• Σχόλιο του χρήστη 'Ευάγγελος Κώστας' | 13 Ιανουαρίου 2010, 13:54

    Πρόστιμα και πρόσθετοι φόροι. Το σύστημα εξοντωτικών προστίμων και πρόσθετων φόρων είναι εντελώς εσφαλμένο και αναποτελεσματικό , ενώ παράλληλα δεν επιτελεί ούτε το ρόλο της γενικής πρόληψης (όπως αποδεικνύεται π.χ. από την έξαρση του φαινομένου της έκδοσης και λήψης πλαστών - εικονικών φορολογικών στοιχείων). Άλλωστε ήδη στο επίπεδο του ΣτΕ ,με τις με αριθμό 3370 και 3768/2008 αποφάσεις, διατυπώνεται η γνώμη ότι το σύστημα επιβολής πρόσθετων φόρων και προστίμων των άρθρων 1,2 και 5 του Ν. 2523/1997 (που συχνά αποτελούν δυσβάσταχτες κυρώσεις) αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος – Κοινοτικό Δίκαιο) , καθώς και στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος , στο βαθμό που δεν παρέχει στη διοίκηση και στη συνέχεια στα Διοικητικά Δικαστήρια τη δυνατότητα επιμέτρησης του ύψους της κύρωσης λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις. Αποτελεσματικότερο θα ήταν ένα λογικότερο σύστημα κυρώσεων με την επιβολή ποσών ,που θα είχε τη δυνατότητα να πληρώσει ο φορολογούμενος και να εισπράξει πραγματικά το Δημόσιο. Οι υπερβολικά αυστηρές οικονομικές κυρώσεις με τον καταλογισμό υπέρογκων ποσών ,που δεν πρόκειται ποτέ να εισπραχθούν, αποδείχθηκαν αλυσιτελείς. Φορολογικοί έλεγχοι - εξωλογιστικός προσδιορισμός. Το φορολογικό σύστημα πρέπει να λειτουργεί κυρίως προληπτικά. Σ' εμάς συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Μάλιστα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο φορολογικός έλεγχος διενεργείται καθυστερημένα ,μετά την παρέλευση αρκετών ετών από τα ελεγχόμενα έτη.Η πρακτική αυτή σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα αυξημένη τυπικότητα και τυπολατρεία του φορολογικού συστήματος,οδηγεί σε ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα και δεν συντελεί στην δημιουργία φορολογικής συνείδησης, ενώ μειώνει αισθητά και την πιθανότητα είσπραξης των φόρων που καταλογίζονται. Είναι συχνό το φαινόμενο να υφίστανται όψιμο έλεγχο επιχειρήσεις, που δεν υφίστανται πια κατά το χρόνο ελέγχου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ελέγχου, να ακολουθεί εξωλογιστικός προσδιορισμός , επιβολή πρόσθετων φόρων (με ποσά πολλαπλάσια του φόρου, λόγω της παρόδου πολλών ετών)και προστίμων.Όταν η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν έχει πλέον παραγωγική βάση και δεν λειτουργεί, είναι απίθανο να είναι σε θέση να ανταποκριθεί και στις όποιες φορολογικές υποχρεώσεις της, γι' αυτό και δεν θα πρέπει να νοείται διενέργεια φορολογικού ελέγχου (έστω δειγματοληπτικά) , μετά την πάροδο διετίας από κάθε ελεγχόμενη χρήση. Είναι άδικη η πρόβλεψη για την εφαρμογή συντελεστή καθαρού κέρδους ,σε περίπτωση εξωλογιστικού προσδιορισμού, χωρίς ο φορολογούμενος να έχει τη δυνατότητα ανταπόδειξης του πραγματικού συντελεστή καθαρού του κέρδους (τέτοια δυνατότητα προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις ανώτερης βίας). Άρθρο 14 του Ν. 2523/1997. Το σύστημα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου χρειάζεται αναθεώρηση, καθώς συνιστά στην πραγματικότητα σύστημα προληπτικών κυρώσεων και όχι διασφάλιση, βλάπτει δε και τα συμφέροντα του ίδιου του Δημοσίου.Η προληπτική απαγόρευση μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας είναι απολύτως κατανοητή. Ωστόσο ιδιαίτερο πρόβλημα δημιουργείται με τις σχέσεις του φορολογούμενου με το τραπεζικό σύστημα: α)Λόγω της σύγχισης στην εφαρμογή του μέτρου δέσμευσης του 50% των τραπεζικών λογαριασμών, πολλές τράπεζες δεσμεύουν ακόμη και το 50% στους λογαριασμούς που εξυπηρετούν την εξόφληση στεγαστικών ή άλλων δανείων, με αποτέλεσμα ο δανειολήπτης να πρέπει να καταβάλει διπλή δόση στο δάνειό του (ώστε να δεσμεύεται το 50% και το λοιπό να εξυπηρετεί το δάνειο), β)Οι τράπεζες σταματούν τη χρηματοδότηση στις δρώσες επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα δεσμεύεται και το 50% των ποσών που κατατίθενται στους λογαριασμούς όψεώς τους. Έτσι ο φορολούμενος ιδιώτης ή επιχείρηση που έχει ασκήσει προσφυγή (που χωρίς ευθύνη του δικάζεται από τα Διοικητικά Δικαστήρια πέντε έτη μετά), μπορεί στο μεταξύ να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία ή δε επιχείρηση αδυνατεί να συνεχίσει τη νόμιμη λειτουργία της. Αυτό βλάπτει ακόμη και τα εισπρακτικά συμφέροντα του Δημοσίου, διότι ελπίδα είσπραξης υφίσταται μόνο , αν η επιχείρηση διαθέτει παραγωγική βάση. Οι επιχειρήσεις "σφραγίδες" με μόνη δραστηριότητα την έκδοση εικονικών ή πλαστών στοιχείων είτε χρησιμοποιούν παρένθετα πρόσωπα , είτε δεν σχετίζονται με το τραπεζικό σύστημα, οπότε οι αυστηρές προληπτικές κυρώσεις δεν πλήττουν τελικά αυτούς που θα έπρεπε. Η συχνή ακύρωση των ακύρωση των πράξεων επιβολής φόρων από τα Διοικητικά Δικαστήρια - δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου. Όποιος παρακολουθεί τη νομολογία των δικαστηρίων στις φορολογικές υποθέσεις , αντιλαμβάνεται ευχερώς ότι μεγάλος αριθμός καταλογιστικών πράξεων των φορολογικών αρχών ακυρώνεται λόγω τυπικών ή ουσιαστικών σφαλμάτων είτε κατά την ελεγκτική διαδικασία , είτε κατά τον προσδιορισμό και καταλογισμό των φόρων, προστίμων, κλπ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επιβολή ενιαίου προστίμου για τη λήψη και καταχώρηση εικονικών στοιχείων (ακόμη και σήμερα, παρά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, εκδίδονται τέτοιες πράξεις), η μη τήρηση της διαδικασίας προηγούμενης ακρόασης, παραλείψεις κατά τη διαδικασία κατάσχεσης επίσημων ή ανεπίσημων βιβλίων και στοιχείων κλπ. Ακόμη κι όταν τα δικαστήρια διατάζουν την επανάληψη της διαδικασίας (για τη διόρθωση των σφαλμάτων) η βλάβη στο Δημόσιο έχει επέλθει, καθώς συνήθως έχουν περάσει 5 έτη μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, ακολουθεί η επανέκδοση της καταλογιστικής πράξης και νέα προσφυγή που θα δικαστεί πρωτόδικα σε άλλα 5 έτη και επομένως το Δημόσιο θα μπορεί τελικά να εισπράξει την όποια απαίτησή του μετά την πάροδο 10-15 ετών. Περαιτέρω οι Δ.Ο.Υ. παρίστανται στα πρωτοβάθμια δικαστήρια με κάποιον υπάλληλό τους , ενώ οι εφέσεις που ασκεί το Δημόσιο στις φορολογικές διαφορές συντάσσονται από τον προιστάμενο της Δ.Ο.Υ. (με τη συνδρομή του δικαστικού τμήματος). Εκτός από τη συνεχή ενημέρωση των ελεγκτικών και άλλων οργάνων , παραγωγική λύση θα αποτελούσε (για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων μέσω του νομικού αυτοελέγχου) η σύσταση σε κάθε Δ.Ο.Υ. αυτοτελούς νομικής υπηρεσίας με την απασχόληση (αμειβόμενων κατ' αποκοπή) και εν ενεργεία δικηγόρων με εξειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο (ή και με την αύξηση του αριθμού των μόνιμων δικαστικών αντιπροσώπων του Δημοσίου και την κατανομή τους σε κάθε Δ.Ο.Υ.). Το δικαστικό τμήμα κάθε Δ.Ο.Υ. μπορεί να στελεχώνεται μεν και από υπαλλήλους ,που είναι απόφοιτοι νομικής σχολής, ωστόσο ο ενεργός δικηγόρος (και τέτοιος είναι και ο δικαστικός αντιπρόσωπος του Δημοσίου) θα είναι αποτελεσματικότερος τόσο προληπτικά (με την παροχή γνωμοδοτήσεων-συμβουλών), όσο και κατασταλτικά (με τον πληρέστερο δικαστικό χειρισμό των υποθέσεων). Πλήρης αναμόρφωση του συστήματος. Χειρίζομαι υπόθεση ,όπου για τη μη καταβολή φόρου εισοδήματος 500,00 ευρώ καταλογίστηκε με εξωλογιστικό προσδιορισμό φόρος εισοδήματος και πρόσθετος φόρος 300.000,00 ευρώ. Ο φορολογούμενος αυτός δεν θα αποκτήσει ποτέ φορολογική συνείδηση, είναι δε πιθανότερο να προτιμήσει να μεταναστεύσει από το να καταβάλει στο Δημόσιο την παραπάνω οφειλή του. Το Δημόσιο από την πλευρά του θα καταγράφει με υπερηφάνεια στο ενεργητικό του την βεβαίωση 300.000,00 ευρώ ,αλλά δεν θα εισπράξει ποτέ. Απαιτείται πλήρης εξορθολογισμός του συστήματος με έμφαση στην πρόληψη και ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης.