• Σχόλιο του χρήστη 'Κ. Αλέξης Αλάτσης' | 23 Ιουνίου 2020, 00:32

    Αντιγράφω από την αιτιολογική έκθεση τα παρακάτω, διότι θεωρώ ότι εδώ, στο συγκεκριμένο άρθρο εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα, ως προς τους στόχους και το νόημα ύπαρξης του νέου φορέα: "Ο όρος «πολιτιστικός και δημιουργικός κλάδος» καλύπτει δηλαδή ένα ευρύ και ετερόκλητο φάσμα δραστηριοτήτων (τέχνες του θεάματος, μουσική, εικαστικές τέχνες, φωτογραφία, παραδοσιακές τέχνες, βιβλία, οπτικοακουστικά και διαδραστικά μέσα, design και δημιουργικές υπηρεσίες), ενώ ως μέλη του πολιτιστικού και δημιουργικού κλάδου νοούνται φυσικά και νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως νομικής μορφής, τα οποία δραστηριοποιούνται κατ’ επάγγελμα, στην παραγωγή, δημιουργία και διανομή των παραπάνω αγαθών και υπηρεσιών". Ήδη, παρά την παραδοχή ότι το φάσμα είναι ευρύ και ετερόκλητο, ο νέος φορέας φιλοδοξεί να το καλύψει στο σύνολό του, χωρίς πουθενά να εξηγείται, πώς κάτι τέτοιο θα είναι πρακτικά εφικτό. Αλλά το πιο κρίσιμο σημείο στην αιτιολογική έκθεση ως προς το άρθρο 2 είναι το παρακάτω: "Πρακτικά, το ζητούμενο είναι ένας καλλιτέχνης-δημιουργός να εφοδιασθεί με δεξιότητες που θα του επιτρέψουν, πέρα από το να δημιουργεί για τη δομή, να τη διοικεί, να την εκπροσωπεί και να διαπραγματεύεται συμφωνίες καλλιτεχνικής φύσης με άλλους φορείς. Μέσω αυτών των διαδικασιών σκοπείται να δημιουργηθεί μία δεξαμενή καλλιτεχνών, οι οποίοι, ορμώμενοι από την καλλιτεχνική τους παιδεία και απασχόληση, θα είναι παράλληλα εφοδιασμένοι με προσόντα που θα μπορέσουν να τους αναδείξουν σε ικανούς «διοικητές» (leaders-managers) μίας καλλιτεχνικής-δημιουργικής ομάδας. Και τούτο, διότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο στους καλλιτεχνικούς οργανισμούς να είναι δυσχερής η εξεύρεση ενός προσώπου το οποίο να συγκεντρώνει ταυτόχρονα καλλιτεχνική αξία και διοικητικά προσόντα". Δηλαδή, αφού η έκθεση κατονομάζει σωστά ως "μορφώματα", τις δομές (ΑΜΚΕ, ΚΟΙΝΣΕΠ κλπ.) που οι δημιουργοί δεν διοικούν σωστά, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων, θεωρεί ότι στο σύνολο του "πολιτιστικού κλάδου" ο σωστός δρόμος που επιτέλους θα λύσει και τα οικονομικά προβλήματά του είναι η μετατροπή των καλλιτεχνών/δημιουργών σε ικανότερους "διοικητές". Ακολουθείται άκριτα το αγγλοσαξονικό μοντέλο και το σχετικά πρόσφατο μεγάλο αφήγημά του ως προς τον καλλιτέχνη/μάνατζερ (artist entrepreneur). Το πρόβλημα δεν είναι όμως μόνο η απόκτηση αυτών των δεξιοτήτων, αλλά η τυφλότητα ότι κάτι τέτοιο αφαιρεί από όλους αυτούς του φοβερούς δημιουργούς/διοικητές τον απαραίτητο χρόνο ώστε να είναι αληθινοί δημιουργοί και όχι μόνο καλοί μαρκετίστες του πολιτιστικού τους προϊόντος. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι χόμπι, που όλοι εμείς, που ανήκουμε στην κατηγορία των καλλιτεχνών, εξασκούμε στο χρόνο που μας απομένει από την διαχείριση των καλλιτεχνικών μας επιχειρήσεων, αλλά μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, οικονομικά μέσα, έρευνα και συνεχή μετεκπαίδευση. Ο “artist as entrepreneur” είναι τελικά η κομπλεξική απάντηση των διαχειριστών και διαμεσολαβητών του πολιτιστικού προϊόντος, που θεωρούν εμάς τους καλλιτέχνες παράσιτα, τεμπέληδες και παραγωγικά άχρηστους που θέλουμε και να είμαστε κρατικοδίαιτοι, μια απάντηση που απορρέει από την ίδια τους την ζήλεια για την καθαυτή υπόσταση του καλλιτέχνη. Κι όμως σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως π.χ. στην Γαλλία, απαντώντας ακριβώς στα προβλήματα που η έκθεση επισημαίνει αρχικά σωστά και ελπίζει να θεραπεύσει μετατρέποντάς μας σε ικανότερους διοικητές και "fund raisers", έχουν ιδρυθεί κρατικά κέντρα σύγχρονης δημιουργίας (π.χ. για το Θέατρο, τον Χορό αλλά και την Σύγχρονη Μουσική), όπου ο καλλιτέχνης/δημιουργός δεν χρειάζεται να ασχοληθεί με όλο αυτό το διοικητικό, οικονομοτεχνικό και μαρκετίστικο κομμάτι, γιατί αυτές ακριβώς τις υπηρεσίες του προσφέρει το "Κέντρο Δημιουργίας". Μπορεί δηλαδή να ασχοληθεί επιτέλους με τη δουλειά του, και την Τέχνη του, που δεν κατακτήθηκε σε μια μέρα μέσω αυτοαναγόρευσης σε "καλλιτέχνη", αλλά απαίτησε χρόνο, επένδυση σε σπουδές και μάθηση, πρακτική εξάσκηση που δεν πληρώθηκε από κανέναν κλπ. κλπ. Εγώ στην εμπειρία μου ως "πολιτιστικός διαχειριστής" στη Γερμανία και μετά στην Ελλάδα, ξέρω ότι για να κάνω με αρτιότητα αυτή τη δουλειά, χρειάστηκε για χρόνια να παραμερίσω και σχεδόν να εγκαταλείψω την καλλιτεχνική μου δημιουργία. Το ότι αποκτώντας τις δεξιότητες και τις γνώσεις στο μάνατζμεντ με καθιστά ικανό να διοικήσω σωστά τέτοιες δομές, δεν σημαίνει ότι μπορώ να κάνω και τις δύο αυτές δουλειές (μάνατζμεντ και καλλιτεχνική δημιουργία) ταυτόχρονα. Κάποια από τις δύο θα γίνεται ελλειμματικά. Και αν όλοι οι καλλιτέχνες γίνουμε ικανοί "διοικητές", μάνατζερς των μορφωμάτων/εταιριών που η έλλειψη αληθινών Κέντρων Δημιουργίας μας ανάγκασε να κατασκευάσουμε και ικανοί και διεθνώς δικτυωμένοι "Fund raisers" για να μην τα ζητάμε από το Κράτος, τότε με τι θα ασχοληθούν όλα αυτά τα νέα παιδιά που σπούδασαν και εδώ και στο εξωτερικό "Πολιτιστική Διαχείριση", χωρίς να είναι Καλλιτέχνες/Δημιουργοί; Πού θα δουλέψουν; Δεν θα εισχωρήσω εδώ στην μεγάλη, δύσκολη και κουραστική συζήτηση του κατά πόσον η Τέχνη μπορεί να λειτουργεί ως προϊόν στην καπιταλιστική οικονομία, γιατί δεν θέλω να χαθώ σε ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις μετα-καπιταλιστικού τύπου. Υπάρχει άλλωστε άφθονη και αξιόλογη σχετική βιβλιογραφία*. "Επιχειρηματικά μοντέλα και Τέχνη" είναι το Νέο Αφήγημα του 21ου αιώνα, ο οποίος υποτίθεται πως ξεκίνησε με το «τέλος των μεγάλων αφηγημάτων». Οι καλλιτέχνες χρειάζονται πρόσβαση σε αληθινά Κέντρα Δημιουργίας και όχι σεμινάρια μετατροπής τους σε "διοικητές".Εκτός κι αν όλο αυτό το αφήγημα του Καλλιτέχνη/Επιχειρηματία δεν προέρχεται από την ασχετοσύνη ή την ανικανότητα όσων σχεδιάζουν και εισηγούνται την αντίστοιχη πολιτική, αλλά από την επιλογή τους να συγχέουν την Τέχνη με το πολιτιστικό «προϊόν». Ο Πολιτισμός όμως είναι ο Κανόνας και η Τέχνη είναι η Εξαίρεση. *Ενδεικτικά: Performing Arts: The Economic Dilemma; a Study of Problems Common to Theater, Opera, Music, and Dance William J. Baumol, William G. Bowen Gregg Revivals, 1993 - 582 σελίδες This classic study provides an extensive analysis of the major economic attributes of the performing arts: audience composition, costs, income, organizational structure and remuneration of performers. The authors clearly demonstrate why the cost per performance and per attendance has always risen faster than the economy's rate of inflation, and indicate this situation is unlikely to change in the future. The book concludes with a summary discussion of general policy implications. Economie des arts du spectacle vivant: essai sur la relation entre l'économique et l'esthétique Dominique Leroy L'Harmattan, 1992 - 330 σελίδες " Après avoir décrit la crise du " spectacle vivant " dans la France de l'Entre-deux-guerres et la genèse des structures d'Après-guerre (politiques de décentralisation, de prestige et de promotion, étude de l'offre et de la demande de spectacles), l'auteur met en évidence la pertinence de la " loi Baumol " appliquée à la production esthétique. Cette loi peut se résumer ainsi : " étant donné l'élévation rapide des coûts de production d'œuvres du " spectacle vivant ", leur représentation ne peut se poursuivre - à flux qualitatif constant - qu'avec un subventionnement croissant aussi rapidement que l'écart se creuse entre leur coût unitaire et le prix de la place qui peut être imposé à un public déjà réticent sur le plan de la fréquentation. L'auteur découvre par ailleurs l'existence de " mouvements longs " affectant la production et la consommation de spectacles à Paris. Il constate un parallélisme significatif entre les périodes d'expansion, de crise et de restructuration dans l'économie globale et dans le secteur particulier du spectacle, ce qui tend à prouver " une relative détermination de la production esthétique par les structures économiques d'ensemble ". Cette réflexion rejoint la conclusion que faisait l'auteur à la fin de son " Histoire des arts du spectacle en France " (L'Harmattan, 1990), ce qui ne peut guère étonner si l'on sait la continuité thématique et l'unité méthodologique de deux ouvrages qui ne font en réalité qu'une seule œuvre"