• Σχόλιο του χρήστη 'ΠΕΡΙΑΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ' | 19 Ιουλίου 2025, 23:04

    Προς: Την Αξιότιμη Υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Τον Αξιότιμο Υφυπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού Τη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων Διά της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων ΥΠΟΜΝΗΜΑ σχετικά με τη δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου που περιλαμβάνει διατάξεις για τους χώρους λατρείας και τους θρησκευτικούς λειτουργούς γνωστών θρησκειών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. 84240/Θ1/9.7.2025 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων. Παρακαλούμε να λάβετε υπόψη τα κάτωθι σχόλια και παρατηρήσεις μας στο πλαίσιο της διαβούλευσης. Α. Αίτημα Παράτασης Χρόνου Δημόσιας Διαβούλευσης Νομοσχεδίου Αξιότιμη κυρία Υπουργέ, Με σεβασμό, θα θέλαμε να υποβάλουμε αίτημα για την παράταση του χρόνου δημόσιας διαβούλευσης του υπό εξέταση νομοσχεδίου. Δυστυχώς, ο προβλεπόμενος χρόνος δεν επαρκεί για την εις βάθος μελέτη και αξιολόγηση των διατάξεών του, οι οποίες ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις και αδικίες στον χώρο των θρησκευτικών κοινοτήτων. Β. Αίτημα για Ρητή Πρόβλεψη Μη Αναδρομικής Ισχύος του Νομοσχεδίου Αξιότιμη κυρία Υπουργέ, Επιτρέψτε μας, με τον δέοντα σεβασμό, να αναφερθούμε σε μια θεμελιώδη αρχή του δικαίου, την οποία, ασφαλώς, γνωρίζετε και συμμερίζεστε, όπως αποτυπώνεται εύγλωττα στον λόγο του Δημοσθένη: «… ο νομοθέτης πρέπει να θεσπίζει νόμους για όσα θα γίνουν, τι πρέπει να γίνεται σε κάθε περίσταση και ποιες ποινές πρέπει να επιβάλλονται για κάθε αδίκημα. Αυτό σημαίνει να θεσπίζονται νόμοι που ισχύουν από κοινού για όλους τους πολίτες. Το να προτείνονται όμως νόμοι για όσα ήδη έχουν συμβεί δεν είναι θέσπιση νόμων, αλλά σωτηρία για όσους αδικούν.» Δημοσθένης κατά Τιμοκράτους (353 π.Χ.) Το υπό δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο, το οποίο αφορά ζητήματα της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, δεν περιλαμβάνει, τουλάχιστον ρητώς, πρόβλεψη ότι οι διατάξεις του δεν θα έχουν αναδρομική ισχύ. Η έλλειψη αυτής της πρόνοιας έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία και αβεβαιότητα στους κόλπους των διοικήσεων των Εκκλησιών μας. Ειδικότερα, Εκκλησίες οι οποίες λειτουργούν επί δεκαετίες υπό απολύτως νόμιμες άδειες και εγκεκριμένες συνθήκες, κινδυνεύουν — αν εφαρμοστούν αναδρομικά οι νέες ρυθμίσεις — να οδηγηθούν σε υποχρεωτικές τροποποιήσεις της λειτουργίας και της αδειοδότησής τους, κάτι που θα επιφέρει σοβαρές πρακτικές, οικονομικές και θεσμικές επιπτώσεις, καθώς και τον άμεσο κίνδυνο απώλειας της δυνατότητας λειτουργίας λόγω του ισχύοντος χωροταξικού σχεδιασμού των Δήμων. Για τους λόγους αυτούς, παρακαλούμε να εξετάσετε με ευαισθησία και δικαιοσύνη το αίτημά μας για ρητή προσθήκη διάταξης στο νομοσχέδιο που να κατοχυρώνει τη μη αναδρομική ισχύ των προβλεπομένων ρυθμίσεων. Μπορεί το νομοσχέδιο να εφαρμοστεί αναδρομικά; Επιτρέψτε μας να διατυπώσουμε την άποψή μας Κατ’ αρχήν, όχι. Σύμφωνα με το άρθρο 17 του Συντάγματος (προστασία της ιδιοκτησίας) και τη γενική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, οι πολίτες και οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν το δικαίωμα να στηρίζονται στη νομιμότητα που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειάς τους. Επίσης, κατά το άρθρο 77 παρ. 1 του Συντάγματος: "Ο νόμος έχει ισχύ μόνο για το μέλλον, εκτός αν ορίζει διαφορετικά." Ακόμα όμως και αν ορίζει διαφορετικά, μια αναδρομική δυσμενής ρύθμιση που θίγει: • ισχύουσες άδειες, • ήδη λειτουργούντες χώρους λατρείας ή • θεμελιωμένα δικαιώματα, μπορεί να προσβληθεί ως αντισυνταγματική, γιατί: • καταλύει τη διοικητική συνέχεια, • παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, • προσβάλλει κατοχυρωμένα δικαιώματα θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Συντάγματος και άρθρο 9 ΕΣΔΑ). Άρα Το νομοσχέδιο οφείλει να διαχωρίζει σαφώς: • τους νέους αιτούντες (στους οποίους θα εφαρμόζεται το νέο πλαίσιο), • από τους ήδη αδειοδοτημένους χώρους (στους οποίους πρέπει να αναγνωρίζεται ισχύς της προγενέστερης άδειας). Αν δεν προβλεφθεί κάτι τέτοιο, υπάρχει σοβαρός νομικός κίνδυνος να προσβληθούν διατάξεις ως αντισυνταγματικές ή αντίθετες στην ΕΣΔΑ. Προτεινόμενη διατύπωση άρθρου: Άρθρο Χ – Μη αναδρομική εφαρμογή Οι διατάξεις του Μέρους Β΄ εφαρμόζονται αποκλειστικά σε αιτήσεις για άδεια ίδρυσης ή λειτουργίας που υποβάλλονται μετά τη θέση του σε ισχύ. Υφιστάμενες άδειες που έχουν εκδοθεί έως την ημερομηνία αυτή παραμένουν σε πλήρη ισχύ, χωρίς υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις νέες προϋποθέσεις. Αυτό: • θωρακίζει τη νομιμότητα των υφιστάμενων χώρων λατρείας, • προστατεύει από αιφνίδια διοικητική ανατροπή, • περιορίζει τον κίνδυνο μαζικών ενστάσεων/προσφυγών (π.χ. στο ΣτΕ ή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). «Παραθέτουμε σχόλια σε ορισμένα άρθρα. Εφόσον υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για μελέτη, θα επανέλθουμε και με παρατηρήσεις σε επιπλέον σημεία και άρθρα.» Γ. Άρθρο 21 – Σκοπός «Σκοπός του Μέρους Β΄ είναι: α) η ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος λατρείας όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων και των μελών τους, μέσω της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου, πλήρους και συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου για τους χώρους λατρείας θρησκευτικών κοινοτήτων με ή χωρίς προσωπικότητα, πλην της κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού.» Σχόλιο: Η πρόβλεψη αυτή δημιουργεί εξαίρεση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το σύνολο του ρυθμιστικού πλαισίου του Μέρους Β’, γεγονός που εγείρει ερωτήματα αναφορικά με την ισότητα μεταχείρισης και την αρχή της ισονομίας. Η εξαίρεση δεν συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία ή αντισταθμιστική πρόβλεψη για τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες καλούνται να συμμορφωθούν με αυστηρότερες και συχνά δυσανάλογες ρυθμίσεις, όπως: • Πολεοδομικές απαιτήσεις και όρια εμβαδού • Περιορισμούς στην προσφορά φιλοξενίας • Υψηλό επίπεδο διοικητικής και τεχνικής συμμόρφωσης Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άνισης νομοθετικής βαρύτητας εις βάρος των λοιπών, μη επικρατουσών, θρησκευτικών κοινοτήτων, παραγνωρίζοντας τη συνταγματική επιταγή για ισοτιμία στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 Συντάγματος και άρθρο 9 ΕΣΔΑ). Πρόταση: Να προστεθεί στο τέλος του άρθρου 21 η ακόλουθη παράγραφος: «Η διαμόρφωση του ανωτέρω νομοθετικού πλαισίου για τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες τελεί υπό την αρχή της ισονομίας και της αναλογικότητας, ώστε να μην δημιουργούνται πρακτικά ή διοικητικά εμπόδια που καθιστούν δυσχερέστερη την άσκηση της λατρείας, σε σχέση με όσα ισχύουν για την κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος Ορθόδοξη Εκκλησία.» Δ. Άρθρο 23 – Πεδίο εφαρμογής «Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου καταλαμβάνουν όλες τις θρησκευτικές κοινότητες με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, πλην της κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού για την οποία ισχύουν ειδικότερες διατάξεις, εκτός αν άλλως ορίζεται ρητά στο παρόν.» Σχόλιο: Η γενική και απόλυτη εξαίρεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας θεσμικής δυσαρμονίας και κανονιστικής ανισότητας. Οι λοιπές κοινότητες, όπως οι Ευαγγελικές, Πεντηκοστιανές και λοιπές γνωστές θρησκείες, επιφορτίζονται με περιορισμούς και διαδικαστικά βάρη που δεν ισχύουν για την επικρατούσα Εκκλησία. Ιδίως εφόσον το παρόν σχέδιο νόμου φέρει τον τίτλο της «ρύθμισης της θρησκευτικής ελευθερίας μέσω καθολικών και συνεκτικών κανόνων», η επιλεκτική εφαρμογή του υπονομεύει τον ίδιο τον διακηρυγμένο σκοπό του. Πρόταση: Να προστεθεί ερμηνευτική φράση στο τέλος του άρθρου 23: «Η εξαίρεση της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού δεν συνεπάγεται την επιβολή δυσμενέστερων όρων για τις λοιπές θρησκευτικές κοινότητες. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου τελεί υπό την αρχή της ισότητας, της αναλογικότητας και της προστασίας της ανεμπόδιστης άσκησης της θρησκευτικής λατρείας.» Ε. Άρθρο 24 Χώροι λατρείας 1. Οι χώροι λατρείας είναι τόποι αφιερωμένοι στην εκδήλωση θρησκευτικού σεβασμού ή την τέλεση λατρευτικών πράξεων και διακρίνονται σε: α) ευκτηρίους οίκους, δηλαδή χώρους λατρείας επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών έως εκατόν πενήντα (150 τ.μ.) και β) ναούς, δηλαδή χώρους λατρείας επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών άνω των εκατόν πενήντα (150 τ.μ.). ΣΧΟΛΙΑ Παρατηρήσεις επί του άρθρου 24 – Χώροι Λατρείας 1. Επί του ορίου εμβαδού ευκτηρίου οίκου (παρ. 1 περ. α): Η πρόβλεψη του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 24, κατά την οποία ως ευκτήριος οίκος ορίζεται ο χώρος λατρείας επιφάνειας έως 150 τ.μ., δεν ανταποκρίνεται στις λειτουργικές ανάγκες ορισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων, όπως ενδεικτικά των Ευαγγελικών και Πεντηκοστιανών Εκκλησιών. Οι κοινότητες αυτές, κατά την τακτική τους άσκηση θρησκευτικών δικαιωμάτων, χρησιμοποιούν τον χώρο λατρείας όχι αποκλειστικά για τέλεση πράξεων λατρείας με τη στενή έννοια, αλλά και για παράλληλες δραστηριότητες αναπόσπαστες από τη συνολική πνευματική λειτουργία της κοινότητας (π.χ. διδασκαλία, κατηχητικά σχολεία, νεανικές συναντήσεις κ.λπ.), οι οποίες ενίοτε λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα με τη λατρεία. Η αυστηρή οριοθέτηση του ευκτηρίου οίκου σε 150 τ.μ. δημιουργεί πρακτικά προσκόμματα στην άσκηση της λατρείας κατά τον οικείο τύπο των ως άνω κοινοτήτων και ενδέχεται να θίξει την ουσιαστική ισοτιμία στην άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Σ.). Πρόταση: Επανακαθορισμός του εμβαδού του ευκτηρίου οίκου στο ύψος των 250 τ.μ., ώστε να αντανακλάται η πραγματική διάρθρωση των θρησκευτικών αναγκών διαφορετικών δογμάτων και ομολογιών. 2. Επί της χρήσης του όρου «ναός» (παρ. 1 περ. β): Η χρήση του όρου «ναός» για τον χαρακτηρισμό χώρων λατρείας άνω των 150 τ.μ. δεν είναι θεολογικά αποδεκτή από σημαντικό αριθμό θρησκευτικών κοινοτήτων, κυρίως δε των Ευαγγελικών και Πεντηκοστιανών, των οποίων η δογματική διδασκαλία δεν αποδέχεται την ύπαρξη ιερού χώρου που φέρει την έννοια κατοίκησης της θεότητας, όπως συνέβαινε στον ναό της Παλαιάς Διαθήκης ή σε αρχαίους λατρευτικούς ναούς. Ο συγκεκριμένος όρος φέρει φορτίο εννοιολογικό και θεολογικό, το οποίο δεν είναι ουδέτερο. Ως εκ τούτου, η καθολική χρήση του όρου «ναός» για τους χώρους άνω των 150 τ.μ. θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έμμεση θεσμική επιβολή όρου που δεν ανταποκρίνεται στο αυτοπροσδιοριστικό δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων. Πρόταση: Αντικατάσταση του όρου «ναός» από εναλλακτικό ουδέτερο όρο, όπως «ευκτήριος οίκος άνω των 250 τ.μ.» ή «χώρος λατρείας μεγαλύτερης επιφάνειας», προκειμένου να διασφαλιστεί η θρησκευτική ουδετερότητα της διάταξης και να αποτραπούν περιπτώσεις σύγκρουσης με το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. ΣΤ. Άρθρο 24, παρ. 2 – Δομή και εμβαδόν χώρου λατρείας «Από τη διαρρύθμιση του χώρου λατρείας πρέπει να προκύπτει ότι η διακριτή επιφάνεια του κύριου χώρου λατρείας δεσπόζει και χαρακτηρίζει τη χρήση του υπό αδειοδότηση χώρου και καταλαμβάνει επιφάνεια ποσοστού τουλάχιστον δύο τρίτων (2/3) του συνολικού εμβαδού του υπό αδειοδότηση χώρου. Μικρές παρεκκλίσεις από το ανωτέρω ποσοστό μπορούν να εξετάζονται κατά περίπτωση...» Σχόλιο: Η διάταξη αυτή εισάγει ομοιόμορφη, αυστηρή προϋπόθεση αναλογίας μεταξύ του κύριου χώρου λατρείας και του συνολικού εμβαδού, η οποία βασίζεται σε κατασκευαστικά και λειτουργικά πρότυπα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου η χρήση του ναού είναι σχεδόν αποκλειστικά τελετουργική και οι υποστηρικτικές λειτουργίες (π.χ. φιλοξενία, διδασκαλία, σύναξη) είναι σχεδόν ανύπαρκτες εντός του ιδίου κτηρίου. Ωστόσο, στις περισσότερες Ευαγγελικές Εκκλησίες (καθώς και σε άλλες γνωστές χριστιανικές ομολογίες), η έννοια του “χώρου λατρείας” περιλαμβάνει λειτουργικά και οργανικά τις αίθουσες κατήχησης, συσκέψεων, νεολαίας, φιλοξενίας και κοινωνικής συναναστροφής, καθώς όλα συνιστούν όψεις της πνευματικής ζωής και λειτουργίας της κοινότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα που αγνοούνται από τη ρύθμιση: • Εκκλησίες με πολυώροφο διαχωρισμό χώρων, όπου η αίθουσα για το κήρυγμα βρίσκεται στον ένα όροφο και οι χώροι νεολαίας/φιλοξενίας σε άλλους. • Χώροι όπου οι συμπληρωματικές δραστηριότητες υπερβαίνουν σε εμβαδόν τον κύριο χώρο συναθροίσεως, χωρίς όμως να αναιρούν τον λειτουργικό χαρακτήρα του όλου ως θρησκευτικού χώρου. Η μονομερής προσέγγιση του “κυρίως χώρου” ως μοναδικού ή δεσπόζοντος οδηγεί σε εξαίρεση ή απόρριψη αδειοδότησης κοινοτήτων που δεν ακολουθούν το ορθόδοξο αρχιτεκτονικό πρότυπο —γεγονός που αποτελεί έμμεση μορφή θρησκευτικής διάκρισης, αντίθετη προς το άρθρο 13 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ. Πρόταση τροποποίησης: Αντικατάσταση της παραγράφου 2 του άρθρου 24 ως εξής: «Η διαρρύθμιση του χώρου λατρείας πρέπει να αντανακλά τον συνολικό θρησκευτικό προορισμό του ακινήτου και να περιλαμβάνει τον κύριο χώρο συναθροίσεως, καθώς και τους βοηθητικούς και υποστηρικτικούς χώρους που εξυπηρετούν τις πνευματικές, κατηχητικές, κοινωνικές και οργανωτικές ανάγκες της κοινότητας. Εφόσον ο κύριος χώρος συναθροίσεως καταλαμβάνει τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής επιφάνειας, η χρήση του ακινήτου τεκμαίρεται ως κυρίως λατρευτική. Τυχόν παρεκκλίσεις εξετάζονται λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό λειτουργικό σχήμα της κοινότητας και τα δογματικά ή πρακτικά χαρακτηριστικά της.» Ζ. Παρατήρηση επί του άρθρου 24 παρ. 3: Η παράγραφος 3 του άρθρου 24 προβλέπει: «Ο χώρος λατρείας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως μόνιμη ή προσωρινή κατοικία ή χώρος φιλοξενίας οποιουδήποτε προσώπου, συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού λειτουργού.» Η εν λόγω ρύθμιση, όπως διατυπώνεται, εισάγει γενική και απόλυτη απαγόρευση κάθε μορφής διαμονής ή φιλοξενίας εντός των χώρων λατρείας, ακόμη και για τον ίδιο τον θρησκευτικό λειτουργό ή για επισκέπτες συνδεδεμένους με τις δραστηριότητες της κοινότητας. Ωστόσο, η φιλοξενία συνιστά διαχρονικό και θεμελιώδες στοιχείο της χριστιανικής παραδόσεως, κατοχυρωμένο θεολογικά (π.χ. Ρωμ. 12:13: «Τὴν φιλοξενίαν διώκετε») και αναγνωρισμένο πρακτικά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Στις Ευαγγελικές και Πεντηκοστιανές Εκκλησίες, είναι σύνηθες να υφίστανται βοηθητικοί ξενώνες για την προσωρινή φιλοξενία: • Περιοδεύοντων ιεροκηρύκων και διακόνων, • Μελών της κοινότητας που συμμετέχουν σε θρησκευτικά συνέδρια, προσευχητικές συναθροίσεις ή σεμινάρια, • Ατόμων που διακονούν προσωρινά ή αντιμετωπίζουν ανάγκες και είναι γνωστά στο σώμα της κοινότητας. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις ο θρησκευτικός λειτουργός ή υπεύθυνος του χώρου λατρείας διαμένει στον ίδιο χώρο ή σε προσκείμενο δωμάτιο/διαμέρισμα, ακριβώς για λόγους ασφάλειας, εποπτείας και αδιάλειπτης παρουσίας αλλά και για λόγους περιορισμού των εξόδων του που μπορεί να βαρύνει την εκκλησία. Η απόλυτη απαγόρευση δεν εναρμονίζεται ούτε με την ευρωπαϊκή διοικητική πρακτική, ούτε με τη συνταγματική αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Συντ.), στο βαθμό που εμποδίζει τη λατρεία να ασκείται κατά τα ουσιώδη γνωρίσματα κάθε ομολογίας. Αναγνωρίζουμε ότι υπήρξαν περιστατικά κατάχρησης της φιλοξενίας από εξωχριστιανικές ομάδες για σκοπούς άσχετους προς τη λατρεία (π.χ. στέγαση μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα). Ωστόσο, τέτοια φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται με όρους, ελέγχους και περιορισμούς, όχι με γενική απαγόρευση. Πρόταση τροποποίησης: Προτείνεται η αντικατάσταση της παρ. 3 ως εξής: «Ο χώρος λατρείας δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για μόνιμη κατοίκηση ή για διαμονή προσώπων που δεν συνδέονται λειτουργικά ή πνευματικά με τη θρησκευτική κοινότητα. Επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, η προσωρινή φιλοξενία εντός του χώρου λατρείας ή παραρτημάτων του: α) θρησκευτικών λειτουργών, β) μελών της θρησκευτικής κοινότητας, γ) επισκεπτών που συμμετέχουν σε εκκλησιαστικές ή λατρευτικές δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά διαμένουν νομίμως στη χώρα και η φιλοξενία δεν προσλαμβάνει χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης.» Σκοπιμότητα τροποποίησης: • Εξασφαλίζεται η λειτουργική ευελιξία των θρησκευτικών κοινοτήτων. • Αποτρέπεται η κατάχρηση με ελεγκτικά κριτήρια (π.χ. νόμιμη διαμονή, προσωρινότητα). • Προστατεύεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάθε θρησκευτικής ομολογίας. • Ευθυγραμμίζεται η διάταξη με την ευρωπαϊκή νομοπαρασκευαστική τάση και την αρχή της αναλογικότητας. Η. . 4. «Μέχρι την έγκριση των Τοπικών και Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, οι ευκτήριοι οίκοι καθώς και οι ναοί που υφίστανται πριν από το έτος 1955, μπορούν να αδειοδοτούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 26 σε περιοχές στις οποίες επιτρέπεται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την κείμενη νομοθεσία περί χρήσεων γης, η ειδική κατηγορία χρήσης γης “θρησκευτικοί χώροι”, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετικά στον ρυθμιστικό σχεδιασμό της περιοχής.» Παρατήρηση: Το παραπάνω άρθρο, και ειδικά η παρ. 4, εμφανίζει σημαντικά προβλήματα σαφήνειας, νομικής ασφάλειας και ελευθερίας της θρησκευτικής συνάθροισης, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη διεθνή έννομη τάξη. Αναλυτικότερα: 1. Δυσνόητο περιεχόμενο: Η παράγραφος 4 περιέχει αλλεπάλληλες εξαιρέσεις, προϋποθέσεις και παραπομπές, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η σαφής ερμηνεία της ακόμη και από εξειδικευμένους νομικούς. Ειδικά η πρώτη και η τελευταία πρόταση είναι αντιφατικές και δημιουργούν σύγχυση ως προς το αν ισχύει πράγματι δυνατότητα αδειοδότησης ή αυτή τελικά αναστέλλεται/ακυρώνεται με βάση μεταβλητούς ρυθμιστικούς σχεδιασμούς. 2. Περιορισμός αντί διευκόλυνσης: Αντί να διασφαλίζει μεταβατικά τη δυνατότητα αδειοδότησης ευκτήριων οίκων και παλαιών ναών, η διατύπωση στην πράξη λειτουργεί ως ανασταλτικός μηχανισμός, δεδομένου ότι η έναρξη (μέχρι την έγκριση των σχεδίων…) υπονοεί προσωρινότητα και η κατακλείδα («εκτός αν…») παρέχει γενική δυνατότητα απόρριψης από την πολεοδομία, ακυρώνοντας την πρόβλεψη. 3. Μη αναλογικότητα τεχνικοκρατικών κριτηρίων: Γνωρίζουμε ότι η συγκεκριμένη διατύπωση προέρχεται από πίεση τεχνικών υπηρεσιών του ΥΠΕΝ. Όμως η θρησκευτική δραστηριότητα και οι ευκτήριοι οίκοι δεν είναι αστικές χρήσεις όπως τα εμπορικά κέντρα. Η πνευματική λειτουργία ενός χώρου δεν μπορεί να εξαρτάται αποκλειστικά από κυκλοφοριακά ή πολεοδομικά κριτήρια, όπως η πρόσβαση οχημάτων ή η ζώνη στάθμευσης, τα οποία ενίοτε προβάλλονται ως εμπόδια στη χορήγηση άδειας. 4. Κίνδυνος για τον χαρακτήρα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων: Το Υπουργείο καλείται να υπερασπιστεί τον θεσμικό, πνευματικό και συνταγματικό του ρόλο απέναντι σε πιέσεις τεχνικο-πολεοδομικού χαρακτήρα, που δεν έχουν καμία σχέση με την ουσία του θρησκευτικού δικαιώματος. Ο νόμος οφείλει να διευκολύνει την ελεύθερη συνάθροιση για λατρεία, όχι να τη θέτει υπό την κρίση πολεοδομικών πλαισίων που δεν κατανοούν τη θρησκευτική λειτουργία των κοινοτήτων. Προτάσεις: 1. Κύρια πρόταση: Κατάργηση της παρ. 4 του άρθρου 24 Καθώς είναι δυσνόητη, αυτοαναιρούμενη και ερμηνευτικά προβληματική, ζητούμε την ολική απαλοιφή της παρ. 4, ώστε να μην δημιουργούνται αυθαίρετες ή καταχρηστικές παρερμηνείες από τις αρμόδιες υπηρεσίες. 2. Εναλλακτική πρόταση (αν δεν γίνει δεκτή η κατάργηση): Απαλοιφή της πρώτης και της τελευταίας πρότασης της παραγράφου, και διατήρηση μόνο του μέρους που επιτρέπει αδειοδότηση σε περιοχές με χαρακτηρισμένη χρήση «θρησκευτικοί χώροι». Υπενθυμίζουμε ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή πολεοδομική φαλκίδευση της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία δεν αποτελεί απλώς πολεοδομική χρήση, αλλά πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ζωής της χώρας. Παραθέτουμε επαναδιατυπωμένη την παράγραφο 4 του άρθρου 24, με στόχο: • να είναι σαφής και νομικά λειτουργική, • να μην περιορίζει την αδειοδότηση, • να αφαιρεί τεχνικοκρατικές ασάφειες, • να σέβεται το πνευματικό και θρησκευτικό περιεχόμενο των ευκτήριων οίκων. Προτεινόμενη διατύπωση άρθρου 24, παρ. 4: 4. Μέχρι την ολοκλήρωση των Τοπικών ή Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, επιτρέπεται η αδειοδότηση ευκτήριων οίκων και ναών, ανεξαρτήτως χρονολογίας ίδρυσης, σε περιοχές στις οποίες επιτρέπεται, κατά τον ισχύοντα πολεοδομικό σχεδιασμό ή τις χρήσεις γης, η ειδική κατηγορία «θρησκευτικοί χώροι», χωρίς την προσθήκη άλλων προϋποθέσεων, τεχνικών ή λειτουργικών. Η εξέταση των αιτήσεων αδειοδότησης γίνεται με σεβασμό στην ελευθερία θρησκευτικής συνάθροισης και την αυτοτέλεια της θρησκευτικής λατρείας, και χωρίς περιορισμούς που δεν προβλέπονται ρητά από τη νομοθεσία. Τι διορθώνει αυτή η διατύπωση: • Καταργεί τη χρονολογική διάκριση του 1955, που δεν έχει καμία νομική βάση σήμερα. • Εξαλείφει το εμπόδιο της “προσωρινότητας” (“μέχρι να εγκριθούν σχέδια…”). • Δεν αφήνει παραθυράκι απόρριψης με την κατακλείδα "εκτός αν προβλέπεται αλλιώς". • Θέτει καθαρά ότι η αδειοδότηση επιτρέπεται, όχι ότι μπορεί να εξεταστεί "κατά περίπτωση". Αντώνιος Περιάλης Πρόεδρος της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ