• Σχόλιο του χρήστη '|Σύνδεσμος Εμπόρων Κεντρικής Λαχαναγοράς Θεσσαλονίκης' | 3 Νοεμβρίου 2025, 13:50

    Ο χώρος της οργανωμένης εμπορίας νωπών προϊόντων αποτελεί, για τους γνωρίζοντες αυτόν και την λειτουργία της εφοδιαστικής «αλυσίδας», απόδειξη ουσιαστικής υλοποίησης του υγιούς ανταγωνισμού, καθώς ο προσδιορισμός των τιμών στηρίζεται στην βασική οικονομική αρχή της προσφοράς και της ζήτησης. Συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει λόγο θέσπισης εάν σκοπός της είναι η διαφύλαξη του υγιούς ανταγωνισμού καθώς αυτός ήδη λειτουργεί προς όφελος των καταναλωτών με την ουσιαστική εφαρμογή της προσφοράς και ζήτησης. Άλλωστε είναι η ίδια η Ευρωπαϊκή νομοθεσία που διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό με την ελευθερία διαμόρφωσης των τιμών μέσω ακριβώς της αρχής της προσφοράς και ζήτησης, γεγονός που καθιστά άνευ αντικειμένου την συγκεκριμένη ρύθμιση. Περαιτέρω η διατύπωση «…πορεία διαμόρφωσης της τελικής τιμής…» σημαίνει ότι θα πρέπει να καταγράφεται το σύνολο των τιμών σε κάθε στάδιο από την παραγωγή έως και τον τελευταίο λιανοπωλητή, οι οποίες ενδεικτικά και μόνο συμπεριλαμβάνουν: το κόστος του παραγωγού και το κέρδος του, το κόστος διαλογής των προϊόντων σε ποιότητες , το κόστος μεταφοράς στο συσκευαστήριο, το κόστος συσκευασίας, το κόστος αποθήκευσης, το κέρδος του συσκευαστηρίου, το κόστος μεταφοράς από το συσκευαστήριο στους εμπόρους, το κόστος του εμπόρου (αποθήκευση, διαχείριση, απώλειες), το κέρδος του εμπόρου, το κόστος του λιανοπωλητή (αποθήκευση, διαχείριση, απώλειες), το κέρδος του λιανοπωλητή κλπ.. Είναι προφανές λοιπόν ότι είναι παντελώς ανεφάρμοστη η ανωτέρω πρόβλεψη του νομοσχεδίου. Στα πλαίσια αυτά η ανωτέρω πρόβλεψη καθίσταται περαιτέρω προβληματική καθώς θα πρέπει να καθοριστεί , για να μπορεί να υλοποιηθεί κατά τρόπο ασφαλή, συγκεκριμένη διαδικασία με την οποία θα πιστοποιείται η ακρίβεια των στοιχείων (κόστους και τιμών) που από κάθε προηγούμενο στάδιο θα μεταφέρονται – γνωστοποιούνται σε κάθε επόμενο στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας, με αποτέλεσμα την δραματική αύξηση της γραφειοκρατίας αλλά και ιδίως το κόστος του προϊόντος, ανατρέποντας τον σκοπό της ρύθμισης για την μείωση του κόστους για τον καταναλωτή. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα εάν η συγκεκριμένη ρύθμιση εξυπηρετεί απλώς την δημιουργία εντυπώσεων και όχι τον ίδιο τον υγιή ανταγωνισμό , η εξυπηρέτηση του οποίου και η διασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή με την μείωση των τιμών μπορεί άνετα να επιτευχθεί με την μείωση του υπερβολικού κόστους διαχείρισης και λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας (από τον παραγωγό μέχρι τον τελικό λιανοπωλητή), της εξάλειψης των γραφειοκρατικών απαιτήσεων και εξόδων που έχουν επιβληθεί στους εμπλεκόμενους φορείς, καθώς και της εξαντλητικής σε βάρος τους φορολογίας. Με δεδομένα όλα τα ανωτέρω, η ύπαρξη της συγκεκριμένης διάταξης δικαιολογείται μόνον στην περίπτωση ρύθμισης μονοπωλιακών ή και ολιγοπωλιακών τμημάτων της οικονομίας μας (ενέργεια, τράπεζες, καύσιμα κλπ) και όχι βέβαια στον τομέα της εμπορίας νωπών προϊόντων με τον τεράστιο αριθμό παραγωγών, εμπόρων και πωλητών.