• Σχόλιο του χρήστη 'Christos' | 29 Μαρτίου 2016, 17:53

    ΓΕΙΑ ΣΑΣ, Οι Εθελοντές Μακράς Θητείας (ΕΜΘ) αποτελεσαν τη μετάβαση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) στον επαγγελματικό σύγχρονο στρατό. Καθώς πολλοί εξ αυτών είναι απόφοιτοι ΑΕΙ και ΤΕΙ, εδώ και χρόνια διεκδικούν από την πολιτεία ανάλογη βαθμολογική εξέλιξη με αυτή των αποφοίτων των παραγωγικών σχολών των Υπαξιωματικών.. Οι εμθ Διαφοροποιούνται αναφορικά με τη διαδικασία μετάταξής τους αφού ενώ είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ μετατάσσονται στο Σώμα των Μονίμων Υπαξιωματικών, έναντι αυτών των ιδίων (Μονίμων Υπαξιωματικών) οι οποίοι μετατάσσονται με τα ίδια κριτήρια στο Σώμα των Αξιωματικών. Ειδικότερα σύμφωνα με το Ν.3883/2010 (ΦΕΚ Α΄ 167, «Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων − Θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις») Άρθρο 9, ορίζεται ότι: «1. Μόνιμοι Υπαξιωματικοί και Ανθυπασπιστές που προέρχονται από ΑΣΣΥ, έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη πραγματικής υπηρεσίας από την ονομασία τους ως Υπαξιωματικών και είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ ή κάτοχοι ισότιμου αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών αλλοδαπής μπορούν να μετατάσσονται στο Σώμα των Αξιωματικών με ειδικότητα Αξιωματικού, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 3, κατά τις ισχύουσες διατάξεις προς κάλυψη κενών οργανικών θέσεων Ανθυπολοχαγού και αντιστοίχων με απόφαση του οικείου κατά Κλάδο Ανωτάτου Συμβουλίου, ως πληρούντες τα κριτήρια του άρθρου 12. 2. ΕΜΘ που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη πραγματικής υπηρεσίας και είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ ή κάτοχοι ισότιμου αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών αλλοδαπής μπορούν να μετατάσσονται στο Σώμα των Μονίμων Υπαξιωματικών με την ειδικότητά τους προς κάλυψη κενών οργανικών θέσεων του βαθμού τον οποίο φέρουν, με απόφαση του οικείου κατά Κλάδο Ανωτάτου Συμβουλίου, ως πληρούντες τα κριτήρια του άρθρου 12. Άρθρο 12, ορίζεται ότι: «1. Για την αξιολόγηση της αίτησης μετάταξης λαμβάνονται υπόψιν τα εξής: α. Το αντικείμενο και ο βαθμός του υποβληθέντος πτυχίου, το οποίο πρέπει να προσιδιάζει σε ειδικότητα της προς κάλυψη θέσης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου. …..» Ενώ, και ορθώς, για τους Μονίμους Υπαξιωματικούς όταν πρόκειται να εισέλθουν στο Σώμα των Αξιωματικών, δεν αποτελεί κριτήριο ή προϋπόθεση η ειδικότητα που κατέχουν ως Υπαξιωματικοί, αντιθέτως ορίσθηκε ότι η μετάταξη των συναδέλφων ΕΜΘ στο Σώμα των Μονίμων Υπαξιωματικών λαμβάνει χώρα μόνο με την ειδικότητα που κατέχουν ως ΕΜΘ, αποκλείοντας έτσι, εξ αυτού, ορισμένους ΕΜΘ που έχουν αποκτήσει πτυχίο ΑΕΙ που διαφορετικό της ειδικότητά τους αλλά συναφές της ειδικότητας της προς κάλυψη θέσης. Τα Συνταγματικά δικαιώματα που παρέχονται στα άτομα και αφορούν στο σύνολο των θεμελιωδών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, είναι κανόνες προστατευόμενοι, οι οποίοι καθορίζουν και προσδιορίζουν τα όρια των δικαιωμάτων των φορέων τους προς την κρατική εξουσία και, αντιστρόφως, τα όρια της συμπεριφοράς του κράτους προς του πολίτες. Η έννομη τάξη οφείλει να διασφαλίζει και εγγυάται την τήρηση των δικαιωμάτων αυτών. Απόρροια τούτων είναι ότι, ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται, κατά τη νομοθετική του δικαιοδοσία, να παράγει δίκαιο, το οποίο δεν έρχεται σε αντίθεση προς το περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εν όψει της δεσμεύσεως του (νομοθέτη) από τις συνταγματικές διατάξεις. Υποχρεούται, από το Σύνταγμα επίσης, να απαλείψει όσες διατάξεις νόμων αντίκεινται στο περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων, αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα, επί πλέον δε να προωθεί όλα εκείνα τα μέτρα που ολοκληρώνουν την προστασία των δικαιωμάτων αυτών από οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Το Σύνταγμα διαλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης . Το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος διακελεύει : «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.» Με την διάταξη άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και καθιερώνει, όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων απέναντι στο Νόμο, αλλά και την ισότητα του νόμου απέναντι σ’ αυτούς, δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης σε τρόπο ώστε, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη νομοθετεί κατά διάφορο τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικοί ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων (λόγων) υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Δεδομένου ότι το Σύνταγμα βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας της έννομης τάξης, παρέπεται ότι αν γίνει με νόμο κάποια δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση σε όφελος ορισμένης κατηγορίας προσώπων και αποκλεισθεί από την τέτοια ειδική ρύθμιση, με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευμενούς μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή διάκριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική και τα δικαστήρια οφείλουν να μην την εφαρμόσουν (άρθρα 87 παρ.2 και 120 Συντάγματος) Τα άνω, για μεγαλύτερο λόγο έχουν εφαρμογή επί αδικαιολόγητης ιδιαίτερα ευμενούς πχ ιεραρχικής εξέλιξης κατηγορίας υπαξκών σε σχέση με άλλη κατηγορία υπαξκών, εχόντων τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, παρεχόντων τις υπηρεσίες τους κάτω από τις ίδιες νομικές και πραγματικές συνθήκες, για την οποία μάλιστα προβλέπετο μεγαλύτερη σε βαθμό υπηρεσιακή εξέλιξη. Το άρθρο 4 παρ. 2 και το 116 παρ. 2 του Συντάγματος διακελεύουν : - άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος «Οι Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» - 116 παρ. 2 του Συντάγματος «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για τους σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Με τις διατάξεις αυτές, που αποτελούν ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των σχέσεων και των δύο φύλων, αφ' ενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου επί μέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι της Πολιτείας, με βάση την διαφορά του φύλου, αφ' ετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη ατομική κίνηση ή δράση ή την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Η Αρχή της Ισότητας που επιτάσσει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεσμεύει τόσο την διοίκηση κατά την υπ’ αυτής θέσπιση κανονιστικών διατάξεων, όσο και τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των υπό τις αυτές συνθήκες τελούντων προσώπων. Νομοθετική ρύθμιση που στερεί αυθαιρέτως από ορισμένη κατηγορία διοικουμένων ευεργετικό μέτρο, πρέπει να αναγνωριστεί και υπέρ των διοικουμένων που ζουν και εργάζονται κάτω από τις ίδιες νομικές και πραγματικές συνθήκες, οι οποίοι παρελήφθησαν από τη ρύθμιση, καθότι η αποκατάσταση της ισότητας επιβάλλει την επέκταση αυτή, ώστε να εκλείψει η άνιση μεταχείριση. Η αρχή της ισότητας επιτάσσει την θέσπιση γενικών και απρόσωπων κανόνων και απαγορεύει τις αυθαίρετες διακρίσεις και την διαφορετική αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων δια και ενώπιον του νόμου Η αρχή της ισότητας, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας είναι η κατάργηση-εξάλειψη των διακρίσεων, ήταν αναμενόμενο να τύχει ιδιαίτερης εφαρμογής στις εργασιακές σχέσεις και ειδικότερα στους τομείς της εργασίας , της απασχόλησης και των αμοιβών των εργαζομένων. Η θέσπιση της εν λόγω αρχής επιβάλει αφενός την απαγόρευση και εξάλειψη κάθε διάκρισης στην πρόσβαση σε όλους τους κλάδους και τις βαθμίδες απασχόλησης και την επαγγελματική και ιεραρχική εξέλιξη και σταδιοδρομία κάθε προσώπου στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο και αφετέρου τη λήψη μέτρων που αποβλέπουν στην προώθηση της θεσμικής ισότητας στην πράξη. Τα Συνταγματικά δικαιώματα αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία του Κράτους Δικαίου. Οριοθετούν την κρατική εξουσία και την υποτάσσουν στις Συνταγματικές Επιταγές που είναι κανόνες υπερκείμενης τυπικής ισχύος, που δεσμεύουν και τον κοινή νομοθέτη. Από τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων που παρέχουν στον ίδιο εργοδότη ίδια εργασία (Α.Π. 1666/2001, ΑΠ 635/93, ΑΠ 211/1992). Η Συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει μόνο την άνιση μεταχείριση μεμονωμένων εργαζομένων αλλά, και την άνιση μεταχείριση κατηγοριών εργαζομένων. Η υποχρέωση των πολιτειακών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των Συνταγματικών δικαιωμάτων επιτάσσεται με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο διακελεύει: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.» για τους ΕΜΘ Με το Ν. 3883/2010 ρυθμίστηκε το θέμα της μονιμότητας και με το Ν. 3865/2010 ρυθμίστηκαν αποτελεσματικά τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Με τον Ν.3257/2004, υπήρξε διευθέτηση των εργασιακών - βαθμολογικών θεμάτων των γυναικών ΕΜΘ του Ν.705/1977. Παρά ταύτα, η βαθμολογική εξέλιξη των ΕΜΘ των Ν.1513/1985 και Ν.1848/1989 δε διευθετήθηκε. Βασικό αίτημά τους ήταν και είναι η βαθμολογική εξέλιξή τους όπως των εθελοντριών του Ν.705/1977 και των εθελοντών συνάδελφων τους που έχουν ήδη μονιμοποιηθεί. Δε ζητούν τη βαθμολογική εξομοίωσή τους με τα στελέχη αποφοίτους ΑΣΣΥ. Η Αρχή της Ισότητας που επιτάσσει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεσμεύει τόσο την διοίκηση όσο και τον κοινό νομοθέτη, και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των υπό τις αυτές συνθήκες τελούντων προσώπων. Το παραπάνω αίτημα αποτελεί αποκλειστικά ηθικό και ουδόλως οικονομικό ζήτημα, καθότι οι ΕΜΘ απολαμβάνουν κανονικά τη μισθολογική εξέλιξη που προβλέπεται με βάση τα έτη υπηρεσίας, κι όχι με βάση το φερόμενο βαθμό. Τέλος, κατόπιν των επανειλημμένων υποσχέσεωννα διευθετηθεί το ζήτημα, αφού άπαντες έχουν παραδεχθεί ότι υφίσταται καταφανής αδικία έναντι των ΕΜΘ των Ν.1513/1985 και Ν.1848/1989 αναφορικά με τη βαθμολογική τους εξέλιξη, αλλά και κατόπιν δημοσιευμάτων που αναφέρουν πως οι ενστάσεις για την άρση της αδικίας αυτής προέρχονται από τη στρατιωτική ηγεσία, γεγονός που αν ισχύει αντίκειται σφόδρα στον σκληρό πυρήνα του στρατιωτικού πνεύματος και ηθικής για δίκαιη μεταχείριση των στελεχών, δε δόθηκαν πειστικές απαντήσεις για τη στασιμότητα του ζητήματος, παρά το γεγονός ότι και σε προσφατες συζητήσεις (2014-15) σχεδίων νόμου του ΥΠΕΘΑ, κατατέθηκε τροπολογία με όμοιο με το θέμα της παρούσης περιεχόμενο, η οποία δεν έγινε δεκτή. ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΚΑΛΑ