• Σχόλιο του χρήστη 'ΜΠΕΜΠΗ Χ' | 11 Ιουνίου 2025, 16:40

    Για το άρθρο 19 (προσθήκη του άρθρου 202Α Κυρώσεις ήσσονος αξίας – Προσθήκη άρθρου 202Α στον ν. 4412/2016), Κατά την άποψη της γραφούσης, η ρύθμιση κινείται προς την σωστή κατεύθυνση δεδομένης της ανασφάλειας δικαίου που δημιουργείται σχετικά με την ορθή υποβολή του EEEΣ και της διαφορετικής αντιμετώπισης των αναθετουσών αρχών σε σχετικά ζητήματα εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να οδηγήσουν στον αποκλεισμό ενός υποψήφιου οικονομικού φορέα. Προς βελτίωση της ρύθμισης προστίθενται τρία σημεία: 1. Καθίσταται αναγκαίο να συμπεριληφθούν στην αρχή της παραγράφου και οι παρ. 3 και παρ.4α του άρθρου 219 για τις περιπτώσεις δηλαδή παραλαβής των παρεχόμενων υπηρεσιών ή παραδοτέων, με έκπτωση επί της συμβατικής αξίας, χωρίς την επιβολή ποινικών ρητρών, δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή έχει ακόμα μικρότερη απαξία και από τις περιπτώσεις των άρθρων 207 και 218 (σχετ. σκ. 13 απόφαση 1754/2023 ΕΑΔΗΣΥ για την έννοια των «παρόμοιων κυρώσεων» και την συμπλήρωση του ΕΕΕΣ). 2. Η εξάρτηση της δήλωσης ή μη στο ΕΕΕΣ από την προηγούμενη καταβολή του ποσού μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Η προϋπόθεση καταβολής του ποσού συγκρούεται με το άρθρο 218 παρ.3 (που ορίζει ότι το ποσό των ποινικών ρητρών αφαιρείται/συμψηφίζεται από/με την αμοιβή του αναδόχου, οποτεδήποτε δηλαδή αυτή ορίζεται συμβατικά) αλλά και με το άρθρο 205 (που ορίζει ότι αν ασκηθεί εμπρόθεσμα προσφυγή από τον Ανάδοχο κατά των αποφάσεων που επιβάλλουν σε βάρος του κυρώσεις, αυτές αναστέλλονται). Περαιτέρω με την συγκεκριμένη διατύπωση, δεν καθίσταται σαφές αν ο ανάδοχος υποχρεούται αρχικά σε δήλωση, αν τυχόν του επιβληθεί σχετική κύρωση (ή αν την έχει αμφισβητήσει ασκώντας την προσφυγή του αρ. 205) αλλά παύει να υποχρεούται σε αυτήν αν τελικώς καταβάλει (ή συμψηφιστεί) το ποσό της κύρωσης. Ενδεχομένως θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την προϋπόθεση της μη κήρυξης του αναδόχου ως έκπτωτου, δεδομένου ότι το χρονικό σημείο υποχρέωσης δήλωσης στην περίπτωση αυτή είναι σαφές (δηλαδή «κυρώσεις των άρθρων 207 και 218, συνολικού ύψους που δεν ξεπερνά τη μισή εκατοστιαία μονάδα (0,5%) επί της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης, σε κάθε διαδικασία ανάθεσης σύμβασης, οι οποίες έχουν επιβληθεί σε οικονομικό φορέα για την πλημμελή εκτέλεση ουσιώδους απαίτησης στο πλαίσιο εκτέλεσης δημόσιας σύμβασης, δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή της περ. στ΄ της παρ. 4 του άρθρου 73, εφόσον ο οικονομικός φορέας δεν έχει κηρυχθεί έκπτωτος από την εκάστοτε σύμβαση). 3. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι οι ανωτέρω κυρώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για την εφαρμογή της περ. θ’. Η έννοια του σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος ως αόριστη νομική έννοια δεν έχει εξειδικευτεί επαρκώς (εντός ελαχίστων περιπτώσεων π.χ. αρ. 18 παρ. 5 του ν. 4412/2016), διαπλάθεται δε κυρίως νομολογιακά, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί από τις εκάστοτε αναθέτουσες αρχές (που απολαμβάνουν ευρεία διακριτική ευχέρεια) ότι οι ανωτέρω κυρώσεις ήσσονος αξίας πρέπει να δηλώνονται σε άλλο πεδίο του ΕΕΕΣ, δημιουργώντας περαιτέρω ανασφάλεια δικαίου (για την προβληματική των δύο λόγων αποκλεισμού σχετ. σκ. 17-20 ΕΑΔΗΣΥ Σ957/1022). Για το άρθρο 30, Η αύξηση του ποσού του παραβόλου πιθανόν αποσκοπεί στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων ενδίκων βοηθημάτων προς το συμφέρον του δημοσίου. Ο νομοθέτης βέβαια έχει ήδη προβλέψει στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 αποτρεπτική κύρωση για την άσκηση προδήλως αβάσιμων αιτήσεων προς το συμφέρον του δημοσίου. Επομένως η σημαντική αύξηση του ποσού του παράβολου σε συνδυασμό και με την δυνατότητα του Δικαστηρίου να απαγγείλει τον πολλαπλασιασμό του συνολικού παράβολου επί προφανώς απαράδεκτης ή αβάσιμης αίτησης, εγείρει προβληματισμούς τόσο ως προς την αναλογικότητα του μέτρου όσο και εν γένει περί της συμβατότητάς του με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ.