Αρχική Σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβάδιστου όρους Σινά στην Ελλάδα»ΜΕΡΟΣ Β’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ (άρθρα 21-64)Σχόλιο του χρήστη ΠΕΡΙΑΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ) | 21 Ιουλίου 2025, 15:28
ΜΕΡΟΣ 2ο Παρατηρήσεις επί του άρθρου 26 παρ. 1: Η υφιστάμενη διατύπωση της παραγράφου 1 του άρθρου 26 παρουσιάζει σειρά προβληματικών σημείων: 1. Αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων επί πολεοδομικών ζητημάτων: o Η απαίτηση για έκδοση άδειας από το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού για πράξεις όπως ανέγερση, προσθήκη, κατεδάφιση ή αλλαγή χρήσης παραβιάζει την διοικητική κατανομή αρμοδιοτήτων. Αυτές είναι πράξεις που ανήκουν στις αρμόδιες πολεοδομικές αρχές (ΥΔΟΜ) και το ΥΠΕΝ. o Ο ρόλος του Υπουργείου Παιδείας πρέπει να περιορίζεται στην αναγνώριση του θρησκευτικού χαρακτήρα του χώρου, όχι στην πολεοδομική αξιολόγηση ή προέγκριση. 2. Έκδοση άδειας στο όνομα του θρησκευτικού λειτουργού: o Δεν είναι θεσμικά ή πρακτικά σωστό η άδεια να εκδίδεται στο όνομα του θρησκευτικού λειτουργού, ο οποίος συχνά δεν έχει καμία ιδιοκτησιακή ή διαχειριστική σχέση με το ακίνητο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά νομικά και διοικητικά προβλήματα, ιδίως σε περιπτώσεις: ενοικιαζόμενων ακινήτων, αλλαγής του λειτουργού (αποχώρηση, θάνατος κ.λπ.), ύπαρξης νομικού προσώπου που λειτουργεί τη λατρεία. o Η άδεια πρέπει να εκδίδεται στο όνομα του νομικού ή φυσικού προσώπου που έχει τη νόμιμη χρήση ή κυριότητα του χώρου. 3. Υπερβολικός φόρτος γραφειοκρατίας: o Η σύνδεση της άδειας με τη δυνατότητα έκδοσης Οικοδομικής Άδειας και γνωστοποιήσεων δημιουργεί περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία, χωρίς προστιθέμενη διοικητική ή θρησκευτική ασφάλεια. Προτεινόμενη νέα διατύπωση του άρθρου 26 παρ. 1: Άρθρο 26 παρ. 1 – Τροποποιημένη μορφή Για την ίδρυση και λειτουργία χώρου λατρείας γνωστής θρησκείας, απαιτείται άδεια που χορηγείται, κατόπιν αίτησης, από τον Υπουργό Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και αφορά αποκλειστικά τη διαπίστωση της θρησκευτικής ταυτότητας και χρήσης του χώρου. Η άδεια αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή γνωστοποίησης λειτουργίας και για την ένταξη του χώρου στη σχετική νομοθεσία περί γνωστών θρησκειών. Οι οικοδομικές εργασίες, όπως ανέγερση, προσθήκη, αλλαγή χρήσης ή κατεδάφιση, διέπονται αποκλειστικά από την πολεοδομική νομοθεσία και τις αρμόδιες ΥΔΟΜ. Η άδεια εκδίδεται στο όνομα του νομικού προσώπου ή του φορέα που διαχειρίζεται το χώρο λατρείας, ή, εφόσον δεν υπάρχει νομικό πρόσωπο, στο φυσικό πρόσωπο που έχει τη νόμιμη χρήση του ακινήτου. Ο λειτουργός δύναται να υπογράφει την αίτηση για λογαριασμό του φορέα. Ο χώρος λατρείας υποχρεούται να αναρτά, σε εμφανές εξωτερικό σημείο, πινακίδα με την ονομασία του χώρου, την αναγνωρισμένη θρησκευτική κοινότητα, και τον αριθμό διαδικτυακής ανάρτησης της άδειας. Συνοπτικά Οφέλη της Πρότασης: • Επαναφέρει την ορθή κατανομή διοικητικών αρμοδιοτήτων, • Προστατεύει τη νομική σαφήνεια για τους κατόχους/χρήστες των χώρων, • Αποφεύγει τη σύγχυση ρόλων του λειτουργού με την ιδιοκτησία, • Διατηρεί τη διακριτή θρησκευτική αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας, χωρίς εμπλοκή σε πολεοδομικά ζητήματα, • Υλοποιεί τον σκοπό του νόμου με σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία και τη διοικητική αποτελεσματικότητα. Πρόταση για την παρ. 2 του άρθρου 26 του Σχεδίου Νόμου Σχόλιο: Η διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 26 δημιουργεί σύγχυση και απαιτεί διόρθωση. Η φράση: «Χώροι λατρείας που υφίστανται προ του 1955 λειτουργούν νόμιμα χωρίς την άδεια της παρ. 1 εφόσον κατέχουν σχετική διαπιστωτική πράξη...» παρουσιάζει εσωτερική αντίφαση, καθώς αφενός ορίζει ότι οι χώροι λειτουργούν χωρίς άδεια, αφετέρου θέτει ως προϋπόθεση για αυτήν τη λειτουργία την έκδοση διαπιστωτικής πράξης από το Υπουργείο. Ουσιαστικά, δηλαδή, απαιτείται κάποιο είδος αδειοδότησης εκ των υστέρων, έστω και διαπιστωτικού χαρακτήρα, γεγονός που αναιρεί τον χαρακτηρισμό "χωρίς άδεια". Επιπλέον, δεν ορίζονται κριτήρια ή προϋποθέσεις για το πώς θα αποδεικνύεται η προϋφιστάμενη κατάσταση προ του 1955 (λειτουργική ή κτηριακή), δημιουργώντας ασάφεια και κινδύνους αυθαιρεσίας ή άνισης μεταχείρισης. Είναι σημαντικό να διαφυλαχθεί η ιστορική συνέχεια λειτουργίας υφιστάμενων χώρων λατρείας και να μη δημιουργούνται νέες διοικητικές επιβαρύνσεις για κοινότητες που λειτουργούν ανεμπόδιστα επί δεκαετίες. Προτεινόμενη νέα διατύπωση της παραγράφου 2: «Οι χώροι λατρείας γνωστών θρησκειών που έχουν ανεγερθεί ή λειτουργούσαν αποδεδειγμένα ως τέτοιοι προ του έτους 1955, τεκμαίρεται ότι λειτουργούν νομίμως και εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης της άδειας της παραγράφου 1. Η σχετική διαπίστωση γίνεται με πράξη του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, κατόπιν αίτησης του φορέα στον οποίο ανήκει ο χώρος, και με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, όπως τίτλοι, φωτογραφίες, μαρτυρίες, έγγραφα δημόσιων αρχών ή θρησκευτικών κοινοτήτων.» Συνοπτικό σκεπτικό – αιτιολόγηση πρότασης: • Η τροποποίηση αποσαφηνίζει το νομικό καθεστώς των ιστορικών χώρων λατρείας. • Αφαιρεί την αντίφαση μεταξύ «λειτουργίας χωρίς άδεια» και «αναγκαιότητας διαπιστωτικής πράξης». • Ορίζει εύλογες αποδείξεις για την προϋφιστάμενη χρήση, ενισχύοντας τη διαφάνεια και την ασφάλεια δικαίου. • Προστατεύει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία θρησκείας, διασφαλίζοντας τη συνέχεια λειτουργίας χωρίς περιττά διοικητικά εμπόδια για ιστορικούς χώρους. Παρατήρηση στο Άρθρο 26, παρ. 3 — Αίτηση αδειοδότησης ευκτήριων οίκων Η παρ. 3 του άρθρου 26 προβλέπει ότι η αίτηση αδειοδότησης ευκτήριου οίκου υποβάλλεται από πέντε (5) πρόσωπα και έναν (1) θρησκευτικό λειτουργό. Στο δεύτερο εδάφιο αναφέρεται ότι θρησκευτικός λειτουργός ή μέλος διοίκησης νομικού προσώπου (Θ.Ν.Π., ΝΠΔΔ κ.λπ.) δύναται να συνυπογράφει περισσότερες από δύο (2) αιτήσεις. Επισημαίνουμε πρόβλημα άνισης μεταχείρισης: Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των θρησκευτικών κοινοτήτων που λειτουργούν μέσω ευκτήριων οίκων χωρίς νομική μορφή, καθώς: • Ο περιορισμός σε δύο (2) αιτήσεις δεν επιτρέπει σε έναν λειτουργό να καλύψει πνευματικές ανάγκες σε περισσότερες μικρές κοινότητες, ιδιαίτερα όταν αυτές δεν διαθέτουν επαρκή αριθμό λειτουργών. • Αντιθέτως, η ευχέρεια που παρέχεται στους λειτουργούς των νομικών προσώπων δημιουργεί προνομιακή πρόσβαση σε αδειοδότηση για τις οργανωμένες εκκλησιαστικές δομές έναντι των μικρότερων ή λιγότερο θεσμοθετημένων. Η ουσία της θρησκευτικής ελευθερίας δεν εξαρτάται από τη νομική μορφή του φορέα, αλλά από το δικαίωμα των πιστών να συγκροτούν τόπους λατρείας με τρόπο πρόσφορο για τις συνθήκες τους. Πρόταση τροποποίησης: Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Φυσικό πρόσωπο με την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού δύναται να συνυπογράφει περισσότερες από δύο (2) αιτήσεις αδειοδότησης, ιδίως σε περιπτώσεις που πρόκειται για ευκτήριους οίκους χωρίς νομική μορφή ή για κοινότητες που λειτουργούν σε απομακρυσμένες ή υποστελεχωμένες περιοχές.» Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται: • η ισονομία μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών οργανώσεων, • η ευελιξία στην άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών, • και η αποφυγή υπερβολικών εμποδίων στην πράξη της θρησκευτικής λατρείας. Παρατήρηση επί του άρθρου 26, παρ. 4 – Αριθμός αιτούντων για αδειοδότηση ναού Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 26 ορίζει ότι για την ανέγερση, ίδρυση και λειτουργία ναού απαιτείται αίτηση από εκατό (100) άτομα και έναν (1) θρησκευτικό λειτουργό. Το ίδιο εδάφιο επιτρέπει σε φυσικό πρόσωπο με την ιδιότητα του λειτουργού ή μέλους διοίκησης νομικού προσώπου να συνυπογράφει περισσότερες από δύο αιτήσεις. 🔴 Παρατηρείται σοβαρή δυσανάλογη επιβάρυνση σε βάρος μικρών ή υπό ανάπτυξη θρησκευτικών κοινοτήτων, ιδιαίτερα ετερόδοξων ή νεοπαγών ομάδων. Συγκεκριμένα: 1. Η απαίτηση των 100 ατόμων είναι υπερβολική: o Πολλές θρησκευτικές κοινότητες (π.χ. Ευαγγελικές, Πεντηκοστιανές) ξεκινούν από μικρές ομάδες (μερικά άτομα ή οικογένειες) και αναπτύσσονται σταδιακά με τα χρόνια. o Η απαίτηση αυτή αποκλείει εν τη γενέσει την αδειοδότηση ενός ναού από τέτοιες ομάδες, ακόμη και αν διαθέτουν τα μέσα και τον χώρο να φιλοξενήσουν περισσότερα άτομα στο μέλλον. 2. Το κριτήριο είναι αυθαίρετο και άνισο: o Η διαφορά από 5 (ευκτήριοι οίκοι) σε 100 (ναοί) δεν στηρίζεται σε κάποιο συνταγματικό ή κοινωνικό τεκμήριο, ούτε συνδέεται λογικά με την ελευθερία θρησκευτικής έκφρασης. o Ο νόμος φαίνεται να αντανακλά μοντέλα μεγάλων, κατεστημένων κοινοτήτων (π.χ. Ορθόδοξης Εκκλησίας), που δεν είναι συγκρίσιμα με τις συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας των μικρότερων ομάδων. 3. Δημιουργείται αντιφατική κατάσταση: o Εάν μια μικρή κοινότητα θέλει να προβλέψει μελλοντική αύξηση μελών και διαθέτει τους οικονομικούς πόρους να ανεγείρει χώρο άνω των 151 τ.μ., δεν μπορεί να αποκτήσει την άδεια λόγω έλλειψης 100 υπογραφών. o Δηλαδή, τιμωρείται η πρόβλεψη και η πρόνοια. Πρόταση τροποποίησης της παρ. 4: Η παράγραφος 4 να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Για την αδειοδότηση ανέγερσης, ίδρυσης και λειτουργίας ναών απαιτείται αίτηση από τουλάχιστον τριάντα (30) άτομα και έναν (1) θρησκευτικό λειτουργό [...]. Σε περιπτώσεις όπου η θρησκευτική κοινότητα τεκμηριώνει πρόβλεψη αύξησης της προσέλευσης και διαθέτει τις απαραίτητες πολεοδομικές και οικονομικές προϋποθέσεις, μπορεί να υποβληθεί αίτηση και με μικρότερο αριθμό προσώπων, κατόπιν ειδικά αιτιολογημένης απόφασης του Υπουργού.» Εναλλακτική προσθήκη (αν διατηρηθεί το «100»): «Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αιτείται άδεια θρησκευτική κοινότητα που αριθμεί λιγότερα των 100 μελών, αλλά διαθέτει νομική προσωπικότητα ή αποδεδειγμένα ιστορική παρουσία και λειτουργία, η απαίτηση των 100 προσώπων μπορεί να τροποποιείται με υπουργική απόφαση.» Συμπέρασμα: Η απαίτηση 100 ατόμων πρέπει να επανεξεταστεί ως δυσανάλογη, μη ρεαλιστική και σε αντίθεση με τη σταδιακή και οργανική ανάπτυξη των θρησκευτικών κοινοτήτων. Η πρόνοια του Συντάγματος για την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας (άρθρα 13 & 5 Σ) επιβάλλει περισσότερο ευελιξία και αναλογικότητα. Παρατήρηση επί του άρθρου 26 παρ. 7 Η εν λόγω διάταξη μάς επαναφέρει σε σκοτεινές εποχές της ελληνικής ιστορίας, θυμίζοντας καθεστώτα όπως εκείνο του Μεταξά ή της 21ης Απριλίου. Η θρησκευτική ελευθερία δεν εξαντλείται μόνο στο «ελευθέρως προσεύχεσθαι» αλλά περιλαμβάνει και το δικαίωμα διακίνησης των θρησκευτικών ιδεών, που είναι αναπόσπαστο τμήμα της. Η υποχρέωση οποιουδήποτε θρησκευτικού λειτουργού ή μέλους κοινότητας να δηλώνει ρητά τη θρησκευτική του ταυτότητα κάθε φορά που εκφέρει δημόσιο ή ιδιωτικό λόγο θρησκευτικού περιεχομένου, συνιστά ένα υπαινικτικό φακέλωμα της πίστης. Ειδικά για θρησκευτικές μειονότητες, όπως οι Ευαγγελικές ή Πεντηκοστιανές Εκκλησίες, αυτό λειτουργεί ως μηχανισμός αποκλεισμού και προκατάληψης. Αντιθέτως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία καλύπτει το 95% του πληθυσμού, δεν επηρεάζεται πρακτικά, καθώς έχει κοινωνική, πολιτισμική και θεσμική υπεροχή. Για τα μέλη άλλων κοινοτήτων, όμως, η αναγκαστική δήλωση του θρησκευτικού φορέα, π.χ. "Ευαγγελικός", μπορεί να ενεργοποιήσει μηχανισμούς κοινωνικής απόρριψης ή και στιγματισμού. Η διάταξη μας θυμίζει και τον αναχρονιστικό όρο "Ευαγγελικών Αρχών", που είχε επιβληθεί σε εντυπογραφικές εκδόσεις και ταυτότητες από παλαιά καθεστώτα. Σήμερα η αναγραφή θρησκεύματος έχει καταργηθεί από τις ταυτότητες για λόγους προστασίας προσωπικών δεδομένων. Πώς είναι δυνατόν να επανέρχεται μέσω του διαδικτυακού λόγου ή της επικοινωνίας; Περαιτέρω, γιατί απαιτείται αυτή η ταυτοποίηση μόνο για τον θρησκευτικό λόγο και όχι για τον πολιτικό; Αν κάποιος εκφέρει πολιτικές απόψεις, δεν είναι υποχρεωμένος να δηλώσει κομματική ταυτότητα. Πού τελειώνει αυτό; Θα επιστρέψουμε στην εποχή των «φακέλων φρονημάτων»; Η υποχρέωση δήλωσης της θρησκευτικής κοινότητας προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης και φέρει σαφείς οσμές καταστολής ιδεών. Στην ουσία, θεωρεί ότι ο πολίτης δεν είναι νοήμων, και πρέπει να προφυλαχθεί από την «επιρροή» άλλης πίστης. Η Πολιτεία οφείλει να εμπιστεύεται τη λογική κρίση του πολίτη. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. στο οποίο να υφίστανται τέτοιες υποχρεώσεις ταυτοποίησης θρησκευτικής ταυτότητας στο πλαίσιο δημόσιου ή ιδιωτικού διαλόγου. Αντίθετα, τέτοιες πρακτικές συναντώνται σε θεοκρατικά ή απολυταρχικά καθεστώτα. Κατανοούμε ότι η διάταξη πιθανόν να λειτουργεί ως πολιτικός συμβιβασμός προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, στο πλαίσιο ανταλλαγής ευνοϊκών ρυθμίσεων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τις αξίες της δημοκρατίας και της ανεξιθρησκίας. Αντιθέτως, ενισχύει την εικόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «κρατούσας», όχι μόνο από άποψης αριθμητικής, αλλά και θεσμικής εξουσίας. Ζητούμε, επομένως, την πλήρη κατάργηση της διάταξης αυτής, καθώς έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 13 του Συντάγματος, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και τη θεμελιώδη ευρωπαϊκή αρχή της ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Αναγνωρίζουμε ότι το άρθρο 13 του Συντάγματος περιλαμβάνει την απαγόρευση του προσηλυτισμού, έστω και αν διαφωνούμε με αυτήν την πρόβλεψη ως αναχρονιστική και ασύμβατη με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή νομική και πολιτισμική τάξη. Η απαγόρευση αυτή αφορά πρακτικές που νοθεύουν την ελευθερία του προσώπου, όπως ο χρηματισμός ή η εκμετάλλευση αδυναμιών. Το παρόν άρθρο, ωστόσο, δεν περιορίζεται στην προστασία από τέτοιες πρακτικές αλλά εισάγει περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση, διάδοση ιδεών και επικοινωνία, ακόμη και χωρίς επιβολή ή δόλο. Σε συνδυασμό με τις διατάξεις που ακολουθούν στο νομοσχέδιο και επιτρέπουν πειθαρχικά ή διοικητικά μέτρα κατά θρησκευτικών λειτουργών πριν υπάρξει τελεσίδικη απόφαση, προκύπτει σοβαρό πρόβλημα σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. ΣΚΕΠΤΙΚΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 8 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26 Η υπό διαβούλευση διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 26 αναφέρεται στις περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ή της διαπιστωτικής πράξης ενός χώρου λατρείας. Ωστόσο, αρκετά σημεία αυτής της παραγράφου εγείρουν σοβαρά ερωτήματα, τόσο ως προς την ισονομία μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, όσο και ως προς τη συμβατότητα με τη θρησκευτική ελευθερία και την αρχή της αναλογικότητας. 1. Η έννοια του “θρησκευτικού λειτουργού” παρουσιάζεται ως απολύτως απαραίτητη για τη νομιμότητα της λειτουργίας του χώρου λατρείας. Όμως, αυτό βασίζεται στο διοικητικό και λειτουργικό μοντέλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που δεν ισχύει καθολικά. Σε πολλές άλλες θρησκευτικές κοινότητες, ο ρόλος του λειτουργού είναι είτε διοικητικός (υπογράφει τα χαρτιά των γάμων) είτε συμβολικός, ενώ η ίδια η κοινότητα διοικείται συλλογικά από πρεσβυτέρια ή διακόνους. Άρα, η έλλειψη ενός και μόνο προσώπου δεν μπορεί να θεωρείται επαρκής λόγος ανάκλησης. Εξ άλλου μπορεί να χρησιμοποιηθεί λειτουργός άλλου ευκτήριου οίκου ή ναού για τον γάμο και μέλος του πρεσβυτερίου για την παραλαβή των εγγράφων από την Γ. Γραμματεία θρησκευμάτων. 2. Το χρονικό όριο των 6 μηνών για την απουσία του λειτουργού είναι υπερβολικά στενό, δεδομένων των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν θρησκευτικές κοινότητες στην εύρεση λειτουργού, ειδικά όταν δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος. Προτείνουμε διάστημα ενάμιση (1,5) έτους, με τη δυνατότητα γνωστοποίησης νέου εκπροσώπου ή αιτιολόγησης καθυστέρησης. 3. Αντίστοιχα, η διακοπή της λειτουργίας για 6 μήνες δεν μπορεί να θεωρηθεί τεκμήριο εγκατάλειψης ή παραβίασης του σκοπού. Είναι συχνό φαινόμενο να λειτουργούν εκκλησίες – ακόμα και Ορθόδοξες – μία φορά το χρόνο, π.χ. στην εορτή του Αγίου τους, χωρίς αυτό να συνιστά αχρησία. Η λειτουργική ζωή μιας κοινότητας δεν μετριέται με την περιοδικότητα, αλλά με την πρόθεση και παρουσία της πίστης και της λατρείας. 4. Ως προς το ΑΦΜ, συμφωνούμε ότι κάθε νομική οντότητα οφείλει να έχει ΑΦΜ, αλλά η προθεσμία των 30 ημερών είναι ανεπαρκής στην πράξη. Προτείνουμε τρίμηνη (3 μηνών) προθεσμία για την υποβολή της αίτησης έκδοσης ΑΦΜ, δεδομένων των καθυστερήσεων στις ΔΟΥ και της συχνής άγνοιας του θεσμικού πλαισίου. Για τους παραπάνω λόγους, προτείνουμε την ακόλουθη αναδιατύπωση της διάταξης: ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡ. 8 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26 Άρθρο 26 – παρ. 8 (Προτεινόμενη διατύπωση) Η άδεια χώρου λατρείας της παρ. 1 ή η διαπιστωτική πράξη της παρ. 2 ανακαλείται ιδίως: α) σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του Συντάγματος, των κανόνων δημόσιας τάξης ή για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 5002/2022 (Α’ 228), β) σε περίπτωση παραβίασης των όρων και προϋποθέσεων έκδοσης των σχετικών διοικητικών πράξεων, γ) σε περίπτωση πλήρους και αδικαιολόγητης απουσίας νομίμως δηλωμένου θρησκευτικού λειτουργού ή νόμιμου εκπροσώπου για διάστημα πέραν των δεκαοκτώ (18) μηνών, και εφόσον η συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα δεν έχει προβεί σε σχετική γνωστοποίηση αντικαταστάτη ή σε αιτιολόγηση της αδυναμίας δήλωσης, δ) σε περίπτωση πλήρους διακοπής κάθε μορφής θρησκευτικής ή λατρευτικής δραστηριότητας στον χώρο για συνεχές διάστημα πέραν των δεκαοκτώ (18) μηνών, και εφόσον δεν έχει υποβληθεί σχετική δήλωση προσωρινής παύσης, ε) σε περίπτωση λειτουργίας του χώρου με σκοπό ξένο προς τον λατρευτικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα του, στ) σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της αίτησης απόδοσης ΑΦΜ του χώρου λατρείας στην εφορία , στο Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας. Άρθρο 28 Σφράγιση χώρων λατρείας – Ποινικές κυρώσεις- Διοικητικά πρόστιμα 1. Χώροι λατρείας που ανεγείρονται ή λειτουργούν χωρίς την άδεια του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, κλείνουν και σφραγίζονται από την οικεία αστυνομική αρχή και η απόφαση σφράγισης κοινοποιείται στο Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού. Αυτός που κατέχει και αυτός που ανεγείρει ή θέτει σε λειτουργία χώρο λατρείας χωρίς την άδεια της παρ. 1 του άρθρου 26 ή μεταβάλλει τη λειτουργία του χώρου αυτού κατά παράβαση της άδειας αυτής, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από δύο (2) έως έξι (6) μηνών και διοικητικό πρόστιμο, όπως καθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση της παρ. 13 του άρθρου 63. Παρατηρήσεις επί του Άρθρου 28 – Σφράγιση χώρων λατρείας – Ποινικές κυρώσεις – Διοικητικά πρόστιμα Σκεπτικό – Νομική και πρακτική τεκμηρίωση 1. Συνταγματικά δικαιώματα και διακρίσεις σε βάρος της θρησκευτικής συνάθροισης Το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και της άσκησης της λατρείας. Επιπλέον, το άρθρο 11 εγγυάται το δικαίωμα συνάθροισης, χωρίς άδεια, όταν αυτή γίνεται σε μη δημόσιο χώρο. Σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, η ειρηνική συνάθροιση προσώπων για ανάγνωση της Αγίας Γραφής, σχολιασμό και προσευχή, υπόκειται εδώ σε ποινική και διοικητική κύρωση, εφόσον δεν έχει προηγηθεί άδεια λειτουργίας "λατρευτικού χώρου". Αυτό συνιστά διάκριση σε βάρος της θρησκευτικής έκφρασης και πλήγμα στον πυρήνα της θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς: 2. Απαλλαγή άλλων "διανοητικών" ή "ιδεολογικών" χώρων από άδεια Ο νομοθέτης πρέπει να λάβει υπόψη ότι δεν απαιτείται άδεια λειτουργίας για πλήθος συγκεντρώσεων με παρόμοια κοινωνική λειτουργία, όπως: • Πολιτικές οργανώσεις που συνεδριάζουν ή διαβουλεύονται σε ιδιωτικούς ή δημοτικούς χώρους. • Επιστημονικές ή φιλοσοφικές ομάδες που οργανώνουν δημόσιες διαλέξεις, με ελεύθερη πρόσβαση. • Δήμοι που καλούν δημότες για συζητήσεις ή ακροάσεις χωρίς καμία αδειοδότηση. • Φοιτητικές ή πολιτιστικές λέσχες που αναπτύσσουν δραστηριότητες με θεσμικό ή ιδεολογικό περιεχόμενο. Η συναθροιστική δραστηριότητα που έχει ως σκοπό τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την προσευχή δεν διαφοροποιείται στην πράξη από τις παραπάνω και δεν μπορεί να υπάγεται σε βαρύτερο νομικό καθεστώς, μόνο και μόνο επειδή το περιεχόμενό της είναι θρησκευτικό. 3. Ο νομοθέτης συγχέει τον "λατρευτικό χώρο" με τη θρησκευτική συνάθροιση Το σχέδιο νόμου φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον λατρευτικό χώρο με βάση το ορθόδοξο μοντέλο, δηλαδή ως θεσμικό χώρο τέλεσης μυστηρίων με μόνιμο λειτουργό, τέμπλο, ιερά, κ.λπ. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει στις Ευαγγελικές και Πεντηκοστιανές εκκλησίες, όπου η κοινότητα αναπτύσσεται πρώτα μέσα από μικρές, άτυπες, μη μυστηριακές συναθροίσεις (π.χ. σε σπίτια ή ενοικιαζόμενα γραφεία) για μελέτη της Γραφής και προσευχή. Αυτές οι δραστηριότητες δεν συνιστούν λειτουργία "λατρευτικού χώρου" με τη στενή έννοια, και δεν πρέπει να απαιτείται άδεια κατά την πρώτη περίοδο της διαμόρφωσης της κοινότητας. 4. Ασφάλεια δικαίου – Διαχωρισμός απλής θρησκευτικής συνάθροισης από δημόσια λατρεία Πρέπει να διαχωριστεί νομικά και σαφώς η απλή/περιστασιακή ή περιοδική θρησκευτική συνάντηση από τον οργανωμένο, διαρκή και ανοικτό λατρευτικό χώρο. Όπως δεν ζητείται άδεια για τον σύλλογο που συζητά φιλοσοφικά θέματα, έτσι και η θρησκευτική συνάντηση για ανάγνωση και προσευχή δεν πρέπει να θεωρείται παρανομία, εκτός εάν επιτελεί: • δημόσια τελετουργική λειτουργία με πρόσβαση στο κοινό, • πράξεις με θρησκευτικό και νομικό χαρακτήρα (γάμοι), • και λειτουργεί σε μόνιμη ή διαρκή βάση με πρόθεση θεσμικής εγκατάστασης. 5. Ο κίνδυνος κατάχρησης από εξωχριστιανικές ομάδες δεν δικαιολογεί τον περιορισμό των χριστιανικών Η λογική της καθολικής απαγόρευσης, υπό τον φόβο κατάχρησης από ακραίες ή εξωχριστιανικές ομάδες, δεν μπορεί να επιβληθεί ισοπεδωτικά σε δραστηριότητες που αφορούν Χριστιανικές κοινότητες, οι οποίες συγκεντρώνουν τη συντριπτική πλειοψηφία (97%) του πληθυσμού. Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύει τις θρησκευτικές ελευθερίες, χωρίς να επιβάλλει προληπτικά περιοριστικά μέτρα που θίγουν τις ίδιες τις ιστορικές και ειρηνικές χριστιανικές εκφράσεις. Πρόταση προσθήκης στο Άρθρο 28 Να προστεθεί νέα παράγραφος (π.χ. §2) που να εξαιρεί από τις κυρώσεις της παραγράφου 1 τις απλές θρησκευτικές συναθροίσεις, ως εξής: «Δεν συνιστά ίδρυση ή λειτουργία χώρου λατρείας κατά την έννοια της παραγράφου 1 η περιοδική ή περιστασιακή συνάθροιση προσώπων για ανάγνωση ιερών κειμένων, συζήτηση ή προσευχή σε ιδιωτικό χώρο ή μισθωμένο ακίνητο, εφόσον ο χώρος αυτός δεν φέρει εξωτερικά χαρακτηριστικά δημόσιου λατρευτικού χώρου και δεν τελούνται σε αυτόν μυστηριακές ή νομικές πράξεις.» Με τον τρόπο αυτό: • διαφυλάσσεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης• • εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των θρησκευτικών συναθροίσεων σε σχέση με άλλες ιδεολογικές ή επιστημονικές• • προστατεύεται ο χριστιανικός χαρακτήρας της κοινωνίας μας χωρίς υπερβολική επιτήρηση. 28. 3. Φορείς της κεντρικής κυβέρνησης ή των ο.τ.α. α’ και β’ βαθμού μισθώνουν ή παραχωρούν άνευ ανταλλάγματος τη χρήση χώρων αποκλειστικής κυριότητας, νομής και κατοχής τους με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση της λατρείας τους μόνο σε θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά νομικά πρόσωπα του ν. 4301/2014 και απαιτείται η άδεια της παρ. 1 του άρθρου 26 για τη νόμιμη λειτουργία τους. Νομική και συνταγματική παρατήρηση επί του άρθρου 28 παρ. 3 Σημείο προβλήματος Η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 προβλέπει ότι: «Φορείς της κεντρικής κυβέρνησης ή των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού μπορούν να μισθώνουν ή να παραχωρούν άνευ ανταλλάγματος χώρους για την άσκηση λατρείας μόνο σε: – θρησκευτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή – εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά νομικά πρόσωπα του ν. 4301/2014, και απαιτείται η άδεια της παρ. 1 του άρθρου 26 για τη νόμιμη λειτουργία τους.» Πρακτικό – νομικό ζήτημα Η διατύπωση αυτή αποκλείει από τη δυνατότητα χρήσης ή μίσθωσης δημόσιου χώρου θρησκευτικές κοινότητες που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα (Ν.Π.) ή δεν έχουν ενταχθεί στον ν. 4301/2014, όπως: • Ευκτήριοι οίκοι • εκκλησιαστικά συγκροτήματα που δεν επιθυμούν και δεν έχουν νομική μορφή και είναι απλές νομικές οντότητες. Πρόβλημα συνταγματικότητας και άνισης μεταχείρισης Το άρθρο αυτό δημιουργεί αθέμιτη διάκριση μεταξύ: • των θρησκευτικών κοινοτήτων που έχουν ήδη δομήσει Ν.Π. ή υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς του ν. 4301/2014, και • εκείνων που είναι χωρίς νομική μορφή — πράγμα το οποίο είναι απολύτως νόμιμο υπό το άρθρο 13 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν προϋποθέτει την ύπαρξη νομικού προσώπου για την άσκηση της λατρείας ή την ύπαρξη σχέσης με κάποιον αναγνωρισμένο θρησκευτικό οργανισμό. Επομένως, η διάταξη παραβιάζει την αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ) και τη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 Σ), καθιστώντας τη μη συμβατή με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο. Πρόταση τροποποίησης – νομικά ισοδύναμη και πιο θεμελιωμένη Αντί της αποκλειστικότητας σε Ν.Π., η διάταξη μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής: «Φορείς της κεντρικής κυβέρνησης ή των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού δύνανται να μισθώνουν ή να παραχωρούν, έναντι ή άνευ ανταλλάγματος, χώρους για την άσκηση της λατρείας σε θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ή θρησκευτικές ομάδες με πραγματική και ειρηνική θρησκευτική δράση, κατόπιν σχετικής τεκμηρίωσης, ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 26.» Επιπλέον επιχειρήματα – για το σκεπτικό του σχολίου ή προσφυγή • Η **ένταξη στον ν. 4301/2014 είναι προαιρετική, όχι υποχρεωτική. • Η ίδια η νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. υπόθεση Manoussakis v. Greece, 1996) έχει αποδοκιμάσει τις πολυπλοκότητες και αποκλεισμούς στη λειτουργία μικρών θρησκευτικών ομάδων. • Οι χριστιανικές ομάδες, ιδίως οι Ευαγγελικές και Πεντηκοστιανές, συγκροτούνται συχνά με φυσικά πρόσωπα, χωρίς νομική εκπροσώπηση, όπως και τα πρώτα χριστιανικά σχήματα στις Πράξεις των Αποστόλων. Παρέμβαση επί του Άρθρου 30 – Διοικητικά Μέτρα Σκεπτικά Παρατηρήσεων: Το άρθρο 30 προβλέπει την επιβολή διοικητικών προστίμων σε περιπτώσεις ανέγερσης, ίδρυσης, λειτουργίας, μεταστέγασης, προσθήκης ή κατεδάφισης χώρων λατρείας χωρίς την προβλεπόμενη άδεια του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού. Επίσης, κυρώσεις προβλέπονται για την παραβίαση των όρων λειτουργίας των νομίμως αδειοδοτημένων χώρων. Ωστόσο, η διάταξη προκαλεί σοβαρές ενστάσεις ως προς τον υπερβολικό διοικητικό παρεμβατισμό του Υπουργείου Παιδείας σε ζητήματα που ανάγονται σαφώς στην αρμοδιότητα της πολεοδομίας και των τεχνικών υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ). Η εκτέλεση τεχνικών ή οικοδομικών εργασιών, όπως προσθήκες καθ’ ύψος ή κατ’ επέκταση, και η κατεδάφιση, συνιστούν πράξεις με καθαρά πολεοδομικό και τεχνικό χαρακτήρα, οι οποίες διέπονται από τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό και τις διατάξεις περί έκδοσης αδειών δόμησης μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του e-Άδειες, και δεν έχουν σχέση με τη θεολογική, διοικητική ή πνευματική εποπτεία ενός λατρευτικού χώρου. Η απαίτηση, λοιπόν, παράλληλης άδειας από το Υπουργείο Παιδείας για τεχνικές παρεμβάσεις σε νόμιμα λειτουργούντες χώρους λατρείας όχι μόνο προσθέτει περιττά στάδια, αλλά αυξάνει τη γραφειοκρατία και επιβαρύνει μικρές θρησκευτικές κοινότητες και ευκτήριους οίκους που ενδεχομένως στερούνται διοικητικής ή νομικής υποστήριξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κανένα άλλο τύπο κοινωνικού ή ιδιωτικού χώρου (όπως πολιτιστικά σωματεία, επιστημονικοί σύλλογοι, λέσχες, πολιτικά κόμματα) δεν απαιτείται άδεια υπουργείου για οικοδομικές εργασίες πέραν της τήρησης των πολεοδομικών διατάξεων. Η εξαίρεση που εισάγει το παρόν άρθρο για τους χώρους λατρείας δημιουργεί άνιση μεταχείριση και πιθανή προσβολή της αρχής της αναλογικότητας. Επιπλέον, καθιστάται σαφές ότι ο πνευματικός χαρακτήρας ενός λατρευτικού χώρου δεν αλλοιώνεται από πράξεις όπως η επισκευή στέγης, η ανακαίνιση ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων ή η προσθήκη βοηθητικών χώρων, ώστε να απαιτείται εκ νέου άδεια «λειτουργίας». Πρόταση Αναδιατύπωσης του Άρθρου 30: Άρθρο 30 – Διοικητικά Μέτρα (αναδιατυπωμένο) Σε περίπτωση: α) ανέγερσης, ίδρυσης, ή λειτουργίας χώρου λατρείας χωρίς την άδεια της παρ. 1 του άρθρου 26 ή β) παραβίασης των όρων λειτουργίας νόμιμα αδειοδοτημένων χώρων λατρείας, επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 63. Η εκτέλεση οικοδομικών ή τεχνικών εργασιών επί υφιστάμενων χώρων λατρείας υπάγεται αποκλειστικά στις αρμόδιες πολεοδομικές και τεχνικές αρχές, χωρίς απαίτηση πρόσθετης έγκρισης του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, εφόσον δεν μεταβάλλεται η χρήση ή η βασική λειτουργία του χώρου. Καταληκτική Παρατήρηση: Το άρθρο πρέπει να προσαρμοστεί στον θεσμικό καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων. Το Υπουργείο Παιδείας έχει ρόλο πνευματικής εποπτείας ως προς την ίδρυση ή λειτουργία, αλλά δεν νοείται να παρεμβαίνει και στην καθαρά τεχνική ή πολεοδομική διαχείριση. Η διατήρηση αυτής της ρύθμισης εγκυμονεί κινδύνους αυθαιρεσίας, διοικητικής υπερρύθμισης και, εν τέλει, προσβολής της θρησκευτικής ελευθερίας υπό τον τύπο των διοικητικών εμποδίων. Παρατήρηση επί του Άρθρου 31 – Ιδιωτικοί χώροι λατρείας Σκεπτικό: Το άρθρο 31 περιορίζει ρητώς τη δυνατότητα λειτουργίας ιδιωτικών χώρων λατρείας αποκλειστικά για την «κατ’ άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού». Η επιλογή αυτή εγείρει σοβαρά ζητήματα συνταγματικής συμβατότητας και διάκρισης υπέρ μιας συγκεκριμένης θρησκείας, κατά τρόπο που συγκρούεται με: 1. Το άρθρο 13§1 Συντ., το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της ανεμπόδιστης λατρείας «της γνωστής θρησκείας». 2. Το άρθρο 13§4 Συντ., που απαγορεύει τις διακρίσεις μεταξύ θρησκειών: «Κανένας δεν μπορεί να απαλλείπεται από τις υποχρεώσεις του προς το Κράτος ή να αρνείται να συμμορφώνεται με τους νόμους επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.** 3. Την ΕΣΔΑ, άρθρο 9, που προστατεύει το δικαίωμα στην ατομική και συλλογική θρησκευτική έκφραση χωρίς διακρίσεις. Ουσιαστική κριτική: Ο ιδιωτικός χώρος λατρείας αποτελεί μορφή ατομικής άσκησης θρησκευτικών δικαιωμάτων και δεν μπορεί να αφορά μόνο μία αναγνωρισμένη θρησκεία, ακόμα κι αν αυτή είναι η «κρατούσα». Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία απολαμβάνει μεν ειδικής ιστορικής και θεσμικής σχέσης με το κράτος (άρθρο 3 Συντ.), όμως το Σύνταγμα δεν της αναγνωρίζει αποκλειστικότητα στη θρησκευτική ελευθερία. Η θεσμοθέτηση ιδιωτικών χώρων λατρείας μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία: • Καθιερώνει ευθέως άνιση μεταχείριση εις βάρος άλλων γνωστών θρησκειών (π.χ. Καθολικών, Ευαγγελικών, Πεντηκοστιανών, Μαρτύρων του Ιεχωβά, Μουσουλμάνων, Εβραίων), • Αγνοεί ότι και άλλες θρησκείες έχουν ανάγκη μικρών, μη δημόσιων, χώρων προσευχής (ευκτήριοι οίκοι, home churches, αίθουσες συνελεύσεων, αίθουσες προσευχής), • Παραβλέπει την πρακτική σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου αναγνωρίζεται η χρήση ιδιωτικών κατοικιών ή χώρων για θρησκευτικούς λόγους. Πρόταση Αναδιατύπωσης του άρθρου 31: Άρθρο 31 – Ιδιωτικοί χώροι λατρείας Ιδιωτικοί χώροι λατρείας μπορούν να λειτουργούν εντός ιδιωτικών ακινήτων για την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του Συντάγματος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι προσβάσιμοι στο ευρύ κοινό και δεν επιτελούν λειτουργίες δημοσίου χαρακτήρα. Καταληκτική επισήμανση: Δεν μπορεί να υπάρχει συνταγματικά ανεκτή κατηγορία «ιδιωτικών χώρων λατρείας» αποκλειστικά για την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι αυτό συνιστά αθέμιτη προνομιακή μεταχείριση. Αν πρόκειται να θεσμοθετηθεί η έννοια του «ιδιωτικού χώρου λατρείας», αυτή οφείλει να αναγνωρίζεται ισότιμα σε όλες τις γνωστές θρησκείες, χωρίς διάκριση. Αντώνιος Περιάλης Πρόεδρος της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ