• Σχόλιο του χρήστη 'Betfair' | 31 Ιανουαρίου 2011, 19:26

    Τοποθέτηση σε σχέση με το Άρθρο 31 (Παράβολα, τέλη, συμμετοχές του Δημοσίου και φόροι) 1. Άρθρο 31(5) – Η φορολόγηση επί των μεικτών κερδών (Φ.Μ.Κ) του κατόχου αδείας, έχει αποδειχτεί ως αποτελεσματική, δίκαιη και βιώσιμη μέθοδος φορολόγησης. Διασφαλίζει ότι όλα τα διαθέσιμα προϊόντα και όλα τα είδη επιχειρήσεων μπορούν να συμπεριληφθούν στη ρυθμιζόμενη αγορά παρέχοντας ευελιξία στην τιμολογιακή πολιτική για τα προϊόντα και στην ανάπτυξη νέων, χωρίς να απαιτεί συνεχείς αλλαγές στο νομικό πλαίσιο σχετικά με τη φορολογία και τις ρυθμίσεις. 2. Η Φ.Μ.Κ αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής, καλά ρυθμιζόμενης αγοράς. Η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που ενθαρρύνει την ανάπτυξη της αγοράς και θα παρέχει όφελος για τον καταναλωτή θα αυξήσει στο μέγιστο την ρυθμιζόμενη εγχώρια αγορά, προτρέποντας τους παρόχους να αποκτήσουν άδειες έτσι ώστε να είναι σε θέση να παρέχουν προϊόντα που θα ανταγωνίζονται τους μη αδειοδοτημένους παρόχους. 3. Η πρόσβαση σε καινοτόμα προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές θα αποθαρρύνει τους πελάτες από τη χρήση μη αδειοδοτημένων, παράνομων παρόχων, οδηγώντας σε σημαντική μείωση της μη εγχώριας - παράνομης αγοράς. 4. Με την επέκταση της ρυθμιζόμενης αγοράς και την αύξηση του κύκλου εργασιών από το διαδικτυακό στοίχημα ως αποτέλεσμα του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η Φ.Μ.Κ. μεγιστοποιεί τα έσοδα από το φορολόγηση και παρέχει ένα μακροχρόνιο, βιώσιμο καθεστώς φορολόγησης. 5. Η Φ.Μ.Κ ευθυγραμμίζει τα συμφέροντα του παρόχου με αυτά της Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς το αυξημένο εισόδημα των αδειοδοτημένων παρόχων θα οδηγήσει σε αυξημένα έσοδα του Κράτους από την είσπραξη των φόρων 6. Η Φ.Μ.Κ είναι ένα σύστημα φορολόγησης με χαμηλό κόστος όσον αφορά στη διαχείριση και στην είσπραξη, καθώς ο υπολογισμός και η καταβολή του φόρου είναι διαδικασίες που επιβαρύνουν τον πάροχο, ενώ η βάση υπολογισμού του φόρου υπόκειται σε διαρκή επιβεβαίωση μέσω εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου. 7. Ο φόρος επί του κύκλου των εργασιών των εταιρειών, σε αντίθεση με αλλά φορολογικά καθεστλωτα, δε μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα υπάρχοντα μοντέλα προϊόντων και επιχειρήσεων, , περιορίζει τους παρόχους προϊόντων χαμηλού περιθωρίου κέρδους / υψηλής συμμετοχής όπως το πόκερ με μετρητά, να προσφέρουν αυτά τα προϊόντα στη ρυθμισμένη αγορά, καθώς επίσης περιορίζει σημαντικά την ευελιξία σε ότι αφορά την τιμολόγηση όλων των άλλων προϊόντων. Αυτό θα καθιστούσε τη ρυθμισμένη αγορά λιγότερο ελκυστική τόσο για τους παρόχους όσο και για τους πελάτες. Θα τιμωρούσε τους παρόχους που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μία άδεια, ενώ αντίθετα θα αποτελούσε κίνητρο για να παραμείνουν στην παράνομη/μαύρη αγορά και αντίστοιχα για τους πελάτες να χρησιμοποιούν τους παράνομους/μη αδειοδοτημένους παρόχους, λόγω της προσφοράς ακριβότερων και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντων από τους αδειοδοτημένους παρόχους. Η συνέπεια αυτού είναι να μειώνονται τα πιθανά εισοδήματα από φόρους και η βιωσιμότητα του φορολογικού καθεστώτος. 8. Άρθρο 31 (6) – Σαφής καθοδήγηση θα έπρεπε να παρέχεται από την Κυβέρνηση όσον αφορά στην εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας για το διαδικτυακό στοιχηματισμό. 9. Άρθρο 31 (7) – Αυτό φαίνεται να δημιουργεί μία υποχρέωση στους παρόχους να προβαίνουν στην παρακράτηση φόρου από τα κέρδη του πελάτη, στην ίδια βάση με αυτή που ισχύει σήμερα και για τα κρατικά λαχεία, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα κρατικά λαχεία και στα τυχερά παίγνια που θα προσφέρονται από τους παρόχους. Η επιβολή παρακράτησης φόρου από τον παίκτη θα έχει σημαντικό αντίκτυπό στην ανταγωνιστικότητα της ρυθμιζόμενης εγχώριας αγοράς, προσφέροντας κίνητρο στους παρόχους να εξακολουθήσουν να δραστηριοποιούνται εκτός της χώρας, χωρίς άδεια, και στους πελάτες να επιλέγουν να στοιχηματίζουν με παρόχους που δραστηριοποιούνται εκτός της ρυθμιζόμενης αγοράς. 10. Εάν η προϋπόθεση παρακράτησης φόρου από τους παίκτες συνδυαζόταν με μία αντίστοιχη προϋπόθεση φορολόγησης επί του κύκλου των εργασιών, θα δημιουργούνταν διπλό φορολογικό βάρος το οποίο θα επηρέαζε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της ρυθμισμένης αγοράς και της βιωσιμότητας του κλάδου και κατά συνέπεια των φορολογικών εσόδων.