• Σχόλιο του χρήστη 'Όλγα Σκαλούμπακα, Δικηγόρος Αθηνών' | 1 Νοεμβρίου 2022, 18:22

    Σε σχέση με την προσθήκη του άρθρου 51 Β στο ν. 2121/1993, που γίνεται με το άρθρο 17 του νομοσχεδίου, προτείνω να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα ώστε να μην υπάρχουν ασάφειες στην ενσωμάτωση της οδηγίας. 1. Σε σχέση με την παράγραφο 4 της προτεινόμενης διάταξης εφόσον το κριτήριο με το οποίο γίνεται ο προσδιορισμός του ποσοστού των δημιουργών είναι η ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, τότε το ποσοστό που ορίζεται στο νομοσχέδιο σε 25% ή 15% αντίστοιχα για την κατηγορία των δημιουργών είναι υψηλό και δεν λαμβάνει υπόψη α) την επένδυση που κάνουν οι εκδότες συμπεριλαμβανομένης και αυτής για την επιγραμμική χρήση και β) την καταβολή σταθερής μηνιαίας αμοιβής στους δημιουργούς για το παρεχόμενο από αυτούς έργο, που κατ’ ανάγκη δεν θα χρησιμοποιείται στο σύνολό του για την επιγραμμική χρήση. Το νομοσχέδιο ορίζει ως βάση υπολογισμού του ποσοστού των δημιουργών τα ετήσια έσοδα των εκδοτών, χωρίς όμως να αξιολογεί: τα έξοδα λειτουργίας των εκδοτικών επιχειρήσεων και για την επιγραμμική χρήση, όπως και το γεγονός ότι οι δημιουργοί θα λαμβάνουν ποσοστό και για υπηρεσίες που οι ίδιοι δεν παρέχουν, αφού είναι γνωστό ότι π.χ. στον τύπο αρθρογραφούν τεχνοκράτες και μέλη του κοινωνικού συνόλου που δεν έχουν καμία σχέση με τη δημοσιογραφία, υπάρχει ύλη από πρακτορεία ειδήσεων και φωτογραφιών και συνεπώς δεν υπάρχει άμεση συμβολή δημιουργών για την ανταπόδοση ποσοστού εκ του εσόδου των εκδοτών. Το ποσοστό των δημιουργών θα πρέπει να υπολογίζεται επί των καθαρών εσόδων των εκδοτών και όχι ασαφώς επί των ετήσιων εσόδων τους, αφού δηλαδή αφαιρεθούν τα λειτουργικά έξοδα και τα εν γένει έξοδα διαχείρισης μέχρι ποσοστού 65% επί αυτών, το δε εύλογο ποσοστό μπορεί να οριστεί 15% και 10% αντίστοιχα ανά κατηγορία εκδοτικής επιχείρησης. Σαφής προϋπόθεση που θα πρέπει να οριστεί, είναι ότι οι εκδότες υποχρεούνται να αποδώσουν στους δημιουργούς ποσοστό από το έσοδό τους, εφόσον το έχουν εισπράξει από τους παρόχους της κοινωνίας της πληροφορίας. Η διανομή ποσοστού σε συνταξιούχους δεν προβλέπεται διόλου στην οδηγία και δεν συνάδει με το πνεύμα της, που είναι η επιστροφή ενός ποσοστού στους δημιουργούς οι οποίοι συμβάλουν στην παροχή περιεχομένου για την εκδοτική έκδοση και όχι σε όσους δεν έχουν πλέον την ιδιότητα του δημιουργού. 2. Εφόσον το νομοσχέδιο προβλέπει ποσοστό του εσόδου των εκδοτών για τους δημιουργούς, νομοτεχνικά θα μπορούσε να ορίσει και ένα ελάχιστο ποσοστό αμοιβής των εκδοτών τύπου από τους παρόχους της κοινωνίας της πληροφορίας, ώστε να αποφευχθεί η χρονοβόρα και αβέβαιη διαδικασία της παρ. 5. Σ αυτήν την περίπτωση μια εύλογη κατ’ ελάχιστη βάση αμοιβή θα μπορούσε να οριστεί σε ποσοστό 15% επί των ετήσιων εσόδων των παρόχων της κοινωνίας της πληροφορίας. 3. Σε σχέση με την παράγραφο 5 το νομοσχέδιο αποφεύγει να ορίσει την οικονομική βάση επί της οποίας θα υπολογίζεται η αμοιβή των εκδοτών τύπου από τους παρόχους της κοινωνίας της πληροφορίας και αρκείται στη διαμόρφωση κριτηρίων από την επιτροπή της ΕΕΤΤ, χωρίς να αναφέρει αν οι εκδότες τύπου θα έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους στη διαμόρφωση των κριτηρίων. Είναι δε χαρακτηριστικό της αδυναμίας του νομοσχεδίου ότι μεταξύ των ενδεικτικών κριτηρίων που αναφέρει είναι και αυτό της οικονομικής ωφέλειας που προκύπτει από τις δημοσιεύσεις και για τα δύο μέρη όσον αφορά την προβολή και τα διαφημιστικά έσοδα. Καλούνται εν προκειμένω οι εκδότες να συνεισφέρουν στοιχεία για την οικονομική ωφέλεια που τυχόν έχουν από τη χρήση του δικού τους περιεχομένου, αντί το κριτήριο αυτό να αφορά αποκλειστικά τις πλατφόρμες και τους παρόχους. Αυτό θα πρέπει να αφορά μόνον στους παρόχους της κοινωνίας της πληροφορίας, με την επισήμανση ότι θα πρέπει να παρέχουν στοιχεία και για τα έμμεσα οφέλη που απολαμβάνουν από τη χρήση του εκδοτικού περιεχομένου όχι μόνον στην επικράτεια αλλά και στο εξωτερικό. Η παροχή στοιχείων και πληροφοριών από τους παρόχους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ή της προσφυγής στην επιτροπή της ΕΕΤΤ θα πρέπει να προηγείται και να διασφαλίζεται ότι θα είναι πλήρης, ακριβής και αληθής. Για το λόγο αυτό μπορεί να προβλεφθεί ως μέρος της διαδικασίας ότι η παροχή στοιχείων και πληροφοριών θα συνοδεύεται με υπεύθυνες δηλώσεις των νομίμων εκπροσώπων τους. Στα ενδεικτικά κριτήρια θα μπορούσαν επίσης να αναφερθούν οι επενδύσεις που κάνουν οι εκδότες τύπου για τις ψηφιακές εκδόσεις τους, η φήμη επιρροής και γενικά κάθε δείκτης που δείχνει την αξία και το κύρος των εκδόσεων τύπου. Όσον αφορά την επιτροπή της ΕΕΤΤ θα μπορούσε να εξεταστεί η διεύρυνση της και με εκπροσώπους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, το Υπουργείο Οικονομικών και τον ΟΠΙ, καθώς και ότι θα μπορεί να ζητά έλεγχο από ορκωτούς λογιστές – ελεγκτές των οικονομικών στοιχείων για την εφαρμογή των κριτηρίων που θα θεσπίσει. Η συγκρότηση της επιτροπής θα πρέπει να γίνει άμεσα για να καθοριστούν τα κριτήρια της αμοιβής των εκδοτών τύπου καθώς η μέχρι σήμερα χρήση γίνεται χωρίς την καταβολή οικονομικού αντιτίμου από τους παρόχους. Το πόρισμα της επιτροπής της ΕΕΤΤ, εφόσον κατατεθούν αληθή και ακριβή στοιχεία για τον υπολογισμό της αμοιβής των εκδοτών, μπορεί να παραμείνει γνωμοδοτικό, αλλά δεν θα πρέπει να έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και θα μπορεί να προσκομιστεί στο αρμόδιο δικαστήριο ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο με έχει αυξημένη αποδεικτική ισχύ. Επιπλέον αν οι διαπραγματεύσεις ή η προσφυγή επιτροπή της ΕΕΤΤ δεν καταλήξουν σε συμφωνία για την αμοιβή των εκδοτών, οι πάροχοι δεν θα πρέπει να λαμβάνουν, λόγω της τεχνολογικά δεσπόζουσας θέσης τους, καταχρηστικά μέτρα και αθέμιτες πρακτικές κατά των εκδοτών. Η επιτροπή της ΕΕΤΤ θα πρέπει να έχει διαρκή αρμοδιότητα ελέγχου των πρακτικών αυτών μέχρι την προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο για την αμοιβή των εκδοτών και να επιβάλει τις ίδιες κυρώσεις, όπως στην περίπτωση διατάραξης της ορατότητας του περιεχομένου των εκδοτών. Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει νομοθετική πρόβλεψη απαγόρευσης ενεργειών από τους παρόχους που καταστρατηγούν το δικαίωμα των εκδοτών, όπως σε άλλες χώρες (Τσεχία).