• Σχόλιο του χρήστη 'ΛΑΓΩΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΣ' | 12 Σεπτεμβρίου 2010, 23:55

    ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΝΙΚΟΥ ΛΑΓΩΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΥ/ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ Η διαβούλευση είναι στην τελευταία της ημέρα και μόνο επί μέρους πορίσματα μπορούν να εξαχθούν και όχι συνολικά συμπεράσματα. Πόρισμα είναι η καταγραφή των αποτελεσμάτων μιας διαδικασίας που διεξάγεται με σκοπό την έρευνα. Συμπέρασμα είναι μια διατυπωμένη ξεκάθαρα και λογικά αιτιολογημένη άποψη που μπορεί ν’ αποτελέσει γνώμονα για περαιτέρω δράση. Το συνολικό συμπέρασμα καλούνται να διατυπώσουν οι νομοθέτες σε κείμενο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή και θα αποτελέσει το κανονιστικό πλαίσιο για τις ενέργειες και τη συμπεριφορά όλων μας – είτε είμαστε επιχειρηματίες του χώρου, είτε επαγγελματίες, είτε χομπίστες είτε… τουρίστες. Το αν θα καταφέρουν οι νομοθέτες να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα για το τί θέλει ο κόσμος, είναι δύσκολο να απαντηθεί. Μια προσεκτική ανάγνωση των απόψεων που διατυπώθηκαν δείχνει πως πέραν των διχογνωμιών που προκύπτουν από την ίδια τη φύση του θέματος, υπάρχει μια ιδιαίτερα άνιση κατανομή του ενδιαφέροντος στα επί μέρους ζητήματα. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε (δεν ξέρω αν προσπάθησε) να διαχωρίσει τα κύρια ζητήματα από τα δευτερεύοντα. Ετσι είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να πούμε πως αν κάποιος διαβάσει όλα τα αναρτημένα σχόλια θα λάβει και το μήνυμα που ο κόσμος θέλει να στείλει. Αυτό συμβαίνει για μια σειρά από λόγους: 1. Κατ’ αρχήν η ίδια η κυβέρνηση έχει ευθύνη για τη μικρή συμμετοχή των πολιτών αλλά και των εμπλεκομένων φορέων στις διαδικασίες της διαβούλευσης. Η διαβούλευση δεν έπρεπε να κοινοποιηθεί απλώς αλλά να … «διαφημιστεί» κατάλληλα ώστε να προσελκύσει τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή. 2. Επίσης εσφαλμένη - κατά την άποψη μου - είναι η κατεύθυνση που από την εισαγωγή ακόμα η κυβέρνηση δίνει για τον εντοπισμό των προβλημάτων. Εξ’ αρχής η ανεξέλεγκτη αγορά τυχερών παιχνιδιών αναφέρεται ως πρόβλημα της «Ελληνικής Οικονομίας» και όχι της κοινωνίας με την οποία συνδέεται παρακάτω όπου αναφέρονται … «περαιτέρω οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις» που πάλι συνδέονται με το (οικονομικό πάλι) θέμα της «απώλειας σημαντικών πόρων από τα νοικοκυριά». Δηλαδή αν κέρδιζαν οι παίκτες δεν θα χρειαζόταν να προβεί η κυβέρνηση σε νομοθετική παρέμβαση? Η μήπως δεν θα ήταν απαραίτητη η ρύθμιση αν δεν «έτρεχε» το πρόστιμο για τα φρουτάκια? Το ρωτάμε αυτό γιατί το εισαγωγικό κείμενο παρουσιάζει ως μοναδικό κίνητρο της πρωτοβουλίας τη διαμορφωμένη οικονομική κατάσταση και μόνον. Δεν υπάρχει δηλαδή πουθενά αναφορά σε νέες τεχνολογικές συνθήκες και νέες κοινωνικές ανάγκες που καθιστούν τη νομοθέτηση απαραίτητη. Και μη βιαστεί κανείς να μας πει ότι δήθεν «εννοούνται» αυτά γιατί μιλάμε για εισαγωγή. Τίποτε δεν εννοείται στην εισαγωγή ενός κειμένου. Αντιθέτως στην εισαγωγή οι γράφοντες συνήθως γράφουν αυτά που οι ίδιοι νοούν και μετέπειτα τα εξηγούν για να τα εννοήσουν όσοι τα διαβάζουν. Σε προσωπικό επίπεδο, η εισαγωγή στη διαβούλευση μου δίνει την εντύπωση ότι η κυβέρνηση νοεί το εξής: «Κύριοι έχουμε μια κατάσταση που δεν αρέσει στην Ευρώπη και δεχόμαστε πιέσεις που έχουν οικονομικές επιπτώσεις. Βοηθείστε να φτιάξουμε κάτι που να αρέσει στην ΕΕ αλλά να είναι και βιώσιμο στην Ελλάδα». Δεν είναι κακό να το ζητάει αυτό μια κυβέρνηση αλλά δεν είναι σοβαρό να απομονώνεται το οικονομικό κομμάτι από όλο αυτό που αντιπροσωπεύει ο τζόγος στη χώρα μας. «Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα καβγά» μας θυμίζει ο δρόμος του αείμνηστου Μάνου, «στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει» λέει ο Σαββόπουλος και όλη η μεταπολεμική Ελλάδα τραγουδάει το … «ρίξε μια ζαριά καλή». Εν ολίγοις, θεωρώ πως ο κόσμος που συμμετείχε στη διαβούλευση αποπροσανατολίστηκε από τα βασικά σημεία του θέματος. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με θέματα οικονομικά που αφορούσαν είτε στα κρατικά έσοδα είτε στα οικονομικά συμφέροντα ομάδων και κλάδων. Δεν έγινε δηλαδή σαφές ότι αυτή τη στιγμή το αντικείμενο της διαβούλευσης είναι ουσιαστικά Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ. Οι χαρακτηρισμοί των παιχνιδιών από το 1971 σήμερα δεν επανεξετάζονται αλλά χρησιμοποιούνται ως βάση για το τι θα παίζουν τα παιδιά μας στο μέλλον είτε επίγεια είτε διαδικτυακά!! Ο περισσότερος κόσμος, από αυτούς που συμμετείχαν στη διαβούλευση δεν ασχολήθηκε με το θέμα καθόλου γιατί ήταν μικρής οικονομικής σημασίας… 3. Στις εναλλακτικές λύσεις που αναφέρονται ως υπό εξέταση για τις διαδικασίες της αδειοδότησης του διαδικτυακού στοιχήματος (άρθρο 11) δεν υπάρχει πουθενά μια έστω απλή αναφορά του σκεπτικού κάθε εναλλακτικής επιλογής. Δηλαδή ο απλός πολίτης πρέπει να κάνει γραμματοσυντακτική ανάλυση για να καταλάβει τι ακριβώς πρεσβεύει κάθε επιλογή. Στις επιλογές Α και Β αναφέρεται η «δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς» ενώ στην επιλογή Γ η «λειτουργία της αγοράς». Δύο βασικά θέματα έχουμε εδώ. Πρώτον, αυτός που διαβάζει δεν ξέρει τους λόγους για τους οποίους θα προτιμηθεί (αν προτιμηθεί) η περιορισμένη αδειοδότηση από την απεριόριστη εκχώρηση αδειών. Αντιθέτως αυτό που (κακώς) κατανοεί ο αναγνώστης είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις θα έχουμε μια ανταγωνιστική αγορά, απλώς στη μια υπάρχει δημοπρασία και στην άλλη όχι. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε ότι η διαφορά δεν είναι στη δημοπρασία αλλά αυτή που υπάρχει ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά και το ΟΛΙΓΟΠΩΛΙΟ. Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με την επιλογή Γ. Θεωρώ σίγουρο ότι η επιλογή αυτή βρίσκει σύμφωνους τους πράκτορες του ΟΠΑΠ, χωρίς να το ψάξουν, αλλά αδυνατώ να καταλάβω πως το μονοπώλιο γίνεται «λιγότερο μονοπώλιο» όταν μονοπωλεί περισσότερα προϊόντα! Όπως και στις άλλες δυο επιλογές κι εδώ θα ήταν διαφωτιστικό αν υπήρχε μια σύντομη έστω διατύπωση που να μας λέει τα οφέλη από μια τέτοια επιλογή. Διαφορετικά αυτό που μένει σαν εντύπωση είναι ότι με τις επιλογές Α ή Β θα έχουμε μια ανταγωνιστική αγορά ενώ με την επιλογή Γ απλώς η αγορά θα λειτουργεί. Μπορεί και να είναι η ωμή αλήθεια αλλά αυτό ήθελε να πει η κυβέρνηση? Ηθελε να ρωτήσει αν θέλουμε ανταγωνιστική αγορά ή απλώς αγορά? 4. Ωστόσο σχετικά με το άρθρο 6 που αφορά στα ψυχαγωγικά παιχνίδια πιστεύω ότι η κυβέρνηση έλαβε το μήνυμα καθώς συμφωνώ κι εγώ όπως όλος ο κόσμος ότι δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για περιορισμό ως προς τον αριθμό και την αναλογία μηχανημάτων και πληθυσμού τη στιγμή που εξ’ ορισμού μιλάμε για «αγωγή της ψυχής», αναφερόμενοι στα τεχνικά και ψυχαγωγικά παιχνίδια. Δηλαδή κ.κ. της κυβέρνησης μήπως ετοιμάζετε κανένα νόμο και για τον αριθμό των θεάτρων με βάση τον πληθυσμό? Να ξέρουμε τι λέμε. Για ψυχαγωγία μιλάμε. 5. Στο άρθρο 10 δεν μπορώ να καταλάβω από πού κι ως πού μπορεί να συστεγαστούν τυχερά και ψυχαγωγικά παιχνίδια. Δηλαδή αν μέσα σε μια καφετέρια τα μικτά καταλαμβάνουν το 10 ή το 20 τοις εκατό του χώρου διαφοροποιείται η επικινδυνότητα της πρόσβασης τους από ανηλίκους ή σταματά η προβολή της δραστηριότητας προς τον ανήλικο που δίνει εκεί το ραντεβουδάκι του. Τα καταστήματα που έχουν τυχερά παιχνίδια σύμφωνα με την κοινή λογική θα πρέπει να έχουν αναρτημένη όχι μόνο την απαγόρευση στους ανηλίκους αλλά και μια προειδοποίηση ανάλογη με αυτή που υπάρχει στα τσιγάρα: ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΕΘΙΣΜΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ. Παντού όμως. Και στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ. 6. Κάτι που επίσης θα δυσκολέψει την ερμηνεία των πορισμάτων αυτής της διαβούλευσης είναι η δυσαναλογία που υπάρχει ανάμεσα στις απόψεις που εκφράζονται από επαγγελματικό ενδιαφέρον και αυτές που έχουν αμιγώς επιστημονική προσέγγιση. Η επιστημονική κοινότητα λάμπει δια της απουσίας της σ’ αυτή τη διαβούλευση πιστεύω αναφερόμενος κυρίως στους κοινωνιολόγους , τους ψυχολόγους και τους νομικούς(φωτεινές εξαιρέσεις ο κ. Παπαγερμανός που συν τοις άλλοις με κάλυψε και στα 5 σημεία που έθιξε). Δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν ποιά παιχνίδια είναι τα πλέον εθιστικά , πως κατανέμεται το προβληματικό παιχνίδι ανά φύλο ηλικία κλπ, ούτε καν κάτι θετικό για τη μοίρα των ήδη εθισμένων που θα έπρεπε να είναι ένα πρωτεύον ζήτημα του νομοσχεδίου. Η πρόληψη και η αποκατάσταση των θυμάτων του προβληματικού τζόγου θα έπρεπε να είναι η καρδιά της διαβούλευσης. Ωστόσο , από την πλευρά της κυβέρνησης αλλά και του ΟΠΑΠ πρόσφατα τα στοιχεία ,που απορρέουν από τις όποιες έρευνες διεξάγονται, δημοσιεύονται αποσπασματικά και ποτέ εξ’ ολοκλήρου βάζοντας τόσο τον επιστήμονα όσο και τον απλό επαγγελματία του χώρου σε «δεύτερες σκέψεις». Κακό θα ήταν αν πέρα από τις διαπιστώσεις στα οικονομικά μεγέθη γύρω από το τζόγο είχαμε και μια έρευνα – ενημέρωση από κάποιο κρατικό φορέα ? Δηλαδή το Υπουργείο Οικονομικών δεν μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον ούτε ενός τμήματος κοινωνικών επιστημών ενός Πανεπιστημίου της χώρας? Ο πολίτης της χώρας που θέλει να ενημερωθεί πρέπει να άγεται και να φέρεται από τα αντικρουόμενα αποτελέσματα που παρουσιάζουν οι δημοσκοπήσεις του ΟΠΑΠ , της κίνησης για τον περιορισμό του τζόγου, των bloggers και όποιου άλλου? Είναι παράλογο να ζητάμε μια ανάλυση της παρούσας κατάστασης στην κοινωνική της διάσταση και όχι στη στενά οικονομική της? Η επιστήμη της οικονομίας είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη λογιστική. Το Υπουργείο Οικονομικών τουλάχιστον πρέπει να σέβεται αυτή τη διαφορά. Η προστασία των ανηλίκων , ο εθισμός , η υπερχρέωση, οι απάτες είναι μια επωδός σε όλα σχεδόν τα άρθρα αλλά πουθενά δεν τίθεται το αυτονόητο ερώτημα: « Ποια είναι τα προβλήματα που δημιουργούνται από τα παιχνίδια και πώς μπορεί να τα αντιμετωπίσουμε μέσα από τον νόμο?» Παρ’ όλο που γίνεται η διαπίστωση ότι η ολική απαγόρευση δεν είχε θετικά αποτελέσματα δεν υπάρχει ούτε ένα ερώτημα για το πώς βίωσε αυτά τα αποτελέσματα ο μέσος παίκτης και τι ζημιά είχαμε ως κοινωνία. Διότι ζημιά είχε και έχει το ποδόσφαιρο όταν στην Ισπανία πολλοί χορηγοί φανέλας είναι στοιχηματικές εταιρείες που λειτουργούν και διαδικτυακά την ίδια ώρα που εδώ προσποιούμαστε ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματικός κλάδος δεν υπάρχει καν. Ζημιά είχαν και τα ειδικά έντυπα και η αξιοπιστία του αθλητισμού και οι ιδιοκτήτες internet café και πολλοί άλλοι. Αλλά η μεγαλύτερη ζημιά είναι ότι ο κόσμος δεν ξέρει ποιόν και σε ποιόν να πιστέψει. Ελπίζω να κληθούν να καταθέσουν στη Βουλή κάποιοι ειδικοί όπως γίνεται στις ΗΠΑ εδώ και κάποιους μήνες τώρα ώστε να προωθηθεί η ρύθμιση στο νομοθετικό σώμα. Εστω. Συνοψίζοντας , θεωρώ ότι αυτή η διαβούλευση ήταν μάλλον ακατάληκτη και αυτό οφείλεται στην προχειρότητα του σχεδιασμού της. Ωστόσο, μπορεί να βοηθήσει την κυβέρνηση αν αξιοποιηθεί ως έχει: ως brainstorming. Μια βάση για ένα ουσιαστικό διάλογο που μπορεί να γίνει αν απομονωθούν κάποια θέματα και αν διαχωριστούν τα ζητούμενα και οι επιδιώξεις των επαγγελματικών ομάδων από τα βασικά ζητούμενα της κοινωνίας. Σίγουρα η οικονομική ανάπτυξη είναι ένα από αυτά αλλά δεν έρχεται μόνη της. Θέλει πολίτες που να κατανοούν το ιστορικό περιβάλλον και να το αξιοποιούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ας αναρωτηθούμε απλώς: «Τι μάθαμε για το τζόγο στο σχολείο εμείς και τι θα θέλαμε να μαθαίνουν τα παιδιά μας?» Αν απαντήσουμε σ’ αυτό εμείς, τα παιδιά μας μπορεί να βρουν την άκρη αύριο μεθαύριο. Η νομοθεσία δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα αλλά για να είναι επαρκής πρέπει να βλέπει μπροστά. Τι θέλουμε από τα παιχνίδια στην Ελλάδα πέρα από αυτά τα ολίγα που έχουμε τάξει στο ΔΝΤ. Μήπως θέλουμε τουρισμό? Μήπως θέλουμε να κρατήσουμε τον Ελληνα πιο πολύ στο σπίτι ? Είναι τόσα πολλά και το χειρότερο δεν είναι ότι είναι δύσκολες οι απαντήσεις αλλά ότι δεν ξέρουμε ποιόν να ρωτήσουμε.