• Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, Αξιότιμοι κύριοι Υφυπουργοί, Δια της παρούσης επιστολής θα θέλαμε να σας κάνουμε κοινωνούς των θέσεων του Πανελληνίου Συλλόγου Διπλωματούχων Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών επί του προσχεδίου νόμου «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας. Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση των επαγγελμάτων», επισημαίνοντας το γεγονός ότι ο χρόνος διαβούλευσης για ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο ήταν εξαιρετικά περιορισμένος. 1. ΓΕΝΙΚΑ Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών με τον άστοχο τίτλο που επέλεξε για το νέο νόμο θέτει στην ίδια μοίρα επαγγέλματα που διέπονται από διατάξεις με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και ουσία ως προς την άσκηση αυτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 9 περιπτώσεις που αναφέρονται στο προσχέδιο νόμου ως περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος μόνο η περίπτωση (θ) αντικατοπτρίζει τον σημερινό τρόπο άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού. Και προφανώς η επιβολή υποχρεωτικών κατώτατων αμοιβών για την σύνταξη μιας ιδιωτικής μελέτης υπό ουδεμία έννοια δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως περιορισμός στην πρόσβαση και στην άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού. Μέσω του επιλεγόμενου τίτλου για το νέο νόμο διαστρεβλώνεται σε ότι αφορά την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού η πραγματικότητα και δίνεται η δυνατότητα σε επαγγελματικές ομάδες, χωρίς να έχουν την επιστημονική και τεχνική επάρκεια, να διεκδικούν ρόλο που δεν τον δικαιούνται. Το γεγονός αυτό γίνεται απολύτως εμφανές στα σχόλια της διαβούλευσης, όπου ελάχιστοι τοποθετούνται επί της ουσίας του προσχεδίου νόμου, αλλά αντιθέτως εστιάζουν στην ισοπέδωση του επαγγέλματος του μηχανικού μέσω της παροχής δυνατότητας σύνταξης μελετών από την οιαδήποτε ειδικότητα. Αν το προσχέδιο νόμου φιλοδοξεί να αποτελέσει, μαζί με τα αντίστοιχα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων Τ.Ε.Ι. του Υπουργείου Παιδείας, την κεκρόπορτα που θα επιφέρει την πλήρη ισοπέδωση των τεχνικών επαγγελμάτων είναι προφανές ότι θα μας βρει αντίθετους. Στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στην εισηγητική έκθεση γίνονται αναφορές σε άρθρα του συντάγματος σχετικά με τη διασφάλιση της οικονομικής ελευθερίας, της ελεύθερης λειτουργίας των αγορών, την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά και την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση κάθε συμφωνίας ή πρακτικής με την οποία παράγοντες της αγοράς επιδιώκουν τον περιορισμό του ανταγωνισμού προς ίδιον όφελος και επί βλάβη του κοινού συμφέροντος. Σκοπίμως, όμως, δεν γίνεται αναφορά σε άρθρα του συντάγματος που αφορούν στην υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει την βέλτιστη παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες, την ποιότητα ζωής τους, την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, κ.α. Την τήρηση της υποχρέωσης αυτής το κράτος την έχει αναθέσει ως προς το τεχνικό μέρος στους Έλληνες μηχανικούς, τους μόνους αρμόδιους που θα μπορούσαν να το αναλάβουν και εξ’ αυτού του λόγου προχώρησε και στη θέσπιση συγκεκριμένων αμοιβών, προκειμένου να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη και προσήκουσα εργασία των μηχανικών. Ο λόγος που δεν γίνεται αναφορά της εισηγητικής έκθεσης στα ανωτέρω οφείλεται στην αδυναμία των συντακτών του νόμου να αντικρούσουν το περιεχόμενο της αιτιολογικής έκθεσης του Ν.Δ. 2728/1953 δια του οποίου θεσπίστηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβών. Εν έτη 1953 η αιτιολογική έκθεση ανέφερε ότι «….Εις την πραγματικότητα και από τους εν καλή πίστει συναλλασσόμενους, εφηρμόζοντο πάντοτε τα κατά την παράγραφο 1 καθοριζόμενα ελάχιστα όρια, διότι τα υπό των σχετικών Β. Διαταγμάτων οριζόμενα τοιαύτα, είναι πράγματι τα ελάχιστα απαιτούμενα δι' αμοιβήν άρτιας μελέτης και επιβλέψεως των έργων ενώ (απόκλισις από αυτά) επέτρεπε καταστρατήγησιν των ελαχίστων τούτων ορίων εκ μέρους τινών εργοδοτών, ως και αθέμιτον συναγωνισμόν εις βλάβην της επαγγελματικής στάθμης του Μηχανικού και της ποιότητας των μελετών και των έργων…Είναι γνωστόν άλλωστε, ότι μια κακώς αμειβομένη και κακή μελέτη επιφέρει σπατάλην εις την εκτέλεσιν ενός έργου, ενώ μία καλή καλώς αμειβομένη μελέτη φέρει πολλαπλασίαν οικονομίαν εις τα έργα[.]» Επειδή λοιπόν, ουδείς απ’ τους λόγους που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση του 1953 έχει εκλείψει, γίνεται επιλεκτική παράθεση άρθρων του συντάγματος και αποκρύπτεται από το κοινωνικό σύνολο η πραγματικότητα, ήτοι ότι στην πράξη δεν υπάρχουν ελάχιστες αμοιβές μηχανικών, αλλά τιμές που αντιστοιχούν στις ελάχιστες απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές εκπόνησης μελετών, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η βέλτιστη ποιότητα του έργου, με το μικρότερο δυνατό κόστος κατασκευής, στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Τιμές, που παρότι κάποιοι θέλουν να τις θεωρούν υπερβολικές, ουδόλως ανταποκρίνονται στις διαρκώς αυξανόμενες ποινικές και αστικές ευθύνες του μηχανικού, όπως απορρέουν από το νόμο 2331/1995 και συμπληρώνονται από το νόμο 3212/2003. 2. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ Όταν τοποθετούμαστε επί της σύνταξης μιας οιοσδήποτε μελέτης, είτε αφορά ιδιωτικό είτε δημόσιο έργο, οφείλουμε να εξετάζουμε τις τρεις βασικές παραμέτρους, ήτοι τα επαγγελματικά δικαιώματα, τις προδιαγραφές σύνταξης της μελέτης και την αμοιβή της. Οι παράμετροι αυτοί είναι αλληλένδετοι και οποιαδήποτε απόπειρα μονόπλευρης προσέγγισης του θέματος οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Σήμερα τα επαγγελματικά δικαιώματα σύνταξης ιδιωτικών τοπογραφικών μελετών προκύπτουν κατά κύριο λόγο από το νόμο 4663/1930 περί ασκήσεως του επαγγέλματος του πολιτικού μηχανικού, αρχιτέκτονα και τοπογράφου και από το βασιλικό διάταγμα 769/1972 για τα δικαιώματα των πτυχιούχων πολιτικών υπομηχανικών. Αντίστοιχα, οι προδιαγραφές για τη σύνταξη τοπογραφικών μελετών προκύπτουν από το προεδρικό διάταγμα 696/1974 τμήμα Β,’ άρθρα 108 – 119, όπου υπάρχει ανάλυση τεχνικών προδιαγραφών γεωδαιτικών, τοπογραφικών, κτηματογραφικών και χαρτογραφικών εργασιών. Σε αυτές γίνεται αναφορά στις μεθοδολογίες που πρέπει να ακολουθηθούν, ανάλογα με τις απαιτούμενες ακρίβειες, και στα παραδοτέα. Στα παραδοτέα που υπόκεινται υποχρεωτικώς στις ανωτέρω προδιαγραφές αντιστοιχίζονται και οι αντίστοιχες αμοιβές, όπως αυτές προκύπτουν από το Π.Δ. 696/74 όπως τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 515/89. Με το Β.Δ. 30/31-5-1956 καθορίζεται ότι ο υπολογισμός των ελαχίστων ορίων αμοιβών των μηχανικών γίνεται από το Τ.Ε.Ε. και ότι η είσπραξη της αμοιβής γίνεται μέσω αυτού. Επισημαίνεται ότι το Τ.Ε.Ε. δεν καθορίζει ελάχιστες αμοιβές, αλλά απλώς τις υπολογίζει. Το Τ.Ε.Ε. για πολλά χρόνια δεν ασκούσε αυτή τη δραστηριότητα, ίσως λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε τους «μηχανισμούς» να το πράξει. Πλέον, έχοντας ένα εξελιγμένο μηχανογραφικό σύστημα, εδώ και λίγα χρόνια προέβη σε υπολογισμό των αμοιβών για οικοδομικές άδειες και από το Μάρτιο του 2010 για τη σύνταξη ιδιωτικών τοπογραφικών μελετών. Αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι η ύπαρξη πλήρους αυθαιρεσίας και αναρχίας στον τομέα σύνταξης ιδιωτικών τοπογραφικών μελετών. Οι έχοντες την ευθύνη παραλαβής των τοπογραφικών μελετών δημόσιοι λειτουργοί στις περισσότερες των περιπτώσεων (πολεοδομίες, δασαρχεία, κτηματολόγιο, συμβολαιογράφοι, κτηματικές υπηρεσίες, κ.α.) αποδέχονται την προσκόμιση τοπογραφικών μελετών συνταγμένων και υπογεγραμμένων από μη έχοντες το δικαίωμα επαγγελματίες. Η χρόνια αυτή κατάσταση έχει προκαλέσει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στο χώρο και έχει οδηγήσει στην σύνταξη τοπογραφικών μελετών χαμηλού μεν κόστους, αλλά και χαμηλής ποιότητας. Το αποτέλεσμα αυτό ενισχύεται από την ανυπαρξία ελέγχου τήρησης των προδιαγραφών από τους αρμόδιους φορείς, οι οποίοι παραλαμβάνουν μελέτες αμφιβόλου ποιότητας που έχουν προκύψει από μεθοδολογίες και τεχνικές που δεν διέπονται από τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Σε ότι αφορά τον έλεγχο των αμοιβών, ακόμα και στις περιπτώσεις που γινόταν από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ουδέποτε υπήρχε έλεγχος αντιστοίχησης της αμοιβής με τις προβλεπόμενες από τις προδιαγραφές απαιτήσεις. Χαμένοι από τη σημερινή κατάσταση είναι: 1. Οι Έλληνες πολίτες, που σε πολλές περιπτώσεις στο βωμό του καταρχήν «φτηνού» τοπογραφικού οδηγούνται στην επιλογή επαγγελματιών οι οποίοι, μη έχοντας την τεχνική επάρκεια και την επιστημονική γνώση, τους παραδίδουν διαγράμματα αμφιβόλου ποιότητας ή ελλιπή ως προς το λόγο για τον οποίο συντάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό έχει παρατηρηθεί πλειστάκις το φαινόμενο επανασύνταξης των διαγραμμάτων ή της προσφυγής σε ένδικα μέσα, με συνέπεια την οικονομική αφαίμαξη και την ταλαιπωρία των πολιτών. 2. Οι Διπλωματούχοι Αγρονόμοι Τοπογράφοι Μηχανικοί, που απροστάτευτοι από τον αθέμιτο ανταγωνισμό βλέπουν τα εισοδήματα τους να συρρικνώνονται, αφού, ακολουθώντας τον κώδικα δεοντολογίας και τηρώντας την νομοθεσία ως προς τις προδιαγραφές, απαιτούν ως αμοιβή την αρμόζουσα για την εργασία τους, όταν άλλοι επαγγελματίες κάνουν τεράστιες εκπτώσεις στις αμοιβές εις βάρος της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος. Έτσι, στα πλαίσια της επαγγελματικής και οικονομικής τους επιβίωσης έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο Α.Τ.Μ. να αναγκάζονται να μειώνουν τις τιμές που πρέπει να λαμβάνουν για να μπορέσουν να διεκδικήσουν μέρος της επαγγελματικής «πίτας», η οποία στην πραγματικότητα βάσει του επιστημονικού τους υποβάθρου τους ανήκει. Ειδικότερα, από την περίοδο ισχύος του νέου φορολογικού νόμου (3842/2010), οι Α.Τ.Μ. που εκπονούν ιδιωτικές τοπογραφικές μελέτες, απ’ τη μια αναγκάζονται να δηλώνουν ως κατ’ ελάχιστο εισόδημα την προβλεπόμενη από το σύστημα αμοιβών του Τ.Ε.Ε. αμοιβή και να φορολογούνται βάσει αυτής, ενώ απ΄ την άλλη εισπράττουν πολύ χαμηλότερες αμοιβές, με συνέπεια να υπόκεινται σε περαιτέρω απομείωση των εισοδημάτων τους. Επί της ουσίας λοιπόν, οι κατ’ όνομα ελάχιστες αμοιβές ήταν στην καλύτερη περίπτωση οι μέγιστες. 3. Το ελληνικό δημόσιο, το οποίο έχει τεράστιες απώλειες εσόδων λόγω της ανυπαρξίας ελέγχου των αμοιβών και της συσχέτισής τους με την τήρηση των απαιτούμενων προδιαγραφών. 4. Το ελληνικό κράτος, που λόγω της αδράνειας των ελεγκτικών του μηχανισμών, οδηγείται σε λάθη ως προς τον καθορισμό ορίων αιγιαλού – παραλίας, δασικών εκτάσεων, κ.α., λόγω της μη τήρησης των προδιαγραφών και της σύνταξης τοπογραφικών μελετών από μη έχοντες το δικαίωμα επαγγελματίες. Όπως είναι προφανές για τη σημερινή δυσμενή κατάσταση ουδόλως ευθύνονται οι προκαθορισμένες εκ του νόμου αμοιβές. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υφίσταται από την εφαρμογή των αμοιβών, αλλά από την αδιαφορία του κράτους να εφαρμόσει τους νόμους. Με το προσχέδιο νόμου, έτσι όπως αποσπασματικά πρόκειται να εφαρμοσθεί, δεν θα εξαλειφθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός, αλλά ο συνειδητοποιημένος και επιστημονικά καταρτισμένος Έλληνας μηχανικός. Ταυτοχρόνως η αποσπασματική εφαρμογή δεν θα οδηγήσει μόνο στην έκπτωση των τιμών, αλλά κύρια στην έκπτωση της ποιότητας των μελετών. 3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΑΡΘΡΟΥ 7 - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Σχετικά με τα όσα περιλαμβάνονται ως προτεινόμενες ρυθμίσεις στο άρθρο 7 του προσχεδίου νόμου θα θέλαμε να επισημάνουμε τα εξής: 1)Δεν έχουν εκλείψει οι λόγοι ύπαρξης των ελαχίστων αμοιβών, όπως αυτοί περιγράφονται στην αιτιολογική έκθεση του Ν.Δ. 2728/1953. Το επάγγελμα του Μηχανικού είναι ελευθέριο και βάσει του ορισμού του δεν αποτελεί εμπορική δραστηριότητα ασκούμενη με σκοπό το κέρδος. Κατόπιν τούτου, η άσκησή του δεν μπορεί να διέπεται από τους κανόνες της αγοράς, αλλά από τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Ο λόγος καθορισμού συγκεκριμένων ελαχίστων αμοιβών σχετιζόταν με τη λογική επιλογής απ’ τον πολίτη του μηχανικού βάσει της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και όχι βάσει της έκπτωσης που θα του κάνει. 2)Από την κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών το κράτος αποδεδειγμένα θα απολέσει τεράστια ποσά από τη μείωση του αποδιδόμενου Φ.Π.Α. και από την φορολογία εισοδήματος, δεδομένου ότι δεν διασφαλίζεται ότι θα δηλώνονται τα ποσά που τελικώς θα εισπράττονται. Ειδικότερα στις μέρες μας όπου η πολιτεία προβαίνει σε βίαιες μειώσεις μισθών και συντάξεων στο όνομα της οικονομικής επιβίωσης του κράτους, είναι οξύμωρο να μην λαμβάνεται υπόψη αυτός ο υπαρκτός κίνδυνος φοροδιαφυγής. 3)Δεν είναι δυνατό να γίνεται συζήτηση για κατάργηση των ελαχίστων αμοιβών και να μην τίθεται στο τραπέζι το θέμα της εφαρμογής των προδιαγραφών και της διασφάλισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων, βάσει των εξειδικευμένων γνώσεων που έχει λάβει η κάθε ειδικότητα κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Καμία αποσπασματική λύση δεν μπορεί να διασφαλίσει την ποιότητα των ιδιωτικών μελετών και έργων, την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, του κοινωνικού συνόλου, του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από την εφαρμογή των προδιαγραφών θα προκύψουν και οι τιμές αναφοράς για κάθε εργασία μηχανικού. 4)Κανείς συνδικαλιστικός φορέας δεν μπορεί να εγγυηθεί και να διασφαλίσει τον έλεγχο και την αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού, τον έλεγχο της ποιότητας και των προϋπολογισμών των ιδιωτικών έργων, την ύπαρξη ενός αξιόπιστου συστήματος πληρωμών. Μόνο ένα Ν.Π.Δ.Δ. με τα χαρακτηριστικά που διέπουν το Τ.Ε.Ε. και περιγράφονται στον ιδρυτικό του νόμο μπορεί να διασφαλίσει τα ανωτέρω. Το Τ.Ε.Ε. ως τεχνικός σύμβουλος του κράτους διασφαλίζει την εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας, μέσω του οποίου καθορίζονται οι υποχρεώσεις των μελών του και εγγυάται την ποιοτική και απρόσκοπτη άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον το Τ.Ε.Ε. δύναται και πρέπει να προχωρήσει στη συμπλήρωση του συστήματος αμοιβών με το σύνολο των εργασιών που προβλέπει ο κώδικας ανά μελέτη. Είτε το σύστημα παραμείνει για τον καθορισμό της νόμιμης αμοιβής, είτε, όπως υποστηρίζουμε εμείς, για τον καθορισμό της ελάχιστης, θα πρέπει να ενσωματωθούν σ’ αυτό όλα τα άρθρα της κείμενης νομοθεσίας και να υπάρχει διακριτότητα και έλεγχος ως προς το δικαίωμα εκπόνησης για κάθε κατηγορία μελέτης ιδιωτικού έργου. 5)Ανεξαρτήτως παραμονής ή μη των ελαχίστων αμοιβών, οι φορείς που θα παραλαμβάνουν τις μελέτες ιδιωτικών έργων, πέραν του ελέγχου για το δικαίωμα ή μη σύνταξης της μελέτης και των προδιαγραφών, θα πρέπει να ελέγχουν υποχρεωτικά και την καταβολή της νόμιμης ή συμφωνημένης στο μηχανικό αμοιβής, άλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκπονηθεί η μελέτη και ο μηχανικός να μην λάβει την αμοιβή του. Σε περίπτωση αδυναμίας των φορέων να προβούν στον έλεγχο της καταβολής αμοιβής, τον έλεγχο αυτό μπορεί και πρέπει να αναλάβει το Τ.Ε.Ε. Ειδικότερα για τις περιπτώσεις υποχρεωτικής προσκόμισης τοπογραφικού διαγράμματος για τη σύνταξη δικαιοπραξίας (συμβολαιογραφική πράξη), θα πρέπει να προβλεφθεί από το νόμο ο υποχρεωτικός έλεγχος της αμοιβής του μηχανικού από το συμβολαιογράφο, ως ισχύει και για την καταβολή δικηγορικής αμοιβής. 6)Θα πρέπει να υπάρξει κατ’ αντιστοιχία με τις κατηγορίες μελετών δημοσίων έργων και κατηγοριοποίηση για τις μελέτες ιδιωτικών έργων. 7)Είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό την περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη διαβούλευση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου ΥΠΟ.ΜΕ.ΔΙ. με το Τ.Ε.Ε. και τους κλαδικούς συλλόγους μηχανικών σχετικά με το νέο νόμο μελετών να περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο προσχέδιο άρθρα που αφορούν ένα άλλο νομοσχέδιο. Θα πρέπει από την τελική μορφή του νομοσχεδίου να εκλείψουν οι παρεμβάσεις επί του Ν.3316/2005. 8)Λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων που άπτονται του νόμου και του αντίκτυπου που αυτά έχουν σε ευρείες κοινωνικές ομάδες, είναι αδιανόητο να εξουσιοδοτούνται Υπουργοί με προεδρικά διατάγματα να προσθέτουν κι άλλους περιορισμούς χωρίς να τηρηθεί η κοινοβουλευτική διαδικασία και η διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς. Αξιότιμε κύριε Υπουργέ, Αξιότιμοι κύριοι Υφυπουργοί, Ο κλάδος των Διπλωματούχων Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, έχοντας την επιστημονική γνώση και την τεχνική επάρκεια, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και από κανέναν στο πεδίο άσκησης του επαγγέλματος επί των γνωστικών του αντικειμένων. Ο ανταγωνισμός όταν βασίζεται σε κανόνες που εφαρμόζονται σε ένα περιβάλλον υγιές και αξιοκρατικό μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος τόσο της κοινωνίας, όσο και των επαγγελματικών συνιστωσών. Δημιουργήστε λοιπόν πρώτα τους μηχανισμούς ελέγχου τήρησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων, εφαρμογής των προδιαγραφών, αποτροπής των στρεβλώσεων στην παραγωγή ιδιωτικών έργων και στη συνέχεια μπορείτε να επανέλθετε στο θέμα της κατάργησης των ελαχίστων αμοιβών. Όσο αυτό δεν συμβαίνει εμείς θα απορρίπτουμε επί της αρχής κάθε τέτοια αποσπασματική πρόταση. Άλλωστε είμαστε βέβαιοι ότι, εφόσον διασφαλισθούν τα ανωτέρω, οι τιμές που τελικώς θα διαμορφωθούν στην «αγορά» θα αποδείξουν ότι οι ισχύουσες σήμερα αμοιβές ήταν πραγματικά ελάχιστες.