδειας Παρότι διατηρείται ένα ελάχιστο όριο συνεχόμενης άδειας, η δυνατότητα ευρύτερης κατάτμησης δημιουργεί τον κίνδυνο η άδεια να χάσει τον ουσιαστικό της χαρακτήρα ως περίοδος πραγματικής ανάπαυσης και αποσύνδεσης από την εργασία. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση ενός θεμελιώδους δικαιώματος που έχει άμεση συνάφεια με την προστασία της υγείας και της οικογενειακής ζωής. Η κανονική άδεια αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και πρέπει να παραμένει εγγυημένη ως συνεχής περίοδος ανάπαυσης. Είναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί νομοθετικά η δυνατότητα των εργαζομένων να λαμβάνουν τουλάχιστον δύο συνεχόμενες εβδομάδες άδειας τον χρόνο. Παράλληλα, κάθε απόκλιση από αυτόν τον κανόνα πρέπει να είναι αντικειμενικά αιτιολογημένη και να υπόκειται σε έλεγχο, ώστε να αποφεύγεται η κατάχρηση. Μόνον έτσι θα εξασφαλιστεί ότι η ετήσια άδεια υπηρετεί τον σκοπό της: την αποκατάσταση των δυνάμεων του εργαζομένου και την προστασία της υγείας του, ιδίως για εκείνους που βρίσκονται σε συνθήκες αυξημένης ευαλωτότητας. Άρθρο 12 – Αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης Η ρύθμιση αυτή αλλοιώνει τον χαρακτήρα ενός θεμελιώδους δικαιώματος, καθώς μεταθέτει στον εργοδότη τη δυνατότητα να καταγγείλει εμμέσως τη σύμβαση, παρουσιάζοντάς το ως οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου. Με τον τρόπο αυτόν, ο εργαζόμενος κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο τη θέση εργασίας του αλλά και το δικαίωμα αποζημίωσης, αποκλειστικά λόγω μιας μονομερούς πράξης του εργοδότη. Οι συνέπειες της ρύθμισης είναι ιδιαίτερα επαχθείς για τις πιο ευάλωτες ομάδες της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, δεν υπάρχουν επαρκείς ελεγκτικοί μηχανισμοί που να μπορούν να εγγυηθούν την ορθή εφαρμογή της διάταξης και την πραγματική προστασία του εργαζομένου, γεγονός που αφήνει μεγάλα περιθώρια αυθαιρεσίας και κατάχρησης από την πλευρά του εργοδότη. Η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να αποσυρθεί. Σε κάθε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης απαιτείται η ρητή και αποδεδειγμένη συναίνεση του εργαζομένου. Ακόμη και σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας, η λύση της σχέσης θα πρέπει να λογίζεται ως καταγγελία από τον εργοδότη, και όχι ως οικειοθελής αποχώρηση. Άρθρο 19 – Ταχεία πρόσληψη Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την ουσία της προστασίας των εργαζομένων. Αν και φαινομενικά διευκολύνει την κάλυψη έκτακτων αναγκών, στην πράξη εγκυμονεί τον κίνδυνο γενικευμένης χρήσης βραχύβιων και αποσπασματικών συμβάσεων, που θα αντικαταστήσουν σταθερές θέσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Για τον λόγο αυτό, η διάταξη πρέπει να αναθεωρηθεί ριζικά. Αν παραμείνει, πρέπει να περιοριστεί αυστηρά σε εξαιρετικές και απολύτως τεκμηριωμένες περιπτώσεις, να συνοδεύεται από ανώτατα όρια ανά εργαζόμενο και ανά επιχείρηση, καθώς και από αυστηρό έλεγχο από την Επιθεώρηση Εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύει να καταστεί εργαλείο αντικατάστασης σταθερών θέσεων με ακραία ελαστικές μορφές εργασίας, επιτείνοντας την ανασφάλεια και τις κοινωνικές ανισότητες. Άρθρο 20 – Ευέλικτη προσέλευση και χρόνος προετοιμασίας Η εισαγωγή της λεγόμενης ευέλικτης προσέλευσης μέχρι και 120 λεπτά από το δηλωμένο ωράριο, σε συνδυασμό με τον ορισμό του χρόνου προετοιμασίας εκτός ωραρίου, συνιστά υπονόμευση της προστασίας του χρόνου εργασίας. Πρόκειται για ρύθμιση που θολώνει τα όρια ανάμεσα σε εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο, επιτρέποντας στον εργοδότη να μεταβάλλει στην πράξη την έναρξη και λήξη του ωραρίου χωρίς σαφές πλαίσιο, και να αξιοποιεί τον χρόνο πριν και μετά την εργασία χωρίς αυτός να αναγνωρίζεται ως απασχόληση. Η πρόβλεψη αυτή δεν έχει καμία σχέση με την έννοια της ευελιξίας προς όφελος του εργαζομένου· αντιθέτως, αφαιρεί τη δυνατότητα ουσιαστικού προγραμματισμού της καθημερινότητας και καθιστά τον εργαζόμενο διαρκώς διαθέσιμο, σε βάρος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του. Ιδίως ο χρόνος προετοιμασίας συνιστά de facto απλήρωτη εργασία, καθώς σε πολλούς κλάδους, όπως η βιομηχανία, η εστίαση ή η καθαριότητα, η προετοιμασία δεν είναι αδρανής περίοδος αλλά πραγματική και απαιτητική απασχόληση. Στην πραγματικότητα, η εφαρμογή της θα διευρύνει τα περιθώρια αυθαιρεσίας, θα πολλαπλασιάσει τις γκρίζες ζώνες απλήρωτης εργασίας και θα ενισχύσει την επισφάλεια. Για τους λόγους αυτούς, το άρθρο 20 δεν πρέπει να υιοθετηθεί.