• Σχόλιο του χρήστη 'Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ)' | 23 Απριλίου 2020, 19:25

    Πέραν όλων των παραπάνω άρθρων, θα πρέπει να επισημάνουμε για μία ακόμη φορά ότι είναι απαραίτητο να τροποποιηθούν: α) Το Άρθρο 10, παρ. 1, σημείο δ: Αρχικά, θεωρούμε θετικό που ενσωματώνεται η διάταξη της κοινοτικής οδηγίας που αφορά τις ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες, και εκεί συμπεριλαμβάνονται στο ii) ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου στους λόγους δίωξης, όπως άλλωστε συνέβαινε και σε προηγούμενες κοινοτικές οδηγίες. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να προστεθούν και τα χαρακτηριστικά φύλου (ίντερσεξ άτομα), για λόγους νομοτεχνικούς, καθώς τα χαρακτηριστικά φύλου συμπεριλαμβάνονται σε όλες τις σχετικές ελληνικές νομοθεσίες προστασίας δικαιωμάτων . Συνεπώς για λόγους καλής νομοθέτησης, νομοτεχνικούς λόγους, είναι απαραίτητο, ώστε να έχουμε συμβατές νομοθεσίες, να προστεθούν μετά την ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου. Επιπλέον, επίσης για νομοτεχνικούς λόγους, πέραν του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, πρέπει να προστεθούν και τα νομιζόμενα χαρακτηριστικά σε συνάφεια με την παρ. 2στ) του ν. 4443/2016 (διάκριση για λόγους νομιζομένων χαρακτηριστικών), και ιδίως της νομολογίας του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (401/2019) που σε σχετική περίπτωση ακύρωσε την απόφαση της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών να μην χορηγήσει άσυλο σε υπήκοο Γκάνας, καθώς σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΠ, η Επιτροπή μη νόμιμα δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του αιτούντος, σύμφωνα με τον οποίον, αν και ετεροφυλόφιλος, ο αιτών έχει βάσιμο φόβο δίωξης στην χώρα καταγωγής του, λόγω του αποδιδόμενου σε αυτόν σεξουαλικού προσανατολισμού. Τέλος, δόκιμο, θεωρούμε να προστεθεί διάταξη συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 2ας Δεκεμβρίου 2014 (StaatssecretarisvanVeiligheidenJustitie – συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13), όπου το τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του ΔΕΕ, αναφέρει : «69. Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των ζητημάτων που αφορούν την προσωπική σφαίρα ενός προσώπου και, ειδικότερα, τη σεξουαλικότητά του, δεν μπορεί να κριθεί αναξιόπιστη η δήλωση του προσώπου αυτού σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι, εξαιτίας της διστακτικότητάς του να αποκαλύψει προσωπικές πτυχές της ζωής του, δεν δήλωσε εξαρχής την ομοφυλοφιλία του.». Γι’ αυτόν τον σκοπό προτείνουμε την πρόθεση διάταξης ως ακολούθως: «Δίωξη μπορεί να συνιστά και ο ακούσιος ή εκούσιος εξαναγκασμός απάρνησης ή απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου στην χώρα προέλευσης». Συνολικά προτείνουμε την αναδιατύπωση του σημείου δii της παρ. 1 του Άρθρου 10 ως ακολούθως: «ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Ανάλογα με της συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του φύλου, της ηλικίας, της αναπηρίας ή της κατάστασης υγείας ή του σεξουαλικού προσανατολισμού. Κατά τον καθορισμό της συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού της ομάδας λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου. Στις διαστάσεις του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, συμπεριλαμβάνονται οι λόγοι δίωξης για λόγους νομιζομένων χαρακτηριστικών. Δίωξη μπορεί να συνιστά και ο ακούσιος ή εκούσιος εξαναγκασμός άρνησης ή απόκρυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου στην χώρα προέλευσης.» β) Το Άρθρο 111, καθώς οι προθεσμίες έκδοσης αποφάσεων γίνονται ασφυκτικές και τούτο είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει πρακτικά προβλήματα. γ) Το Άρθρο 116, παρ. 7 στα α,β, και γ. , καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών θα είναι αποκλειστικά από δικαστικούς λειτουργούς . Συγκεκριμένα, η διάταξη της παρ. 3 τροποποιεί τη σύνθεση και προβλέπει ότι αυτές αποτελούνται από τρεις δικαστικούς λειτουργούς. Τούτο είναι εμφανώς αντισυνταγματικό, καθώς κάνει ένα διοικητικό όργανο αμιγώς δικαστικό, και παραβιάζει το Άρθρο 8 του Συντάγματος (απαγόρευση δικαστικών επιτροπών)σε συνδυασμό με το Άρθρο 26, παρ. 3 (η δικαστική λειτουργία ασκείται απ’ τα δικαστήρια). Ακόμη, αναφορικά με την προβλεπόμενη μονομελή σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, το ΣτΕ έχει ήδη κρίνει ότι αυτή δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή . Αντίθετα η συμμετοχή εκπροσώπου της Ύπατης Αρμοστείας, τα μέλη της οποίας επιλέγονται μετά από εξετάσεις, έχουν όλα τα εχέγγυα επαρκούς γνώσης του προσφυγικού δικαίου και ανεξαρτησίας που διασφαλίζει τη διαδικασία. Τέλος πέρα του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου, θα πρέπει όσον αφορά την Κοινή Υπουργική Απόφαση ΚΥΑ 3063/2020 «Καθορισμός λειτουργίας του Μητρώου Ελληνικών και Ξένων ΜΚΟ και του Μητρώου Μελών ΜΚΟ» , να επισημάνουμε ότι: α) Στο Άρθρο 11 (Προϋποθέσεις και Δικαιολογητικά εγγραφής στο Μητρώο Μελών ΜΚΟ», παρ. α, στοιχεία α’ προβλέπεται ότι για την εγγραφή μελών ΜΚΟ πρέπει «να μην έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα (εξαιρουμένων αυτών του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας)». Τούτο πέραν του ότι δεν συνάδει με τις απαραίτητες πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί, εξαιρεί τα πρόσωπα που έχουν δικαστεί για εργασία στο σεξ. β) Στο Άρθρο 12 (Διαδικασία εγγραφής στο Μητρώο Μελών ΜΚΟ), παρ. 3, προβλέπεται ότι: «3. Πέραν και πλέον των ανωτέρω προϋποθέσεων και των προσκομιζόμενων απαιτούμενων δικαιολογητικών, ο Ειδικός Γραμματέας Συντονισμού Εμπλεκομένων Φορέων διατηρεί σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα επαλήθευσης των υποβληθέντων στοιχείων με όλες τις αρμόδιες κρατικές αρχές καθώς και το δικαίωμα, κατά τη συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω, σε συνδυασμό με στοιχεία που αφορούν στην προσωπικότητα και την μέχρι τότε δράση των αιτούμενων την εγγραφή φυσικών προσώπων και κατά την διακριτική του ευχέρεια, να απορρίψει την αίτηση εγγραφής του φυσικού προσώπου». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή είναι μία απαράδεκτη ρύθμιση, καθώς τίθεται στη διακριτική ευχέρεια ενός προσώπου να αποφασίζει με αυθαίρετα κριτήρια που αφορούν μάλιστα την «προσωπικότητα» ενός προσώπου και δεν συνάδει με καμία έννοια κράτους δικαίου.