Η παρ. 3 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «3. Στους αιτούντες παρέχεται, κατόπιν αίτησής τους, δωρεάν νομική συνδρομή στις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής Προσφυγών με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Υπουργικής Απόφασης της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 (Α’ 51). Η αίτηση υποβάλλεται εντός δύο (2) ημερών από την επίδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 82 του παρόντος και εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή σε υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης, ή από τον εισηγητή δικαστή σε υποθέσεις μονομελούς σύνθεσης και γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής. Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, η εκδίκαση της υπόθεσης αναβάλλεται μία μόνο φορά σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 και προσδιορίζεται στην αμέσως επόμενη δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος δύναται να καταθέσει υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο προβάλει οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, οι αιτούντες είναι δυνατόν να λαμβάνουν δωρεάν νομική βοήθεια, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ν. 3226/2004 (Α’ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η δωρεάν νομική συνδρομή και βοήθεια παρέχονται σε αιτούντες οι οποίοι βρίσκονται αποδεδειγμένα στο έδαφος της χώρας. Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των αιτημάτων παροχής νομικής συνδρομής δεν συνυπολογίζονται στον αριθμό των ανατιθέμενων ανά μήνα και ανά εισηγητή υποθέσεων σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 95 του παρόντος. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, οι αιτούντες είναι δυνατόν να λαμβάνουν δωρεάν νομική βοήθεια, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ν. 3226/2004 (Α’ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η δωρεάν νομική συνδρομή και βοήθεια παρέχονται σε αιτούντες οι οποίοι βρίσκονται αποδεδειγμένα στο έδαφος της χώρας.»
Αρχική Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019
Άρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019
- 21 ΣχόλιαΜέρος Α’ Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4636/2019 (A’ 169) Άρθρο 1 Τροποποίηση άρθρου 39 του ν. 4636/2019
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 2 Τροποποίηση άρθρου 46 του ν. 4636/2019
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 3 Τροποποίηση του άρθρου 48 του ν. 4636/2019
- 13 ΣχόλιαΆρθρο 4 Τροποποίηση άρθρου 60 του ν. 4636/2019
- 12 ΣχόλιαΆρθρο 5 Τροποποίηση άρθρου 63 του ν. 4636/2019
- 9 ΣχόλιαΆρθρο 06
- 14 ΣχόλιαΆρθρο 7 Τροποποίηση άρθρου 69 του ν. 4636/2019
- 3 ΣχόλιαΆρθρο 8 Τροποποίηση άρθρου 70 του ν. 4636/2019
- 33 ΣχόλιαΆρθρο 9 Τροποποίηση άρθρου 71 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 10 Τροποποίηση άρθρου 72 του ν. 4636/2019
- 16 ΣχόλιαΆρθρο 11 Τροποποίηση άρθρου 77 του ν. 4636/2019
- 8 ΣχόλιαΆρθρο 12 Τροποποίηση άρθρου 78 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 13 Τροποποίηση άρθρου 79 του ν. 4636/2019
- 6 ΣχόλιαΆρθρο 14 Τροποποίηση άρθρου 81 του ν. 4636/2019
- 10 ΣχόλιαΆρθρο 15 Τροποποίηση άρθρου 82 του ν. 4636/2019
- 9 ΣχόλιαΆρθρο 16 Τροποποίηση άρθρου 83 του ν. 4636/2019
- 4 ΣχόλιαΆρθρο 17 Τροποποίηση άρθρου 86 του ν. 4636/2019
- 11 ΣχόλιαΆρθρο 18 Τροποποίηση άρθρου 88 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 19 Τροποποίηση άρθρου 89 του ν. 4636/2019
- 2 ΣχόλιαΆρθρο 20 Τροποποίηση άρθρου 90 του ν. 4636/2019
- 8 ΣχόλιαΆρθρο 21 Τροποποίηση άρθρου 92 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 22 Τροποποίηση άρθρου 94 του ν. 4636/2019
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 23 Τροποποίηση άρθρου 95 του ν. 4636/2019
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 24 Τροποποίηση άρθρου 96 του ν. 4636/2019Άρθρο 24 Τροποποίηση άρθρου 96 του ν. 4636/2019
- 7 ΣχόλιαΆρθρο 25 Τροποποίηση άρθρου 98 του ν. 4636/2019
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 26 Τροποποίηση άρθρου 99 του ν. 4636/2019
- 4 ΣχόλιαΆρθρο 27 Τροποποίηση άρθρου 101 του ν. 4636/2019
- 3 ΣχόλιαΆρθρο 28 Τροποποίηση άρθρου 104 του ν. 4636/2019
- 7 ΣχόλιαΆρθρο 29 Τροποποίηση άρθρου 105 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 30 Προσθήκη άρθρου 115Α στο ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 31 Τροποποίηση άρθρου 116 του ν. 4636/2019
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 32 Τροποποίηση άρθρου 117 του ν. 4636/2019
- 16 ΣχόλιαΜέρος Β΄ Θέματα λειτουργίας Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης και Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής Άρθρο 33 Τροποποιήσεις του ν. 4375/2016 (A΄ 51)
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 34 Θέματα στελέχωσης περιφερειακών υπηρεσιών της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης
- 2 ΣχόλιαΜέρος Γ΄ Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4251/2014 «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις» (Α’ 80) Άρθρο 35 Τροποποίηση άρθρου 7 του ν. 4251/2014 (Α’ 80)
- 2 ΣχόλιαΆρθρο 36 Τροποποίηση άρθρου 16 του ν. 4251/2014 (Α΄80)
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 37 Τροποποίηση άρθρου 18 του ν. 4251/2014 (Α΄80)Άρθρο 37 Τροποποίηση άρθρου 18 του ν. 4251/2014 (Α΄80)
- 3 ΣχόλιαΆρθρο 38 Τροποποίηση άρθρου 19 του ν. 4251/2014
- 3 ΣχόλιαΆρθρο 39 Τροποποίηση άρθρου 19Α του ν. 4251/2014
- 31 ΣχόλιαΆρθρο 40 Τροποποίηση άρθρου 20 του ν. 4251/2014
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 41 Τροποποίηση άρθρου 25 του ν. 4251/2014
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 42 Τροποποίηση άρθρου 75 του ν. 4251/2014
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 43 Τροποποίηση άρθρου 76 του ν. 4251/2014Άρθρο 43 Τροποποίηση άρθρου 76 του ν. 4251/2014
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 44 Τροποποίηση άρθρου 84 του ν. 4251/2014Άρθρο 44 Τροποποίηση άρθρου 84 του ν. 4251/2014
- 4 ΣχόλιαΆρθρο 45 Μεταβατικές διατάξεις
- 4 ΣχόλιαΜΕΡΟΣ Δ’ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΥΛΟΥ Άρθρο 46 Τροποποίηση άρθρου 8 του ν. 4332/2015 (Α’ 76)
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 47 Δήλωση περιουσιακής κατάστασης
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 48 Σύσταση Ομάδων ΕργασίαςΆρθρο 48 Σύσταση Ομάδων Εργασίας
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 49 Θέσπιση κινήτρων για κατηγορίες υπαλλήλων του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου
- 2 ΣχόλιαΆρθρο 50 Τροποποίηση άρθρου 110 του ν. 4674/2020 (Α’ 53)
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 51 Σύσταση Μητρώου Εισηγητών-βοηθών χειριστών Ασύλου
- 7 ΣχόλιαΆρθρο 52 Τροποποίηση άρθρου 30 του ν. 3907/2011
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 53 Τροποποίηση άρθρου 195 του ν. 4662/2020 (Α’ 27)Άρθρο 53 Τροποποίηση άρθρου 195 του ν. 4662/2020 (Α’ 27)
- 5 ΣχόλιαΆρθρο 54 Σύσταση Νομικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου
- 1 ΣχόλιοΆρθρο 55 Σύσταση θέσεων συνεργατών
- Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Άρθρο 56 Έναρξη ισχύοςΆρθρο 56 Έναρξη ισχύος
Πλοήγηση στη Διαβούλευση
Αναρτήθηκε
10 Απριλίου 2020, 17:00
Ανοικτή σε Σχόλια έως
24 Απριλίου 2020, 18:00
Σχετικό Υλικό
Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξειςΕργαλεία
Εκτύπωση Εξαγωγή Σχολίων σεΣτατιστικά
33 Σχόλια 321 Σχόλια επι της Διαβούλευσης 1133 - Όλα τα ΣχόλιαΌλες οι Διαβουλεύσεις
- «ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ"
- Κώδικας Μετανάστευσης
- Δημόσια Ηλεκτρονική Διαβούλευση για την «Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη»
- Δημόσια Ηλεκτρονική Διαβούλευση για την «Εθνική Στρατηγική για την Προστασία των Ασυνόδευτων Ανηλίκων»
- Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών, ζητήματα αδειών διαμονής και διαδικασιών χορήγησης διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις...
- Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξεις
- τροποποίηση του ν. 4251/2014 (80 Α') για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2014/66/ΕΕ της 15ης Μαϊου 2014
- Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη
- Αναδιοργάνωση Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 στην ελληνική νομοθεσία
Όσον αφορά την πρόβλεψη ότι «ο δικηγόρος δύναται να καταθέσει υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο προβάλλει οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς», φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 99, το οποίο προβλέπει: «Ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για την ανάπτυξη των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Στην ίδια προθεσμία οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά των ισχυρισμών του στοιχεία. Κατ’ εξαίρεση εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 90, ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα έως την προτεραία της συζήτησης της προσφυγής». Εφόσον κάθε προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών που αρχικά κατέθεσε, και ο δικηγόρος του θα πρέπει να μπορεί να κάνει το ίδιο, δηλαδή να καταθέτει εάν το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικό υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών, ακόμη και εάν δεν υπάρχουν οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμοί. Ομοίως από την άλλη πλευρά, εφόσον ο προσφεύγων στον οποίο χορηγήθηκε δικηγόρος μητρώου νομικής βοήθειας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει με το υπόμνημά του διαμέσου του δικηγόρου του οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμούς, πρέπει και όλοι οι υπόλοιποι προσφεύγοντες να έχουν αυτό το δικαίωμα (με ή χωρίς δικηγόρο, με ιδιώτη δικηγόρο ή με δικηγόρο νομικής συνδρομής).
Δυσχεραίνεται υπέρμετρα η πρόσβαση σε νομική συνδρομή, αφού κατ αρχάς μπορεί να τη ζητήσει ο αιτών μονάχα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δυο ημερών και μόνο αφού κριθεί από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ο οποίος θα προβαίνει σε μία προκαταρκτική κρίση της υπόθεσής του, με τον κίνδυνο να προκαταβάλλεται έτσι η κρίση της Επιτροπής η οποία οφείλει να είναι ανεξάρτητη. Σύμφωνα με την Οδηγία στο άρθρο 20 παρ 3 εδ.3 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη. Επιπλέον τίθενται ζητήματα παραβίασης του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής όπως προβλέπεται στο άρθρο 46 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας , άρθρο 16 της Σύμβασης της Γενεύης, άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, άρθρο 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Συνεπώς, η ανωτέρω τροποποίηση έρχεται σε αντίθεση με την υποχρέωση πρόβλεψης ενδίκων βοηθημάτων άνευ προϋποθέσεων, τα οποία είναι αναγκαία ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής.
Επιπλέον, η σχετική ρύθμιση αντιστρέφει τον κανόνα όπως αυτός τίθεται στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ, άρθρο 21, σύμφωνα με τον οποίο παρέχεται ευχέρεια στα Κράτη Μέλη να περιορίζουν την παροχή δωρεάν νομική συνδρομής μόνο στην περίπτωση που «ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας» απαιτώντας για την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής, την «πιθανολόγ[ηση] της ευδοκίμησης της προσφυγής». Επιπλέον ζητήματα ανακύπτουν λαμβάνοντας υπόψη ότι η προτεινόμενη ρύθμιση αναθέτει σε μέλος του οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο έχει την αρμοδιότητα να διασφαλίσει ανεξάρτητη ex nunc νόμω και ουσία εξέταση της προσφυγής, να προβεί σε προκαταρκτική κρίση επι της πιθανολογησης της ευδοκίμησης της προσφυγής.
Άλλωστε, δικονομικοί κανόνες που περιορίζουν δικαιώματα που προβλέπονται από διατάξεις της ενωσιακής έννομης τάξης, και συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, δικαιολογούνται μόνον εφόσον προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (ΔΕΕ C‑439/14 και C‑488/14 – SC Star Storage SA σ. 46, 49, ΔΕΕ Pillbox 38, C 477/14, σ. 160).
Πλέον των ανωτέρω η εν λόγω ρύθμιση θα έχει ως συνέπεια την περαιτέρω επιβάρυνση των Διοικητικών Δικαστηρίων τα οποία θα κληθούν να αποφανθούν επί της νομιμότητας τυχόν άρνησης παροχής νομικής συνδρομής, οδηγώντας έτσι σε σημαντικές καθυστερήσεις τόσο σε αυτή κάθε αυτή τη διαδικασία ασύλου όσο και στην εν γένει απονομή δικαιοσύνης από τις ως άνω Δικαστικές Αρχές.
Η τροποποίηση που εισάγεται με το συγκεκριμένο άρθρο καταργεί ουσιαστικά το δικαίωμα σε νομική συνδρομή με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολη στην πράξη η ίδια η άσκηση του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή για την πλειοψηφία των αιτούντων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκουν σε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, δεν κατανοούν ούτε ομιλούν την ελληνική γλώσσα και δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νομικές διαδικασίες που ακολουθούνται.
Σημειωτέον, ότι οι δικηγόροι στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους (ως δημόσιοι λειτουργοί) και της παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής σε αιτούντες άσυλο, συμβάλλουν αποτελεσματικά στην λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης και στην δίκαιη και αποτελεσματική εξέταση των αιτημάτων ασύλου, η οποία (δίκαιη και αποτελεσματική εξέταση) αποτελεί και τον βασικό σκοπό της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής Προσφυγών. Στο πλαίσιο αυτό δεν θα πρέπει να παραμερίζεται η ουσιαστική συμβολή του δικηγόρου στον εντοπισμό των σφαλμάτων και των παραλείψεων που έλαβαν χώρα κατά την εξέταση των αιτημάτων σε πρώτο βαθμό, ιδίως στις περιπτώσεις που από παράλειψη ή από σφάλμα του εξεταστή στον πρώτο βαθμό δεν αναδείχθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών του αιτούντα.
Άλλωστε, η συγκεκριμένη ρύθμιση κρίνεται αναποτελεσματική και απρόσφορη καθώς στην πραγματικότητα θα επιφέρει την περαιτέρω καθυστέρηση της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, καθώς πλέον οι Επιτροπές Προσφυγών, πριν προβούν στην εξέταση των αιτημάτων παραμονής και των προσφυγών, θα πρέπει να εξετάζουν τα αιτήματα για νομική συνδρομή και να προβαίνουν στην έκδοση σχετικών αποφάσεων. Παράλληλα, ενόσω διαρκεί αυτή η διαδικασία και εν αναμονή της απόφασης του αιτήματος για χορήγηση δωρεάν νομικής συνδρομής, ο προσφεύγων θα χάνει πολύτιμό χρόνο κατά τον οποίο θα ήταν δυνατό να λάβει αποτελεσματική νομική συνδρομή προς υποστήριξη της προσφυγής του.
Ειδικότερα, δεδομένης της υποχρεωτικότητας της παροχής νομικής συνδρομής στο β’ βαθμό της διαδικασίας αλλά και του γεγονότος ότι πρόκειται για ουσιαστική διαδικαστική εγγύηση – έλλειψη της οποίας πλήττει το κύρος έως και της διαδικασίας απέλασης (βλ. MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας), η δυνατότητα λήψης δωρεάν νομικής συνδρομής δεν πρέπει να περιορίζεται αυθαίρετα ή σε σημείο που να αποτελεί άρνηση παροχής της συνδρομής. Ο εξαιρετικά σύντομος χρονικός περιορισμός των 2 ημερών από την επίδοση της απόφασης είναι πολύ πιθανό να κριθεί δικαστικά ότι δεν εξασφαλίζει την εν λόγω διαδικαστική εγγύηση, ειδικά στις περιπτώσεις της πλασματικής επίδοσης. Μια ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η πρόβλεψη δυνατότητας υποβολής αίτησης δωρεάν νομικής συνδρομής να συνεχίσει να συνδυάζεται με την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής (σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην πρόσφατα εκδοθείσα ΚΥΑ 3686/20 άρθρο 1 παρ. 3) ή έστω με την επίδοση της πράξης προσδιορισμού της προσφυγής ή την κλήση σε συνέντευξη.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση της συγκεκριμένης τροποποίησης παραβιάζει τις ελάχιστες απαιτήσεις που θέτει η Οδηγία 2013/32/ΕΕ καθώς η σχετική ρύθμιση ότι η αίτηση «γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής» είναι σαφώς αυστηρότερη από την πρόβλεψη της οδηγίας, σύμφωνα με την οποία «Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου. Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.».
Το παρόν άρθρο μεταφέρει εσφαλμένα το άρθρο 20(3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, καθώς αντίκειται στο γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας, αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης κι επιτρέποντας πια την πρόσβαση στη νομική συνδρομή μόνο όσων υποθέσεων είναι προφανώς βάσιμες, σε αντίθεση με το άρθρο 20 (3) που αναφέρεται στις προδήλως αβάσιμες. Συνεπώς, περιορίζει σημαντικά, έως και καταργεί, το δικαίωμα πρόσβασης στη νομική συνδρομή, η οποία αποτελεί διαδικαστική εγγύηση. Μάλιστα, δεν προβλέπεται και η δυνατότητα προσβολής ενώπιον δικαστηρίου τυχόν απορριπτικής απόφασης ως προς την αίτηση νομικής συνδρομής, όπως προβλέπει το άρθρο 20(3) της Οδηγίας.
Παράλληλα, υιοθέτηση του παρόντος άρθρου θα καταστήσει αδύνατη την κατάθεση προσφυγής από δικηγόρο του Μητρώου Δικηγόρων της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς η προσφυγή κατατίθεται με έγγραφο που συντάσσει δικηγόρος, ωστόσο κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της προθεσμίας κατάθεσης, η αίτηση για νομική συνδρομή δεν θα έχει ακόμα εγκριθεί. Συνεπώς, η μεταγενέστερη, χρονικά, έγκριση της αίτησης νομικής συνδρομής θα έχει ως αποτέλεσμα ότι οι δικηγόροι του Μητρώου δεν θα μπορούν να καταθέτουν προσφυγές.
Επιπλέον, λόγω του τρόπου λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και του προγράμματος νομικής συνδρομής στον Β’ βαθμό, ο χρόνος που θα απομένει για την πραγματοποίηση των ενεργειών της νομικής συνδρομής όπως αυτές περιγράφονται στην ΚΥΑ 3686/2020, από την απόφαση έγκρισης αίτησης νομικής συνδρομής ως τη νέα ημερομηνία συζήτησης της προσφυγής, δεν θα επαρκεί.
Τέλος, με το παρόν άρθρο αυξάνεται ο ήδη μεγάλος φόρτος εργασίας της Αρχής Προσφυγών και επιβαρύνεται γραφειοκρατικά περαιτέρω η Υπηρεσία Ασύλου, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία.
Προτείνεται η απόσυρση του παρόντος.
Η ήδη προβληματική πρόσβαση του αιτούντος στη νομική βοήθεια για την διαδικασία στον Β’ βαθμό, γίνεται ακόμη πιο περιορισμένη, καθώς εναπόκειται στην κρίση του Προέδρου ή του Εισηγητή της Επιτροπής Προσφυγών και γίνεται δεκτή μόνο «εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής», σε μία καταφανή παραβίαση του δικαιώματος του για υπεράσπιση/εκπροσώπηση από συνήγορο. Επιπροσθέτως, γεννάται ζήτημα με την υποχρέωση υποβολής υπομνήματος που θα εμπεριέχει μόνο οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμούς.Κατά τα λοιπά, παραμένει σε ισχύ η πρωτοφανής επιταγή της νομοθεσίας για ύπαρξη εξουσιοδότησης με θεώρηση γνησίου της υπογραφής του προσφεύγοντα, η οποία γίνεται με επίδειξη του δελτίου του, το οποίο όμως έχει ήδη παραδοθεί κατά την επίδοση της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης!
Η τροποποιητική διάταξη του αρ. 9 θίγει τον πυρήνα της παροχής νομικής συνδρομής στις διαδικασίες ασύλου, όπως αυτό συνδέεται και με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, και ως τέτοια θα πρέπει να απαλειφθεί προκειμένου να διατηρηθεί το ισχύον νομικό πλαίσιο, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 5 της Οδηγίας για τις Διαδικασίες Ασύλου περί δυνατότητας νομοθέτησης ευνοϊκότερων ρυθμίσεων από τα Κράτη Μέλη.
Ειδικότερα, από την εν λόγω τροποποίηση του άρθρου 71 του Ν 4636/2019 δεν προβλέπεται με ποιον τρόπο θα τηρηθούν συγχρόνως οι προϋποθέσεις του άρθρου 93 του νόμου 4636/2019 περί αναφοράς ορισμένων στοιχείων στο περιεχόμενο της προσφυγής, ως όροι της παραδεκτής άσκησής της, ήτοι, μεταξύ άλλων, “το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου του”. Συγκεκριμένα, αν τεθεί σε εφαρμογή η συγκεκριμένη διάταξη, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος νομικής συνδρομής του/της προσφεύγοντα/ουσας από τον/την Πρόεδρο της Επιτροπής, δεν διευκρινίζεται το πώς ο/η αιτών/ούσα άσυλο δύναται επί του πρακτέου να υποβάλει προσφυγή κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, ιδίως όταν από 1.1.2020 δεν προβλέπεται πια η δυνατότητα κατάθεσης τυπικής προσφυγής στα επιμέρους Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου από τους ίδιους τους προσφεύγοντες.
Συγχρόνως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο οι προθεσμίες για την άσκηση της προσφυγής σε όσους υπάγονται στις διαδικασίες των συνόρων ή βρίσκονται κρατούμενοι είναι εξαιρετικά σύντομες· 7 μέρες από την επίδοση για την κατάθεση προσφυγής σύμφωνα με το αρ. 92 παρ. 1 εδ.γ) Ν. 4636/2019, 5 ημέρες από την επίδοση για την κατάθεση προσφυγής κατά απόφασης που απορρίπτει μεταγενέστερη αίτηση, σύμφωνα με το εδ. δ) του ίδιου άρθρου. Επομένως, προτείνεται να προβλεφθεί αναστολή των προθεσμιών για την άσκηση της προσφυγής για όσο διάστημα διαρκεί η εξέταση του αιτήματος παροχής νομικής συνδρομής, ώστε η προθεσμία άσκησης της προσφυγής να εκκινεί από την παραλαβή της απόφασης επί του ως άνω αιτήματος, άλλως η εν λόγω διάταξη δεν εναρμονίζεται προς την έννοια της πραγματικής προσφυγής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στο αρ. 13 της ΕΣΔΑ και στο αρ. 46 της Οδηγίας για το Άσυλο, αφού, εκ των πραγμάτων, ο/η προσφεύγων/ουσα, του/της οποίου/ας το αίτημα για νομική συνδρομή απορρίπτεται, δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει αυτοπροσώπως, προσηκόντως και εμπροθέσμως την ενδικοφανή προσφυγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 93 του Ν 4636/2019, ούτε θα είναι σε θέση να αναζητήσει νομική συνδρομή από πληρεξούσιο διάφορο του Μητρώου της Υπηρεσίας Ασύλου προκειμένου να εκπροσωπηθεί.
Τέλος να σημειωθεί ότι η χώρα έχει ήδη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το ελληνικό σύστημα νομικής αρωγής ήταν αναποτελεσματικό στο σύνολό του, αξιολογώντας την αντικειμενική δυνατότητα του προσφεύγοντος να έχει νομική συνδρομή (τόσο αναφορικά με το κόστος των υπηρεσιών του δικηγόρου όσο και με τον περιορισμένο αριθμό δικηγόρων που προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους).
Σύμφωνα με το Δικαστήριο το άρθρο 13 της Σύμβασης εγγυάται την ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο μιας προσφυγής που επιτρέπει σε κάποιον να επικαλεστεί τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της Σύμβασης όπως κατοχυρώνονται σ’αυτήν (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, 21/01/2011, παρα. 288 επ. ).
Η αποτελεσματικότητα μιας προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 13 δεν εξαρτάται από την βεβαιότητας της ευνοϊκής έκβασης για τον προσφεύγοντα. Για να είναι πραγματική η προσφυγή που απαιτείται από το άρθρο 13 πρέπει να είναι διαθέσιμη από νομικής και πρακτικής άποψης, υπό την έννοια ειδικά ότι η άσκησή της δεν πρέπει να εμποδίζεται αδικαιολόγητα από πράξεις ή παραλείψεις των αρχών του καθ’ου η προσφυγή Κράτος (Cakici κατά Τουρκίας [GC], αρ. 23657/94, §112, CEDH 1999-IV).
Καθώς η δυνατότητα υποβολής προσφυγής εξαρτάται πλέον από τη σύνταξη δικογράφου με συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις, η πρακτική πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στο δεύτερο βαθμό θα γίνει πολύ πιο δύσκολη ή ακόμα και αδύνατη για πολλούς.
Η ευαλωτότητα των αιτούντων άσυλο, όπως επίσης έχει κριθεί με την παραπάνω απόφαση (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, 21/01/2011, παρα. 232 επ. ) οφείλεται ακριβώς στο ότι βρίσκονται σε ανασφαλή κατάσταση και δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νομικές πρακτικές της εν λόγω χώρας, στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας. Δεν μιλούν τη γλώσσα και επομένως πρέπει να καθοδηγούνται και να έχουν πρόσβαση στη νομική προστασία, ιδίως μέσω ενεργών μέτρων.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί οτι το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι, για τις διαδικασίες που εφαρμόζονται σε αερολιμένες κατά τις οποίες επίσης επιτρέπεται η απόρριψη της προσφυγής ως προφανώς αβάσιμης κρίνοντας τις πιθανότητες ευδοκίμησης αυτής (§ 18α Γερμανικού Νόμου για το άσυλο), ακριβώς λόγο της ειδικής κατάστασης της έλλειψης γλωσσικής εξοικείωσης σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των διαδικασιών, πρέπει να δημιουργηθούν ειδικοί όροι και να διασφαλιστεί η νομική εκπροσώπηση (Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, απόφαση της 14/05/1996, 2 BvR 1516/93, σκέψεις 136 επ.).
Η Ελλάδα οφείλει να κάνει το ίδιο και να εξασφαλίσει την πρόσβαση των αιτούντων άσυλο στη νομική συνδρομή σεβόμενη τις υποχρεώσεις της απο το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής υπό προϋποθέσεις, «μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής», είναι προβληματική, έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ και θα οδηγήσει στον περιορισμό της. Προτείνουμε την επανεξέτασή της.
Η Οδηγία της ΕΕ σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ορίζει ότι θα πρέπει να γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις νομικής συνδρομής, εκτός από τις προφανώς αβάσιμες, ενώ με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι θα γίνονται δεκτές μόνο εκείνες που θα κρίνονται προφανώς βάσιμες. Η προτεινόμενη διάταξη θα επιβάλλει ένα δυσανάλογο βάρος στον προσφεύγοντα για την πρόσβασή του στην δωρεάν νομική συνδρομή και ένα επιπλέον στάδιο στη διαδικασία, περιπλέκοντας και επιβαρύνοντας περαιτέρω τον ήδη αυξημένο φόρτο εργασίας των Επιτροπών Προσφυγών. Επιπλέον, η προτεινόμενη διάταξη δεν προβλέπει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης μη χορήγησης νομικής συνδρομής, δικαίωμα που προβλέπεται στην Οδηγία σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος νομικής συνδρομής.
Για να διασφαλιστεί η ουσιαστική πρόσβαση των αιτούντων σε μια δίκαιη διαδικασία ασύλου, και να αποφευχθεί επιπλέον φόρτος εργασίας στις Επιτροπές Πρσοφυγών, πρέπει να διατηρηθεί η παροχή της δωρεάν νομικής συνδρομής, χωρίς κριτήριο ευδοκίμησης.
Προτείνεται η διαγραφή της συγκεκριμένης διάταξης.
Οι προτεινόμενες αλλαγές υπονομεύουν το δικαίωμα σε νομική συνδρομή, όπως προβλέπεται από τις οικείες Ευρωπαϊκές Οδηγίες, οι οποίες μάλιστα δε μεταφέρονται με τρόπο επαρκή και αποτελεσματικό. Όπως έχει ήδη αναλυθεί εκτενώς και με σαφήνεια από όλα τα σχόλια, η παροχή νομικής συνδρομής, όπως προτείνεται από το άρθρο 9 αποδυναμώνεται σημαντικά προκαλώντας αχρείαστα γραφειοκρατικά βάρη και συμβάλλοντας στην επίταση της ανασφάλειας δικαίου, γεγονός που έχει επισημανθεί και σε άλλες προτεινόμενες διατάξεις. Ως εκ τούτου, η εν λόγω αλλαγή με την παρούσα της μορφή θα πρέπει να αποσυρθεί.
Η πρόσβαση στη νοµική συνδροµή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι διαδραµατίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξασφάλιση του σεβασµού, της προστασίας και της πρόσβασης όλων των προσώπων στα δικαιώµατα. Η διαθεσιµότητα της νοµικής συνδροµής συχνά καθορίζει κατά πόσον ένα άτοµο µπορεί να έχει πρόσβαση ή να συµµετέχει σε αυτές κατά τρόπο ουσιαστικό .Το δικαίωµα σε δίκαιη δίκη βάσει της νοµοθεσίας της ΕΕ ισχύει για περιπτώσεις ασύλου και µετανάστευσης. Η συµπερίληψη της νοµικής συνδροµής στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της ΕΕ αντικατοπτρίζει την ιστορική και καταστατική της σηµασία. Η παροχή νοµικής συνδροµής σε υποθέσεις ασύλου αποτελεί βασικό στοιχείο της ανάγκης για αποτελεσµατική προσφυγή και της ανάγκης για δίκαιη ακρόαση. Το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ µπορεί να παραβιαστεί λόγω έλλειψης νοµικής συνδροµής σε υποθέσεις ασύλου. Το άρθρο 47 του Χάρτη προβλέπει ότι «κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συµβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και την εκπροσώπησή του» και ότι «σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσµατική πρόσβαση στη δικαιοσύνη […]». Στην υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώµατος του άρθρου 13 για αποτελεσµατική προσφυγή λόγω έλλειψης πρόσβασης σε διαδικαστικά δικαιώµατα, συµπεριλαµβανοµένης της παροχής νοµικής συνδροµής. MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, ΕΔΔΑ, GC, προσφυγή υπ’ αριθµόν 30696/09, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2011 301. Το ΔΕΕ εξήγησε στην υπόθεση DEB κατά Γερµανίας την αρχή της αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας στον Χάρτη της ΕΕ η οποία προβλέπει την υποχρέωση παροχής νοµικής συνδροµής, ώστε να µην παρεµποδίζεται η πρόσβαση στα δικαστήρια: DEB κατά Γερµανίας, CJEU C-279/09, 22 Δεκεµβρίου 2010. Η αρχή της αποτελεσµατικής δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερµηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν είναι αδύνατο για τα νοµικά πρόσωπα να επικαλούνται την αρχή αυτή και ότι η βοήθεια που χορηγείται δυνάµει της αρχής αυτής καλύπτει, µεταξύ άλλων, τη συνδροµή δικηγόρου. Σύµφωνα µε το άρθρο 20 της οδηγίας, ακόµα και µετά από αρνητική απόφαση της διοίκησης, τα κράτη µέλη της ΕΕ εξασφαλίζουν την παροχή δωρεάν νοµικής συνδροµής και εκπροσώπησης στους αιτούντες για την υποβολή καθώς και για την ακρόαση προσφυγής.
Στην εν λόγω διάταξη η πρόβλεψη ότι το αποφασίζον όργανο [δικαστής] που θα κρίνει επί της ουσίας την υπόθεση, θα κρίνει αν ο προσφεύγων δικαιούται ή όχι πρόσβαση στη νομική συνδρομή είναι ιδιαιτέρως προβληματική, γεννά πλείστα δεοντολογικά ζητήματα, αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο και πιθανόν θα κριθεί μη εφαρμοστέα από τα ελληνικά δικαστήρια. περίπτωση ακύρωσης. Περαιτέρω, το σύστημα της δωρεάν νομικής συνδρομής ενώπιον των δικαστηρίων θέτει ως μόνη προϋπόθεση για την απόλαυσή του το αντικειμενικό κριτήριο του χαμηλού εισοδήματος [Ν. 3226/2004] και όχι την εξέταση της βασιμότητας του αιτήματος.
Επιπλέον, από την οδηγία 2013/32/ΕΕ προβλέπεται η υποχρέωση παροχής από τα κράτη μέλη νομικής συνδρομής και μόνον κατ΄ εξαίρεση «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας». Η πρόβλεψη αυτή περί μη χορήγησης δωρεάν νοµικής συνδροµής ή/και εκπροσώπησης για προσφυγές χωρίς πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας (άρθρο 20 παράγραφος 3) θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά καθώς αντίκειται στο ίδιο το πνεύμα της Οδηγίας και στον Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Από το γράμμα της Οδηγίας προκύπτει ότι θα πρέπει να γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις νομικής συνδρομής εκτός από τις προφανώς αβάσιμες σε αντίθεση με την προτεινόμενη διάταξη που αντιστρέφοντας το «βάρος απόδειξης» και περιστέλλοντας το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας ορίζει ότι θα γίνονται δεκτές μόνο οι προφανώς βάσιμες. Ο βαθμός πιθανολόγησης που απαιτείται λαμβάνοντας υπόψιν και το ολιγάριθμο των δικηγόρων του Μητρώου θα οδηγήσει στην κάλυψη της νομικής συνδρομής μόνο για ελάχιστες περιπτώσεις αιτούντων. Πέραν της δυσκολίας πιθανολόγησης ευδοκίμησης του ενδίκου βοηθήματος πριν την εξέταση του αυτού επί της ουσίας με βάση τα πλήρη στοιχεία του φακέλου και την κατάθεση σχετικού υπομνήματος ζητήματα τίθενται και σε σχέση με το αν θα απαιτείται η σύνταξη ειδικού δικογράφου αίτησης χορήγησης νομικής συνδρομής από νομικό συμπαραστάτη ώστε να εκτεθούν αναλυτικώς οι λόγοι ευδοκίμησης της προσφυγής συνθήκη που θα δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση δε η μη πρόβλεψη αναστολής της προθεσμίας της προσφυγής μέχρι την έκδοση απόφασης επί του αιτήματος χορήγησης νομικής συνδρομής καθιστά στην πράξη αναποτελεσματική τόσο τη νομική συνδρομή όσο και την ίδια την προσφυγή. Περαιτέρω, πέραν της προφανούς αντίθεσης της διάταξης με την Οδηγία και το ίδιο το περιεχόμενο της δωρεάν νομικής συνδρομής η εν λόγω διάταξη βρίσκεται και σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 93 και 99 του Ν. 4636/2019. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπάρχουσα διάταξη του άρθρου 93 το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής θα πρέπει να περιλαμβάνει τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή ενώ σύμφωνα με την νέα τροποποίηση του άρθρου 99 καταργείται η δυνατότητα προβολής δια του υπομνήματος οψιγενών και οψιφανών ισχυρισμών ως εκ τούτου η σύνταξη δικογράφου από δικηγόρο δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά απαραίτητη καθώς η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ωστόσο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 η υποβολή αιτήματος χορήγησης νομικής συνδρομή προϋποθέτει ήδη ασκηθέν ένδικο βοήθημα καθώς το αίτημα εξετάζεται από τον πρόεδρο της επιτροπής ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή. Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο εξής παράδοξο σχήμα ο προσφεύγων να καλείται να καταθέσει το δικόγραφο της προσφυγής αποστερούμενος εν τοις πράγμασι τη δωρεάν νομική βοήθεια. Η δυνατότητα αναβολής δε σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος για δωρεάν νομική συνδρομή δεν εξασφαλίζει σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να θεραπευτεί η μη αναφορά συγκεκριμένων λόγων με την προσφυγή και άρα το παραδεκτό του βοηθήματος από την στιγμή που του παρέχεται μόνο η δυνατότητα προβολής οψιγενών /οψιφανών ισχυρισμών.
Δέον σημειωθεί επίσης ότι η κρίση περί ευδοκίμησης της προσφυγής και άρα χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής ενδεχομένως να πιθανολογηθεί και μέσω των οψιγενών/οψιφανών ισχυρισμών που ωστόσο είναι αδύνατο να προβληθούν το πρώτον.
Η απουσία δε δυνατότητας προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για χορήγηση νομικής συνδρομής αποτελεί εσφαλμένη μεταφορά της Οδηγίας καθώς η σχετική υποχρέωση αναφέρεται ρητώς. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20 της Οδηγίας «….Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου…». Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι στην εν λόγω διάταξη του άρθρου 71 και παρά την κακή της διατύπωση «Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, οι αιτούντες είναι δυνατόν να λαμβάνουν δωρεάν νομική βοήθεια, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ν. 3226/2004 (Α’ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως» προβλέπεται η άσκηση ενδίκου βοηθήματος/ μέσου κατά της απόρριψης του αιτήματος νομικής συνδρομής, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ως προς την προθεσμία άσκησής του ενώ τίθεται εκτός ρύθμισης το ζήτημα της μη διεξαγωγής της συζήτησης της προσφυγής όσο εκκρεμεί η απόφαση επί του ενδίκου βοηθήματος/ μέσου ή καθόσον τρέχει η προθεσμία. Δέον σημειωθεί ότι η συζήτηση της προσφυγής πριν την έκδοση απόφασης επί του ένδικου βοηθήματος/μέσου, καθιστά την άσκηση του τελευταίου κενή περιεχομένου.
Περαιτέρω, η πρόβλεψη αναβολής της συζήτησης στην αμέσως επομένη δικάσιμο σε περίπτωση χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής είναι καθόλα προβληματική. Πέραν της καθυστέρησης της εξέτασης της προσφυγής, το εν λόγω χρονικό διάστημα μεταξύ δύο δικασίμων καθιστά αντικειμενικά ανέφικτη τη νομική εκπροσώπηση λόγω των αντικειμενικών δυσκολιών τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου να ανταποκριθεί στην ανάθεση της υπόθεσης σε Δικηγόρο του Μητρώου όσο και λόγω της αδυναμίας του πληρεξούσιου δικηγόρου να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπόθεση [συνάντηση με τον εντολέα, πρόσβαση στο φάκελο, συλλογή έγγραφων αποδείξεων και σύνταξη υπομνήματος] λαμβάνοντας υπόψιν και τις σύντομες προθεσμίες υποβολής του υπομνήματος, καταργώντας στην πράξη, το δικαίωμα σε πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή.
Με την ευκαιρία της παρούσας νομοθετικής πρωτοβουλίας θα πρέπει να καταργηθεί η απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 71 περί επίκαιρης εξουσιοδότησης με γνήσιο της υπογραφής. Ήδη η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, αφού κατά το χρόνο προετοιμασίας και άσκησης της προσφυγής ο αιτών στερείται δελτίου αιτούντος άσυλο και δεν μπορεί να επικυρωθεί το γνήσιο της υπογραφής του. Παραβιάζεται συνεπώς έμμεσα πλην σαφώς, το άρθρο 23 παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για πρόσβαση του δικηγόρου αιτούντα στο φάκελό του.
Σε περίπτωση μη κατάργησης να οριστεί ρητά ότι είναι δυνατή η επικύρωση του γνησίου της υπογραφής από τις αρμόδιες (ή τουλάχιστον από τις αστυνομικές) αρχές 1) σε όποιον στερείται δελτίου και έχει υποβάλει δήλωση απώλειας ή κλοπής αυτού στην ΕΛ.ΑΣ. καθώς και 2) κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης α βαθμού
Αναφορικά με την προθεσμία υποβολής της αίτησης, να σημειωθεί ότι στις διατάξεις της σχετικής ΚΥΑ 3686/2020, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής σχετικής αίτησης από τους ενδιαφερόμενους αιτούντες διεθνή προστασία, το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής τους στην περίπτωση του άρθ. 95 παρ. 2 (α) του ν. 4636/2019, πέντε (5) ημέρες πριν από την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής τους στην περίπτωση του άρθ. 95 παρ. 2 (β), και τρεις (3) ημέρες πριν την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής τους στην περίπτωση του άρθ. 95 παρ. 2 (γ) ν. 4636/2019. Θεωρούμε ότι η προθεσμία των δύο ημερών είναι η διορία 2 ημερών είναι πολύ σύντομη για την προετοιμασία και υποβολή των σχετικών αιτήσεων νομικής συνδρομής.
Για το ορθό της διατύπωσης ως προς το υπόμνημα επί της προσφυγής, προτείνεται η αντιστοιχία με τη διατύπωση του άρθρου 99 του ν. 4636/2019 «υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο μπορεί να προβάλει και οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς»
Ως προς την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της προσφυγής, ως προϋπόθεσης για την αποδοχή της αίτησης, η πρόβλεψη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα εδάφια α’ και γ’ της παρ. 3 του άρθρου 20 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ που ορίζει «3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. ……. Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.», ενώ ταυτόχρονα παραβιάζεται το εδάφιο β΄της ανωτέρω διάταξης της Οδηγίας που ορίζει ότι «Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου.»
Προτείνεται η απαλοιφή, άλλως να ακολουθηθεί η διατύπωση του άρθρου 276 ΚΔΔ και να οριστεί ότι «προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης είναι να μην κρίνεται προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη η προσφυγή», ώστε να επιτυγχάνεται και αρμονία με την αντίστοιχη προϋπόθεση για τη χορήγηση δωρεάν νομικής βοήθειας σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.
Με την ως άνω προτεινόμενη τροπολογία δημιουργούνται τα παρακάτω σοβαρά προβλήματα:
1) Βάσει του ν. 4636/2019 (άρθρο 93), η προσφυγή ασκείται μέσω εγγράφου στο οποίο αναφέρονται οι συγκεκριμένοι λόγοι στους οποίους αυτή στηρίζεται. Επομένως, είναι σαφές ότι αυτή πρέπει να συνταχθεί από δικηγόρο. Αν λοιπόν η παροχή νομικής συνδρομής εξαρτάται από την εκ των υστέρων έγκρισή της από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τότε πώς θα κατατίθεται η προσφυγή, χωρίς να υπάρχει σχετική ανάθεση της υπόθεσης στον αρμόδιο δικηγόρο από την Υπηρεσία Ασύλου;
2) Με την προτεινόμενη διάταξη, καθίσταται πρακτικά ανέφικτη η παροχή νομικής συνδρομής, καθώς ο διαθέσιμος χρόνος για τη διενέργειά της δεν θα επαρκεί. Πιο συγκεκριμένα, η αίτηση νομικής συνδρομής, εξετάζεται το πρώτον από τον Πρόεδρο της Επιτροπής ή τον Εισηγητή-Δικαστή την ημέρα της συζήτησης της προσφυγής. Εφόσον αποφασιστεί η παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής, η συζήτηση αναβάλλεται για την επόμενη δικάσιμο, η οποία με τα σημερινά δεδομένα ορίζεται μετά από περίπου δύο εβδομάδες. Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των συνεδριάσεων, δεν επαρκεί ώστε η μεν Υπηρεσία Ασύλου να μπορέσει να συντονίσει τις απαιτούμενες ενέργειες (ενημέρωση της Υπηρεσίας, ανάθεση της υπόθεσης σε δικηγόρο, προγραμματισμός συνάντησης, ενημέρωση αιτούντων και δικηγόρων, εύρεση χώρου, εύρεση διερμηνείας), οι δε δικηγόροι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους (παραλαβή φακέλου, διενέργεια συνάντησης σε πολλαπλά Γραφεία και Κλιμάκια Ασύλου, συλλογή εγγράφων, προετοιμασία και κατάθεση προσφυγής, προετοιμασία και κατάθεση υπομνήματος 3 ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης).
3) Το γεγονός ότι η αίτηση νομικής συνδρομής δεν θα γίνεται αυτομάτως δεκτή, αλλά η τύχη της θα αποφασίζεται σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο από την αρμόδια Επιτροπή Προσφυγών, θα προκαλέσει στους αιτούντες αίσθημα ανασφάλειας για το αν δικαιούνται ή όχι νομικής συνδρομής. Η πρόσβαση στη νομική συνδρομή θα εξαρτάται από την κυμαινόμενη και διαφορετική νομολογία των Επιτροπών, με απρόβλεπτα βέβαια αποτελέσματα. Τα κριτήρια υπαγωγής στη νομική συνδρομή θα έπρεπε να είναι εκ των προτέρων γνωστά ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του Διοικούμενου προς τη Διοίκηση.
4) Το όργανο που είναι αρμόδιο για να αποφανθεί ως προς την ουσία της προσφυγής, αποφασίζει παράλληλα και για την παροχή ή μη νομικής συνδρομής, κάτι που είναι προβληματικό για λόγους δεοντολογίας και νομικής ορθότητας.
5) Επιβαρύνεται σημαντικά ο ρόλος των Προέδρων/Εισηγητών-Δικαστών των Επιτροπών, καθώς για να αποφανθούν σχετικά με το αίτημα νομικής συνδρομής, πρέπει υποχρεωτικά να εξετάσουν αν η υπό κρίση προσφυγή έχει «πιθανότητες επιτυχίας». Στην ουσία αποδυναμώνεται εξ’ ολοκλήρου η ανάγκη παροχής νομικής συνδρομής, η οποία εκτός των άλλων έχει και τον σημαντικό ρόλο να υποβοηθά το αρμόδιο όργανο να εκδώσει απόφαση.
6) Δεν προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά τυχόν απόφασης μη χορήγησης νομικής συνδρομής κατά παράβαση των διατάξεων της Οδηγίας (αρ. 20 παρ. 3 εδ. Β’).
7) Προστίθεται μεγάλος γραφειοκρατικός όγκος στην ήδη επιβαρυμένη Διοίκηση με αποτέλεσμα την καθυστέρηση περάτωσης της διαδικασίας. Με την προτεινόμενη διάταξη, η διαδικασία νομικής συνδρομής θα ξεκινά από τη συζήτηση σε Β’ βαθμό, αντί από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης Α’ βαθμού όπως ισχύει σήμερα, προκαλώντας σημαντική καθυστέρηση χωρίς κανένα όφελος. Παράλληλα, ενώ μέχρι πρότινος η υπόθεση περατωνόταν με τη συζήτηση της προσφυγής ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, τώρα, προκύπτει μεγάλος κίνδυνος καθυστέρησης είτε λόγω της προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά της απόφασης για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(3) της Οδηγίας 2013/32, είτε λόγω της υποχρεωτικής αναβολής της υπόθεσης για να λάβει ο προσφεύγων τη νομική συνδρομή.
Με την προτεινόμενη τροποποίηση γίνεται μερική και εσφαλμένη μεταφορά της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, παραβιάζεται το δικαίωμα των προσφευγόντων σε πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή και τίθεται υπό διακινδύνευση η βιωσιμότητα του Μητρώου Δικηγόρων της Υπηρεσίας Ασύλου. Για τους λόγους αυτούς κρίνεται αναγκαία η απόσυρση αυτής.
Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 4636/2019 υπονομεύει σημαντικά το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, σε αντίθεση με τους ορισμούς της σχετικής Οδηγίας και καθιστά πρακτικά ανέφικτη την παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής.
Με βάση τις νέες ρυθμίσεις η αρμοδιότητα κρίσης επί της αίτησης μεταφέρεται από την Υπηρεσία Ασύλου στην Αρχή Προσφυγών, γεγονός που θα επιφέρει περαιτέρω επιβάρυνση της υπηρεσίας και καθυστέρηση στη διαδικασία απονομής ασύλου. Η ρύθμιση προβλέπει ότι αίτηση εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή σε υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης, ή από τον εισηγητή δικαστή σε υποθέσεις μονομελούς σύνθεσης και γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής. Η μεταφορά της αρμοδιότητας εξέτασης των αιτήσεων στους Προέδρους και τους Εισηγητές των Επιτροπών θα αυξήσει αδικαιολόγητα τον φόρτο εργασίας τους και θα δημιουργήσει ζητήματα και ως προς το προς την ίδια τη διαδικασία, διότι το αρμόδιο όργανο για την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής καθίσταται εκ προοιμίου υπεύθυνο για την κρίση επί της ευδοκίμησης της προσφυγής. Ακόμη, η πρόβλεψη περί αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, και προσδιορισμού της στην αμέσως επόμενη δικάσιμο θα επιφέρει σημαντικές καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων β’ βαθμού.
Μείζον ζήτημα αποτελεί ότι η ρύθμιση αυτή ακυρώνει στην πράξη το αντικείμενο της παροχή νομικής συνδρομής, η οποία περιλαμβάνει τη σύνταξη και κατάθεση προσφυγής, σε περίπτωση δε που η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και την κατάθεση αιτήματος παραμονής του άρθρου 104 παρ.2, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 5 της ΚΥΑ 3686/2020 (ΦΕΚ 1009 Β/24-3-2020). Το άρθρο 20 παρ. 1 της Οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου και περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων. Με τη νέα ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου, ωστόσο, ουσιαστικά απαιτείται από τους προσφεύγοντες και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα η ανάπτυξη συγκεκριμένων λόγων προσφυγής κατά της βασιμότητας της απορριπτικής απόφασης, δηλαδή η κατάθεση δικογράφου, προκειμένου να προβούν στην κατάθεση του αιτήματος παροχής νομικής συνδρομής. Τέλος, το άρθρο 20 παρ. 3 της Οδηγίας ορίζει ότι “Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.” Η εξαίρεση αυτή, ωστόσο, αναφέρεται σε “πραγματικές πιθανότητες επιτυχίες” και όχι σε πιθανότητα σχετικά με “με την ευδοκίμηση της αίτησης”. Η ρύθμιση αυτή επιφέρει μια αντιστροφή της σχέσης που θέτει η Οδηγία: ο νομοθέτης προβλέπει ότι παρέχεται νομική βοήθεια σε όσους πιθανολογείται η ευδοκίμηση της αίτησης, ενώ η Οδηγία ορίζει ότι δε χορηγείται σε όσους το αίτημα δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Το πρώτο απαιτεί πιθανολόγηση αποδοχής, ενώ το δεύτερο πιθανολόγηση απόρριψης λόγω προδήλως αβάσιμου αιτήματος.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σύντμηση της προθεσμίας για την κατάθεση του αιτήματος παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής, η οποία υποβάλλεται εντός δύο (2) ημερών από την επίδοση της απόφασης, ανεξαρτήτως ακολουθούμενης διαδικασίας, δεν διασφαλίζουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, παρά τη ρητή υποχρέωση των Κρατών Μελών σύμφωνα με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ. Η προτεινόμενη διάταξη βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και τις διατάξεις της Οδηγίας. Η ενδεχόμενη υιοθέτησή τους θα οδηγήσει σε αδυναμία άσκησης των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των προσώπων που αιτούνται διεθνούς προστασίας. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται η απάλειψη της διάταξης.
Η σύμφωνη με την παράγραφο 3 του άρθρου 20 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας) διάταξη για την παροχή νομικής συνδρομής που προτείνεται (δηλαδή με κριτήριο την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της προσφυγής) τελεί υπό την προϋπόθεση ότι θα εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο αυτή προβλέπεται από το ενωσιακό δίκαιο και ότι η σχετική απόφαση θα είναι προσηκόντως αιτιολογημένη. Η εφαρμογή της δεν μπορεί παρά να διέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ. Το δικαίωμα στη νομική συνδρομή για όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους εγγυάται και προστατεύει το άρθρο 47 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ το οποίο ισχύει έναντι των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, και τούτο, για όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 47, C-303/14.12.2007). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αφορώσες το συγκεκριμένο άρθρο επεξηγήσεις, οι οποίες, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ αλλά και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (C‑279/09, παράγραφος 32). Τούτο δε στο μέτρο που κατά το άρθρο 51 του Χάρτη αυτός εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις ενωσιακού δικαίου και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 του Χάρτη καλύπτει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6 ΕΣΔΑ σε όλες τις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ. Η ενσωμάτωση της διάταξης για την παροχή του ευεργετήματος πενίας στο σχετικό με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη άρθρο του Χάρτη υποδηλώνει ότι η εκτίμηση ως προς την αναγκαιότητα παροχής του ευεργετήματος αυτού πρέπει να χωρεί λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος εκείνου ακριβώς του προσώπου του οποίου προσβάλλονται τα δικαιώματα ή περιορίζονται οι κατοχυρωμένες από το δίκαιο της Ένωσης ελευθερίες και όχι το γενικό συμφέρον της κοινωνίας, έστω και αν αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα από τα στοιχεία για την εκτίμηση της αναγκαιότητας παροχής του ευεργετήματος (C‑279/09, παράγραφος 42). Περαιτέρω, «35. όσον αφορά τον Χάρτη, το άρθρο 52, παράγραφος 3, αυτού καθιστά σαφές ότι, καθό μέτρο περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν στα δικαιώματα που εγγυάται η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους επιφυλάσσει ειδικότερα η εν λόγω Σύμβαση. Όπως επεξηγείται στη διάταξη αυτή, η έννοια και η εμβέλεια των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων καθορίζονται όχι μόνον από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, αλλά και, ιδίως, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το άρθρο 52, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη προβλέπει ότι η πρώτη περίοδος της ίδιας παραγράφου δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, McB., C‑400/10 PPU, σκέψη 53). 36.Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 47, παράγραφος 3, του Χάρτη, το τελευταίο εδάφιο της αφορώσας το άρθρο αυτό επεξηγήσεως μνημονεύει την απόφαση Airey κατά Ιρλανδίας, της 9ης Οκτωβρίου 1979, (ΕΔΔΑ, σειρά A αριθ. 32, σ. 11), κατά την οποία το ευεργέτημα πενίας πρέπει να παρέχεται στην περίπτωση που η μη παροχή του θα καθιστούσε αδύνατη τη διασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Δεν διευκρινίζεται ούτε το αν το ευεργέτημα αυτό μπορεί να παρέχεται σε νομικό πρόσωπο ούτε η φύση των εξόδων που καλύπτονται « (C‑279/09). Παραπέμποντας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαλέστηκε ότι: «46. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφαινόμενο επί του θέματος του ευεργετήματος πενίας υπό τη μορφή της καταβολής της αμοιβής δικηγόρου, έκρινε ότι το κατά πόσον επιβάλλεται η παροχή του ευεργετήματος πενίας ώστε να είναι δίκαιη η δίκη πρέπει να κρίνεται σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως και εξαρτάται ειδικότερα από τη σοβαρότητα του διακυβεύματος για τον προσφεύγοντα, από την πολυπλοκότητα του δικαίου και της διαδικασίας που εφαρμόζεται, καθώς και από την ικανότητα του προσφεύγοντος να υπερασπισθεί αποτελεσματικά την υπόθεσή του (ΕΔΔΑ, αποφάσεις Airey κατά Ιρλανδίας, σκέψη 26· απόφαση McVicar κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 48 και 49· P., C. και S. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 16ης Ιουλίου 2002, Recueil des arrêts et décisions 2002-VI, § 91, καθώς και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 61). Εντούτοις, μπορεί να λαμβάνονται υπόψη η οικονομική κατάσταση του διαδίκου ή η πιθανολογούμενη νίκη του στο πλαίσιο της δίκης (ΕΔΔΑ, απόφαση Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προπαρατεθείσα, § 62) (C‑279/09).Αποφαινόμενο ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι «το ευεργέτημα πενίας μπορεί να καλύπτει τόσο την παράσταση δικηγόρου όσο και την απαλλαγή από την καταβολή των εξόδων της διαδικασίας» (C‑279/09, παράγραφος 48), το ΔΕΕ παραπέμπει στο ΕΔΔΑ « 49. … [που] έχει κρίνει ότι, εφόσον προβλέπεται για τις υποθέσεις διαδικασία επιλογής ώστε να ελέγχεται αν υφίσταται η δυνατότητα παροχής του ευεργετήματος πενίας, η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται κατά μη αυθαίρετο τρόπο (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση Del Sol κατά Γαλλίας, της 26ης Φεβρουαρίου 2002, § 26· απόφαση Puscasu κατά Γερμανίας, της 29ης Σεπτεμβρίου 2009, σ. 6, τελευταίο εδάφιο· απόφαση Pedro Ramos κατά Ελβετίας, της 14ης Οκτωβρίου 2010, § 49) (C‑279/09). Κατά το ΔΕΕ «60. … εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν οι προϋποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος πενίας συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος προσβάσεως στη δικαιοσύνη θίγοντα τον ίδιο τον πυρήνα του, αν κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού και αν μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας.61. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, ο εθνικός δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη το αντικείμενο της διαφοράς, τις εύλογες πιθανότητες νίκης του αιτούντος το ευεργέτημα, το πόσο σοβαρό είναι για τον ίδιο το διακύβευμα, την πολυπλοκότητα της εφαρμοστέας νομοθεσίας και διαδικασίας, καθώς και τη δυνατότητα του αιτούντος το ευεργέτημα να υπερασπισθεί αποτελεσματικά την υπόθεσή του. Για να εκτιμήσει την αναλογικότητα, ο εθνικός δικαστής μπορεί επίσης να λάβει υπόψη το ύψος των δικαστικών εξόδων που πρέπει να προκαταβληθούν και το αν ενδεχομένως συνιστούν ή όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη» (C‑279/09).
Εξάλλου, στην υπόθεση C-62/00, το ΔΕΕ έκρινε ότι «34… απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίσει τους διαδικαστικούς κανόνες ασκήσεως των ενδίκων προσφυγών που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, ότι δεν καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1998, C-228/96, Aprile, Συλλογή 1998, σ. Ι-7141, σκέψη 18, καθώς και τις αποφάσεις Dilexport, σκέψη 25, και Metallgesellschaft κ.λπ., σκέψη 85)».
Επίσης, το ΔΕΕ λαμβάνει υπόψη τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται κάποιες ευπαθείς/ευάλωτες ομάδες κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους που προστατεύει το άρθρο 47 του Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ, όπως στην υπόθεση Pontin (C-63/08) όπου έκρινε ότι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις πρέπει να ισχύουν στην περίπτωση απόλυσης εγκυμονούσας, όπως για παράδειγμα μεγαλύτερες προθεσμίες. Μια διάταξη νόμου που περιορίζει τη νομική συνδρομή μπορεί να πληροί τις γενικές προϋποθέσεις της αναλογικότητας και να μην πλήττει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται σε ιδιαίτερα ευάλωτους αιτούντες σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (όπως για παράδειγμα η γλώσσα στην οποία παρέχεται η σχετική πληροφορία) μπορεί να παραβιάζει το άρθρο 47 του Χάρτη. Ομοίως, το δικαίωμα που προστατεύει και εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη μπορεί να παραβιάζεται στις περιπτώσεις που δεν εξασφαλίζεται η προσήκουσα για τις περιστάσεις επικοινωνία του δικηγόρου με τον πελάτη του (όπως στην περίπτωση Sakhonvskiy κατά Ρωσίας, Προσφυγή Ν. 21722/03, 2.11.2010, παράγραφος 103, όπου η προσφεύγουσα συνομίλησε με το δικηγόρο της για μόλις δέκα πέντε λεπτά πριν την έναρξη της δίκης). Επίσης, το ΕΔΔΑ έχει διαπιστώσει ότι η διαδικασία για την πρόσβαση στη νομική συνδρομή δεν πρέπει να είναι τόσο περίπλοκη ώστε να αποτελεί δυσανάλογο βάρος για την ικανότητα του αιτούντα να έχει πρόσβαση στο ένδικο μέσο. Παρότι επιτρέπει τον περιορισμό της νομικής βοήθειας στις περιπτώσεις όπου πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής, η αρχή που αποφασίζει για τη νομική συνδρομή δεν μπορεί να υποκαθιστά το δικαστήριο που θα κρίνει την υπόθεση. Εξυπακούεται ότι η διαδικασία για τη λήψη της σχετικής απόφασης δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και ότι η άρνηση αποδοχής του αιτήματος για νομική συνδρομή υπόκειται σε έφεση (υπόθεση Bakan κατά Τουρκίας, Προσφυγή Νο. 50939/99, παράγραφος 76).
Η τροποποίηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το κοινό σύστημα ασύλου και ειδικότερα με το αρ. 20 αυτής. Σύμφωνα με το αρ. 20 «τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου που προβλέπονται στο κεφάλαιο V. Περιλαμβάνει τουλάχιστον την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και την συμμετοχή εξ’ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου….. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Όταν λαμβάνεται απόφαση για την μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δε είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματική προσφυγής κατά την εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου».
Η προτεινόμενη τροποποίηση συνιστά ανεπίτρεπτη δυσχέρανση του δικαιώματος σε δωρεάν νομική συνδρομή και κατ΄επέκταση και σε αποτελεσματική προσφυγή των αιτούντων διεθνή προστασία καθώς:
α) Ενώ η ευρωπαϊκή οδηγία επιβάλει κατά κανόνα την δωρεάν νομική συνδρομή και μόνο κατ΄ εξαίρεση την αποκλείει, με την προτεινόμενη τροποποίηση κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε στο αντίθετο.
β) Εφόσον σύμφωνα με την τροποποίηση η απόφαση για την μη χορήγηση νομικής συνδρομής θα λαμβάνεται από τις επιτροπές προσφυγών που δεν είναι δικαστήρια, η απόφαση αυτή θα πρέπει να μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου. Τέτοια πρόβλεψη (που θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την διαδικασία) δεν υπάρχει στον νόμο.
Η διατύπωση του εν λόγω άρθρου αποτελεί πλημμελή και τελείως εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 20 (3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και περιορίζει υπερβολικά έως στερεί το δικαίωμα πρόσβασης στη νομική συνδρομή. Συντασσόμαστε πλήρως με τα σχόλια της Γ. Παπαϊωάννου από το Μητρώο Δικηγόρων και των Human Rights 360.
Να απαλειφθεί η προσθήκη εδαφίου στην παρ. 3 του άρθρου 71 του Ν. 4636/2019 για τις προυποθέσεις της παροχής νομικής συνδρομής. Το δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία σε δωρεάν νομική συνδρομή – τουλάχιστον στον β΄ βαθμό – κατοχυρώνεται στο ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 20 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ) και αποτελεί βασική διαδικαστική εγγύηση για την άσκηση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής (άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου).
Με την πρόσφατη ΚΥΑ 3686/2020 (ΦΕΚ 1009/Β/24.3.2020) καθορίζονται αναλυτικά οι όροι και οι προϋποθέσεις παροχής νομικής συνδρομής στους αιτούντες διεθνή προστασία. Το δικαίωμα στη δωρεάν νομική συνδρομή ως βασική διαδικαστική εγγύηση της αποτελεσματικότητας της ενδικοφανούς προσφυγής θα έπρεπε να ενδυναμωθεί και όχι να αποψιλωθεί. Η προτεινόμενη προσθήκη δεν είναι συμβατή με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ ενώ η εισαγωγή ουσιαστικών κριτηρίων στην παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής πιθανόν να προσκρούει και στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ που προβλέπει ανεμπόδιστη πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο ή βοήθημα.
Η ως ανω διαταξη ειναι απαραιτητο κατα τη γνωμη μου να αποσυρθει, ενδεικτικως διοτι ερχεται σε ευθεια αντιθεση με το γραμμα και το πνευμα συγκεκριμενων αλλων προβλεψεων του Ν. 4636/2019 και της ενωσιακης νομοθεσιας, θα αποστερει την δυνατοτητα δωρεαν νομικης συνδρομης στις επιτροπες της Αρχης Προσφυγων σε ενα μεγάλο μερος των αιτουντων διεθνη προστασια που για συντρεχοντες λογους αδυνατουν να επιστρεψουν στη χωρα τους, ενω οι αλλεπαλληλες νομοθετικες αλλαγες απο προδιατυπωμενο εντυπο προσφυγης σε δικογραφο προσφυγης με λογους και το αντιστροφο (εστω και εμμεσως) μεσα σε τοσο συντομο χρονικο διαστημα, μονο συγχυση, ανασφαλεια δικαιου και διοικητικο/γραφειοκρατικο φορτο σε ενα ηδη επιβαρυμενο συστημα δημιουργουν
1) Η κρίση επί του εάν θα παρασχεθεί η νομική βοήθεια από τον Πρόεδρο της Επιτροπής που θα κρίνει ουσία την προσφυγή, πέραν από ζητήματα νομιμότητας σε σχέση με ευρωπαϊκό, διεθνές και συνταγματικό δίκαιο (ίδετε κατωτέρω), φαίνεται να αντιφάσκει με το άρθρο 93 του ν. 4636/2019 το οποίο παραμένει σε ισχύ και το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων ότι για να κατατεθεί προσφυγή τυπικά παραδεκτή πρέπει σε αυτή να διαλαμβάνονται συγκεκριμένοι λόγοι κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης και για το λόγο αυτό χορηγείται κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος νομική συνδρομή ήδη από το στάδιο κατάθεσης της προσφυγής. Εάν ήθελε υποτεθεί ότι η τροποποίηση κρατά την κατάθεση προσφυγής από το δικηγόρο μητρώου νομικής βοήθειας, αλλά αφήνει στην κρίση του Προέδρου το αν θα συνεχιστεί αυτή η συνδρομή με κατάθεση συμπληρωματικού υπομνήματος, δεν φαίνεται να βγάζει κάποιο νόημα ή να έχει κάποιο πρακτικό ενδιαφέρον, αντίθετα θα δημιουργήσει σύγχυση στον προσφεύγοντα ως προς το αν έχει τελικά νομική συνδρομή ή όχι, ο δικηγόρος του δεν θα μπορεί να καταθέσει αν το κρίνει απαραίτητο, και συμπληρωματικό υπόμνημα μετά την απαιτούμενη συνάντηση με τον εντολέα του, που λαμβάνει χώρα συνήθως μετά την κατάθεση της προσφυγής, και θα προσθέσει στις Επιτροπές Προσφυγών μια άχρηστη επιπλέον εργασία. Για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είναι αδύνατο να ισχύσουν και τα δύο άρθρα ταυτόχρονα ορίζοντας κάτι τόσο διαφορετικό. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει νομική συνδρομή από το στάδιο κατάθεσης της προσφυγής και ταυτόχρονα να αποφασίζεται αν θα υπάρχει νομική συνδρομή από τον Πρόεδρο ή τον εισηγητή της Επιτροπής μετά την κατάθεση αυτής, θα πρέπει να ισχύσει ή το ένα ή το άλλο.
2) Η πρόταση να αποφασίζει ο Πρόεδρος της Επιτροπής που έχει χρεωθεί την προσφυγή για να την κρίνει στην ουσία της, το αν δικαιούται ο προσφεύγων νομική βοήθεια, με βάση «την πιθανολόγηση της πρόδηλης ευδοκίμησης» αυτής, παραβιάζει τα σχετικά άρθρα της ΕυρωπαΪκής Οδηγίας για το κοινό σύστημα ασύλου, και δη:
Άρθρο 20
«1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών άσκησης ένδικου μέσου που προβλέπονται στο κεφάλαιο V. Περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και τη συμμετοχή εξ ονόματος του αιτούντος σε ακροαματική διαδικασία ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. 2. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν δωρεάν νομική συνδρομή και/ή εκπροσώπηση στις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που προβλέπονται στο κεφάλαιο III. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 19.3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.
Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου.
Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.»
Καταρχάς: Εφόσον οι Επιτροπές προσφυγών δεν είναι δικαστήριο, η απόφασή τους για μη χορήγηση νομικής συνδρομής θα έπρεπε με τη σειρά της να υπόκειται σε προσφυγή σύμφωνα με το εδάφιο β του παραπάνω άρθρου. Τούτο δε νομοθετείται, κατά παράβαση της Οδηγίας.
Έπειτα, όσον αφορά το «εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας», σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 20, που προβλέπει καταρχάς δωρεάν νομική συνδρομή στο δεύτερο βαθμό σε όλους κατόπιν απλού αιτήματος, και μέριμνα ώστε να μην περιορίζεται αυτή αυθαιρέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η προτεινόμενη αυτή αλλαγή βασίζεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 20 της Οδηγίας, η οποία τρίτη παράγραφος είναι προφανώς μια διάταξη που πρέπει να ενεργοποιείται όλως εξαιρετικά για περιπτώσεις που αποδεδειγμένα η προσφυγή δεν έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή. Όμως η εν λόγω προτεινόμενη τροποποίηση μεταφέρει εσφαλμένα το ανωτέρω άρθρο τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα. Ως προς το γράμμα, αλλάζει την αρνητική σύνταξη σε θετική, αντί για την περίπτωση να μη χορηγηθεί νομική βοήθεια αν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας, προβλέπει ότι χορηγείται νομική βοήθεια όταν «πιθανολογείται η ευδοκίμηση». Τούτο εκτός από το γράμμα, προφανώς αντιστρέφει και το πνεύμα του νόμου. Καθιστά τη νομική βοήθεια εξαιρετική και την απονείμει σε περιπτώσεις που πιθανολογείται η προσφυγή να γίνει δεκτή, αντί αυτή να είναι ο κανόνας και να εξαιρούνται μόνο οι περιπτώσεις που αποδεδειγμένα αποκλείεται αυτή να γίνει δεκτή, όπως θέλει το γράμμα αλλά και το πνεύμα της οδηγίας. (ως προς το εάν μπορεί, σύμφωνα με τις αρχές του Συντάγματος, του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της ΕΣΔΑ, το ίδιο όργανο που θα κρίνει την ουσία της υπόθεσης, να κρίνει και το αν θα απονείμει ή όχι δικηγόρο, με κριτήρια όχι αντικειμενικά εξωτερικά του αντικειμένου της δίκης, αλλ’ αντιθέτως με κριτήρια το αν πιθανολογεί να γίνει δεκτή η υπόθεση στην ουσία της, ή αν τελικά αυτή η περίπτωση χρειάζεται δικηγόρο να την υπερασπίσει, ίδετε κατωτέρω).
3) Επιπλέον η προτεινόμενη αυτή αλλαγή θέτει σε διακοσμητικό ρόλο ολόκληρο το σύστημα νομικής συνδρομής, διότι εάν ο πρόεδρος που αργότερα θα κρίνει ουσία την υπόθεση, πιθανολογεί ευδοκίμηση, τούτο καθιστά το δικηγόρο περιττό, ενώ είναι αντισυνταγματικό να κρίνει ο δικαστής που θα λάβει την απόφαση, εάν δικαιούται υπεράσπισης η υπόθεση, με βάση την ουσία αυτής όπως την κρίνει σε ένα προκριματικό, πριν την εκδίκαση στάδιο. Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο συντάκτης εννοεί κάτι πιο λογικό, δηλαδή να μην χορηγείται σε προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες προσφυγές νομική συνδρομή, τούτο δεν είναι δυνατό να κρίνεται από το ίδιο όργανο που θα λάβει την απόφαση (όπως είναι και σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, ίδιος ο δικαστής που θα δικάσει ουσία). Ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί όμως, ότι το τελευταίο είναι δυνατό, κι ότι τούτο εννοεί ο νομοθέτης, δηλαδή τις προδήλως απαράδεκτες ή αβάσιμες, και σε αυτή την περίπτωση φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του προσφεύγοντος. Για παράδειγμα, όχι λίγες φορές προσφυγές κατατέθηκαν εκπρόθεσμα επειδή ο προσφεύγων ήταν κρατούμενος και δεν μερίμνησαν οι αρχές για την μεταφορά του αρμοδίως ώστε να καταθέσει την προσφυγή του. Άλλες φορές διεκόπη διαδικασία αιτούντων άσυλο οι οποίοι είχαν λόγους ανωτέρας βίας (νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο) και οι σχετικές προσφυγές έγιναν δεκτές μόνον με τη συνδρομή του δικηγόρου νομικής βοήθειας. Τούτα είναι λίγα μόνο παραδείγματα των πάρα πολλών περιπτώσεων όπου οι προσφεύγοντες, είτε λόγω μη διενέργειας προσωπικής συνέντευξης, είτε λόγω ύπαρξης σημαντικών λαθών και παραβάσεων τύπου κατά τη διενέργειά της, εκθέτουν τους ισχυρισμούς τους για πρώτη φορά, στην πραγματικότητα, με το υπόμνημα που προετοιμάζει ο δικηγόρος. Οι υποθέσεις αυτές, εκ πρώτης όψεως φαίνονται να μην έχουν «πιθανότητες επιτυχίας» και με την προτεινόμενη αλλαγή δεν θα λάβουν νομική συνδρομή, παραβιάζοντας κατάφωρα το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή, των προσφευγόντων. Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι φτάνουμε εν τέλει σε πολύ βασικές αρχές που καλό θα ήταν να μην παραβιαστούν με την προτεινόμενη διάταξη, όπως το ότι ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης, ότι κάθε υπόθεση δικαιούται υπεράσπισης από δικηγόρο, και ότι στα συστήματα νομικής βοήθειας δεν είναι δυνατό να μπαίνει μια κρίση περί ανάληψης ή μη που θα γίνεται από πρόσωπο που δεν είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης αλλά δημόσιος υπάλληλος ή από πρόσωπο που θα κρίνει αργότερα την ουσία της υπόθεσης.
4) Όσον αφορά την πρόβλεψη ότι «ο δικηγόρος δύναται να καταθέσει υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο προβάλει οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς», φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 99, το οποίο προβλέπει: «Ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για την ανάπτυξη των προβαλλόμενων με την προσφυγή ισχυρισμών το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Στην ίδια προθεσμία οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά των ισχυρισμών του στοιχεία. Κατ’ εξαίρεση εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 90, ο προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα έως την προτεραία της συζήτησης της προσφυγής». Εφόσον κάθε προσφεύγων δύναται να καταθέσει υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών που αρχικά κατέθεσε, και ο δικηγόρος του θα πρέπει να μπορεί να κάνει το ίδιο, δηλαδή να καταθέτει εάν το κρίνει σκόπιμο συμπληρωματικό υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών, ακόμη και εάν δεν υπάρχουν οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμοί. Ομοίως από την άλλη πλευρά, εφόσον ο προσφεύγων στον οποίο χορηγήθηκε δικηγόρος μητρώου νομικής βοήθειας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει με το υπόμνημά του διαμέσου του δικηγόρου του οψιγενείς ή οψιφανείς ισχυρισμούς, πρέπει και όλοι οι υπόλοιποι προσφεύγοντες να έχουν αυτό το δικαίωμα (με ή χωρίς δικηγόρο, με ιδιώτη δικηγόρο ή με δικηγόρο νομικής συνδρομής). Συνεπώς τα άρθρα πρέπει να συμπληρωθούν, να προστεθεί σε αυτό που αφορά την νομική συνδρομή και υπόμνημα για ανάπτυξη ισχυρισμών και για κατάθεση εγγράφων, και να προστεθεί σε αυτό που αφορά όλους τους προσφεύγοντες εν γένει η δυνατότητα υπομνήματος με οψιφανείς ή οψιγενείς ισχυρισμούς, άλλως υπάρχει αντισυνταγματική άνιση μεταχείριση των όμοιων διοικούμενων.
Άρθρο 9 | Τροποποίηση του Άρθρου 71 του ν. 4636/2019
Τροποποίηση της παρ. 3 του Άρθρου 71:
Σε αυτήν την διάταξη, γίνεται μία πολύ σημαντική τροποποίηση, που διαρρηγνύει με σαφή τρόπο το Κράτος Δικαίου. Συγκεκριμένα: Στην περίπτωση των αιτημάτων έναντι των Αρχών Προσφυγών, δινόταν σε κάθε περίπτωση (υπό το καθεστώς βέβαια του παλαιότερου ν. 4375/2016) δικαίωμα νομικής συνδρομής στο αιτούνται πρόσωπο. Αυτό μεταβάλλεται σε αίτημα του αλλοδαπού προσώπου εντός δύο ημερών που εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής (ή τον Εισηγητή Δικαστή) και μάλιστα γίνεται δεκτή μόνον εφόσον πιθανολογείται η θετική έκβαση της υπόθεσης. (άραγε πώς; με ποια αντικειμενικά κριτήρια; και πώς τούτο μπορεί να «πιθανολογείται» κατά τον οποιονδήποτε τρόπο πριν ο/η δικηγόρος παρουσιάσει επιχειρήματα;). Η τροποποίηση αυτή συνιστά παραβίαση του Κράτους Δικαίου, και απέχει πόρρω των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης. Στην ουσία καταργεί το δικαίωμα στη δωρεάν νομική συνδρομή. Πρέπει σαφέστατα να αποσυρθεί.
«Η παρ. 3 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «3. Στους αιτούντες παρέχεται, κατόπιν αίτησής τους, δωρεάν νομική συνδρομή στις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής Προσφυγών με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Υπουργικής Απόφασης της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 (Α’ 51). Η αίτηση υποβάλλεται εντός δύο (2) ημερών από την επίδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 82 του παρόντος και εξετάζεται από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή σε υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης, ή από τον εισηγητή δικαστή σε υποθέσεις μονομελούς σύνθεσης και γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής.»
Η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης στο ελληνικό δικαιικό σύστημα γίνεται πάντα υπό τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης- βλ. ασφαλιστικά μέτρα. Η προ-δικαστική πιθανολόγηση επιφέρει από μόνη της ρήγμα στις βασικές αρχές του ελληνικού νομικού συστήματος. Εν προκειμένω συνιστά επιπλέον παραβίαση της υποχρέωσης παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής δεδομένου ότι εδράζεται σε αντικειμενικά αυθαίρετες κρίσεις καθώς δεν προβλέπεται ούτε συνδρομή δικηγόρου, ούτε και αιτιολόγηση από πρόεδρο και εισηγητή αντιστοίχως. Είναι σε κάθε περίπτωση σε αντίθεση με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και την ΕΣΔΑ.
Η τροποποίηση εγείρει σειρά προβληματισμών. Πρώτον, με την εισαγωγή του merits test, η άσκηση του δικαιώματος σε πραγματική προσφυγή δυνάμει του αρ. 46 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου και του αρ. 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής για τους αιτούντες προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την ευάλωτη θέση τους στη διαδικασία ασύλου, την έλλειψη οικειότητας με τη γλώσσα και το νομικό σύστημα της χώρας, καθώς και τον κίνδυνο βλάβης που διατρέχουν σε περίπτωση εσφαλμένης απόρριψης της αίτησής τους. Στην πράξη, ένα τέτοιο μέτρο πρόκειται να στερήσει το δικαίωμα νομικής συνδρομής στην πλειοψηφία των προσφεύγοντων. Ενδεικτικά, σημειώνεται ότι στην Κύπρο, που προβλέπει παρόμοια ρύθμιση για τη χορήγηση νομικής συνδρομής, ο αριθμός επιτυχών αιτήσεων νομικής συνδρομής στο πλαίσιο προσφυγών κατά απορριπτικών αποφάσεων ήταν 0 το 2018 και 1 το 2019.
Δεύτερον, το merits test προσθέτει ένα επιπλέον στάδιο στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, περιπλέκοντας και επιβαρύνοντας περαιτέρω τον ήδη αυξημένο διοικητικό φόρτο των Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες θα κληθούν να εξετάζουν αιτήσεις νομικής συνδρομής προτού αποφανθούν επί του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στο ελληνικό έδαφος και προβούν στην εξέταση της προσφυγής. Παράλληλα, τα διοικητικά δικαστήρια θα επωμιστούν το φόρτο της εξέτασης προσφυγών κατά αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών που απορρίπτουν τη χορήγηση νομικής συνδρομής, κατ’εφαρμογή της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη ρύθμιση πρόκειται να αποδειχθεί δυσμενής και για τις εθνικές αρχές.
Για να διασφαλιστεί η ουσιαστική πρόσβαση των αιτούντων σε μια δίκαιη διαδικασία ασύλου και την έννομη προστασία, η RSA συνιστά να διατηρηθεί η παροχή της νομικής συνδρομής, η οποία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές και συστηματικά καταγεγραμμένες ελλείψεις, χωρίς κριτήριο ευδοκίμησης της προσφυγής. Σημειώνει δε ότι, στη νομοθεσία κρατών όπως η Ολλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Δανία, η Ισπανία, η Μάλτα και η Σλοβακία, η νομική συνδρομή σε αιτούντες άσυλο δεν υπόκειται σε merits test.
Παράλληλα, η προτεινόμενη διάταξη επιβάλλει στους προσφεύγοντες την υποχρέωση να υποβάλουν αίτηση νομικής συνδρομής εντός 2 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η ρύθμιση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντιθεση με την σχετική ΚΥΑ, όπου προβλέπεται η υποβολή του σχετικού αιτήματος το αργότερο 10 ημέρες πριν την εξέτασης της προσφυγής στην κανονική διαδικασία, 5 ημέρες στην ταχύρρυθμη διαδικασία και 3 ημέρες στη διαδικασία των συνόρων. Δεδομένων των προαναφερθέντων εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες άσυλο στη διαδικασία, η διορία 2 ημερών είναι δυσανάλογα περιοριστική για την προετοιμασία και σύνταξη των λόγων για τους οποίους πρέπει να τους παρασχεθεί η συνδρομή δικηγόρου. Κατ’ελάχιστο, θα πρέπει να δίνεται στους προσφεύγοντες το ήμισυ της προθεσμίας κατάθεσης προσφυγής για να υποβάλουν αίτημα νομικής συνδρομής.
Τέλος, η συγκυρία της τροποποίησης του αρ. 71 Ν 4636/2019 παρέχει στο νομοθέτη την ευκαιρία αντιμετώπισης των αντικειμενικών δυσχερειών που έχουν ανακύψει στην πρόσβαση νομικής συνδρομής λόγω των εν ισχύ διατάξεων σχετικά με την υποχρέωση βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής του αιτούντος για την εξουσιοδότηση δικηγόρου, καθώς και τον αυτοδίκαιο ορισμό αυτού ως αντικλήτου στη διαδικασία ασύλου. Όπως παρατηρείται από την εφαρμογή του νόμου μέχρι σήμερα, η πρόσθετη υποχρέωση θεώρησης του γνήσιου της υπογραφής, έχει ως αποτέλεσμα τη θέση σημαντικού αριθμού αιτούντων, ιδίως των απορριφθέντων σε πρώτο βαθμό, οι οποίοι δεν δύνανται να βεβαίωσουν το γνήσιο της υπογραφής τους ενώπιον αρχών ή Κέντρων Εξυπηρέτησης Πολιτών εφόσον η ισχύς των δελτίων αιτήσαντος ασύλου τους παύει αυτοδικαίως, εκτός δυνατότητας εκπροσώπησης από συνήγορο, αλλά και την επιβάρυνση των διοικητικών αρχών.
Για τους λόγους αυτούς, η RSA συνιστά την τροποποίηση του αρ. 9 ως εξής:
1. Η παρ. 1 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «Οι αιτούντες έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους, δικηγόρο ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους. Εφόσον, ειδικές διατάξεις δεν ορίζουν διαφορετικά για συγκεκριμένες πράξεις, η πληρεξουσιότητα προς δικηγόρο για την εκπροσώπηση των αιτούντων ενώπιον των αρχών του παρόντος Μέρους ή η εξουσιοδότηση προς σύμβουλο ή άλλα πρόσωπα παρέχεται με ιδιωτικό έγγραφο. Το έγγραφο της εξουσιοδότησης κατατίθεται σε πρωτότυπο στις αρμόδιες αρχές.»
2. Η παρ. 3 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 τροποποιείται ως εξής: «3. Στους αιτούντες παρέχεται, κατόπιν αίτησής τους, δωρεάν νομική συνδρομή στις διαδικασίες ενώπιον της Αρχής Προσφυγών με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Υπουργικής Απόφασης της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 (Α’ 51). Η εκδίκαση της υπόθεσης αναβάλλεται μία μόνο φορά σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 και προσδιορίζεται στην αμέσως επόμενη δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος δύναται να καταθέσει υπόμνημα επί της προσφυγής με το οποίο προβάλει οψιφανείς και οψιγενείς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, οι αιτούντες είναι δυνατόν να λαμβάνουν δωρεάν νομική βοήθεια, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του ν. 3226/2004 (Α’ 24), οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως. Η δωρεάν νομική συνδρομή και βοήθεια παρέχονται σε αιτούντες οι οποίοι βρίσκονται αποδεδειγμένα στο έδαφος της χώρας.»
3. Η παρ. 7 του άρθρου 71 του ν. 4636/2019 καταργείται.
Με την παρούσα τροπολογία επιδιώκεται η ενσωμάτωση του άρθρου 20 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ που αφορά στη «δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου». Το δικαίωμα σε δωρεάν νομική συνδρομή όσων στερούνται των αναγκαίων πόρων κατοχυρώνεται τόσο στην εν λόγω ευρωπαϊκή Oδηγία όσο και στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης καθώς συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής ειδικότερη έκφανση του οποίου αποτελεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη (Αρ. 47 του ΧΘΔΕΈ). Στον δεύτερο βαθμό η δωρεάν νομική συνδρομή σε αιτούντες άσυλο αποτελεί (σε αντίθεση με τον πρώτο) υποχρέωση του κράτους. Η μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής μπορεί λοιπόν μόνο κατ’εξαίρεση να αποφασιστεί (αρ.20 παρ.3) από την αρμόδια αρχή μόνο αν κριθεί ότι «το ένδικο μέσο δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας» και εφόσον εξασφαλίζεται παράλληλα ότι υπάρχει δυνατότητα άσκησης πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Εν προκειμένω, η διατύπωση του άρθρου 71 αντίκειται όχι μόνο στο πνεύμα της Οδηγίας αλλά και στο γράμμα αυτής καθώς η αίτηση για δωρεάν νομική συνδρομή «γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής» ανάγοντας κατ’ουσίαν σε κανόνα μια δυνατότητα που προβλέπεται κατ’εξαίρεση. Είναι σαφές ότι η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της προσφυγής ενέχει αοριστία, υψηλό κίνδυνο αυθαιρεσίας και δεν εξομοιώνεται σε καμία περίπτωση με την έλλειψη πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας κατά τη διατύπωση της Οδηγίας. Άλλωστε, η Οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη» απαίτηση που δεν προκύπτει από την προτεινόμενη τροπολογία.
Με την προτεινόμενη τροπολογία γίνεται μερική και εσφαλμένη μεταφορά της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, με τρόπο που οδηγεί σε αυθαίρετο περιορισμό της νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης του αιτούντος και εμποδίζει την ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.
Ειδικότερα:
Α) Σύμφωνα με το άρθρο 93 του Ν. 4636/2019, η προσφυγή ασκείται μέσω δικογράφου, το οποίο πρέπει να φέρει συγκεκριμένες τυπικές προϋποθέσεις και κυρίως, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται και ως εκ τούτου καθίσταται σαφής η ανάγκη σύνταξης της προσφυγής από δικηγόρο, ώστε αυτή να μην απορριφθεί ως απαράδεκτη. Με την προτεινόμενη τροπολογία, ωστόσο, τίθεται ως προϋπόθεση η νομική συνδρομή να παρέχεται στους αιτούντες εφόσον το σχετικό αίτημά τους εγκριθεί από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προσφυγών ή τον αρμόδιο Εισηγητή-Δικαστή, με αποτέλεσμα να μην διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο εξαρχής θα κατατίθεται η προσφυγή σε αυτές τις περιπτώσεις, χωρίς να υπάρχει σχετική ανάθεση της υπόθεσης στον αρμόδιο δικηγόρο της νομικής συνδρομής από την Υπηρεσία Ασύλου.
Β) Επίσης, ενώ η οδηγία (άρθρο 20 (3) Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), προβλέπει ότι όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου, στην μεταφορά του σχετικού άρθρου στον νόμο δεν γίνεται πρόβλεψη αυτού του δικαιώματος της προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο ο αιτών θα μπορεί να εξασφαλίζει το δικαίωμά του ή αν τελικά θα στερηθεί αυτό το δικαίωμά του. Επιπλέον, οι αρμόδιες Επιτροπές θα πρέπει υποχρεωτικά να αναβάλλουν για επόμενη δικάσιμο τη συζήτηση των υποθέσεων για τις οποίες θα γίνεται δεκτή η αίτηση για παροχή νομικής συνδρομής, προκειμένου να εξασφαλιστεί γι’ αυτές ο επαρκής χρόνος ανάθεσης και παροχής της νομικής συνδρομής, ενώ μέχρι πρότινος, η διαδικασία περατωνόταν κατά την ημερομηνία της συζήτησης, προσθέτοντας μεγαλύτερο γραφειοκρατικό όγκο στην ήδη επιβαρυμένη Διοίκηση και καθυστερώντας σημαντικά την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Γ) Με την υιοθέτηση της τροπολογίας αυτής επιβαρύνεται σημαντικά ο ρόλος των Προέδρων/Εισηγητών-Δικαστών των Επιτροπών, δεδομένου ότι, για να αποφανθούν σχετικά με την αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος για νομική συνδρομή, θα πρέπει υποχρεωτικά να μελετήσουν την υπόθεση στην ουσία των επικαλούμενων ισχυρισμών και να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα ή όχι του αιτήματος για διεθνή προστασία, ώστε να αποφασίσουν εάν η υπό κρίση προσφυγή έχει «πιθανότητες να ευδοκιμήσει». Με αυτόν τον τρόπο, όμως, καταλύεται η ανάγκη της νομικής συνδρομής, η οποία εκτός των άλλων έχει και τον καίριο ρόλο να βοηθά το αρμόδιο όργανο να εκδώσει απόφαση, ειδικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι εμφανείς εκ πρώτης όψεως οι πραγματικοί λόγοι υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας, αλλά χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης για την αναγνώριση του αιτούντα ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή για την παραπομπή του για έκδοση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, παραβιάζοντας έτσι κατάφωρα το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή. Ενόψει, λοιπόν, της πλήρους αντίθεσης της τροπολογίας με το ουσιαστικό πνεύμα της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και με σοβαρό κίνδυνο την ακύρωσή της από τα αρμόδια Δικαστήρια, κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση των διατάξεων αυτής
Η κρίση του αιτήματος πρόσβασης ή μη σε δωρεάν νομική συνδρομή από τον ίδιο δικαστή, ο οποίος θα κρίνει και την ουσία της υπόθεσης είναι ιδιαιτέρως προβληματική. Επισημαίνεται δε, ότι και στο σύστημα παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής από τα ελληνικά Δικαστήρια, το αίτημα πρόσβασης ή μη βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, όπως η οικονομική κατάσταση του αιτούντος και όχι στην κρίση περί ευδοκίμησης του αιτήματος του ή όχι.
Επιπρόσθετα, στην οδηγία 2013/32/ΕΕ προβλέπεται πρωτίστως και κατά κανόνα η υποχρέωση του κράτους μέλους να παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή και κατ’ εξαίρεση αναφέρεται ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας». Επομένως με την οδηγία ορίζεται ότι θα πρέπει να γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις νομικής συνδρομής, εκτός από τις προφανώς αβάσιμες, ενώ με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι θα γίνονται δεκτές μόνο εκείνες που θα κρίνονται προφανώς βάσιμες. Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός ότι στην προτεινόμενη διάταξη δεν προβλέπεται καν δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά τυχόν απόφασης μη χορήγησης νομικής συνδρομής, δικαίωμα όμως που είναι υποχρεωτικό βάσει της οδηγίας σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος νομικής συνδρομής.
Συνεπώς, προτείνεται να διαγραφεί η συγκεκριμένη διάταξη διότι παραβιάζει το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή.
Η ύπαρξη νομικής συνδρομής στους πρόσφυγες οργανωμένης με κέντρο την δικηγορική ιδιότητα των συμμετεχόντων είναι προς όφελος της Πολιτείας, διότι προάγει την δημιουργία αυτοτελούς νομικής παράδοσης για τον κλάδο αυτό. Η νομική παράδοση δεν μπορεί να δημιουργηθεί μόνον από την δικαιοδοτική και διοικητική πρακτική αλλά απαιτεί την ενεργό συνδρομή του συνηγόρου ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης, εγγυητή των δικαιωμάτων του εντολέα ως ατόμου και όχι ως μέρους ενός ασαφούς όλου και έρεισμα της εμπιστοσύνης προς κάθε σύστημα δικαιοδότησης.
Ο διττός ρόλος του συνηγόρου, ως υπερασπιστή του εντολέα του αλλά και συνδιαμορφωτή των όρων προάσπισης του συλλογικού συμφέροντος, δεν μπορεί επίσης να υποκατασταθεί από το αξιακό και οργανωτικό μοντέλο του advocacy που αρθρώνεται γύρω από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και τους διεθνείς οργανισμούς, χωρίς να υποτιμάται ο ρόλος τους. Διότι τούτοι διέπονται από μονοσήμαντη θεματικότητα, ενώ ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός, μπορεί να συνδράμει στην εναρμόνιση του ατομικού συμφέροντος του εντολέα του με τα άλλα διακυβευόμενα έννομα συμφέροντα.
Γενικώς στις ανεπτυγμένες χώρες η νομική συνδρομή οργανώνεται σε επίπεδο δικηγορίας, το δε advocacy συνιστά αυτό που πράγματι είναι, δηλαδή διεξαγωγή στρατηγικών δικών και αντιπροσώπευση δυσχερώς εκπροσωπούμενων κοινωνικών ομάδων προς τον νομοθέτη και τις διοικητικές αρχές.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να ενισχυθεί το αυτοδύναμο του Μητρώου Δικηγόρων, ενδεχόμενα δε κριτήρια selection υποθέσεων να εξειδικεύονται με συνδρομή εκπροσώπου του από ανεξάρτητο έναντι του κρίνοντος την προσφυγή όργανο.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπαρχουν διασφαλίσεις ότι η επιλεξιμότητα για νομική συνδρομή θα σέβεται στοιχειώδη όρια, αλλά και ότι αν δοθεί δωρεάν συνήγορος θα μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του με αξιοπρέπεια (σύνταξη προσφυγής, συνάντηση με τον προσφεύγοντα και υπόμνημα) και όχι ως κατώτατο εκτελεστικό όργανο, καταθέτοντας υπόμνημα «οψιφανών ισχυρισμών»και λοιπά ακατανόητα και προσχηματικά δικονομικά οχήματα.
Η Πολιτεία έχει να ωφεληθεί από την εναρμόνιση του προσφυγικού δικαίου με την δικονομική έννομη τάξη γενικώς και όχι από την διαιώνιση ενός δικαίου «ειδικών περιστάσεων» που αλλάζει συχνά και λειτουργεί (υποτίθεται) τη μία ως μηχανή και την άλλη ως πεδίο κρίσης βάσει προσωπικών αντιλήψεων. Η ισορροπία είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς την ενδυνάμωση και την ενεργό συμμετοχή του ανεξάρτητου δικηγόρου.
Η διάταξη ότι ο ίδιος ο δικαστής της ουσίας της υπόθεσης θα κρίνει (με επίσης ουσιαστικά κριτήρια) αν ο προσφεύγων θα δικαιούται ή όχι πρόσβαση σε δικηγόρο είναι εξόχως προβληματική και είναι το πιθανότερο να κριθεί μη εφαρμοστέα και σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης αλλά και στην πράξη.
Όπως είναι γνωστό, στο παρεμφερές σύστημα νομικής συνδρομής των Δικαστηρίων δεν εξετάζεται από τον Δικαστή η βασιμότητα του αιτήματος, όπως εδώ, αλλά εξετάζονται μόνο αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. οικονομική κατάσταση).
Επιπρόσθετα, στην οδηγία 2013/32/ΕΕ προβλέπεται καταρχάς και κατά κανόνα η υποχρέωση του κράτους μέλους να παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή και κατ’ εξαίρεση αναφέρεται ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας».
Επομένως με την οδηγία ορίζεται ότι θα πρέπει να γίνονται δεκτές όλες οι αιτήσεις νομικής συνδρομής εκτός από τις προφανώς αβάσιμες, ενώ με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι θα γίνονται δεκτές μόνο οι προφανώς βάσιμες. Έτσι, με την παρούσα διάταξη μειώνεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθώς αντιστρέφεται το «βάρος απόδειξης» (η αρνητική προϋπόθεση γίνεται θετική).
Τέλος, στην προτεινόμενη διάταξη δεν προβλέπεται καν δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά τυχόν απόφασης μη χορήγησης νομικής συνδρομής, δίκαιωμα όμως που είναι υποχρεωτικό βάσει της οδηγίας σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος νομικής συνδρομής, με συνέπεια η διάταξη να πάσχει και για τον λόγο αυτό.
Με δεδομένο έτσι ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που θα λύσει, προτείνεται να αποσυρθεί.
ε) η πρόβλεψη το αποφασίζων όργανο για την χορήγηση νομικής συνδρομής να είναι ο ίδιος δικαστής που θα αποφασίσει επί της προσφυγής , και μάλιστα να προ-κρίνει επί της ουσίας την προσφυγή , δημιουργεί χωρίς λόγο δεοντολογικά ζητήματα . Η διοικητική δικονομία προβλέπει (Αρθρο 14.) «Ο δικαστής αποκλείεται από την άσκηση του λειτουργήματός του σε δίκη : …γ) που αφορά διοικητική πράξη ή δικαστική Απόφαση στην έκδοση των οποίων έχει συμπράξει. » Η διάταξη δεν μπορεί βέβαια να βρει εφαρμογή εν προκειμένω , είναι όμως ενδεικτική του σκοπού διαφύλαξης της αμεροληψίας του δικαστή και αποφυγής αμφισβήτησης αυτής
-δ) Η οδηγία προβλέπει άρθρο 20 παρ 3 : «….Όταν λαμβάνεται απόφαση για τη μη παροχή δωρεάν νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο από αρχή η οποία δεν είναι δικαστήριο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αιτών έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον δικαστηρίου…» Το τελευταίο εδάφιο της προτεινόμενης τροπολογίας του άρθρου 71 προφανώς επιχειρεί να μεταφέρει την διάταξη αυτή , πάσχει όμως από λανθασμένη διατύπωση . Σε κάθε περίπτωση όμως δεν ορίζεται προθεσμία για το ένδικο μέσο κατά της απόρριψης του αιτήματος νομικής συνδρομής και αφήνεται αρρύθμιστο το θέμα της διεξαγωγής ή μη της συζήτησης της προσφυγής , ενόσω εκκρεμεί απόφαση επί του ένδικου αυτού μέσου η ενόσω τρέχει προθεσμία. Προφανώς η συζήτηση της προσφυγής πριν τυχόν απόφαση επί του ένδικου αυτού βοηθήματος , καθιστά το ένδικο βοήθημα αναποτελεσματικό κατά παράβαση της οδηγίας . Τυχόν δε αναμονή για απόφαση επί του ένδικου βοηθήματος θα καθυστερεί περαιτέρω την συζήτηση της προσφυγής . Η πρακτική δε δυνατότητα του προσφεύγοντος να καταφύγει στα διοικητικά δικαστήρια για τη προσβολή της απόφασης απόρριψης νομικής συνδρομής είναι αμφίβολη . Ώστε και από αυτή την οπτική η τροποποίηση εμφαίνεται να δημιουργεί μόνο προβλήματα χωρίς κάποια εμφανή οφέλη .
-γ) Η πρόβλεψη για αναβολή της συζήτησης στην αμέσως επομένη δικάσιμο σε περίπτωση χορήγησης δωρεάν νομικής συνδρομής , είναι διπλά προβληματική . Οδηγεί κατ’ αρχάς σε καθυστέρηση της συζήτησης της υπόθεσης , που με το ισχύον καθεστώς δεν υφίσταται. Έπειτα είναι ιδιαιτέρως αμφίβολο ότι στο διάστημα μεταξύ των δύο δικασίμων θα είναι πρακτικώς εφικτή χρονικά η συνάντηση δικηγόρου του Μητρώου με τον ωφελούμενο και η προετοιμασία του υπομνήματος τρεις μέρες πριν την συζήτηση . Δημιουργείται μια περίπλοκη διαδικασία χωρίς ευδιάκριτη χρησιμότητα ( η αλυσίδα κατά τα φαινόμενα θα είναι Υπηρεσία Ασύλου για επίδοση απόφασης και αίτημα – Τμήμα Συντονισμού; – Αρχή Προσφυγών -Τμήμα Συντονισμού εκ νέου – Υπηρεσία Ασύλου για καθορισμό του χρόνου συνάντησης με τον δικηγόρο και ειδοποίηση ) , που απειλεί και με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή. Η νομική συνδρομή πρέπει να χορηγείται πριν την κατάθεση της προσφυγής .
-β) η Οδηγία 2013/32/ΕΕ προβλέπει άρθρο 20παρ 3: «τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι δεν χορηγείται δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση εάν ένα δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ένδικο μέσο του αιτούντος δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας….……Κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μην περιορίζεται αυθαιρέτως η νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και να μην εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτούντος στη δικαιοσύνη.» Η ουσιαστική πρόσβαση στην δικαιοσύνη παρεμποδίζεται άμεσα κατά τα ως άνω αναφερόμενα , αφού η δωρεάν νομική συνδρομή θα είναι εν τοις πράγμασι αναποτελεσματική. Μάλιστα ενδεχομένως να οδηγήσει και στην πλήρη στέρηση του δικαιώματος νομικής συνδρομής αφού ο προσφεύγων εν αναμονή του αιτήματος του για χορήγηση δωρεάν νομικής συνδρομής θα έχει χάσει πολύτιμο χρόνο για προετοιμασία (πέραν των ήδη αναφερθέντων προβλημάτων σχετικά με το απαραίτητο περιεχόμενο του δικογράφου ) . Σε κάθε περίπτωση η ρύθμιση ότι η αίτηση «γίνεται δεκτή μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής » είναι επαχθέστερη από την πρόβλεψη της οδηγίας «δεν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας» και άρα εκτός ορίων αυτής . Ο επιτεταμένος βαθμός πιθανολόγησης που απαιτείται θα οδηγήσει στην χορήγηση της νομικής συνδρομής σε ελάχιστα πρόσωπα και ενδεχομένως σε αυτά που το έχουν λιγότερο ανάγκη . Ο ρόλος του δικηγόρου είναι να επισημάνει τα λάθη και τις αστοχίες του πρώτου βαθμού αλλά και να αναδείξει την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών του αιτούντος ακόμα και όταν δεν έγινε εμφανής αρχικά. Η σημασία του έργου του είναι σπουδαιότερη στις αμφισβητούμενες αποφάσεις και κρισιμότερη , καθώς ουσιαστικά υποβοηθά τον δικαστή στην διερεύνηση της αλήθειας . Χωρίς αυτή την αρωγή , προσφυγές επί αποφάσεων που βασίζονται σε λανθασμένες ή διφορούμενες παραδοχές θα αξιολογηθούν μάλλον αρνητικά ως προς το αίτημα παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής. Είναι εμφανές ότι κατά αυτόν τον τρόπο καταλύεται το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή .
Η διάταξη, με σύμφωνη προς την οδηγία διατύπωση , ενδεχομένως να μπορούσε να βρει εφαρμογή για τις απορριπτικές αποφάσεις λόγω απαραδέκτου ή προδήλως αβάσιμου , χωρίς να ελλείπουν και τότε οι κίνδυνοι . Πάντα όμως με την προϋπόθεση η νομική συνδρομή να χορηγείται πριν την κατάθεση της προσφυγής . Θα μπορούσε για παράδειγμα η κατάθεση αιτήματος για νομική συνδρομή να αναστέλλει την προθεσμία της προσφυγής μέχρι έκδοσης απόφασης επ’ αυτού .
Το άρθρο παρουσιάζει πολλαπλές αντιφάσεις μεταξύ των εδαφίων του αλλά και σε σχέση με άλλα άρθρα του νομού , είναι πρακτικά ανεφάρμοστο , αμφισβητούμενης χρησιμότητας, εκτός πλαισίων της οδηγίας και θα οδηγήσει ουσιαστικά στην κατάλυση του δικαιώματος δωρεάν νομικής συνδρομής .
Συγκεκριμένα : α) – καθώς το άρθρο 93 παραμένει ως έχει η προσφυγή πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους λόγους στους οποίους στηρίζεται. Με την τροποποίηση του άρθρου 99 δε , δεν μπορούν να προβληθούν ούτε οψιγενείς/οψιφανεις ισχυρισμοί με το υπόμνημα. Ώστε η σύνταξη της προσφυγής από δικηγόρο είναι απαραίτητη, άλλως αυτή κατά τον νόμο κινδυνεύει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Με τη τροποποίηση όμως , η χορήγηση δωρεάν νομικής συνδρομής εξετάζεται από τον πρόεδρο της επιτροπής ενώπιον της οποίας εκκρεμεί η προσφυγή , προϋποθέτει δηλαδή ήδη ασκηθείσα προσφυγή . Ο προσφεύγων έχει άρα , ήδη αποστερηθεί το δικαίωμα για νομική συνδρομή αφού έχει αναγκαστεί να καταθέσει χωρίς αυτή το πλέον κρίσιμο δικόγραφο της σχετικής ενδικοφανούς προσφυγής. Η δυνατότητα αναβολής σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος για δωρεάν νομική συνδρομή , πέρα από άτεχνη νομικά πρόβλεψη , δεν εξασφαλίζει την δυνατότητα να θεραπευτεί η μη αναφορά συγκεκριμένων λόγων με την προσφυγή , αφού παρέχεται μόνο επιπλέον το δικαίωμα επίκλησης οψιγενών /οψιφανών ισχυρισμών.
Και αυτό το σημείο είναι όμως προβληματικό . Οι οψιγενείς/οψιφανείς ισχυρισμοί ενδεχομένως να είναι κρίσιμοι για την ορθή κρίση περί πιθανολόγησης ευδοκίμησης της προσφυγής . Όμως δεν θα μπορούν να έχουν προβληθεί για να τους συνυπολογίσει ο δικαστής στην έρευνα περί πιθανολόγησης ευδοκίμησης . Δημιουργείται προφανής αντίφαση.
Η εν λόγω πρόβλεψη προφανώς δεν είναι σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία, ούτε με το νόημα και τον σκοπό του θεσμού της δωρεάν νομικής συνδρομής.
Τουλάχιστον ωστόσο μπορείτε να αλλάξετε την διατύπωση:
«Στους αιτούντες ΔΕΝ παρέχεται…»
είτε ακόμα ακριβέστερα:
«Στους αιτούντες παρέχεται, κατόπιν αίτησής τους, ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΑΙΤΗΘΟΥΝ δωρεάν νομική συνδρομή»,
αφού η παραπάνω αίτηση γίνεται δεκτή «μόνο εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προσφυγής».
Χωρούν πολλά δικαιοπολιτικά επιχειρήματα κατά αυτής της τροποποίησης, η οποία προφανώς θα αποτελέσει αντικείμενο κρίσης για τα Διοικητικά Δικαστήρια και το ΕΔΔΑ.