• Σχόλιο του χρήστη 'Equal Rights Beyond Borders' | 24 Απριλίου 2020, 16:50

    Η τροποποιητική διάταξη του αρ. 9 θίγει τον πυρήνα της παροχής νομικής συνδρομής στις διαδικασίες ασύλου, όπως αυτό συνδέεται και με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, και ως τέτοια θα πρέπει να απαλειφθεί προκειμένου να διατηρηθεί το ισχύον νομικό πλαίσιο, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 5 της Οδηγίας για τις Διαδικασίες Ασύλου περί δυνατότητας νομοθέτησης ευνοϊκότερων ρυθμίσεων από τα Κράτη Μέλη. Ειδικότερα, από την εν λόγω τροποποίηση του άρθρου 71 του Ν 4636/2019 δεν προβλέπεται με ποιον τρόπο θα τηρηθούν συγχρόνως οι προϋποθέσεις του άρθρου 93 του νόμου 4636/2019 περί αναφοράς ορισμένων στοιχείων στο περιεχόμενο της προσφυγής, ως όροι της παραδεκτής άσκησής της, ήτοι, μεταξύ άλλων, “το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου του”. Συγκεκριμένα, αν τεθεί σε εφαρμογή η συγκεκριμένη διάταξη, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος νομικής συνδρομής του/της προσφεύγοντα/ουσας από τον/την Πρόεδρο της Επιτροπής, δεν διευκρινίζεται το πώς ο/η αιτών/ούσα άσυλο δύναται επί του πρακτέου να υποβάλει προσφυγή κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ιδίως όταν από 1.1.2020 δεν προβλέπεται πια η δυνατότητα κατάθεσης τυπικής προσφυγής στα επιμέρους Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου από τους ίδιους τους προσφεύγοντες. Συγχρόνως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο οι προθεσμίες για την άσκηση της προσφυγής σε όσους υπάγονται στις διαδικασίες των συνόρων ή βρίσκονται κρατούμενοι είναι εξαιρετικά σύντομες· 7 μέρες από την επίδοση για την κατάθεση προσφυγής σύμφωνα με το αρ. 92 παρ. 1 εδ.γ) Ν. 4636/2019, 5 ημέρες από την επίδοση για την κατάθεση προσφυγής κατά απόφασης που απορρίπτει μεταγενέστερη αίτηση, σύμφωνα με το εδ. δ) του ίδιου άρθρου. Επομένως, προτείνεται να προβλεφθεί αναστολή των προθεσμιών για την άσκηση της προσφυγής για όσο διάστημα διαρκεί η εξέταση του αιτήματος παροχής νομικής συνδρομής, ώστε η προθεσμία άσκησης της προσφυγής να εκκινεί από την παραλαβή της απόφασης επί του ως άνω αιτήματος, άλλως η εν λόγω διάταξη δεν εναρμονίζεται προς την έννοια της πραγματικής προσφυγής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στο αρ. 13 της ΕΣΔΑ και στο αρ. 46 της Οδηγίας για το Άσυλο, αφού, εκ των πραγμάτων, ο/η προσφεύγων/ουσα, του/της οποίου/ας το αίτημα για νομική συνδρομή απορρίπτεται, δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει αυτοπροσώπως, προσηκόντως και εμπροθέσμως την ενδικοφανή προσφυγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 93 του Ν 4636/2019, ούτε θα είναι σε θέση να αναζητήσει νομική συνδρομή από πληρεξούσιο διάφορο του Μητρώου της Υπηρεσίας Ασύλου προκειμένου να εκπροσωπηθεί. Τέλος να σημειωθεί ότι η χώρα έχει ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το ελληνικό σύστημα νομικής αρωγής ήταν αναποτελεσματικό στο σύνολό του, αξιολογώντας την αντικειμενική δυνατότητα του προσφεύγοντος να έχει νομική συνδρομή (τόσο αναφορικά με το κόστος των υπηρεσιών του δικηγόρου όσο και με τον περιορισμένο αριθμό δικηγόρων που προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους). Σύμφωνα με το Δικαστήριο το άρθρο 13 της Σύμβασης εγγυάται την ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο μιας προσφυγής που επιτρέπει σε κάποιον να επικαλεστεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της Σύμβασης όπως κατοχυρώνονται σ’αυτήν (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, 21/01/2011, παρα. 288 επ. ). Η αποτελεσματικότητα μιας προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 13 δεν εξαρτάται από την βεβαιότητας της ευνοϊκής έκβασης για τον προσφεύγοντα. Για να είναι πραγματική η προσφυγή που απαιτείται από το άρθρο 13 πρέπει να είναι διαθέσιμη από νομικής και πρακτικής άποψης, υπό την έννοια ειδικά ότι η άσκησή της δεν πρέπει να εμποδίζεται αδικαιολόγητα από πράξεις ή παραλείψεις των αρχών του καθ’ου η προσφυγή Κράτος (Cakici κατά Τουρκίας [GC], αρ. 23657/94, §112, CEDH 1999-IV). Καθώς η δυνατότητα υποβολής προσφυγής εξαρτάται πλέον από τη σύνταξη δικογράφου με συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις, η πρακτική πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στο δεύτερο βαθμό θα γίνει πολύ πιο δύσκολη ή ακόμα και αδύνατη για πολλούς. Η ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο, όπως επίσης έχει κριθεί με την παραπάνω απόφαση (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, 21/01/2011, παρα. 232 επ. ) οφείλεται ακριβώς στο ότι βρίσκονται σε ανασφαλή κατάσταση και δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νομικές πρακτικές της εν λόγω χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας. Δεν μιλούν τη γλώσσα και επομένως πρέπει να καθοδηγούνται και να έχουν πρόσβαση στη νομική προστασία, ιδίως μέσω ενεργών μέτρων. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί οτι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι, για τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε αερολιμένες κατά τις οποίες επίσης επιτρέπεται η απόρριψη της προσφυγής ως προφανώς αβάσιμης κρίνοντας τις πιθανότητες ευδοκίμησης αυτής (§ 18α Γερμανικού Νόμου για το άσυλο), ακριβώς λόγο της ειδικής κατάστασης της έλλειψης γλωσσικής εξοικείωσης σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των διαδικασιών, πρέπει να δημιουργηθούν ειδικοί όροι και να διασφαλιστεί η νομική εκπροσώπηση (Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, απόφαση της 14/05/1996, 2 BvR 1516/93, σκέψεις 136 επ.). Η Ελλάδα οφείλει να κάνει το ίδιο και να εξασφαλίσει την πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στη νομική συνδρομή σεβόμενη τις υποχρεώσεις της απο το ευρωπαϊκό κεκτημένο.