• Σχόλιο του χρήστη 'Κώστας Χ. Χρυσόγονος' | 29 Οκτωβρίου 2013, 12:21

    Το φθινόπωρο του 2011 ψηφίσθηκε ο νόμος 4021/2011, με το άρθρο 53 του οποίου καθιερώθηκε το «έκτακτο ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών», γνωστότερο ως «χαράτσι». Αυτό επιβάρυνε όλες τις δομημένες ηλεκτροδοτούμενες επιφάνειες, χωρίς να προβλέπεται αφορολόγητο όριο, ούτε κλιμάκωση του φορολογικού συντελεστή σε αναλογία προς τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου, κατά προφανή παραβίαση της αρχής της συνεισφοράς στα δημόσια βάρη κατά το μέτρο της φοροδοτικής ικανότητας καθενός (άρθρο 4 παρ. 5 Συντ.). Παράλληλα με το «χαράτσι» προβλεπόταν φορολογία της ακίνητης περιουσίας με τις επιβεβλημένες, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 Συντάγματος, παραμέτρους (αφορολόγητο όριο, κλιμακωτοί φορολογικοί συντελεστές), σύμφωνα με τα άρθρα 3 ν. 3808/2009 και 27 επ. ν. 3842/2010. Ωστόσο τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα δεν μπορούσαν να αποσταλούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών στους φορολογούμενους τα έτη 2010-2012 λόγω δυσλειτουργιών των χρησιμοποιούμενων από αυτές συστημάτων πληροφορικής (!). Υποτίθεται λοιπόν πως η «λογική» του δήθεν «έκτακτου τέλους» ήταν να εισπραχθούν άμεσα δημόσια έσοδα, έστω και μ’ αυτό τον αντισυνταγματικό τρόπο, και στη συνέχεια να αποκατασταθεί η φορολογική «ομαλότητα» με την είσπραξη του φόρου ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ). Στην πραγματικότητα όμως τώρα, με τον «ενιαίο φόρο ακινήτων», τον οποίο σχεδιάζει η κυβέρνηση, αντί να καταργηθεί το «χαράτσι» και να ενσωματωθεί στον ΦΑΠ, γίνεται το αντίστροφο. Ο «ενιαίος φόρος» επιβάλλεται κατά τρόπο ασύνδετο με το συνολικό ύψος της ακίνητης περιουσίας του υποχρέου και το ύψος του εξαρτάται αποκλειστικά από την αξία του κάθε ακινήτου. Έτσι π.χ. ένας ιδιοκτήτης μίας και μόνης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος), ο οποίος την ιδιοκατοικεί και στερείται άλλης περιουσίας, καθώς και εισοδημάτων επαρκών για τη συντήρησή του, υποχρεούται να πληρώσει ακριβώς το ίδιο ποσό «τέλους» που θα πληρώσει και ο ιδιοκτήτης του παρακείμενου πανομοιότυπου διαμερίσματος για το δικό του, έστω και αν ο τελευταίος διαθέτει αμύθητη περιουσία και τεράστια φοροδοτική ικανότητα. Εξάλλου το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 1972/2012 απόφαση της Ολομελείας του, έκρινε συνταγματικό το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. με τη σκέψη ότι «εξ αυτού του λόγου, ήτοι του έκτακτου χαρακτήρος της επίδικης φορολογικής επιβαρύνσεως, ο νομοθέτης […] δεν ήταν υποχρεωμένος, θεσπίζοντας τον εν λόγω έκτακτο φόρο, να ακολουθήσει τις μορφές και τις αρχές που έχει χρησιμοποιήσει σε άλλες περιπτώσεις φορολογίας της ακίνητης περιουσίας. Ως εκ τούτου, η επιβολή του εν λόγω φόρου […] δεν υπερβαίνει τα όρια της κατά τα ανωτέρω διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη […] Το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., που επιβλήθηκε εκτάκτως […] δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επέμβαση στην περιουσία των φορολογουμένων δυσανάλογη σε σχέση με τον κατά τα ανωτέρω επιδιωχθέντα σκοπό, λαμβανομέν[ου] υπ’ όψη […] του περιορισμένου χρονικού πλαισίου εφαρμογής του (2011-2012) […] Ούτε, εν όψει ιδία του εκτάκτου χαρακτήρος του, μπορεί να θεωρηθεί ότι σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογίες που συνδέονται με την κατοχή ακίνητης περιουσίας καθιστά δημευτικό το εθνικό σύστημα φορολογίας των ακινήτων». Είναι συνεπώς σαφές ότι το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. κρίθηκε ως συνταγματικό μόνο υπό την προϋπόθεση της προσωρινότητάς του. Εάν το Συμβούλιο της Επικρατείας εμείνει στα ήδη κριθέντα, τότε ο «νέος» Ενιαίος Φόρος Ακινήτων, ο οποίος έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., με τη διαφορά όμως ότι επιβάλλεται σε όλα τα ακίνητα και όχι μόνο στα δομημένα και κυρίως, ότι είναι πάγιος και όχι έκτακτος, πρέπει να κριθεί αντισυνταγματικός. Κώστας Χ. Χρυσόγονος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης