• Ενώ η συγκεκριμένη μέθοδος φορολόγησης μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή για το διαδικτυακό στοίχημα ή για άλλα τυχερά παίγνια (πέραν του πόκερ), κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει για το πόκερ. Τούτο, διότι ένα πάροχος πόκερ εισπράττει την προμήθεια (το γνωστό ως “rake”), η οποία συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10% του ποσού που παίζεται σε ένα pot (χρήματα γύρου) ανά παρτίδα. Δεδομένου ότι σε μια παρτίδα πόκερ, ο πάροχος δεν παίζει, κατ΄ ουσίαν, κατά των παικτών (όπως συμβαίνει στο στοίχημα ή σε άλλα παίγνια τύπου καζίνο, όπως λχ στη ρουλέτα), το rake λειτουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ως «προμήθεια λειτουργίας», για τον πάροχο που οργανώνει και προσφέρει το παιχνίδι (η οποία προμήθεια καλύπτει, κατά βάση, το κόστος λειτουργίας του πόκερ, όπως λ.χ. το κόστος λογισμικού, προσωπικού κλπ). Με αυτά τα δεδομένα, η φορολόγηση του κύκλου εργασιών με ποσοστό 6% θα καθιστούσε την εν λόγω δραστηριότητα ως μη βιώσιμη οικονομικά – επιχειρηματικά. Το rake που εισπράττεται από τους παρόχους πόκερ συνήθως έχει ένα ανώτατο όριο ανά παρτίδα, κάτι που σημαίνει ότι, θεσπίζοντας συγκεκριμένο ποσοστό φορολόγησης των συνολικών ποσών που παίζονται, ειδικά σε παρτίδες όπου τα συνολικά χρήματα που παίζονται είναι σημαντικά, υπάρχει σαφής κίνδυνος όπως το ποσό του φόρου υπερβαίνει τελικά το συνολικό έσοδο του παρόχου. Αν, πάλι, ένας πάροχος αποφασίσει να αυξήσει το rake, προκειμένου να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το προτεινόμενο ποσοστό φορολόγησης (6%), αυτό θα άλλαζε παντελώς την ουσία του παιχνιδιού, καθώς το πόκερ θα γινόταν τόσο ακριβό, ώστε, πλέον, οι περισσότεροι παίκτες θα κατέφευγαν σε μη αδειοδοτημένα sites. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Γαλλία, μια πρόσφατη μικρή αύξηση στο rake προκάλεσε την οργή των παικτών και τελικά το μόνο που επετεύχθη ήταν να τους οδηγήσει σε μη αδειοδοτημένα sites, όπου οι οικονομικοί όροι συμμετοχής ήταν κατά πολύ καλύτεροι. Ειδικά για το πόκερ, συνεπώς, αντί να φορολογείται το συνολικό ποσό που παίζεται, θα πρέπει ως βάση φορολόγησης να εκλαμβάνεται η συνολική προμήθεια του παρόχου. Εναλλακτικά μπορεί να φορολογείται το ποσό που καταθέτει κάθε παίκτης (δηλαδή, η συμμετοχή του). Η τελευταία λύση έχει το πλεονέκτημα ότι είναι μια μέθοδος που μπορεί να ελεγχθεί και παρακολουθηθεί με τον πλέον εύκολο τρόπο.