• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος' | 20 Μαΐου 2010, 09:37

    Σχετικά με τους προτεινόμενους τρόπους ηλεκτρονικής υποβολής αποδείξεων, σημειώνω τα εξής. Καταρχήν, βασική προϋπόθεση για τη μέγιστη δυνατή επιτυχία του όποιου εγχειρήματος, είναι να ενταχθούν σε αυτό όλες οι συναλλαγές, τόσο μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, όσο και μεταξύ καταναλωτών και ελευθέρων επιχειρηματιών. Η εξαίρεση από το μέτρο οποιασδήποτε επαγγελματικής ομάδας, δημιουργεί παράθυρο στη φοροδιαφυγή, εκτός από το γεγονός ότι θα αποτελέσει κοινωνική αδικία. 1. Αποστολή στοιχείων από τον πολίτη μέσω συστημάτων συλλογής αποδείξεων Η μέθοδος αυτή είναι αναποτελεσματική για τους ακόλουθους λόγους: Α) Συνεπάγεται σημαντικό κόστος για τον πολίτη σε χρόνο καταγραφής των ζητούμενων στοιχείων ή σε κόστος πληρωμής κάποιου φοροτεχνικού για να κάνει την καταγραφή για λογαριασμό του. Β) Υπάρχει σημαντικός κίνδυνος σφάλματος στις εγγραφές, γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία των υποβαλλόμενων στοιχείων και τη δυνατότητα αξιοποίησής τους για ελεγκτικούς σκοπούς (διασταυρώσεις κλπ), από το Υπουργείο. Γ) Συνεπάγεται κόστος για το δημόσιο με τη μορφή εισαγωγής των στοιχείων αυτών στα συστήματα, προκειμένου να γίνουν διασταυρώσεις και άλλοι έλεγχοι, με κίνδυνο και πάλι λαθών κατά την εισαγωγή των στοιχείων, ειδικά στις περιπτώσεις που τα υποβαλλόμενα από τον πολίτη στοιχεία είναι εκτυπωμένα και όχι ηλεκτρονικά. Ακόμα όμως και τα ηλεκτρονικά υποβαλλόμενα στοιχεία μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα συμβατότητας, αν υπάρχει ανομοιογένεια στις χρησιμοποιούμενες εφαρμογές. 2. Αποστολή των στοιχείων της απόδειξης και του κωδικού του φορολογούμενου από την επιχείρηση. Η ηλεκτρονική αποστολή των στοιχείων της συναλλαγής είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά η αποστολή των στοιχείων της απόδειξης και του φορολογούμενου από τις επιχειρήσεις ενέχει τον κίνδυνο της φοροδιαφυγής, ήτοι της μη αποστολής των στοιχείων της συναλλαγής από τον επιτηδευματία, ο οποίος έχει κάθε συμφέρον προς τούτο, ειδικά όταν δεν θα έχει την υποχρέωση να δηλώσει τη συναλλαγή και ο πολίτης, ώστε να υφίσταται ο φόβος διασταύρωσης και επαλήθευσης της πληροφορίας. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος προτείνονται δύο τρόποι: Α) Έκδοση του Bar Code κάθε φορολογούμενου σε μορφή πιστωτικής κάρτας, ήτοι με χρήση της τεχνολογίας microchip και on line καταγραφή της κάθε συναλλαγής στην εφορία με τα τερματικά που χρησιμοποιούν ήδη οι επιχειρήσεις όταν χρεώνουν τις πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες των πελατών τους για την εξόφληση της συναλλαγής. Στην περίπτωση που οι ήδη χρησιμοποιούμενες μηχανές χρέωσης των πιστωτικών καρτών δεν είναι αξιοποιήσιμες για το σκοπό αυτό οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προμηθευτούν υποχρεωτικά, ειδικά προς τούτο τερματικά (μηχανές). Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι: i) Συνεπάγεται μηδενικό ή μικρό κόστος προμήθειας από τις επιχειρήσεις των μηχανών χρέωσης της κάρτας bar code του φορολογούμενου. ii) Δεν υπάρχει κίνδυνος λανθασμένης καταχώρησης των στοιχείων του φορολογούμενου και του επιτηδευματία, αφού η καταγραφή γίνεται ηλεκτρονικά. iii) Εκδίδεται απόδειξη της χρέωσης από το μηχάνημα προς επιβεβαίωση και επαλήθευση της δηλωθείσας συναλλαγής στην εφορία. iv) Η ηλεκτρονική καταγραφή της συναλλαγής εξασφαλίζει εκτός από τη δήλωση του εισοδήματος του επιτηδευματία και τον προσδιορισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ. Μειονέκτημα της μεθόδου είναι: i) Υπάρχει κίνδυνος ρύθμισης του μηχανήματος ώστε ενώ εκδίδει απόδειξη, να μην δηλώνει πραγματικά τη συναλλαγή και άρα να φοροδιαφεύγει ο επιτηδευματίας. Οπότε δημιουργείται ανάγκη υποβολής των αποδείξεων και από τους πολίτες για σκοπούς διασταυρώσεων με όλα τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν στην παράγραφο (1) ανωτέρω. Β) Χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών για όλες τις συναλλαγές και ενημέρωση της εφορίας με τα στοιχεία χρέωσης κάθε επιτηδευματία και φορολογούμενου ηλεκτρονικά από την τράπεζα. Η μέθοδος αυτή είναι πιο αποτελεσματική από την Α) και εξαλείφει τον κίνδυνο φοροδιαφυγής διότι: i) Για να πληρωθεί τη συναλλαγή ο επιτηδευματίας, πρέπει να χρεωθεί ή πιστωτική ή χρεωστική κάρτα του πελάτη από την τράπεζα, οπότε υποχρεώνεται να δηλώσει τη συναλλαγή στην τράπεζα. Έτσι εξαλείφεται ο κίνδυνος μη δήλωσης της συναλλαγής και φοροδιαφυγής. ii) Η ενημέρωση της εφορίας με τις συναλλαγές και τα στοιχεία επιτηδευματία και φορολογούμενου γίνεται ηλεκτρονικά από την τράπεζα και όχι από τον επιτηδευματία που έχει κίνητρο να βρει τρόπο μη δήλωσης της συναλλαγής. iii) Βελτιώνεται η ρευστότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αφού εξαλείφεται η ανάγκη αναλήψεων πραγματικού χρήματος από τους πολίτες για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών σε χρήμα. Είναι προφανή τα οφέλη αυτής της εξέλιξης για την ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν με μικρότερο κόστος χρήματος στις ανάγκες χρηματοδότησης επιχειρήσεων, καταναλωτών και επενδύσεων με θετικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. iv) Δεν υπάρχει ανάγκη για υποβολή στοιχείων από τον φορολογούμενο – καταναλωτή. v) Η ηλεκτρονική καταγραφή της συναλλαγής εξασφαλίζει εκτός από τη δήλωση του εισοδήματος του επιτηδευματία και τον προσδιορισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ. 3. Σάρωση των στοιχείων των αποδείξεων από το φορολογούμενο και ηλεκτρονική υποβολή τους. Η μέθοδος αυτή είναι αναποτελεσματική για τους ίδιους λόγους με την μέθοδο (1) ανωτέρω.