• Σχόλιο του χρήστη 'Νικόλαος Ρομπότης' | 16 Ιανουαρίου 2010, 05:42

    Εντιμότατοι. Το παρόν σχόλιο διατυπώνουμε εκπροσωπώντας την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Θεωρούμε σκόπιμο να θέσουμε υπ όψιν του Υπουργείου και κάθε άλλου αρμόδιου την εξής πολύ σοβαρή παρατήρηση: Από τα δημοσιοποιηθέντα προκαταρκτικά κείμενα για το υπό επεξεργασία νέο φορολογικό σύστημα διαπιστώνουμε και πάλι την απουσία ειδικής διάταξης για το Άγιον Όρος, το οποίο μοιάζει να συμπαρασύρεται και να εξομοιώνεται με τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, όπως εσφαλμένα έγινε και στους προηγούμενους νόμους 3634/2008 και 3808/2009, πράγμα που, όπως θα εξηγήσουμε, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πλημμελής νομοτεχνική επεξεργασία. Το Άγιον Όρος διέπεται από ειδικό καθεστώς, κατοχυρωμένο συνταγματικά. Συγκεκριμένα με το άρθρο 105 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Το Άγιον Όρος είναι σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους», καθώς και ότι «με νόμο καθορίζονται τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους». Δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνεται ειδικά το καθεστώς της αγιορειτικής αυτοδιοίκησης (μοναδική εξαίρεση στο διοικητικό σύστημα της χώρας), ενώ υφίσταται ειδική πρόβλεψη για τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους και εξουσιοδοτείται ο κοινός νομοθέτης για τη σχετική ρύθμιση. Το γεγονός ότι η ρύθμιση για την έκταση και το είδος των πλεονεκτημάτων επιβάλλεται να επιχειρείται με ειδικό νόμο προκύπτει κατ' αρχήν από το στοιχείο της ειδικότητας (εξαιρετικότητας) της συνταγματικής κατοχύρωσης του αγιορειτικού καθεστώτος αλλά και περαιτέρω από το στοιχείο της ειδικότητας (εξαιρετικότητας) της πρόβλεψης περί των τοιούτων πλεονεκτημάτων. Η "ειδικότης" της προστασίας του αγιορειτικού καθεστώτος καθ' όλου, αλλά και η ειδικότης της ρύθμισης των πλεονεκτημάτων, προδήλως ελήφθησαν υπόψη κατά την διατύπωση της Κοινής Δήλωσης περί Αγίου Όρους που περιλήφθηκε στη τελική πράξη προσχωρήσεως της Ελλάδος στην (ήδη) Ευρωπαϊκή Ένωση της 29.5.1979, με την οποία η Ε.Ε. αναλαμβάνει τη δέσμευση να «λαμβάνει υπόψιν το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους κατά την εφαρμογή και περαιτέρω επεξεργασία των διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου, ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές απαλλαγές». Αλλά επίσης οι μέχρι τώρα ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας, πάντοτε ειδικές, οδηγούν άνευ ετέρου στο ίδιο συμπέρασμα. Μάλιστα σε συγκεκριμένα νομοθετήματα γίνεται ρητή μνεία για καθορισμό φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων «με ειδική συμφωνία μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και της Ιεράς Κοινότητος» (Ν. Δ/γμα 10/16.9.1926 άρθρο 2, παρ. α και παρ. β εδ. 3, βλ. και ΑΝ 2725/1940 κλπ). Δέν θα ήταν λοιπόν νομοτεχνικά ορθό και θα έκειτο εκτός του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αν επεχειρείτο ρύθμιση των θεμάτων των αφορώντων στα ως άνω πλειονεκτήματα με γενικές διατάξεις φορολογικού κ.λπ. δικαίου. Και μάλιστα χωρίς καν τη συζήτηση, αν όχι τη συναίνεση, της Ιεράς Κοινότητος. Επίσης με κανένα τρόπο δεν ευσταθεί να εξομοιώνεται το Άγιον Όρος με τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, όπως π.χ. την Εκκλησία της Ελλάδος. Πρώτον γιατί το Σύνταγμα ή ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος ουδεμία ποιούνται μνεία για τέτοια προνόμια αυτών των νομικών προσώπων. Και δεύτερον γιατί το Δημόσιο δεν καταβάλλει μισθοδοσία για τους μοναχούς του Αγίου Όρους όπως για τους λοιπούς κληρικούς. Σε αυτή τη συνάφεια να τονίσουμε και ότι το Δημόσιο δεν καταβάλλει επίσης κονδύλια για την αυτοδιοίκηση του Αγίου Όρους, όπως για τους Δήμους, τις Νομαρχίες και τις Περιφέρειες, και οι αντίστοιχες λειτουργικές δαπάνες για την περιοχή της Αθωνικής Χερσονήσου (καθαριότης, δρόμοι, απορρίμματα, λύματα κ.ο.κ.) βαρύνουν την Ιερά Κοινότητα και τις Ιερές Μονές. Είναι λοιπόν απαραίτητη ειδική ρύθμιση, που θα προκύψει από ειδική συζήτηση, στην οποία θα εξετασθούν όλα τα ειδικά θέματα τόσο από τυπικής και νομοτεχνικής πλευράς όσο και από ουσιαστικής, δηλ. να συνεκτιμηθούν οι λόγοι για τους οποίους θεσπίσθηκαν συγκεκριμένες απαλλαγές και αν το Δημόσιο θα έχει κέρδος ή ζημία από την τυχόν κατάργησή τους. Έτσι στο τέλος να συμφωνηθούν διατάξεις με κριτήριο το αίσθημα δικαίου, αλλά και ευθύνης απέναντι στο Γένος και την ιστορία του, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά σημεία: • Η Πολιτεία καλείται να αναλογισθεί και να αναλάβει τις ευθύνες της τόσο απένταντι στις διεθνείς συνθήκες, βάσει των οποίων ανέλαβε την κυριαρχία του Αγίου Όρους, με δέσμευση για διατήρηση του προνομιακού καθεστώτος του, όσο και απέναντι στις αντίστοιχες Συνταγματικές επιταγές και δεσμεύσεις. Καλείται επίσης να δίνει απαντήσεις για το πώς ακριβώς εφαρμόζει αυτές τις δεσμεύσεις και τί απομένει μετά τις αλλεπάλληλες καταργήσεις. • Η Πολιτεία καλείται να υπολογίσει τα τεράστια ποσά που εξοικονομεί από το Άγιον Όρος, τα οποία συνιστούν διαρκείς εισφορές πολλαπλάσιες των απαλλαγών. Αναφερθήκαμε ήδη στις δαπάνες αυτοδιοίκησης, αλλά και στην άμισθη προσφορά εργασίας δια βίου από τους αγιορείτες μοναχούς όχι μόνο στους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής και λατρείας, αλλά και ως φύλακες μνημείων, κειμηλίων, αρχαιοτήτων, κτιρίων, δασών, περιβάλλοντος κλπ, καλλιεργητές, μεταφορείς, ξενοδόχοι, μάγειροι, καθαριστές, συντηρητές κ.ο.κ. • Για όλους τους παραπάνω λόγους το Άγιον Όρος έχει τρόπον τινά τη «δική του οικονομία» που λειτουργεί παράλληλα με αυτή του δημοσίου. Γιαυτό και είναι εύλογη η εξαίρεσή του από διάφορες φορολογίες προς το δημόσιο. Να σημειώσουμε μάλιστα ότι στο ειδικό καθεστώς του προβλέπονται και εισφορές προς το Κοινό Ταμείο (άρθρα 36 και 137 Καταστατικού Χάρτη Αγίου Όρους) ως εσωτερική φορολογία, που προϋποθέτει τη μη διπλή υπαγωγή και σε δημόσιες εισφορές. • Η διατήρηση ακμαίου του αγιορειτικού βίου συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη εν γένει της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα αυτής των ομόρων κοινωνιών, καθώς η εκτέλεση έργων, η απασχόληση εργαζομένων, η κίνηση ημεδαπών και αλλοδαπών κλπ αποτελούν την ίδια τη ζωή της πέριξ κοινωνίας, ενώ παράλληλα σημαίνουν και αγοραστική κίνηση και έσοδα για όλη τη χώρα, μάλιστα και εισαγωγή συναλλάγματος, οπότε το κέρδος της ελληνικής Πολιτείας θα ήταν πολύ μικρότερο με την εφαρμογή ανασταλτικών φορολογιών και την ανακοπή του αγιορειτικού κύκλου ζωής. Γιαυτό το κράτος πρέπει να συνεκτιμά τον πραγματικό αντίκτυπο των μέτρων που λαμβάνει στην αγιορειτική ζωή, όταν μάλιστα ληφθεί υπόψιν η πληγωμένη οικονομία των περισσοτέρων μονών (οι κατά καιρούς επιτηδευμένα ακουόμενοι μεγάλοι αριθμοί αποτελούν εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα), ειδικά μετά από την απαλλοτρίωση 1.200.000 στρεμμάτων γης των μετοχίων τους χωρίς αποζημιώσεις για την εγκατάσταση προσφύγων μετά το 1924. • Η οικονομική αυτάρκεια των Ιερών Μονών είναι απαραίτητη και για την πνευματική ισορροπία του Αγίου Όρους και τη διατήρηση του κοινοβιακού συστήματος. Η ιστορία διδάσκει ότι ο οικονομικός μαρασμός οδήγησαν σε εκπτώσεις του πνευματικού βίου (όπως λ.χ. το ιδιόρρυθμο σύστημα), πράγμα για το οποίο κανείς δεν θα επαινέσει ούτε το Άγιον Όρος ούτε την Ελληνική Πολιτεία. Γενικά η αντιμετώπιση των θεμάτων του Αγίου Όρους χρειάζεται ψυγχραιμία και βαθειά εξέταση, πράγματα για τα οποία ομολογουμένως δεν βοηθεί η συγκυρία εσπευσμένων νομοθετικών ρυθμίσεων για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Κατακλείοντας σημειώνουμε επιγραμματικά ότι η ελάχιστη υποχρέωση της Πολιτείας είναι να περιλάβει ειδική ρύθμιση για το Άγιον Όρος, που θα προκύψει από ειδικό διάλογο με το ίδιο, καθώς άλλωστε σήμερα ο διάλογος θεωρείται δεδομένος και για κάθε άλλο φορέα. Ευχαριστούμε Ειδικά εξουσιοδοτημένος από την Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Νικόλαος Ρομπότης Δικηγόρος Θεσσαλονίκης Νομικός Σύμβουλος Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους